Cover

ΤΙΤΛΟΣ

 

 

ΛΕΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ

 

 

 

 

 

 

 

Ένας ανέλπιστος δρόμος για ...

τον Παράδεισο

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Αντί προλόγου…

Όλοι οι χριστιανοί γνωρίζουμε ότι ο Κύριος μας Ιησούς Χριστός σταυρώθηκε στο Γολγοθά ανάμεσα σε δύο ληστές.

 

Ο ένας από αυτούς τους ληστές, λέγοντας τη φράση «θυμήσου με Κύριε όταν έρθεις στη βασιλεία Σου», έλαβε από τον Ιησού την απάντηση «σήμερα μαζί Μου θα είσαι στον Παράδεισο».

 

Γιατί και πώς σώθηκε αυτός ο ληστής; Γιατί και πώς σώζονται οι άνθρωποι;

 

Τα ερωτήματα αυτά, θα ανιχνεύσουμε παρακάτω. Παρακαλώ μη θεωρήσετε το κείμενο που ακολουθεί διδακτικό. Δεν υπάρχει η διάθεση της διδασκαλίας, αλλά της επικοινωνίας με άλλους ανθρώπους. Μαζί με τους οποίους μπορούν να εκφρασθούν και να μοιρασθούν εμπειρίες απλές και ανθρώπινες, μέσα από τη διαδικασία ανάγνωσης ενός βιβλίου. Η διατύπωση  κατηγορημάτων παρακαλώ να αναγνωσθεί ως πρόσκληση για ανιχνευτική προσέγγιση.

 

Νομίζω πως το δύσκολο στην εποχή μας είναι η απλότητα να γίνεται ζωή που βιώνεται μέσα από προσωπικές σχέσεις. Αυτό το σκοπό θέλει να υπηρετήσει το κείμενο που ακολουθεί με την ελπίδα να μπορέσει να εκφράσει αυτή την απλή αλήθεια.

 

Αμέσως, από το επόμενο κεφάλαιο, θα περάσουμε στο κυρίως θέμα.

μνήσθητί μου, Κύριε ...

 

«… μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου …»

 

Υπάρχει ένα περιστατικό στην Καινή Διαθήκη στο οποίο συχνά αναφερόμαστε, ή ακούμε άλλους να αναφέρονται και μας προβληματίζει, άλλους λιγότερο και άλλους περισσότερο.

 

Είναι το περιστατικό κατά τη σταύρωση του Ιησού, όπου σώζεται ο ένας από τους δύο ληστές που σταυρώνονται μαζί Του. Μάλιστα, κατά κοινή συμφωνία όλων των Πατέρων της Εκκλησίας, ερμηνεύοντας τα αντίστοιχα εδάφια, διατυπώνεται αυτός ο ληστής είναι το πρώτο πρόσωπο που εισήλθε στον Παράδεισο μαζί με τον Χριστό.

 

Παρακάτω θα δούμε το αντίστοιχο απόσπασμα από την Καινή Διαθήκη και θα το εξετάσουμε σε λεπτομέρεια. Αλλά, από το σημείο αυτό θα τονίσουμε ότι για αρκετούς από εμάς παραμένει ένα μυστήριο η σωτηρία του ληστή.

 

Ενώ ο ληστής πληρώνει - σύμφωνα με την ομολογία του - για τα άνομα έργα του με την αρμόζουσα θανατική ποινή, εντούτοις οδηγείται με αδιάψευστο τρόπο, από τη μαρτυρία του Ιησού, στη Βασιλεία των Ουρανών. Και μάλιστα, χωρίς να κάνει ο ίδιος τίποτε από όλα αυτά που εμείς, οι σημερινοί Χριστιανοί, προσπαθούμε να εφαρμόσουμε στη ζωή μας για να περάσουμε από την «στενή Πύλη» της Ουράνιας Βασιλείας. Πώς γίνεται για εκείνον η Θεία Δικαιοσύνη να είναι τόσο επιεικής και για εμάς τόσο αυστηρή;

 

Διδασκόμαστε ότι για να σωθούμε πρέπει να μελετήσουμε το «λόγο του Θεού», για να τον εφαρμόσουμε κατόπιν στη ζωή μας και παράλληλα να αγωνισθούμε, ώστε να θεραπεύσουμε τον πάσχοντα εαυτό μας. Πρόκειται για μια πορεία με τρία στάδια: την μετάνοια, την κάθαρση, τον φωτισμό. Μάλιστα, έχουν υποδείξει οι πνευματικοί οδηγοί της πίστης ότι αυτό επιτυγχάνεται μέσα από μια πολύχρονη ασκητική διαδρομή.

 

Γιατί ο ληστής στο Γολγοθά πέτυχε τη σωτηρία του χωρίς «χριστιανικό αγώνα»;

 

 

Η Σταύρωση και οι ληστές στην Καινή Διαθήκη

Ας δούμε τα σχετικά αποσπάσματα για τη Σταύρωση από την Καινή Διαθήκη:

 

(Κατά Ματθαίον κεφ.27 στίχοι 38-44) Τότε μαζί με Αυτόν σταυρώθηκαν δύο ληστές, ο ένας από τα δεξιά Του και ο άλλος από τα αριστερά Του. Οι δε περαστικοί Τον περιέπαιζαν υβριστικά και κουνώντας το κεφάλι τους έλεγαν: «Εσύ που θα κατακρήμνιζες το Ναό του Σολομώντα και θα τον ξαναέχτιζες, σώσε τον εαυτό Σου, αν είσαι Υιός του Θεού, και κατέβα από το σταυρό». Το ίδιο και οι αρχιερείς Τον περιέπαιζαν μαζί με τους Γραμματείς, τους πρεσβύτερους και τους Φαρισαίους και έλεγαν: «Άλλους έσωσε, δεν μπορεί όμως να σώσει τον εαυτό Του. Εάν είναι ο βασιλιάς του Ισραήλ, ας κατέβει τώρα από το σταυρό και θα πιστέψουμε σε Αυτόν. Στον Θεό στηρίχθηκε, ας Τον γλιτώσει λοιπόν τώρα, εφόσον θα θέλει να Τον προστατέψει, αφού ο Ίδιος ισχυρίσθηκε ότι ‘Είμαι Υιός του Θεού’» Παρόμοια και οι ληστές που σταυρώθηκαν μαζί Του, Τον κορόιδευαν.

 

(Κατά Μάρκον κεφ.15 στίχοι 25-32) Ήταν η ώρα εννέα το πρωί και Τον σταύρωσαν. Και η αιτία της σταύρωσης ήταν γραμμένη σε επιγραφή: «ο Βασιλιάς των Ιουδαίων». Και μαζί του σταύρωσαν δύο ληστές, έναν στα δεξιά και έναν στα αριστερά Του. Και εκπληρώθηκε η Γραφή που έλεγε «υπολογίστηκε μαζί με τους παρανόμους» Οι περαστικοί Τον έβριζαν κουνώντας το κεφάλι τους και λέγοντες: «Ουέεε, Αυτός που θα γκρέμιζες τον Ναό του Σολομώντα και σε τρεις ημέρες θα τον ξαναέχτιζες! σώσε τον εαυτό Σου και κατέβα από το σταυρό». Παρομοίως και οι αρχιερείς περιπαίζοντας Τον με τους Γραμματείς έλεγαν μεταξύ τους: «Άλλους έσωσε, τον εαυτό Του δεν μπορεί να σώσει. Ο (δήθεν) Χριστός, ο (δήθεν) βασιλιάς του Ισραήλ ας κατέβει από το σταυρό τώρα, ώστε να δούμε και να πιστέψουμε σ’ Αυτόν». Και οι σταυρωμένοι μαζί Του Τον κορόιδευαν.

 

(Κατά Λουκά κεφ. 23 στίχοι 32-43) Προσήγαγαν ακόμη και δύο άλλους θανατοποινίτες να θανατωθούν μαζί Του. Όταν έφθασαν στον τόπο που λεγότανε «Κρανίο», εκεί σταύρωσαν Αυτόν και τους θανατοποινίτες, τον έναν από δεξιά και τον άλλο από τα αριστερά. Ο Ιησούς τότε έλεγε: «Πατέρα συγχώρεσε τους, γιατί δεν έχουν επίγνωση της πράξης τους». Εκείνοι βάζοντας σε μοιρασιά τα ρούχα Του έριξαν κλήρο. Και ο λαός έστεκε και παρακολουθούσε. Μαζί με αυτούς και οι άρχοντες κορόιδευαν λέγοντας: «Άλλους έσωσε, ας σώσει και τον εαυτό Του, αν Αυτός είναι ο Χριστός ο εκλεκτός του Θεού». Τον περιγελούσαν και οι στρατιώτες πλησιάζοντας Τον και δίνοντας Του ξίδι λέγοντας: «Αν είσαι ο βασιλιάς των Ιουδαίων σώσε τον εαυτό Σου». Υπήρχε μάλιστα και επιγραφή γραμμένη από πάνω Του με γράμματα Ελληνικά και Ρωμαϊκά και Εβραϊκά: «Αυτός είναι ο Βασιλιάς των Ιουδαίων» Ο ένας από τους σταυρωμένους θανατοποινίτες Τον περιέπαιζε λέγοντας «αν είσαι εσύ ο Χριστός, σώσε τον εαυτό σου και εμάς» απαντώντας ο άλλος τον επέπληττε λέγοντας του «Ούτε ακόμα και το Θεό δεν φοβάσαι εσύ; Ότι την ίδια ποινή πληρώνεις και εσύ. Και εμείς βέβαια δίκαια. Γιατί λαμβάνουμε αντάξια ανταπόδοση στα όσα (εγκλήματα) διαπράξαμε. Αυτός όμως δεν έκανε κανένα κακό». Και έλεγε στον Ιησού: «θυμήσου με, Κύριε, όταν έρθεις στη Βασιλεία Σου». Και απάντησε ο Ιησούς: «Αληθινά σου λέω, σήμερα θα είσαι μαζί Μου μέσα στον Παράδεισο».

