Cover

Ο Φάρος

Ο Φάρος


Η ζήλια θα ήταν πολύ λιγότερο βασανιστική,

αν κατανοούσαμε ότι ο έρωτας είναι ένα πάθος

τελείως άσχετο με τα προσόντα μας.


Paul Eldridge, Αμερικανός συγγραφέας



"Θυελλώδης άνεμος που προσποιείται την αύρα, αυτό είσαι", της είπε. "Ποτέ μου δε σε πίστεψα. Όταν το θελήσεις, ξεριζώνεις δέντρα".

 

"Για αυτό και εγώ", του αποκρίθηκε, "αφού με βλέπεις έτσι, θα φέρω την πραγματικότητα στα μέτρα μου".

 

Πάνω στα ερείπια του κατεστραμμένου φάρου-φονιά, στο Σούνιο, οι σκιές τους φαίνονταν να σμίγουν μεταξύ τους, αλλά οι χειροπέδες της αμφιβολίας δε χαλάρωναν. Ήταν προτιμότερο να επικεντρωθούν στην έρευνά τους, πριν ξεφύγει πάλι η κατάσταση.

 

Μήνες τώρα αναζητούσαν ένα ζευγάρι που είχε εξαφανιστεί μυστηριωδώς, και κανείς δε γνώριζε τον λόγο. Ψιθυριζόταν, όμως, από στόμα σε στόμα, ότι ευθύνεται εκείνη η παλιά βεντέτα ανάμεσα στις δύο πιο ισχυρές οικογένειες της Αθήνας. Όλοι ήταν ενήμεροι, για δεκαετίες μπλέκονταν και πολιτικοί, αλλά κανένας δεν έκανε τίποτα για να μαζευτεί η κατάσταση. Η πληροφορία για τον φάρο ήρθε σήμερα. Κάποιος είχε δει το ζευγάρι να περιφέρεται στο συγκεκριμένο σημείο την ημέρα της εξαφάνισης.

 

Αμέσως, στήθηκε επιχείρηση με επικεφαλείς τον Αλέξη και τη Σοφία. Μπορεί στα προσωπικά τους να είχαν θέματα, αλλά στη δουλειά τους ήταν οι πιο ικανοί στην εξέταση μιας υπόθεσης, με πολλές επιτυχίες στο ενεργητικό τους.

 

Συνέχισαν να χτενίζουν την περιοχή χωρίς αποτέλεσμα, μέχρι που η Σοφία, πατώντας με φόρα πάνω στα χαλάσματα, έφτασε σε έναν τοίχο και άρχισε να τον κλωτσάει δυνατά, έως ότου να σωριαστούν κομμάτια του προς την έξω μεριά. Στη συνέχεια, άρχισε να ψάχνει σαν τρελή τα μπάζα και έφτασε στα απομεινάρια από κάτι που έμοιαζε με πήλινο αγγείο. Ποιος να το είχε σφηνώσει άραγε ανάμεσα στις πέτρες; Έβαλε το χέρι της και τράβηξε από τον πάτο του ένα κομμάτι χαρτί.

 

"Έλα γρήγορα", του φώναξε γεμάτη έξαψη, ενώ το πλησίαζε κοντά στη φλόγα ενός αναπτήρα.

 

Ώσπου να φτάσει κοντά της, είχε εμφανιστεί κάποιο κείμενο σε ακαταλαβίστικη γραφή, έφερε όμως και μια υποσημείωση στη γλώσσα τους: "η αλήθεια θα είναι βαρύτερη από την αγάπη". 

 

Αλληλοκοιτάχτηκαν εμβρόντητοι. "Είναι ακραίο σενάριο", είπε ο Αλέξης, "και τελείως αντιεπιστημονικό να το θεωρήσουμε στοιχείο. Από την άλλη, δεδομένων των συνθηκών, πρέπει να ενημερώσουμε αμέσως την υπηρεσία". 

"Διαφωνώ", αντέδρασε η Σοφία, που δεν της άρεσε καθόλου αυτή η εξέλιξη.

 

"Κάτι τέτοιο δε μπορεί να μείνει κρυφό", της απάντησε.

 

"Δεν καταλαβαίνεις. Η μυστικότητα είναι το απόλυτο ατού που έχουμε. Έτσι και μαθευτεί, η υπόθεση θα ξεφύγει από τα χέρια μας. Θα αναλάβουν άλλοι. Έπειτα, είναι και το άλλο. Έχω την αίσθηση πως ξυπνήσαμε κάτι απειλητικό, κάτι που δεν είμαστε έτοιμοι να αντιμετωπίσουμε".

 

Άνοιξε το στόμα του, αλλά δεν πρόλαβε να μιλήσει. Ένας δυνατός αέρας όρμησε μανιασμένος κατά πάνω τους, και χοντρά κύματα τους περικύκλωσαν. Η έντονη ανατριχίλα του φόβου διαπέρασε μεμιάς τα κορμιά τους, κάνοντας τα δόντια τους να κροταλίζουν από το τρέμουλο, καθώς χτυπούσαν το ένα πάνω στο άλλο. Ήταν τέτοια η αγωνία τους, που δεν πρόσεξαν την απόκοσμη άλικη λάμψη.

