Cover

info

Εκεί που δεν το περιμένεις

By Χρυσάνθη Καλαφάτη

 

 

Αυτήν η ιστορία είναι καθαρά πλασματική,

η πλοκή καθώς και οι χαρακτήρες των πρωταγωνιστών

δεν έχουν καμιά σχέση με την πραγματικότητα.

 

 

Το διήγημα: Η Αγάπη Μιας Γοργόνας διατίθεται ελεύθερα στο διαδίκτυο σε ηλεκτρονική μορφή με άδεια

 

 

Copyright © 2011 by  Χρυσάνθη Καλαφάτη

 

Κεφάλαια

Κεφάλαια

 

1ο. "Ο πειρασμός".................................. 5

2ο. "Η αποπλάνηση"............................ 21

3ο. "Η τελική απόφαση"..................... 36

4ο. "Η εκδίκηση της ξανθιάς"……….. 49

Ο πειρασμός

Εκεί που δεν το περιμένεις

Κεφάλαιο 1o. Ο πειρασμός

 

Άλλη μια μέρα ξεκινά... Καθώς ετοίμαζα το πρωινό μας, ταυτόχρονα προγραμμάτιζα την μέρα μου... Είχα τόσο άγχος για σήμερα... ένα κακό προαίσθημα... αυτή μας η προσπάθεια ή θα μας έκανε πιο ευτυχισμένους ή θα μας χαντάκωνε περισσότερο.

 

«Καλημέρα γυναίκα της ζωής μου» τον άκουσα να μου λέει γλυκά και άφησε ένα τρυφερό φιλί πάνω στην κορυφή του κεφαλιού μου.

 

«Καλημέρα αγάπη μου, πως κοιμήθηκες;» του το ανταπέδωσα γλυκά και αφού έβαλα καφέ στην κούπα του, έκατσα δίπλα του και άρχισα να αλείφω μια φρυγανιά με βούτυρο.

 

«Πολύ καλά, εσύ;» με ρώτησε ευδιάθετα και αναστέναξα.

 

«Πιο χάλια δεν γίνεται» είπα κάνοντας μια γκριμάτσα πόνου και χαμογέλασε με κατανόηση καθώς μου χάιδευε τον ώμο μου τρυφερά.

 

«Καρδιά μου μην έχεις τόσο άγχος, θα δεις αυτήν την φορά θα πάνε όλα καλά... Έχω ένα πολύ καλό προαίσθημα γι’ αυτό» μου είπε με αυτοπεποίθηση και ήθελα τόσο πολύ να νιώσω και εγώ το ίδιο... αλλά κάτι τέτοιο δεν συνέβη.

 

«Εγώ πάλι όχι» είπα ξεψυχισμένα και με έκλεισε στην ζεστή του αγκαλιά για να με καθησυχάσει.

 

«Κακός που δέχτηκα να έρθει ο ανιψιός μου... μέσα σε όλο σου το άγχος...» τον διέκοψα καθώς του χαμογέλασα γλυκά.

 

«Άλεξ τα είπαμε αυτά... Ο ανιψιός σου είναι μεγάλο παιδί... θα πάρει την σοφίτα και στην ουσία θα είναι σαν να μην είναι μέσα στο σπίτι... Το μόνο που θα έχω να κάνω, είναι να μαγειρεύω για τρία άτομα αντί για δύο... Η Μαργαρίτα θα έρχεται πιο συχνά για την καθαριότητα, οπότε γιατί να μην εξυπηρετήσουμε την ξαδέλφη σου... Πραγματικά δεν είναι πρόβλημα αλήθεια» του είπα καθησυχαστικά και αναστέναξε.

 

«Είσαι σίγουρη;» με ρώτησε για πολλοστή φορά και στριφογύρισα τα μάτια μου.

 

«Απόλυτα» του είπα πιο αποφασιστικά και μου χαμογέλασε.

 

«Είσαι ένας άγγελος» μου απάντησε και μου έδωσε ένα γλυκό φιλί.

 

«Τι ώρα θα έρθει;» τον ρώτησα για μια ακόμα φορά.

 

«Δεν είσαι και πολύ συγκεντρωμένη αυτές τις μέρες» διαπίστωσε με ένα λυπημένο ύφος.