 

(Κατά Ιωάννη κεφ. 19 στίχοι 17-18) 17Παρέλαβαν λοιπόν τον Ιησού (οι στρατιώτες) και Τον πήγαιναν (για να σταυρωθεί) και σηκώνοντας στους ώμους το σταυρό Του βγήκε από τα σύνορα της πόλης στην περιοχή που λέγεται «κρανίου τόπος», στα εβραϊκά «Γολγοθά», 18όπου Τον σταύρωσαν και μαζί Του σταύρωσαν άλλους δύο, από τη μια μεριά και από την άλλη, και στη μέση τον Ιησού.

 

 

Ερωτηματικά.

 

Από την ανάγνωση των παραπάνω τεσσάρων περικοπών από τα Ευαγγελία, σχετικά με την σταύρωση του Ιησού και των δύο ληστών, προκύπτουν εύλογα ερωτηματικά!

 

Όλοι οι Ευαγγελιστές αναφέρουν ξεκάθαρα ότι ο Ιησούς σταυρώθηκε ανάμεσα σε δύο θανατοποινίτες ληστές. Μόνο ο ευαγγελιστής Λουκάς αναφέρει ότι ο ένας από τους δύο ληστές μίλησε στον Ιησού και σώθηκε. Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης δεν αναφέρει τίποτε σχετικό. Ενώ, οι Ευαγγελιστές Ματθαίος και Μάρκος αναφέρουν κατηγορηματικά ότι και οι δύο ληστές κορόιδευαν τον σταυρωμένο Ιησού, χωρίς να πιστεύουν ότι είναι ο Μεσσίας, παρομοίως με τους υπόλοιπους παριστάμενους.

 

Ο Ευαγγελιστής Ματθαίος γράφει: Παρόμοια και οι ληστές που σταυρώθηκαν μαζί Του, Τον κορόιδευαν.

 

Ο Ευαγγελιστής Μάρκος γράφει: Και οι συν-σταυρωμένοι μαζί Του Τον κορόιδευαν.

 

Ο Ευαγγελιστής Λουκάς γράφει: Και του απάντησε ο Ιησούς: «Αληθινά σου λέω, σήμερα θα είσαι μαζί Μου μέσα στον Παράδεισο».

 

Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης γράφει, χωρίς λεπτομερή αναφορά για τους ληστές : Τον σταύρωσαν και μαζί Του σταύρωσαν άλλους δύο, από τη μια μεριά και από την άλλη, και στη μέση τον Ιησού.

 

Όμως, ας μην σκανδαλιζόμαστε, γιατί θα δούμε στη συνέχεια ότι η αντίθεση αυτή δεν είναι καθόλου αντίθεση. Θα δούμε ότι όλοι οι Ευαγγελιστές, και οι τέσσερις, αναφέρονται στα ίδια γεγονότα και μιλάνε για τα ίδια πράγματα με τον πιο ομόφωνο τρόπο!

 

Για να καταλάβουμε την ερμηνεία της σωτηρίας του ληστή πρέπει κατανοήσουμε τα γραφόμενα στα Ευαγγέλια σαν γεγονότα που συνέβησαν στη γη. Πρόκειται για καταγραφή γεγονότων που έζησαν πραγματικοί άνθρωποι, και όχι κάποιοι ήρωες σε ένα θεατρικό έργο, ή σε μια κινηματογραφική ταινία, ή σε μια ουράνια υπερφυσική κατάσταση.

 

Οι πράξεις και οι λόγοι των ληστών και του Ιησού είναι λόγοι και ενέργειες που βιώνουν τη ανθρώπινη ζωή τους με απόλυτο ρεαλισμό, ώστε, όπως θα δούμε παρακάτω, οι συμπεριφορές τους να είναι τόσο προφανείς που μέσα στην απλότητα τους μοιάζουν σε εμάς ακατανόητες – ίσως γιατί μάθαμε κατά κάποιο τρόπο να τις εξετάζουμε σε υπερφυσικά πλαίσια, παρά σε ανθρώπινα.

 

Το κλίμα της Σταύρωσης

 

Συνήθως η εικόνα που έχουμε για τη σταύρωση του Χριστού έχει σχηματιστεί σε κάποιο βαθμό από στερεότυπα. Η εικόνα αυτή συνήθως σχηματίζεται μέσα μας ως μυθική, υπερφυσική και συναισθηματικά φορτισμένη. Μια τέτοια εικόνα έχει το μειονέκτημα ότι αποβάλει τον βιωματικό ρεαλισμό από την συγκεκριμένη σκηνή της σταύρωσης.

 

Από τα παραπάνω σχετικά εδάφια των Ευαγγελίων, στα πλαίσια του αφηγηματικού ρεαλισμού των κειμένων, είναι φανερό ότι το κλίμα στον Γολγοθά δεν διαφέρει σε τίποτε από την εικόνα άσκησης της επιβολής της εξουσίας σε βάρος των αδύναμων.

 

Οι σταυρωτές του Ιησού δεν Τον θανατώνουν απλά, αλλά Τον προκαλούν. Η σταύρωση είναι η απόλυτη εκδοχή της πρόκλησης: «καταβάτω νῦν ἀπὸ τοῦ σταυροῦ καὶ πιστεύσωμεν ἐπ᾿ αὐτῷ». Αν είσαι ο Υιός του Θεού τώρα κατέβα από το σταυρό και σώσε τον εαυτό Σου και θα σε πιστέψουμε. Αυτό το «τώρα» είναι αναπόφευκτο να τίθεται, γιατί αργότερα ο Ιησούς θα είναι νεκρός. Ο Ιησούς πρέπει να αποδείξει ότι σαν αυτόκλητος «Υιός του Θεού» μπορεί να ανταποκρίνεται και να απαντά στις προκλήσεις του ανθρώπινου τρόπου ύπαρξης, του «τώρα».

 

Όμως, ο Ιησούς στο σταυρό δεν απαντά σε αυτήν την πρόκληση. Οι σταυρωτές διακηρύσουν την αιτία που τον σταυρώνουν: επειδή υποστηρίζει ότι είναι ο Υιός του Θεού, χωρίς στα αλήθεια να είναι. Και η αναπάντητη πρόκληση τους επιβεβαιώνει ότι έχουν δίκιο. Θεωρούν ότι ο Ιησούς δεν είναι παρά ένας ταλαντούχος διδάσκαλος, ένας θαυματοποιός, αλλά τίποτε παραπάνω από έναν άνθρωπο με ιδιαίτερα χαρίσματα. Και σίγουρα δεν είναι «Υιός του Θεού». Σίγουρα ο Θεός θα επενέβαινε και θα Τον διέσωζε, αν ήταν «Υιός Του». Φαίνεται, σε αυτούς, πως σε αυτήν την τελευταία ευκαιρία ο άνθρωπος Ιησούς παραμένει στην ιδιόρρυθμη ‘πλάνη’ Του. Πεθαίνει χωρίς να ανταποκριθεί στην πρόκληση που του απευθύνουν τόσο οι σταυρωτές του όσο και οι περαστικοί, αλλά και χωρίς να παραδεχθεί τελικά το - υποτιθέμενο - σφάλμα Του.

 

Είχε ισχυριστεί κάποτε, ότι αν γκρεμιζόταν ο ναός του Σολομώντα, ο Ιησούς θα τον ξαναέκτιζε σε τρείς ημέρες. Τώρα του θυμίζουν ότι, όποιος λέει μεγάλα λόγια πρέπει και να τα αποδεικνύει. Ποιος άραγε από τους παριστάμενους, διερχόμενους και σταυρωτές, δεν έχει πειστεί για την ανόητη επιμονή του Ιησού να προσποιείται ότι είναι Υιός του Θεού (σύμφωνα με τον τρόπο που εκείνοι αντιλαμβάνονται τα γεγονότα); Σκέφτονται, ίσως, ότι η αρρωστημένη επιμονή αυτού του ανθρώπου του στοιχίζει την ίδια του την ζωή - σίγουρα δεν θα πρέπει να στέκει καλά στα μυαλά Του. Μόνο ένας ψυχικά άρρωστος θα έφθανε να καταδικάζει τον εαυτό του σε θάνατο, επιμένοντας να υποδύεται κάποιον άλλον από αυτόν που στα αλήθεια είναι και μάλιστα αποτυγχάνοντας τόσο τραγικά. Αν είναι όντως ο «Υιός του Θεού» γιατί δεν αποδεικνύει τη Θεότητα Του;

 

Αφού καταδικάστηκε από τον Πιλάτο και εξευτελίστηκε από τα μαρτύρια και τον χλευασμό του όχλου, οδηγήθηκε στο Γολγοθά σηκώνοντας το σταυρό Του και μετά σταυρώθηκε σαν όλους τους θανατοποινίτες, σαν ένα ανυπεράσπιστο πλάσμα, ανίσχυρο και αδύναμο μπροστά στην ισχύ της ανθρώπινης εξουσίας.

 

Αυτοί που κοιτάζουν τον Εσταυρωμένο Ιησού, στον Γολγοθά, ατενίζουν έναν υπέροχα ρομαντικό και τραγικά αθεράπευτα βλάσφημο (σύμφωνα με την οπτική τους γωνία) που λανθασμένα επιμένει ότι είναι ο «Υιός του Θεού». Έχει πείσει απολύτως τον εαυτό Του για αυτό, παραμένοντας στην αυταπάτη Του ακόμη και τη στιγμή που πεθαίνοντας κρεμασμένος στον σταυρό διαψεύδεται με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο.

 

Οι ληστές.

Οι δύο ληστές, που αναφέρονται από τους Ευαγγελιστές, βρέθηκαν σε αυτή τη θέση γιατί ήταν θανατοποινίτες καταδικασμένοι για κακουργηματικές πράξεις που τιμωρούσε το Ρωμαϊκό δίκαιο. Άλλωστε, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι οι Ισραηλίτες την περίοδο εκείνη ήταν υπό ρωμαϊκή κατοχή και για αυτό και ο Χριστός δικάστηκε από τον Ρωμαίο Πιλάτο.