 

Εκείνη, αφού αναδύθηκε από τον βυθό της ανταριασμένης θάλασσας, ανακάτεψε πρώτα τον καταχνιασμένο ουρανό, πέρασε κατόπιν μπροστά από τον Αλέξη και σταμάτησε απότομα το ταξίδι της πάνω στη Σοφία. Ω Θεέ μου! Τα μάγουλά της φλογίστηκαν και ολόκληρη η όψη της άλλαξε. Ακολούθησε ένας ήχος, ένας ακαθόριστος βόμβος που έφερνε υπνηλία. Ο Αλέξης, προσπαθώντας να τον μπλοκάρει, μετακίνησε τα χέρια στα αυτιά του και άρχισε να προσεύχεται δυνατά, ωστόσο ισχυρές βροντές σκέπασαν τη φωνή του. Το στερέωμα χωρίστηκε σε δύο ακανόνιστα μισά. Μαύρο πίσω τους, κατακόκκινο μπροστά τους. Το ένα μέρος έγινε στρόβιλος φωτιάς, και το άλλο μια ρευστή μαύρη μάζα που συστελλόταν και έλιωνε γρήγορα. Σε λίγο, είχε μεταβληθεί σε βροχή από πηχτές μαύρες σταγόνες που έπεφταν δίπλα τους, αχνίζοντας.

 

Με το αριστερό του πόδι να πατάει στη γη και το δεξί να βρίσκεται στον αέρα, ξεκίνησε να τρέχει σε ζιγκ ζαγκ προκειμένου να τις αποφύγει. Το σκληρό και αναμεμειγμένο με βότσαλα έδαφος δεν τον βοηθούσε. Η ανάσα του έβγαινε λαχανιασμένη, και τα πνευμόνια του φούσκωναν όλο και περισσότερο. Μόλις όμως έφτασε στο μονοπάτι, το τρέξιμο έγινε ακόμα πιο γρήγορο. Πάνω που κόντευε να βγει στον κεντρικό δρόμο, παραπάτησε σε μια πέτρα.

 

❀~❀~❀

 

Ξύπνησε πεσμένος μπρούμυτα στο κρεβάτι του. Γύρισε ανάσκελα, ανοιγόκλεισε τα βλέφαρά του αρκετές φορές και αναρωτήθηκε πώς βρέθηκε σπίτι του. Η κατάστασή του ήταν άθλια. Ο ιδρώτας τον είχε μουσκέψει ως το κόκαλο, κρύωνε και έτρεμε. Ρίχνοντας κλεφτές ματιές γύρω του, τέντωσε τη μύτη σαν λαγωνικό, λες και καραδοκούσε κάποιο δυσοίωνο μυστικό. Όλα έμοιαζαν τόσο κανονικά, τόσο ήσυχα, τόσο εντάξει. Έγλειψε τα ξεραμένα του χείλη, κατάπιε με δυσκολία το λιγοστό σάλιο που είχε μαζευτεί στο στόμα του και έκανε μια απόπειρα να σηκωθεί. Το κορμί του αντέδρασε, σπαρτάρησε. Μεγάλες κόκκινες κηλίδες χόρευαν μπροστά στα μάτια του. Έγειρε πάλι πίσω, με ένα δυνατό μούδιασμα να ηλεκτρίζει το καστανό του κεφάλι. Και τότε θυμήθηκε! Η Σοφία; Τι απέγινε η Σοφία; Υστερία τον κυρίεψε. Ήρεμα, καθησύχασε τον εαυτό του. Δεν είναι ώρα να πάθεις κρίση. Αναλογίστηκε αστραπιαία διάφορες πιθανότητες, αλλά ήξερε ότι τις σκέψεις του τις πυροδοτούσε ο πανικός.

 

Χτύπησε το κινητό του. Αφουγκράστηκε με προσοχή, καθώς ο χτύπος της καρδιάς του, του φαινόταν πιο εκκωφαντικός. Το εντόπισε κάτω από το μαξιλάρι. Άγνωστος αριθμός. Δίστασε για μια στιγμή. Ποιος θα μπορούσε να τον χρειάζεται πρωινιάτικα; Τελικά απάντησε με ένα σκέτο "εμπρός".

 

"Ο κύριος Αλέξανδρος Δοξιάδης;"

 

"Ο ίδιος".

 

"Κύριε Δοξιάδη, από το νοσοκομείο σας καλώ. Να σας πληροφορήσω πως η κυρία Σοφία Λειβαδίτη χαίρει άκρας υγείας. Σήμερα θα πάρει εξιτήριο. Μετά τις δώδεκα, μπορείτε να την παραλάβετε".

 

Μα… πως; Αυτό συνέβη πριν από μία εβδομάδα. Τότε που είχαν αυτόν τον άσχημο τσακωμό. Η Σοφία έφυγε έξαλλη με το αυτοκίνητο και οδηγούσε επιπόλαια. Μετά από δέκα περίπου λεπτά δρόμο, το τράκαρε σε έναν τοίχο. Ευτυχώς, η σύγκρουση δεν ήταν σοβαρή. 