 

«Είμαι αρκετά αφηρημένη, είναι η αλήθεια» είπα απολογητικά.

 

«Μην σε απασχολεί αυτό, θα πάω να τον πάρω από το κτελ το μεσημέρι και θα έρθουμε μαζί» με ενημέρωσε και εγώ κατένευσα αφηρημένα.

 

«Οκ τότε» του είπα και συνεχίσαμε το πρωινό μας χωρίς να ανταλλάξουμε καμία άλλη κουβέντα... ο κάθε ένας μας βυθισμένος μέσα στον δικό του κόσμο.

 

«Θα πας στην κλινική τώρα;» με ρώτησε την ώρα που έβαζε το σακάκι του για να φύγει για το γραφείο, αποσπώντας μου την προσοχή.

 

«Όχι πρέπει πρώτα να πάω από τον γιατρό να μου γράψει ακριβός τι πρέπει να πάρω, μετά να πάω από το φαρμακείο να τα πάρω και μετά θα πάω στην κλινική για έλεγχο και να κάνω και την πρώτη ένεση» τον ενημέρωσα και εκείνος κατένευσε.

 

«Καλό κουράγιο γλυκιά μου» είπε για να μου δώσει δύναμη ενώ με έκλεινε στην αγκαλιά του και του χαμογέλασα ζεστά.

 

«Σε ευχαριστώ καρδιά μου και εσύ το ίδιο» του απάντησα τρυφερά και του έδωσα ένα βαθύ φιλί πριν φύγει.

 

Όλη η μέρα μου πέρασε στους δρόμους... Αγώνας ταχύτητας για να τα προλάβω όλα, αλλά μέχρι το μεσημέρι επιτέλους είχα τελειώσει και γύριζα στο σπίτι για να ετοιμάσω το τραπέζι για να φάμε όλοι μαζί και να πέσω να ξεκουραστώ επιτέλους από όλη  αυτήν την ταλαιπωρία... σκέφτηκα αλλά το επόμενο τηλεφώνημα μου άλλαξε τα σχέδια...

 

«Άλεξ, είσαι καλά; Γιατί με παίρνεις τέτοια ώρα;» τον ρώτησα με αγωνία καθώς ήξερα ότι δεν το συνήθιζε αυτό εκτός και αν συνέβαινε κάτι.

 

«Ηρέμησε καρδιά μου, είμαι μια χαρά...» είπε γρήγορα για να με καθησυχάσει... «Απλά βγήκε μια σύσκεψη που δεν είχα υπολογίσει και δεν θα προλάβω να πάρω τον μικρό... Μπορείς να πεταχτείς αντί για μένα;» στο άκουσμα της λέξεις “σύσκεψη” η καρδιά μου αμέσως αντέδρασε αλλά όπως πάντα δεν άφησα τον εαυτό μου να εκδηλωθεί.

 

«Κοντεύω να φτάσω στο σπίτι, πιστεύεις ότι θα προλάβω να πάω να τον πάρω;» ρώτησα με απογοήτευση στην φωνή μου... αλλά εκείνος δεν φάνηκε να το κατάλαβε.

 

«Θα του τηλεφωνήσω για να σε περιμένει» με ενημέρωσε και κούνησα το κεφάλι μου καταφατικά λες και εκείνος είχε την ικανότητα να δει αυτήν μου την κίνηση.

 

«Εντάξει άλλα στείλε και σε μένα το τηλέφωνο του για να μην χαθούμε, εντάξει καρδιά μου;»

 

«Εντάξει μωράκι μου... Σ’ ευχαριστώ»

 

«Θα τα πούμε στο σπίτι... Πιστεύεις ότι θα αργήσεις;» ρώτησα με την καρδιά μου να χτυπάει σε γρήγορους ρυθμούς καθώς δεν ήξερα πως να αντιδράσω με όλα αυτά... Δεν ήμουν χαζή... αλλά ταυτόχρονα δεν ήθελα και να πιστέψω ότι αυτές οι ξαφνικές συσκέψεις είχαν άλλον χαρακτήρα από αυτόν που φαινομενικά είχε.