 

Μέσα στο κλίμα της σταύρωσης που αναφέραμε παραπάνω ο πρώτος ληστής λέει προς τον Ιησού: «αν είσαι εσύ ο Χριστός, σώσε τον εαυτό Σου και εμάς». Βλέπει και αυτός μπροστά του έναν άνθρωπο που ισχυρίζεται ότι είναι ο Χριστός, «ο Υιός του Θεού», παρόλα αυτά ταλαιπωρημένο, δέσμιο, μαστιγωμένο και σταυρωμένο σαν κοινό κακούργο. Ο ληστής δεν διακρίνει καμία διαφορά μεταξύ της κατάστασης του Ιησού και της κατάστασης του εαυτού του. Κατανοεί και αυτός, μαζί με τους άλλους, ότι δεν είναι δυνατόν να βρίσκεται σε τέτοια κατάσταση ο Υιός του Θεού.

 

Οι σταυρωτές του Ιησού Τον προκαλούν και τον περιφρονούν γιατί αμφισβητούν την Θεότητα Του. Ούτε και ο πρώτος ληστής πιστεύει ότι ο Ιησούς είναι ο Υιός του Θεού και μαζί με αυτούς Τον προκαλεί: «αν είσαι εσύ ο Χριστός, σώσε τον εαυτό σου». Αλλά η κοινή μοίρα με τον Ιησού κάνει τον ληστή να προσθέσει: «σώσε τον εαυτό σου και εμάς». Είναι η πίκρα του θανατοποινίτη στην ώρα του θανάτου που τον κάνει να ζητάει «σώσε και εμάς», όχι με την πίστη της σωτηρίας, αλλά με την πίκρα της γεύσης του θανάτου. Είναι ο ειρωνικός σαρκασμός του ανθρώπου χωρίς ελπίδα που λέει: «δεν αρκεί να σώσεις τον εαυτό σου για να είσαι ο Μεσσίας - πράγμα που δεν έχεις τη δύναμη να κάνεις ούτως ή άλλως - πρέπει να σώσεις και εμάς. Αφού δέχεσαι να σηκώνεις το βάρος της μάταιης ελπίδας της σωτηρίας του καταδικασμένου εαυτού Σου, φορτώσου και το βάρος της εξίσου μάταιης ελπίδας της δικής μας σωτηρίας».

 

Ο πρώτος ληστής έχοντας πειστεί για την ανικανότητα του Ιησού να αποδείξει ότι είναι ο Υιός του Θεού, του κάνει ακόμη πιο δύσκολη την ακατόρθωτη απαίτηση των άλλων. Του λέει: «σώσε τον εαυτό σου και εμάς» σαν να του έλεγε «σώσε τον εαυτό σου, δεν είναι τίποτε για εσένα, και μια και έχεις τέτοια δύναμη ως Υιός του Θεού – κακομοίρη δεν βλέπεις τα χάλια σου - σώσε και εμάς μαζί». Η ειρωνεία αυτή έχει μέσα της έναν πόνο βαθύ που εξαντλείται σε έναν αυτοσαρκασμό του θανάτου. Είναι μια αυταπάτη υπέρβασης της τραγικότητας της βίωσης του θανάτου. Σαν να προσπαθεί ο ληστής να επιδείξει ότι παρόλη την πικρή γεύση του θανάτου που νοιώθει δεν έχει ξεπέσει τόσο όσο ο Ιησούς που πεθαίνει για μια χίμαιρα, νομίζοντας ότι είναι ο Υιός του Θεού. Η ειρωνεία των λόγων του ληστή προς τον Ιησού είναι η αποθέωση του ρεαλισμού. Στον ρεαλισμό αυτό παγιδεύεται ο πρώτος ληστής, θέτοντας τον δικό του τρόπο ύπαρξης ως αποκλειστικό κριτήριο βάσει του οποίου μπορεί να λαμβάνει νόημα ο τρόπος ύπαρξης του Ιησού.

 

Για τον πρώτο ληστή, ο πραγματικός Ιησούς έχει απορροφηθεί ολοκληρωτικά ως ύπαρξη από τον ρεαλισμό της αυταπάτης Του, ώστε να γίνεται μια καρικατούρα άξια περιφρόνησης και ειρωνείας.

 

Ακούγοντας τον να μιλά έτσι, ο δεύτερος ληστής του λέει: «Ούτε ακόμα και το Θεό δεν φοβάσαι εσύ; Ότι την ίδια ποινή πληρώνεις και εσύ. Και εμείς βέβαια δίκαια. Γιατί λαμβάνουμε αντάξια ανταπόδοση στα όσα (εγκλήματα) διαπράξαμε. Αυτός όμως δεν έκανε κανένα κακό.»

 

Ο δεύτερος ληστής δεν προβάλει την αυθεντικότητα της Θεότητας του Ιησού ως αντίλογο στον πρώτο ληστή. Το μόνο επιχείρημα που έχει να χρησιμοποιήσει είναι η έκδηλη αθωότητα του Ιησού με βάση το ποινικό σύστημα. Για τον δεύτερο ληστή, η κοινή τους καταδίκη αναδεικνύει μια εσωτερική ενότητα μεταξύ των τριών μελλοθανάτων. Αυτή η ενότητα επιβάλει την υποταγή τους σε μια αυθεντική αντιμετώπιση της πραγματικότητας. Και σε μια αυθεντική αντιμετώπιση της πραγματικότητας ο Ιησούς είναι λιγότερο ένοχος σε σχέση με τους ίδιους. Γιατί, αυτοί (οι ληστές) τιμωρούνται για βαριά ποινικά παραπτώματα, ενώ Εκείνος για παράπτωμα αστικής/πολιτικής τάξεως χωρίς να έχει προξενήσει ποτέ κανένα κακό σε τρίτα πρόσωπα.

 

Πώς σώθηκε ο δεύτερος ληστής;

 

Και έλεγε στον Ιησού: «θυμήσου με, Κύριε, όταν έρθεις μέσα στη Βασιλεία Σου».

 

Γυρνώντας ο δεύτερος ληστής προς τον Ιησού βλέπει τον άκακο άνθρωπο που σταυρώνεται απλά γιατί υποστηρίζει ότι είναι ο «Υιός του Θεού». Όλοι οι περαστικοί και οι σταυρωτές τους και αυτός ακόμη ο πρώτος ληστής, είχαν όλοι κοροϊδέψει τον Ιησού προκαλώντας Τον να σώσει τον εαυτό Του για να αποδείξει ότι είναι Αυτός που υποστηρίζει ότι Είναι. Όμως, ο Ιησούς δεν απαντάει στις προκλήσεις τους.

 

Διαισθάνεται ο δεύτερος ληστής ότι πρέπει ο Ιησούς να πιστεύει στα αλήθεια, παρόλο που δεν το αποδεικνύει με κανένα τρόπο, ότι είναι ο Υιός του Θεού. Ο ληστής αφήνει για λίγο στην άκρη τον σταυρωμένο εαυτό του και νοιώθει την αδικία σε βάρος του κατατρεγμένου άκακου Ιησού, να ζει την πραγματικότητα του να είναι Υιός του Θεού χωρίς να κάνει οτιδήποτε για να το αποδείξει στους σταυρωτές Του. Ο ληστής κατανοεί την πραγματικότητα αυτή όχι σαν αποδεδειγμένη πραγματικότητα που βιώνεται από το πρόσωπο του Θεανθρώπου Ιησού, αλλά σαν υποκειμενική πραγματικότητα. Σαν μια πραγματικότητα, δηλαδή, που ισχύει μόνο για το πρόσωπο του ανθρώπου Ιησού, απόλυτα απρόσιτη και εξωπραγματική για τους υπόλοιπους ανθρώπους.

 

Δεν πιστεύει ο δεύτερος ληστής ότι ο Ιησούς είναι Θεάνθρωπος, ότι είναι Υιός του Θεού. Πιστεύει ότι ο Ιησούς, σαν απλός άνθρωπος, βιώνει μια δική Του πραγματικότητα – ανύπαρκτη για όλους τους άλλους – στην οποία είναι ο Υιός του Θεού. Η πραγματικότητα αυτή για το δεύτερο ληστή είναι οντολογικά ανύπαρκτη και ακατανόητη αλλά φανερώνεται και μετέχεται από αυτόν στα πλαίσια που συναντά τον Ιησού ως Πρόσωπο. Μετέχεται με έναν αμέθεκτο τρόπο. Ο Ιησούς πεθαίνει στο σταυρό χωρίς να προδίδει αυτήν την πραγματικότητα, χωρίς να την αρνείται. Το πρόσωπο του Ιησού είναι συνυφασμένο και άρρηκτα δεμένο με αυτήν την - ανύπαρκτη για το ληστή - πραγματικότητα.

 

Ο ληστής κατανοεί ότι απέναντι του έχει ένα πραγματικό Πρόσωπο που βιώνει μια ανύπαρκτη πραγματικότητα (από την οντολογική οπτική γωνία του ληστή). Ο ληστής για να συναντήσει το Πρόσωπο αυτό πρέπει να ‘βουτήξει’ και ο ίδιος μέσα σε αυτή την ξένη πραγματικότητα. Αυθόρμητα, χωρίς δεύτερη σκέψη λέει ανυπόκριτα προς τον Ιησού, για να Τον παρηγορήσει: «θυμήσου με, Κύριε, όταν έρθεις στη Βασιλεία Σου». Ψεύδεται προς τον εαυτό του ο δεύτερος ληστής λέγοντας αυτή τη φράση, γιατί για τον ίδιο δεν υπάρχει η βασιλεία του ανθρώπου Ιησού – την θεωρεί σαν μια αυταπάτη του Ιησού. Είναι όμως ειλικρινέστατος προς τον Ιησού γιατί μετέχει ολόψυχα στην πραγματικότητα που βιώνει ο Θεάνθρωπος, μέσα από μια αμέθεκτη μέθεξη. Και είναι ειλικρινέστατος όχι για την αλήθεια των όσων λέει, αλλά για την γνησιότητα και την αυθεντικότητα της προσωπικής σχέσης που διαμορφώνει με το Πρόσωπο στο Οποίο απευθύνεται.