 

"Κάποιο λάθος κάνετε, η κυρία Λειβαδίτη ήταν μαζί μου εχθές".

 

"Αυτό αποκλείεται! Τι σας συμβαίνει, κύριε Δοξιάδη; Είστε καλά;" ρώτησε ανήσυχα η φωνή.

 

Όχι, δεν ήταν καλά. Ένας δυνατός πόνος πίσω από τα μάτια διέλυσε τη λεπτή μεμβράνη της φαντασίας, και η πραγματικότητα ξεχύθηκε μέσα του ανελέητα. Έφταιγε! Έφταιγε που δεν πίστευε τη Σοφία, έφταιγε που τη ζήλευε σαν τρελός. Ένας ανόητος ήταν και τίποτα παραπάνω. Ένας βλάκας που πάλευε με ανύπαρκτες σκιές, αφήνοντας ανεξέλεγκτη τη συνείδησή του να δημιουργεί τέρατα.

 

"Με συγχωρείτε! Μόλις ξύπνησα… είμαι λιγάκι ζαλισμένος… θα έρθω γύρω στις μία".

 

❀~❀~❀

 

Η Σοφία έμεινε στο κρεβάτι, σκεπτόμενη, για πολλή ώρα. Μετά, γλίστρησε απαλά τα πόδια της, στάθηκε όρθια και πήγε στη ντουλάπα. Η μητέρα της είχε φέρει ένα ολοκαίνουργιο ντε πιες. Όταν ντύθηκε, κοίταξε τον εαυτό της στον καθρέφτη του μπάνιου, πάνω από τον νιπτήρα. Το πρόσωπό της ήταν ωχρό και πρησμένο, αλλά το μέτωπο, τα μάτια και το δεξί της μάγουλο είχαν απαλλαγεί από τους επιδέσμους. 

 

Πίσω στο δωμάτιο, την περίμεναν τα τελευταία παυσίπονα. Τα πήρε από το τραπεζάκι και τα κατάπιε όλα μαζί, με ένα ποτήρι νερό. Έπειτα, άνοιξε την πόρτα και βγήκε έξω.

 

Ο διάδρομος του νοσοκομείου ήταν έρημος. Ένα ρολόι στον τοίχο έδειχνε ότι ήταν δεκαπέντε λεπτά μετά τις έντεκα. Λίγο πιο κάτω, άκουσε τις γνωστές ομιλίες από το γραφείο των γιατρών. Στάθηκε για λίγο, διστακτική, και τελικά γύρισε στη γωνία, προς τα ασανσέρ. Μπήκε στο πρώτο που ήταν διαθέσιμο και πάτησε το κουμπί για το ισόγειο. 

 

Στο ταξί που την πήγαινε στο διαμέρισμά της, έκανε μια ανασκόπηση της σχέσης της. Πέντε ολόκληρα χρόνια έμεινε κοντά στον Αλέξη. Πέντε ολόκληρα, καταπιεσμένα χρόνια. Τον αγαπούσε και έκανε υπομονή. Όμως, μετά τον τραυματισμό της, ένιωσε επιτακτική την ανάγκη να απομακρυνθεί, να ξαναβρεί τα κομμάτια που είχε χάσει, να ξανακερδίσει τον χώρο που της ανήκε, τον χώρο που είχε καταλάβει εκείνος. Άλλωστε, αυτόν τον χώρο τον διεκδικούσε τώρα το πλασματάκι που κυοφορούσε. Όταν την ενημέρωσε ο γιατρός, είχε χάσει κάθε ελπίδα πως θα άγγιζε ξανά την ευτυχία. Χάιδεψε τρυφερά την κοιλιά της και ένα μεγάλο χαμόγελο άνθισε στα χείλη της.

 

Κατέβηκε από το ταξί με μια εντυπωσιακή μεταστροφή στη συνείδησή της. Ήταν καιρός να πλησιάσει, όσο εγγύτερα μπορούσε, το αληθινό νόημα της ζωής. Ρούφηξε με ευχαρίστηση το δροσερό φθινοπωρινό αεράκι, οσμίστηκε με αγαλλίαση το γλυκό άρωμα των λουλουδιών και άφησε ελεύθερη την ψυχή της να αιωρείται πάνω από τα σύννεφα, χωρίς κανένα περιττό βάρος.


ΤΕΛΟΣ





Αν σου αρέσουν οι ιστορίες μου, μπορείς επίσης να διαβάσεις και το βιβλίο μου, «Το πέταγμα της πεταλούδας». Θα το βρεις διαθέσιμο στον παρακάτω σύνδεσμο:

https://payhip.com/TheodoraSardeliAuthor



7

 

Impressum

Texte: Θεοδώρα Σαρδελή
Cover: Θεοδώρα Σαρδελή
Lektorat: Θεοδώρα Σαρδελή
Korrektorat: Θεοδώρα Σαρδελή
Tag der Veröffentlichung: 02.11.2023

Alle Rechte vorbehalten

Nächste Seite
Seite 1 /