 

«Χρυσάνθη ξέρεις ότι δεν είναι στο χέρι μου αυτό... θα προσπαθήσω να γυρίσω όσο πιο γρήγορα μπορώ» είπε κάπως απότομα σε αντίδραση στην ερώτηση μου και με έπιασε το παράπονο.

 

«Ο μόνος λόγος που σε ρωτάω είναι για να ξέρω αν θα σε περιμένουμε για φαγητό» απάντησα λυπημένα.

 

«Το ξέρω καρδιά μου, συγνώμη αν ήμουν λίγο απότομος, αλλά με έχει αγχώσει αυτή η συνάντηση... Βλέπεις είναι πολύ σημαντική για την εταιρία» ναι και τώρα το έσωσες... είπα από μέσα μου αλλά δεν το εξωτερίκευσα.

 

«Εντάξει... Σε κλείνω τώρα για να μην κάνω τον μικρό να περιμένει πολύ ώρα» του απάντησα στο ίδιο ύφος και έκλεισα το τηλέφωνο νευρικά πατώντας το γκάζι εκτονώνοντας όλα μου τα νεύρα και την ένταση που μου είχε δημιουργήσει, με αυτόν τον τρόπο.

 

Δεν μου άρεσε να του μιλάω σε αυτόν τον τόνο, αλλά μερικές φορές ένιωθα τόσο άσχημα με όλα αυτά τα ταξίδια και όλα αυτά τα ξαφνικά μίτηνκς, που όσο πέρναγε ο καιρός γινόντουσαν όλο και πιο συχνά και εγώ έμενα πάντα πίσω για να τον περιμένω ατελείωτες ώρες, παρέα με ένα βιβλίο για να ξεχαστώ.

 

Δεν μπορώ να πω ότι ο Άλεξ δεν με αγαπούσε ή ότι δεν με φρόντιζε με τον καλύτερο τρόπο, αλλά από τότε που αρχίσανε οι αποτυχίες, η μία μετά την άλλη, ένιωθα ότι κάθε μέρα απομακρυνόταν όλο και πιο πολύ από μένα και αυτό μου έφερνε ασυναίσθητα μια ταραχή... Ήξερα ότι τις περισσότερες φορές παραλογιζόμουν, φέρνοντας στο μυαλό μου το κακό, αλλά όσο περισσότερο τα κράταγα μέσα μου, τόσο πιο πολύ ένιωθα η έκρηξη να είναι πολύ κοντά και αυτό είχε αρχίσει να με τρομάζει.

 

Μετά από ¾ στους δρόμους, με την απίστευτη κίνηση που είχε αυτήν την ώρα, επιτέλους έφτασα στον σταθμό των λεωφορείων και πάρκαρα... Έβαλα το καλό μου χαμόγελο και παίρνοντας το κινητό μου στα χέρια μου, άρχισα να ψάχνω για το σωστό λεωφορείο... Όταν έφτασα κοντά, πήγα στον οδηγό του...

 

«Με συγχωρείτε... θα μπορούσα να σας κάνω μια ερώτηση;» τον ρώτησα ευγενικά και αμέσως ανταποκρίθηκε με ένα ευγενικό χαμόγελο.

 

«Φυσικά, τι θα θέλατε;»

 

«Πριν πόση ώρα ήρθατε;» τον ρώτησα με αγωνία και εκείνος μου χαμογέλασε πιο πλατιά.

 

«Πριν ένα τέταρτο» μου απάντησε και αναστέναξα με ανακούφιση αλλά αυτό που μου φαινόταν περίεργο ήταν ότι δεν έβλεπα κανέναν γύρω μου να περιμένει... Λες τελικά ο μικρός να έφυγε μόνος του;... σκέφτηκα και ψάχνοντας τις επαφές μου, ευχαρίστησα τον οδηγό και άρχισα να κοιτάω γύρω μου μήπως και εντοπίσω πουθενά κανέναν να περιμένει μόνος του.

 

Την στιγμή που άκουσα την κλήση στο ακουστικό, ένα κινητό ακούστηκε να χτυπάει αρκετά κοντά μου και κάνοντας τον γύρω του λεωφορείου, τον είδα την στιγμή που απαντούσε.