 

Όπως κάνει η μητέρα σε ένα παιδάκι όταν το κοροϊδεύουν κάποια άλλα παιδιά, γιατί το τηλέφωνο-παιχνίδι που κρατάει στα χέρια του και ‘τηλεφωνεί’ δεν είναι αληθινό, και του λέει παρηγορητικά: «θυμήσου να με πάρεις τηλέφωνο όταν πάω στη δουλειά μου», έτσι ενεργεί και ο δεύτερος ληστής. Η μητέρα μπαίνει στον ανύπαρκτο για αυτήν κόσμο του παιδιού της, μέσα στον οποίο το τηλέφωνο-παιχνίδι είναι απόλυτα αληθινό για το παιδάκι, για να συναντήσει το αυθεντικό πρόσωπο του παιδιού της και για να το παρηγορήσει. Αυτό που έχει σημασία είναι η συνάντηση των αυθεντικών προσώπων και όχι η αλήθεια των πραγμάτων. Η μητέρα μετέχει έτσι αμεθέκτως στην ανύπαρκτη για την ίδια πραγματικότητα του παιδιού της.

 

Με παρόμοιο τρόπο, ο ληστής συναντά το Πρόσωπο του Ιησού. Με την διαφορά ότι το Πρόσωπο αυτό είναι στα αλήθεια ο Υιός του Θεού, γεγονός που ο ληστής το αγνοεί! Ο ληστής μετέχει όμως παρόλα αυτά στον Θεϊκό τρόπο ύπαρξης του Ιησού γιατί συναντιέται μαζί Του σε μια προσωπική συνάντηση. Ο ληστής δίνει ραντεβού με τον Ιησού στην «Βασιλεία του Ιησού» και ζητάει να τον θυμηθεί. Για τον ίδιο τον ληστή η Βασιλεία του Ιησού υπάρχει μόνον μέσα στην υποκειμενική πραγματικότητα που βιώνει ο Ιησούς και δεν την βιώνει κανένα άλλο ανθρώπινο πρόσωπο γιατί, κατά τη γνώμη του ληστή, ο Ιησούς δεν είναι στα αλήθεια ο Υιός του Θεού. Υφίσταται όμως, με τον πιο απόλυτα ρεαλιστικό και αυθεντικό τρόπο, το Πρόσωπο που αυθεντικά βιώνει αυτήν την «ανύπαρκτη» πραγματικότητα και το σώμα Του είναι σταυρωμένο εκεί δίπλα στο ληστή και μπορεί να Του μιλά: είναι ο Ιησούς.

 

Καμιά φορά, ίσως και εμείς συναντήσαμε κάποια πρόσωπα που πίστευαν και ζούσαν μια πραγματικότητα που για εμάς ήταν τελείως ανύπαρκτη, ενώ για εκείνα ήταν απόλυτα πραγματική. Σίγουρα έχουμε συναντήσει παιδιά, που μαζί τους γινόμαστε και εμείς παιδιά. Μετέχοντας στο «παιχνίδι» τους συναντήσαμε μια αμέθεκτη πραγματικότητα που μας συνεπήρε, αλλά τελικά αυτό που συναντήσαμε και μας συνεπήρε ήταν εκείνα τα αυθεντικά παιδικά πρόσωπα/ΕΓΩ που βίωναν αληθινά εκείνο το «παιχνίδι», αναδύοντας έτσι και το δικό μας πρόσωπο με τον πιο αυθεντικό τρόπο.

 

Έτσι και ο ληστής, ανοίγει αληθινά την καρδιά του κρεμασμένος στο σταυρό και συναντά και τον συνεπαίρνει το Πρόσωπο του ανθρώπου Ιησού που βλέπει να πεθαίνει δίπλα του. Συναντά ένα αυθεντικό Πρόσωπο, όσο πιο αυθεντικό γίνεται, μέχρι του σημείου ο Ιησούς να πεθαίνει για να μην Το απαρνηθεί. Όσον αφορά τη φράση «Βασιλεία Σου» δεν έχει καμία αναφορά στον τρόπο ύπαρξης του ίδιου του ληστή, παρά μόνο στον ακατανόητο τρόπο ύπαρξης του Ιησού.

 

Ο ληστής κάνει ένα (ευλογημένο) λάθος: θεωρεί ότι η Βασιλεία του Ιησού είναι αμέθεκτη (επειδή κατ’ αυτόν ο Ιησούς δεν είναι ο Υιός του Θεού). Θεωρεί, παράλληλα, ότι μπορεί να προσπαθήσει να παρηγορήσει το Πρόσωπο που την βιώνει με έναν απόρρητο τρόπο.

 

Η αλήθεια είναι ότι η Βασιλεία του Ιησού είναι αμέθεκτη επειδή ο Ιησούς είναι ο Υιός του Θεού και μετέχεται αμεθέκτως μέσα από το Πρόσωπο του Θεανθρώπου Ιησού. Ο Οποίος την βιώνει με έναν απόρρητο και ανέκφραστο τρόπο ως ένα από τα πρόσωπα της Αγίας Τριάδας.

 

Μέσα από αυτό το ευλογημένο λάθος ο ληστής συναντά το Πρόσωπο του Θεανθρώπου. Έτσι σώζεται.

 

Η «σωτηρία των Χριστιανών» είναι αυτή ακριβώς η συνάντηση.

 

Τελικά, και ο δεύτερος ληστής κοροϊδεύει τον Ιησού. Τον κοροϊδεύει όμως με έναν διαφορετικό τρόπο από τον τρόπο που Τον κορόιδευαν οι σταυρωτές Του και ο πρώτος ληστής. Εκείνοι κορόιδευαν έναν άνθρωπο απρόσωπο, μια ύπαρξη που για αυτούς είχε χάσει την υπόσταση της γιατί επέμενε να την έχει συνδέσει με μια ανύπαρκτη για εκείνους πραγματικότητα. Μόνον εφόσον επέστρεφε σε μια αποδεκτή για αυτούς πραγματικότητα – την πραγματικότητα του δικού τους εαυτού - θα μπορούσαν να έχουν σχέση μαζί Του. Για αυτό Του λένε «κατέβα τώρα από το σταυρό». Του λένε ότι, για να γίνεις αποδεκτός σαν Υιός του Θεού πρέπει να πιστοποιηθείς από την πραγματικότητα του δικού μας τρόπου ύπαρξης. Δεν αρκεί να βιώνεις εσύ μόνο και αποκλειστικά αυτή την πραγματικότητα ύπαρξης του «Υιού του Θεού». Πρέπει η πραγματικότητα του τρόπου ύπαρξης του Υιού του Θεού να γίνει και πραγματικότητα του δικού μας τρόπου ύπαρξης «ώστε να δούμε και να πιστέψουμε σ’ Αυτόν».

 

Από την άλλη μεριά, ο δεύτερος ληστής Τον κοροϊδεύει στην προσπάθεια του να Τον παρηγορήσει, βλέποντας μέσα στην καρδιά του Ιησού ότι υπάρχει ένα αυθεντικό Πρόσωπο που ζει απόλυτα και ολοκληρωτικά με τον πιο αδιάψευστο βιωματικό ρεαλισμό ότι είναι ο Υιός του Θεού. Σε αυτό το Πρόσωπο απευθύνεται προσποιούμενος ότι Τον πιστεύει. Αυτή η προσποίηση κάνει το δεύτερο ληστή το ίδιο άπιστο με τους άλλους, αλλά του χαρίζει την σωτηρία και τον Παράδεισο, γιατί δέχεται να εισέλθει σε μια πραγματικότητα που για τον ίδιο είναι ανύπαρκτη και βιώνεται αποκλειστικά από τον σταυρωμένο Ιησού. Δεν σώζει τον δεύτερο ληστή το ίδιο το αίτημα του, που είναι προσποιητό και κατά τη γνώμη του αδύνατο να εκπληρωθεί, αλλά τον σώζει η αυθεντικότητα της θέασης του Προσώπου του Ιησού.

 

Αυτά περιγράφουν οι δύο Ευαγγελιστές Ματθαίος και Μάρκος όταν γράφουν «και οι σταυρωμένοι μαζί Του τον κορόιδευαν». Ό,τι και οι δύο ληστές Τον κορόιδευαν, γιατί δεν εννοούσαν βέβαια την Θεότητα σαν φυσικό μέγεθος του Θεανθρώπου, εφόσον επικοινωνούσαν, έβλεπαν και εννοούσαν μόνο την ανθρώπινη φύση Του. Διότι, η Θεότητα του Ιησού είναι αμέθεκτη κατά την φύση της και απόρρητη από όλους τους ανθρώπους και φυσικά και από τους δύο ληστές.

 

Ο Ευαγγελιστής Λουκάς περιγράφει, μέσα στα ίδια πλαίσια, πώς ο πρώτος ληστής Τον κορόιδευε θεωρώντας περιττό να ασχοληθεί μαζί Του για οποιονδήποτε άλλο λόγο παρά για να τον περιγελάσει, ενώ ο δεύτερος ληστής Τον κορόιδευε προσποιούμενος ότι Τον αναγνωρίζει σαν αληθινό Κύριο και Μεσσία στην προσπάθεια του να τον παρηγορήσει, θεωρώντας Τον άξιο να Του απευθύνει τον παρηγορητικό λόγο σαν αυθεντικό Πρόσωπο – ακατανόητο πάντως στον τρόπο ύπαρξης Του.

 

Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης αναφέρει χωρίς εκτενή αναφορά το γεγονός της συν-σταύρωσης των δύο ληστών, όπως και οι άλλοι Ευαγγελιστές, κυρίως για να αποκαλύψει την εκπλήρωση της προφητείας του Ησαΐα που έγινε αιώνες πρίν την σταύρωση και προφήτευσε ότι ο Χριστός θα δεχθεί το θάνατο μαζί με κάποιους άλλους αμαρτωλούς: Ησαΐας, κεφ 53 στίχος 12: «Για αυτό και θα του δώσω θέση στους μεγάλους ανάμεσα και θα μοιράσει αυτός τα λάφυρα στους ισχυρούς. Επειδή ο ίδιος τη ζωή του στο θάνατο την έδωσε και δέχθηκε να συγκαταλεχθεί με τους αμαρτωλούς…».

 

Η απάντηση του Μεσσία.

 

Και απάντησε ο Ιησούς στο δεύτερο ληστή: «Αληθινά σου λέω, σήμερα μαζί Μου θα είσαι μέσα στον Παράδεισο».

 

Η συνάντηση του δεύτερου ληστή με τον Ιησού, στην οποία προστρέχει ο ίδιος για να Τον παρηγορήσει, του ανοίγει τελικά την Πύλη για τον Παράδεισο. Ο Χριστός του απαντά με την φράση «Αληθινά σου λέω, σήμερα θα είσαι μαζί Μου μέσα στον Παράδεισο».

 

Είναι δύσκολο να νοιώσουμε το νόημα αυτής της απάντησης.

 

Ο Ιησούς του αποκαλύπτει ότι «σήμερα», «μαζί Μου», «θα είσαι μέσα στον Παράδεισο». Και αυτό το «σήμερα», για θανατοποινίτες στην ώρα της εκτέλεσης τους, υπερβαίνει το «τώρα» που απαιτούσαν οι σταυρωτές Του και το «όταν έρθεις στη Βασιλεία Σου» που είπε ο ληστής. Γιατί, το «τώρα» αναφερόταν στο χρονικό ανθρώπινο τρόπο ύπαρξης των σταυρωτών, και το «όταν έρθεις στη Βασιλεία Σου» έκρυβε εκ μέρους του ληστή μια υπονοούμενη απροσδιοριστία αναίρεσης του μελλοντικού χρόνου του ερχομού της υποτιθέμενης ανύπαρκτης βασιλείας. Το «σήμερα» του Κυρίου μας είναι χρονικά ίδιο το ίδιο με το «ἤγγικεν ἐφ᾿ ὑμᾶς ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ» (ήρθε σε εσάς πάνω η Βασιλεία του Θεού). Αφορά ένα παρόν που είναι έξω από κτιστές πραγματικότητες. Αφορά ένα σήμερα προσώπων και όχι ένα σήμερα γεγονότων. Αφορά ένα «σήμερα» που ο ληστής βίωσε πέρα από την πραγματικότητα του χρόνου που είχαν υπόψη τους και οι σταυρωτές και ο ίδιος. Αφορά το ίδιο Άκτιστο «σήμερα» που χρησιμοποιούμε στην Εκκλησία σε διάφορες ακολουθίες όταν λέμε «Σήμερον» :

 

Σήμερον κρεμάται επί ξύλου, ο εν ύδασι τήν γήν κρεμάσας.

 

Πάσχα ιερόν ημίν σήμερον αναδέδεικται, Πάσχα καινόν, Άγιον, Πάσχα μυστικόν, Πάσχα πανσεβάσμιον, Πάσχα Χριστός ο λυτρωτής, Πάσχα άμωμον, Πάσχα μέγα, Πάσχα τών πιστών, Πάσχα, τό πύλας ημίν τού Παραδείσου ανοίξαν, Πάσχα, πάντας αγιάζον πιστούς

 

Και σε τόσες αμέτρητες άλλες περιστάσεις στη λατρευτική ζωή της Εκκλησίας του Χριστού πάντα χρησιμοποιείται αυτό το ίδιο «Σήμερον». Αυτό το «σήμερα» έχει την αναφορά του σε μια πραγματικότητα που μας εισάγει στα Άκτιστα Μυστήρια του τρόπου ύπαρξης των προσώπων της Αγίας Τριάδας.

 

Το «σήμερα» του Ιησού περιλαμβάνει, αλλά υπερβαίνει ταυτόχρονα το «σήμερα» του δεύτερου ληστή, χωρίς να αφορά στο «τώρα» του πρώτου ληστή.

 

Σε αυτό το ανερμήνευτο και ακατανόητο «σήμερα» του τρόπου ύπαρξης των Προσώπων της Αγίας Τριάδας καλείται να εισέλθει ο δεύτερος ληστής. Δεν είναι μια χρονική συνάντηση που καλύπτει χρονικές αποστάσεις, είναι μια συνάντηση με τις Άκτιστες Θείες πραγματικότητες που ταυτίζει (συγχρονίζει) όλες τις χρονικές στιγμές σε ένα σήμερα χωρίς να τις καταστρέφει – στο «μαζί» των προσώπων. Η συνάντηση αυτή δεν περιορίζεται «εν χρόνω», μέσα στα ανθρώπινα χρονικά πλαίσια και χρονικούς προσδιορισμούς. Ανθρωπίνως μιλώντας, ο ληστής θανατώθηκε και ο Ιησούς πέθανε πριν να έρθει η νύχτα, εκείνη την ίδια πρώτη ημέρα της σταύρωσης. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι το «σήμερον» του Ιησού προφητεύει αυτά τα γεγονότα που θα γίνονταν, ότι δηλαδή «σήμερα θα πεθάνουμε και οι δύο, οπότε και σήμερα θα είσαι μαζί Μου στον Παράδεισο». Αλλά όταν μιλάς σε κάποιον που πεθαίνει μπροστά σου τι νόημα έχει το σήμερα και το αύριο, ή ακόμη και το τώρα.

 

Στα αυτιά του ληστή, το «σήμερα» του Ιησού είναι το ίδιο ακατανόητο και ανύπαρκτο όσο και η νομιζόμενη σαν ανυπόστατη Βασιλεία Του. Ο Ιησούς μιλά προς τον ληστή και όχι προς εμάς. Δεν δίνει μια παράσταση για να ακούμε εμείς τις διδασκαλίες και τα επιχειρήματα Του. Μιλάει ο Θεάνθρωπος προς το ληστή. Του λέει: Σήμερα αρχίζει το «όταν έρθει η βασιλεία σου» !!!

 

Είναι σαν να βρίσκει κάποιος την τελευταία ώρα του θανάτου του, την μάνα, σύζυγο, παιδί, ή άλλο πρόσωπο, και να ακούει από αυτό το πρόσωπο να του λέει «από σήμερα θα είμαστε μαζί». Αυτό το «σήμερα» που δεν χωράει σε καμία έννοια χρονική, αλλά μόνο στα πλαίσια της μέθεξης των δύο προσώπων. Η συνάντηση αυτών των προσώπων δημιουργεί στην κυριολεξία από το μηδέν αυτό το «σήμερα». Είναι μια έννοια που δεν εκφράζεται με λόγια και σίγουρα δεν μετριέται με ρολόγια.

 

Για τον ληστή ο Ιησούς δεν είναι ένα πολυαγαπημένο του Πρόσωπο, αλλά είναι ένα αυθεντικό Πρόσωπο που συνάντησε μέσα από την αμέθεκτη μέθεξη του απόρρητου Θεϊκού τρόπου ύπαρξης. Μετέχει σε αυτό που δεν πιστεύει ότι υπάρχει. (αμέθεκτη μέθεξη σημαίνει ακριβώς αυτό: να μετέχεις σε μία αυθεντική σχέση με ένα πρόσωπο του οποίου ο τρόπος ύπαρξης είναι απόλυτα αμέθεκτος) Η συνάντηση αυτή είναι μια αποκάλυψη για τον ληστή.

 

Επειδή το σημείο αυτό είναι κρίσιμο για την κατανόηση του ζητήματος που εξετάζουμε, είναι χρήσιμο να το εξετάσουμε με ένα απλό παρόμοιο παράδειγμα: Είναι σαν να μας πλησιάσει ένα παιδάκι και να μας προσφέρει καφέ από ένα ανύπαρκτο φλιτζάνι. Για το παιδάκι ο τρόπος ύπαρξης του σερβιτόρου, τον οποίο βιώνει παίζοντας, είναι απρόσμενα πραγματικός. Χωρίς να θέλουμε να του χαλάσουμε το χατίρι, του κάνουμε εμείς την χάρη και του λέμε: «να με θυμηθείς να φτιάξεις και για μένα έναν καφέ στο μαγαζί σου αργότερα». Εκείνο μας απαντά: «Σήμερα μαζί μου θα πίνεις τον καφέ σου στο μαγαζί μου». Το παιδάκι δεν μιλάει για την ημέρα της καθημερινότητας – το σήμερα - που ζούμε όλοι, αλλά για το σήμερα που ζει εκείνο σαν σερβιτόρος αποκλειστικά στον δικό του τρόπο ύπαρξης και στον οποίο για λίγο μετείχαμε αμεθέκτως, απευθυνόμενοι προς το πρόσωπο του, γιατί για εμάς όσο ανύπαρκτος είναι ο «σερβιτόρος» και ο «καφές» τόσο ανύπαρκτο είναι και το «σήμερα» που προφέρει το παιδί. Η λέξη «σήμερα» νοηματοδοτείται απολύτως απόρρητα για εμάς από εκείνο το πρόσωπο που το λέει. Το ίδιο απόρρητα με τον αμέθεκτο δικό του τρόπο ύπαρξης στον οποίο μετέχουμε - αμεθέκτως.

 

Παρόμοια και ο ληστής, όταν ακούει την λέξη «σήμερα» του είναι το ίδιο ακατάληπτη όσο ακατανόητη είναι για αυτόν η - νομιζόμενη ως ανύπαρκτη - Υιότητα του Θεού που βιώνει ο Ιησούς. Αλλά μετέχει σε αυτό το «σήμερα» με την ίδια έννοια που μετέχει στην ανύπαρκτη για αυτόν πραγματικότητα της θεϊκής Υιότητας του Θεανθρώπου, εφόσον απευθύνεται προς το Πρόσωπο του Ιησού. Αποκαλύπτεται μέσα από αυτή την προσωπική σχέση η Άκτιστη πραγματικότητα του «σήμερα μαζί Μου», στην οποία ο ληστής μετέχει αμεθέκτως.