 

«Είσαι ο Μάνος;» τον ρώτησα χαμογελαστά ενώ τον κοίταζα στα μάτια.

 

«Είσαι η θεία Χρυσάνθη;» απάντησε σοκαρισμένος, γουρλώνοντας τα μάτια του, καθώς με κοιτούσε καλά, καλά και κλείνοντας το κινητό μου, πήγα κοντά του και έτεινα το χέρι μου για να τον χαιρετήσω.

 

«Ναι» του απάντησα, προσπαθώντας  πολύ σκληρά να μην γελάσω δυνατά με το ύφος του.

 

«Εεεε... χαίρω πολύ» είπε ενώ ταυτόχρονα σηκώθηκε και μου έδωσε και το δικό του χέρι.

 

«Σε έκανα να περιμένεις πολύ ώρα;» τον ρώτησα και αμέσως ξεπάγωσε και άρχισε να συνέρχεται.

 

«Όχι, όχι...» είπε γρήγορα, κάπως αμήχανα... «Πριν ένα τέταρτο ήρθαμε» διευκρίνισε και κατένευσα δηλώνοντας το ότι το ήξερα ήδη.

 

«Συγνώμη γι’ αυτό αλλά είχε τέτοια κίνηση που δεν μπόρεσα να έρθω πιο γρήγορα» απολογήθηκα και εκείνος με κοίταξε με κατανόηση.

 

«Δεν πειράζει» έσπευσε να με καθησυχάσει χαρίζοντας μου ένα χαριτωμένο χαμόγελο.

 

«Πάμε; Σίγουρα θα είσαι πολύ κουρασμένος» διαπίστωσα, βλέποντας τις μαύρες σακούλες κάτω από τα μάτια του και εκείνος αμέσως ανταποκρίθηκε.

 

«Ναι, φυσικά» είπε και παίρνοντας επιτέλους την ματιά του από πάνω μου, άρχισε να μαζεύει τα πράγματα του για να με ακολουθήσει.

 

«Θες βοήθεια;» τον ρώτησα πρόθυμη και εκείνος αμέσως κούνησε το κεφάλι του αρνητικά.

 

«Όχι, σε ευχαριστώ... Τόσο κόπο έκανες για μένα, θα σε βάλω να κουβαλήσεις και τις βαλίτσες μου;» είπε πειραχτικά και γέλασα.

 

Όταν φτάσαμε στο αμάξι, με την άκρη του ματιού μου είδα για άλλη μια φορά να γουρλώνει τα μάτια του αλλά δεν είπε τίποτα και αφού βάλαμε τις βαλίτσες στο προτ-παγκαζ μπήκαμε και ξεκινήσαμε για το σπίτι...

 

«Ζώνη» σχεδόν διέταξα χωρίς να φέρνω αντίρρηση σε αυτό και αμέσως ανταποκρίθηκε... και πριν ξεκινήσουμε άνοιξα το στερεοφωνικό για να βάλω μουσική.

 

«Μπορείς να βάλεις ότι θέλεις δεν με ενοχλεί» του είπα ευγενικά και χαμογέλασε.

 

«Δεν νομίζω ότι θα σου αρέσει ιδιαίτερα η μουσική που ακούω εγώ» είπε απολογητικά.

 

«Δοκίμασε με» του είπα παιχνιδιάρικα και γέλασε πάλι.

 

Άνοιξε την τσάντα του και έβγαλε ένα cd, με κοίταξε για άλλη μια φορά αποδοκιμαστικά και την στιγμή που πάτησε το play, χαμογέλασα.

 

«Δεν περίμενα ένα παιδί στην ηλικία σου να έχει τέτοια ακούσματα» του είπα σοβαρά και με κοίταξε με απορία.

 

«Ξέρεις τους Debussy;» ρώτησε σχεδόν σοκαρισμένος και χαμογέλασα με ικανοποίηση.

 

«Φυσικά έχω όλα τα cd τους... το “Clair de lune” είναι ένα από τα αγαπημένα μου» του απάντησα και αμέσως η ματιά του έγινε πιο ζεστή και πιο χαρούμενη.