 

«Αληθινά σου λέω, σήμερα θα είσαι μαζί Μου μέσα στον Παράδεισο».

 

Η απάντηση του Ιησού αφορά μια συνάντηση προσώπων. Ο Παράδεισος δεν αφορά στις παραδεισένιες συνθήκες του περιβάλλοντος αλλά στην συνάντηση αυθεντικών προσώπων.

 

Αφορά στη συνάντηση του κτιστού με το Άκτιστο: την συνάντηση του αυθεντικού κτιστού προσώπου του ληστή με το αυθεντικό Πρόσωπο του Θεανθρώπου.

 

«Αληθινά σου λέω, σήμερα θα είσαι μαζί Μου μέσα στον Παράδεισο».

 

Και συνεχίζει ο Κύριος λέγοντας του «μέσα στον Παράδεισο». Δηλαδή η απάντηση που λαμβάνει ο ανυποψίαστος ληστής από τον Ιησού είναι αντίστοιχη με τον λόγο που εκείνος πρώτος είχε απευθύνει προς τον Χριστό. Είχε πει προς τον Χριστό: «θυμήσου με Κύριε όταν έρθεις στην Βασιλεία Σου», πιστεύοντας ότι η νομιζόμενη από τον ίδιο σαν φανταστική Βασιλεία του Ιησού αφορά όχι μόνο μια ανύπαρκτη για τον εαυτό του πραγματικότητα αλλά και τελείως και απόλυτα αμέθεκτη πραγματικότητα. Για αυτό ο ληστής λέει: «…Βασιλεία Σου». Αμέθεκτη νομίζει ο ληστής ότι είναι αυτή η ξένη Βασιλεία.

 

Στο σημείο αυτό είναι σκόπιμο κάνοντας μια παρένθεση να τονίσουμε ότι η λέξη των Ευαγγελίων είναι «Βασιλεία» και όχι «Βασίλειο». Και η διαφορά βέβαια είναι ότι Βασιλεία έχει ένα νόημα που εξαρτάται απόλυτα από το πρόσωπο που την ασκεί, λέμε για παράδειγμα η Βασιλεία του Ιουστινιανού, ή η Βασιλεία του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Από την άλλη, το Βασίλειο έχει ένα δικό του αυτόνομο νόημα από μόνο του ανεξάρτητα από πρόσωπα, λέμε για παράδειγμα Βασίλειο της Δανίας, Βασίλειο της Μ. Βρετανίας. Δηλαδή, ενώ το Βασίλειο είναι μια απρόσωπη οντότητα, αντίθετα δεν μπορεί να υπάρχει Βασιλεία χωρίς την αναφορά της σε ένα συγκεκριμένο πρόσωπο. Δυστυχώς, η φράση «Βασιλεία των Ουρανών» εννοείται πολλές φορές από κάποιους Χριστιανούς ανεξάρτητα από την αναφορά της στο Πρόσωπο που ασκεί αυτή τη Βασιλεία.

 

Ξαναγυρνώντας στο διάλογο του ληστή με τον Ιησού, ο ληστής δεν λαμβάνει την απάντηση «θα σε θυμηθώ μέσα στη Βασιλεία μου», αλλά «σήμερα θα είσαι μαζί Μου μέσα στον Παράδεισο». Του απαντά ο Χριστός ότι μπορείς και εσύ να μετέχεις σε αυτό που θεωρείς αμέθεκτο. Η Βασιλεία του Ιησού αφορά σε έναν μεθεκτό τρόπο φανέρωσης του Προσώπου του Ιησού - και των Άκτιστων πραγματικοτήτων που Αυτό φανερώνει.

 

Ο ανυποψίαστος δεύτερος ληστής σώζεται με αυτόν τον θαυμαστό τρόπο.

 

Οι τέσσερις Ευαγγελιστές της Καινής Διαθήκης, ομοφωνούν και περιγράφουν το ίδιο πραγματικό περιστατικό χωρίς να διαφωνούν πουθενά: Και οι δύο ληστές δεν πιστεύουν ότι ο σταυρωμένος Ιησούς είναι ο Υιός του Θεού.

 

Ο πρώτος ληστής, βιώνοντας την πραγματικότητα, με βάση τον ερμηνευτικό ρεαλισμό του τρόπου ύπαρξης του εαυτού του, κοροϊδεύει τον Χριστό ζητώντας Του να αποδείξει την διαψευδόμενη από την πραγματικότητα Θεϊκή Υιότητα Του.

 

Ο δεύτερος ληστής, βιώνοντας την πραγματικότητα, με βάση τον ερμηνευτικό ρεαλισμό του τρόπου ύπαρξης του Ιησού, προσποιούμενος ότι Τον πιστεύει ότι είναι ο Υιός του Θεού, Τον κοροϊδεύει στην προσπάθεια του να Τον παρηγορήσει.

 

Οι Ευαγγελιστές αναφέρονται στο γεγονός της Σταύρωσης του Χριστού για να δώσουν μαρτυρία ότι ο Ιησούς δέχθηκε να πεθάνει και γεύτηκε μάλιστα το θάνατο στον Σταυρό. Αυτό είναι το κεντρικό σημείο των Ευαγγελίων για να περάσουν κατόπιν στην μαρτυρική κατάθεση του γεγονότος της Ανάστασης. Τα παράλληλα γεγονότα κατά την Σταύρωση έχουν δευτερεύουσα σημασία στην αφήγηση, αλλά είναι απαραίτητα ώστε να τεκμηριωθεί η ιστορικότητα του γεγονότος της Σταύρωσης, σαν γεγονός που παρακολούθησαν οι άνθρωποι και έδωσαν μαρτυρία για αυτό.

 

Το ζήτημα της πίστεως και της απιστίας

 

Καλοπροαίρετα, κάποιοι στο σημείο αυτό ίσως προβάλουν σοβαρότατες ενστάσεις και απορίες για τα όσα μέχρι τώρα εξετάσαμε. Παρακάτω θα εξετάσουμε πιο διεξοδικά το ζήτημα.

 

Ήταν απαραίτητο να μπούμε κατ’ ευθείαν στο θέμα και να πούμε όσα ήταν απαραίτητα για την ουσία του ζητήματος που εξετάζουμε, για να μην κουραστούμε με άλλα εισαγωγικά και προπαρασκευαστικά, σπουδαία μεν ζητήματα, που όμως δεν θα απαντούσαν στο κύριο θέμα μας που είναι: η σωτηρία του ληστή στο σταυρό.

 

Αλλά, καθόσον ο δεύτερος ληστής δεν πίστεψε ότι ο σταυρωμένος Ιησούς είναι ο Υιός του Θεού, μήπως δεν είναι απαραίτητη η πίστη για τη σωτηρία;

 

Η άμεση απάντηση στο ερώτημα αν είναι απαραίτητη η πίστη μας στο Θεό για τη σωτηρία μας είναι: ΝΑΙ – ΝΑΙ – ΝΑΙ είναι απαραίτητη.

 

Όπως λένε οι σλαβόφωνοι χριστιανοί σε ένα λαϊκό γνωμικό: «χωρίς την πίστη ούτε ένα βήμα έξω από την πόρτα του σπιτιού μας». Το ζήτημα είναι να μην παρανοούμε τι σημαίνει «πίστη». Για να εξετάσουμε τι σημαίνει πίστη θα ανατρέξουμε στον απόστολο Παύλο:

 

(Προς Εβραίους κεφ 11 στίχος 1) Πίστη σημαίνει σιγουριά γι’ αυτά που ελπίζουμε και βεβαιότητα γι’ αυτά που δε βλέπουμε.

 

Ο πρώτος ληστής δεν πίστεψε ότι ο σταυρωμένος Ιησούς είναι ο Υιός του Θεού και Τον κορόιδεψε, γιατί βλέποντας τον Ιησού να πεθαίνει σαν άνθρωπος νόμισε ότι ο Ιησούς πέθαινε υποστηρίζοντας ότι είναι ένα πρόσωπο που δεν ήταν (δηλαδή ο Υιός του Θεού). Ο πρώτος ληστής μένοντας στην απιστία του (γιατί ούτε η εμπειρία του, ούτε τα γεγονότα που συνέβαιναν μπροστά του με την πάροδο του χρόνου, του ανέτρεπαν την απιστία αυτή) περιορίστηκε σε όσα έβλεπε: έναν σταυρωμένο να πεθαίνει. Γιατί βέβαια δεν έβλεπε τίποτε παραπάνω στο Ιησού πέρα από τα γεγονότα και τις εικόνες που του προσέφεραν οι αισθήσεις του. Ο πρώτος ληστής δεν εννοούσε καμία άλλη πραγματικότητα πέρα από αυτήν που ζούσε ο ίδιος. Αδυνατούσε να διανοηθεί ότι μπορεί να υπάρχει οτιδήποτε άλλο πέρα από όσα μπορούσε να επιβεβαιώσει και να δώσει υπόσταση ο τρόπος ύπαρξης του εαυτού του.

 

Ο πρώτος ληστής, σύμφωνα με τον Απόστολο Παύλο, δεν πίστεψε ότι ο Ιησούς είναι ο Υιός του Θεού γιατί όσα ήλπιζε για τη σωτηρία και του δικού του εαυτού δεν μπορούσαν να λάβουν υπόσταση και γιατί τίποτε δεν τον βεβαίωνε για τα πράγματα που δεν έβλεπε – εφόσον δεν έβλεπε τη θεϊκή υπόσταση να ενεργεί κάποιο θαύμα.

 

Ο δεύτερος ληστής παρομοίως δεν πίστεψε ότι ο Ιησούς είναι ο Υιός του Θεού. Και δεν θα διέφερε σε τίποτε από τον πρώτο ληστή ως προς την απιστία του αν δεν είχε παράλληλα μια διαφορετική πίστη.

 

Ο δεύτερος ληστής συγκλονίστηκε εσωτερικά από την παρουσία του αυθεντικού Προσώπου του ανθρώπου Ιησού. Ο Ιησούς μπορεί στον Σταυρό να μην έπειθε τους σταυρωτές Του για το ότι είναι ο Υιός του Θεού, αλλά έπεισε τον δεύτερο ληστή ότι το πίστευε ο Ίδιος με όλη τη δύναμη της ψυχής Του. Ο δεύτερος ληστής πίστεψε ότι στον άκακο σταυρωμένο Ιησού υπάρχει ένα Πρόσωπο που πιστεύει ακράδαντα για τον εαυτό Του ότι είναι ο Υιός του Θεού (αν και λανθασμένα κατά τον ληστή). Αυτό το Πρόσωπο προσπάθησε να παρηγορήσει ο δεύτερος ληστής προσποιούμενος ότι Το αναγνωρίζει για Κύριο Του, του Οποίου επικαλείται τη Βασιλεία. Η πίστη του στην ύπαρξη αυτού του Προσώπου έδωσε υπόσταση στην ελπίδα του ότι θα Το παρηγορήσει και αυτή η πίστη στην ύπαρξη αυτού του Πρόσωπου του παρείχε την βεβαίωση για τα πράγματα που δεν έβλεπε – ότι το Πρόσωπο αυτό υπάρχει ως αυθεντικό πρόσωπο του ανθρώπου Ιησού.

 

Η πίστη του δεύτερου ληστή δεν αφορούσε στο γεγονός ότι ο Ιησούς είναι ο Υιός του Θεού, αλλά στην πίστη του ότι το Πρόσωπο του Ιησού, ως ανθρώπου, βίωνε με έναν ακατάληπτο τρόπο την ανύπαρκτη – για το ληστή - Υιότητα του Θεού με τον πιο αυθεντικό και προσωπικό τρόπο, αν και απόρρητο για όλα τα άλλα πρόσωπα.

 

Η μαρτυρούμενη πίστη από την Αγία Καθολική Ορθόδοξη Εκκλησία Του Χριστού είναι ότι: ο Κύριος μας με την ανθρώπινη φύση Του είναι ως Πρόσωπο ο Ιησούς και ταυτόχρονα το ίδιο Πρόσωπο (με έναν ακατάληπτο και απόρρητο για εμάς τρόπο) είναι ακριβώς ταο ίδιο με τον Υιό στον Θεϊκό τρόπο ύπαρξης των Προσώπων της Αγίας Τριάδας – χωρίς να υπάρχει σύγχυση στις δύο φύσεις Του. Το Πρόσωπο είναι ένα, οι φύσεις είναι δύο.

 

Αυτή την ίδια Ορθόδοξη πίστη επέδειξε ο δεύτερος ληστής:

 

Πιστεύει ο δεύτερος ληστής ότι Υπάρχει το Πρόσωπο του ανθρώπου Ιησού ; Η απάντηση είναι ΝΑΙ.

 

Πιστεύει ο δεύτερος ληστής ότι ίδιο αυτό Πρόσωπο βιώνει την Υιότητα Του Θεού με έναν απόρρητο προσωπικό αυθεντικό τρόπο; Η απάντηση είναι ΝΑΙ.

 

Πιστεύει ο δεύτερος ληστής για την Υιότητα του Θεού που βιώνει ο Ιησούς ότι είναι η «αυθεντική Υιότητα του Θεού»; Η απάντηση είναι ΟΧΙ.

 

Αυτό το τελευταίο λάθος του δεύτερου ληστή, ποιος από εμάς δεν το κάνει; Δηλαδή να νομίζουμε λανθασμένα ότι γνωρίζουμε ποια είναι η αυθεντική Υιότητα του Θεού. Γιατί ΟΛΟΙ ΜΑΣ έχουμε εμπεδώσει και έχουμε ορίσει – λιγότερο ή περισσότερο απόλυτα - μια ανθρώπινη έννοια της Υιότητας του Λόγου του Θεού, η οποία είναι το ίδιο εσφαλμένη με εκείνη του ληστή επειδή βασίζεται σε ανθρώπινους όρους και εμπειρίες. Αυτό είναι κρίσιμο σημείο στην κατανόηση της σωτηρίας του δεύτερου ληστή – και του καθενός μας. ΠΟΤΕ δεν θα μπορέσουμε ούτε να εννοήσουμε ούτε να εκφράσουμε την «Υιότητα του Θεού» την οποία μέσα στη Ζωή της Αγίας Τριάδας φανερώνει ο Λόγος του Θεού και Κύριος μας Ιησούς Χριστός στη σχέση του με τον Θεό Πατέρα.

 

Όσοι από εμάς θα έλεγαν: εμείς αντίθετα με τον ληστή πιστεύουμε ότι ο Ιησούς βιώνει την ‘αυθεντική Υιότητα’ του Θεού, υπονοούμε με τη φράση αυτή ότι γνωρίζουμε τι σημαίνει η «αυθεντική Υιότητα του Θεού Λόγου» και συνεπώς και τι σημαίνει «αυθεντική πατρότητα του Θεού Πατέρα». Αλλά είναι ευνόητο ότι ματαιοπονούμε, γιατί κανένας άνθρωπος δεν θα μπορέσει να το εννοήσει. Βέβαια, η «Υιότητα» του Υιού δεν σημαίνει αυτό που σημαίνει στους ανθρώπους, να είναι κάποιος γιός ενός πατέρα.

 

Λέμε στο σύμβολο της Πίστεως «Πιστεύω....Και εις ένα Κύριον Ιησούν Χριστόν, τον Υιόν του Θεού, τον μονογενή, τον εκ του Πατρός γεννηθέντα προ πάντων των αιώνων. Φως εκ Φωτός, Θεόν αληθινόν εκ Θεού Αληθινού, γεννηθέντα ου ποιηθέντα ομοούσιον τω Πατρί δι ου τα πάντα εγένετο. Τον δι' ημάς τους ανθρώπους και δια την ημετέραν σωτηρίαν κατελθόντα εκ των ουρανών και σαρκωθέντα εκ Πνεύματος Αγίου και Μαρίας της Παρθένου και ενανθρωπήσαντα. Σταυρωθέντα τε υπέρ ημών επί Ποντίου Πιλάτου και παθόντα και ταφέντα. Και αναστάντα τη τρίτη ημέρα, κατά τας γραφάς. Και ανελθόντα εις τους ουρανούς, και καθεζόμενον, εκ δεξιών του Πατρός. Και πάλιν ερχόμενον μετά δόξης κρίναι ζώντας και νεκρούς, ου της βασιλείας , ουκ έσται τέλος….»

 

Ποιος θα μπορέσει να εξηγήσει τι σημαίνει παραπάνω η φράση «τον Υιόν του Θεού»; Ο Χριστός αποκάλυψε με την ενανθρώπηση Του ότι Αυτός ο Ίδιος είναι ο «Υιός του Θεού» και στη συνέχεια το Άγιο Πνεύμα φώτισε την αλήθεια αυτή με την δημιουργία της Εκκλησίας κατά την ημέρα της Πεντηκοστής. Ταυτόχρονα, τι σημαίνει «τον Υιόν του Θεού», ποτέ κανένας άνθρωπος δεν θα μπορέσει να το εννοήσει και να το εκφράσει. ΠΟΤΕ!

 

Ε, λοιπόν ούτε ο δεύτερος ληστής το εννόησε σωστά! Ή μάλλον νόμισε ότι το εννόησε με κάποιο τρόπο και δεν ταύτισε τον Ιησού με τον «Υιό του Θεού» σύμφωνα με τα δικά του - ανθρώπινα - κριτήρια. Αλλά, ταυτόχρονα είδε ότι ο Ιησούς βίωνε την «Υιότητα του Θεού» με έναν δικό Του ακατανόητο, απόρρητο, ανέκφραστο τρόπο. Πίστεψε ότι το Πρόσωπο του Ιησού βίωνε αυθεντικά την πραγματικότητα του «Υιού του Θεού» με έναν απόλυτα προσωπικό τρόπο. Μάλιστα από τα όσα έγιναν στο Γολγοθά ίσως θα μπορούσαμε να πούμε ο δεύτερος ληστής πίστεψε πιο ειλικρινά και ίσως πιο αυθεντικά από εμάς (που απαγγέλλουμε ως χριστιανοί το «Πιστεύω») ότι ο Ιησούς είχε έναν απόλυτα προσωπικό απόρρητο τρόπο βίωσης της «Υιότητας του Θεού».

 

Γιατί στην ειλικρινή προσπάθεια του να παρηγορήσει τον Ιησού, ο δεύτερος ληστής βουτάει ολοκληρωτικά και βιωματικά την ύπαρξη του στην «Υιότητα» που βιώνει το Πρόσωπο του Ιησού. Την αποδέχεται άνευ όρων εγκαταλείποντας την έννοια της «Υιότητας του Θεού» που είχε ο ίδιος. Μετέχει (αμεθέκτως) σε αυτήν, στο βαθμό που αντιλαμβάνεται ότι ο Ιησούς την βιώνει με απόλυτο τρόπο και ζητώντας να μετέχει στην Βασιλεία Του την αποδέχεται εμπράκτως και ανεπιφύλακτα!

 

Αυτή τη Βασιλεία Του φανέρωσε ο Κύριος με την ενανθρώπηση Του σε όλους και στο ληστή που σώθηκε. Ο ληστής δεν κατάλαβε τα θεϊκά πράγματα γιατί του ήταν αδύνατον να τα εννοήσει, αλλά κατάλαβε ότι απέναντι του είχε ένα αυθεντικό Πρόσωπο. Δεν δίστασε να παραδώσει τον εαυτό του στην πραγματικότητα που βίωνε ο Ιησούς, από οίκτο προς Αυτόν, και βρήκε απρόσμενη σωτηρία.