 

«Και εμένα...» είπε περισσότερο στον εαυτό του παρά σε εμένα ψιθυριστά και μετά συνέχισε... «Μου κάνει τρομερή εντύπωση... είχα αρχίσει να πιστεύω τελικά, ότι μόνο εγώ ακούω αυτού του είδους την μουσική»

 

«Να που έπεσες έξω» του είπα ανάλαφρα και συνεχίσαμε την πορεία μας χωρίς να πούμε κάτι άλλο αλλά με την άκρη του ματιού μου τον έβλεπα που μου ρίχνει κλεφτές ματιές.

 

Όταν φτάσαμε στο σπίτι και συνειδητοποίησε που θα μένει από σήμερα και για το υπόλοιπο που θα ήταν κοντά μας... για άλλη μια φορά γούρλωσε τα μάτια και έμεινε κοκαλωμένος να το κοιτάζει εκστασιασμένος.

 

«Ουααααουυυυυυ μην μου πεις ότι αυτό είναι το σπίτι σας;» ρώτησε δίσπιστα και του το επιβεβαίωσα με μία κίνηση του κεφαλιού μου.

 

«Σου αρέσει;» δεν μπορούσα να μην ρωτήσω... αν και η απάντηση εκδηλωνόταν σε όλα του τα χαρακτηριστικά.

 

«Το ρωτάς;; Είναι εκθαμβωτικό» είπε με θαυμασμό και αυτόματα με έκανε να φουσκώσω από υπερηφάνεια.

 

«Μην θαμπώνεσαι τόσο πολύ με το εξώφυλλο Μάνο... είναι απλά ένα σπίτι» τον επέπληξα και με κοίταξε δύσπιστα.

 

«Απλά ένα σπίτι; Αυτό το λες απλά ένα σπίτι;» ρώτησε σοκαρισμένος και γέλασα δυνατά.

 

«Πίστεψε με... είναι απλά ένα σπίτι...» συνέχισα εγώ με περισσότερο πείσμα... «Που η κοινωνική μας θέση καθώς και η φύση της δουλειάς μου, μας επιβάλει να το έχουμε για να δειχνόμαστε λες και αυτό καθορίζει το τι ήμαστε ή το ποιοι ήμαστε... Αν με ρώταγες, θα σου έλεγα ότι χίλιες φορές θα προτιμούσα να ζούσα στο χωριό σου, σε ένα παλιό αναπαλαιωμένο αρχοντικό, παρά μέσα σε αυτήν την χλιδή... Είναι τόσο επιφανειακό και ναι είναι απλά ένα σπίτι» συνέχισα εγώ και είχε κολλήσει τα μάτια του ξανά απάνω μου, μόνο που αυτήν την φορά ήταν πιο σκεπτικός και πιο απορροφημένος να με κοιτάει έντονα.

 

«Φτάσαμε» του είπα ανοίγοντας την πόρτα, μόλις μπήκαμε στο γκαράζ και άλλο ένα σοκ ήρθε για να τον κάνει για άλλη μια φορά να μείνει με ανοιχτό το στόμα.

 

«Δεν το πιστεύω!... Όλα αυτά είναι δικά σας;» με ρώτησε την στιγμή που είδε τα αυτοκίνητα που ήταν μέσα στο γκαράζ και γέλασα.

 

«Άσκοπες αγορές... Δεν μπορώ να καταλάβω τι μανία πιάνει τον Άλεξ, να αγοράζει κάθε τρις και λίγο καινούργιο αμάξι, αφού εκείνος παίρνει μονίμως την Μερσεντέζ και εγώ μονίμως το Βόλβο μου» είπα και γέλασα δυνατά, βλέποντας την απορία στο ύφος του.

 

«Έλα εδώ...» του είπα και το πήγα προς την κλειδωθήκη... «Ο κωδικός είναι 2365...» του είπα και άνοιξα το πορτάκι... «Από εδώ μπορείς να πάρεις όποιο κλειδί θες και να χρεισημοποιήσεις όποιο αυτοκίνητο σου αρέσει... Εκτός την Μερσέντες του θείου σου και το Βόλβο το δικό μου, μπορείς να πάρεις όποιο άλλο θες για τις μετακοινήσεις σου» τον ενημέρωσα και με κοίταξε χωρίς να το πιστεύει.

 

«Το λες πραγματικά;» είπε σοκαρισμένος.