 

Τότε, ο δεύτερος ληστής υπέστη κατά αναλογία την παρακάτω εμπειρία: Σαν κάποιος περαστικός που πλησιάζει έναν ρακένδυτο και κουρελιασμένο ζητιάνο τον οποίο όλοι κοροϊδεύουν γιατί ισχυρίζεται ότι είναι δήθεν γιατρός και μεγάλος θεραπευτής, σε έναν κόσμο που δεν υπάρχουν θεραπευτές παρά μόνο ασθενείς. Αφήνεται στα χέρια του να τον εξετάσει, χωρίς να πιστεύει λόγω της άθλιας εμφάνισης του ότι είναι στα αλήθεια γιατρός, προσποιούμενος ότι τον πιστεύει, προσπαθώντας να τον παρηγορήσει από συμπόνια. Άραγε, αν ο ζητιάνος εκείνος είναι στα αλήθεια γιατρός και άριστος θεραπευτής, παρόλη την έλλειψη των εξωτερικών χαρακτηριστικών του, δεν θα θεραπεύσει τον παραπλανημένο ασθενή; Και αντί να παρηγορήσει ο περαστικός τον ζητιάνο δεν θα ευεργετηθεί ο ίδιος από εκείνον που θεωρούσε άξιο για συμπόνια; Και έτσι δεν θα ευεργετούνται και όσοι με «πίστη» έκτοτε πλησιάσουν τον ίδιο ζητιάνο για να βρουν θεραπεία «πιστεύοντας» στις θεραπευτικές του ικανότητες; Αλλά, τόσο στον αρχικό «άπιστο» περαστικό όπως και στους μετέπειτα «πιστούς» θεραπευμένους, πρώην ασθενείς, θα παραμένει πάντα ένα μυστήριο η βίωση από τον ζητιάνο του τρόπου ύπαρξής του να είναι θεραπευτής. Σε όλους, και στον «άπιστο» περαστικό και στους μετέπειτα «πιστούς» θα υπάρχει μία κοινή πίστη: όλοι θα πιστεύουν ότι ο ζητιάνος ζει την πραγματικότητα του θεραπευτή με έναν ακατάληπτο και απόρρητο δικό του προσωπικό τρόπο. Απλά, ο «άπιστος» περαστικός είχε άλλη εικόνα για τους θεραπευτές και νόμιζε ότι ο ζητιάνος κάνει λάθος. Βέβαια και οι μετέπειτα «πιστοί» ασθενείς θα έχουν την δική τους εικόνα για τους θεραπευτές. Ο ζητιάνος/θεραπευτής όμως θα είναι ο μοναδικός που ζει την πραγματικότητα να είναι κάποιος στα αλήθεια θεραπευτής και ο μόνος που αληθινά γνωρίζει βιωματικά τι σημαίνει να είναι θεραπευτής. Οι υπόλοιποι έχουν απλά γνωρίσει έναν θεραπευτή, χωρίς να κατανοούν τι σημαίνει να είσαι θεραπευτής. Γνωρίζουν τι σημαίνει να είσαι ασθενής και τί σημαίνει να είσαι υγιής και την εμπειρία της σχέσης ασθενή – θεραπευτή.

 

 

Μέθεξη

Σημείωση: Έχει ήδη αναφερθεί ο όρος ‘μέθεξη’ και εκφράσεις που βασίζονται σε αυτόν, όπως αμέθεκτη μετοχή, αμέθεκτη-μέθεξη. Είναι χρήσιμο να εξετασθεί εννοιολογικά ο όρος αυτός, με όση συντομία είναι δυνατόν.

 

Ο όρος ‘μέθεξις’ χρησιμοποιήθηκε από τον φιλόσοφο Πλάτωνα για να διευκρινίσει κάποια σημαντικά στοιχεία της διδασκαλίας του. Σύμφωνα με αυτήν, τα επιμέρους πράγματα ανταποκρίνονται στις αντίστοιχες έννοιες γένους κατά έναν μόνο βαθμό και η έννοια του γένους αποτελεί λογικό ιδεώδες προς το οποίο καμιά από τις εμπειρικές ενδείξεις του δεν ισοδυναμεί απόλυτα.

 

Με ένα απλό παράδειγμα: υπάρχει ένα συγκεκριμένο άτομο, ‘ο Κώστας’, και παράλληλα υπάρχει και η γενική έννοια του γένους ‘άνθρωπος’. Σύμφωνα με τον Πλάτωνα, το άτομο ‘Κώστας’ ανταποκρίνεται στην έννοια ‘άνθρωπος’ κατά ένα βαθμό και όχι κατά απόλυτο τρόπο. Ο ατομικά προσδιορισμένος ‘Κώστας’ απλώς μετέχει στην γενική ουσία της ιδέας ‘άνθρωπος’. Αυτήν την μετοχή ο Πλάτωνας την ονομάζει ‘μέθεξη’.

 

Σύμφωνα με τον Πλάτωνα οι ιδέες είναι όντα αθάνατα, δεν γνωρίζουν φθορά και γέννηση σε αντίθεση με τα εμπειρικά αντικείμενα, τα οποία μάλιστα οφείλουν το είναι τους σε αυτές. Όπως γράφει: «Αλλά φαίνεται σ’ εμένα τουλάχιστον ότι η καλύτερη ερμηνεία είναι η εξής περίπου: αυτές οι ιδέες στέκονται πάνω στη φύση των πραγμάτων σα να είναι υποδειγματικά πρότυπα, ενώ τα άλλα όντα έχουν ομοιότητα προς αυτές και αποτελούν απομιμήματα των ιδεών, και αυτή η μετοχή (μέθεξη) που έχουν τα άλλα όντα, δηλαδή τα αισθητά αντικείμενα στις ιδέες, συνίσταται σε τούτο μόνο: ότι είναι ομοιώματα ιδεών».

 

Με μιά απλή εικόνα, ο Πλάτωνας θεωρεί ότι η ιδέα είναι μιά σφραγίδα που αφήνει το αποτύπωμα της πάνω σε άπειρο πλήθος πραγμάτων που την απεικονίζουν. Δηλαδή, η αφηρημένη ιδέα ‘άνθρωπος’ απεικονίζεται σε άπειρο αριθμό συγκεκριμένων ανθρώπων, τον ‘Κώστα’, την ‘Δήμητρα’ κλπ, αλλά η υπόσταση της ιδέας είναι διαφορετική από την υπόσταση του κάθε ανθρώπου.

 

Σύμφωνα με την ορολογία αυτή, για τον Πλάτωνα, η απόλυτη μέθεξη είναι η σχέση που έχει ο άνθρωπος δια της ψυχής του να προσεγγίζει προς το ύψιστο Αγαθό, η τάση της ψυχής να μεθέξει, να ταυτιστεί προς το Ένα, το μοναδικό, το ανώτατο Αγαθό, το Θεό. Η απόλυτη μέθεξη είναι να αποτυπωθεί η ιδέα του Θεού στην ψυχή. Κατά τον Πλάτωνα η μέθεξη στα Θεϊκά γίνεται μέσω ασκητικής αρετής και φωτισμού του νου.

 

Η χριστιανική χρήση της λέξης ‘μέθεξη’ είναι διαφοροποιημένη από την πλατωνική. Η διαφοροποίηση αυτή προέκυψε μέσα από την διαλεκτική προσπάθεια του χριστιανισμού να επεξηγήσει στον μη χριστιανικό κόσμο την χριστιανική εμπειρία της θέωσης. Και η διαφοροποίηση έγκειται συνοπτικά στο εξής: σύμφωνα με την χριστιανική εμπειρία ο Θεός φανερώνεται στην δημιουργία όχι ως τέλεια ιδέα αλλά μέσα από τις ενέργειες Του, οι οποίες δεν είναι μέρος των δημιουργημάτων Του. Οι ενέργειες του Θεού είναι αδημιούργητες (άκτιστες) και ταυτόχρονα προέρχονται άμεσα από την υπόσταση του Θεού. Οπότε, αντιπροσωπεύουν για τον άνθρωπο την τελειότερη και υψηλότερη γνώση και θέαση που μπορεί να αποκτήσει σχετικά με τον Θεό. Παράλληλα, η ουσία του Θεού (αυτό που είναι όντως ο Θεός ως ύπαρξη) υπερβαίνει τις ενέργειες Του κατά ασύγκριτο βαθμό.

 

Στα χριστιανικά πλαίσια, ο Θεός δεν είναι μεγαλύτερος από τις άκτιστες ενέργειες Tου. Οι ενέργειες του Θεού είναι η φανέρωση/αποκάλυψη του Θεού στην δημιουργία και ως τέτοιες συνιστούν πλήρως την τελειότητα του Θεού. Παράλληλα, η ουσία του Θεού, ξεπερνώντας κατά άπειρο βαθμό την Δημιουργία, είναι υπεράνω των ενεργειών Του ως η γενεσιουργός τους αιτία.

 

Έτσι ο όρος ‘μέθεξη’, χρησιμοποιημένος από χριστιανούς, διαφοροποιείται από την πλατωνική χρήση. Η χριστιανική μέθεξη αφορά μέθεξη στις ενέργειες του Θεού και όχι στην ουσία του Θεού (η οποία παραμένει απόλυτα αμέθεκτη). Ωστόσο, η μέθεξη αυτή παρέχει στον άνθρωπο την δυνατότητα της τέλειας φανέρωσης της υπόστασης του Θεού (ενώ ταυτόχρονα ο Θεός υπερβαίνει κατά άπειρο τρόπο την τέλεια αυτή φανέρωση). Για παράδειγμα, ο Μωυσής στην περίσταση της άφλεκτης Βάτου βρέθηκε μπροστά σε μια άμεση ενέργεια του Θεού, μπροστά στην παρουσία του Κυρίου με τέλειο τρόπο αλλά ταυτόχρονα ο Θεός (αυτό που είναι όντως ο Θεός ως ύπαρξη) ξεπερνάει απείρως αυτή την τέλεια αποκάλυψη.

 

Αυτό το σχήμα της μέθεξης που ταυτόχρονα είναι μη-μέθεξη καλείται αμέθεκτη-μέθεξη. 

 

Impressum

Tag der Veröffentlichung: 17.04.2020

Alle Rechte vorbehalten

Nächste Seite
Seite 1 /