 

«Φυσικά... Δίπλωμα οδήγησης έχεις;» τον ρώτησα και ένιωσα ότι η ανάσα του είχε για λίγο χαθεί.

 

«Ναι» απάντησε αφηρημένα.

 

«Οκ λοιπόν... Πάει και αυτό» του είπα αδιάφορα και κλείνοντας το πορτάκι γύρισα στο αυτοκίνητο για να πάρω τα πράγματα μου και εκείνος με ακολούθησε κοιτώντας ακόμα τα αυτοκίνητα θαμπωμένος.

 

Άνοιξα την πόρτα και μπαίνοντας στο σαλόνι άρχισε να σφυρίζει με θαυμασμό.

 

«Είναι το κάτι άλλο!... Εσύ το έκανες όλο αυτό;»

 

«Αυτή είναι η δουλειά μου...» είπα αδιάφορα και άρχισα να πηγαίνω προς την κουζίνα... «Από εδώ είναι η κουζίνα, περίμενε με για λίγο να βάλω αυτά στο ψυγείο...» του είπα καθώς του έδειχνα την σακούλα που κρατούσα... «Και θα έρθω αμέσως να σου δείξω το δωμάτιο σου, την κουζίνα έτσι κι αλλιώς θα την δεις μετά που θα κατέβεις για να φάμε» του είπα και πήγα γρήγορα για να βάλω τις ενέσεις στο ψυγείο πριν χαλάσουν και πάει τσάμπα αυτή η προσπάθεια... Γυρίζοντας κοντά του, τον βρήκα να κοιτάει ακόμα γύρω του με θαυμασμό.

 

«Πάμε;» τον ρώτησα και μου ένευσε παίρνοντας πάλι τις βαλίτσες του στα χέρια για να με ακολουθήσει.

 

«Αυτός ο όροφος είναι ο δικός μας... Από εκεί είναι η κρεβατοκάμαρα μας, το γραφείο του Άλεξ και εδώ είναι δύο άδειες αχρησιμοποίητες κρεβατοκάμαρες που μπορείς να της χρησιμοποιήσεις αν θες να φιλοξενήσεις κάποιον φίλο σου... Δεν χρησιμοποιούνται ποτέ αλλά είναι πάντα καθαρές και τακτοποιημένες για έκτακτες ανάγκες» τον ενημέρωσα καθώς τον ξεναγούσα στον πρώτο όροφο.

 

«Δεν θα ήθελα να σας φέρω σε δύσκολη θέση... Και που με φιλοξενείτε είναι πολύ για μένα» είπε ντροπαλά και του χτύπησα φιλικά τον ώμο.

 

«Μην λες ανοησίες... Θέλω να νιώθεις σαν στο σπίτι σου... Αν θελήσεις να φέρεις κανέναν φίλο σου ή ακόμα και καμία κοπελιά σου, μην διστάσεις ποτέ να το κάνεις... Δεν πρόκειται να σε παρεξηγήσουμε... Δεν θέλω να νιώθεις ξένος μέσα στο σπίτι... Πράξε όπως θα έκανες και αν ήσουν στο σπίτι σου, κανένας δεν θα σε παρεξηγήσει» του είπα απόλυτα σοβαρά και για μια στιγμή με κοίταξε με ένα ανεξιχνίαστο βλέμμα πριν μιλήσει ξανά.

 

«Σ’ ευχαριστώ» είπε με ειλικρίνεια και αφού του χαμογέλασα άρχισα να ανεβαίνω προς τον επόμενο όροφο.

 

«Και εδώ θα είναι το νέο σου δωμάτιο» του είπα την στιγμή που άνοιξα την πόρτα και τρελάθηκε τελείως.

 

«Συγνώμη εσύ το λες αυτό δωμάτιο;» δεν μπόρεσα να μην γελάσω.

 

«Σκέφτηκα ότι θα ένιωθες πιο άνετα εδώ... Είναι απομονωμένο και πιστεύω ότι θα μπορείς να νιώσεις ακόμα καλύτερα αν μπορείς να έχεις τον προσωπικό σου χώρο» του είπα την σκέψη μου ανοιχτά και με κοίταξε με ευγνωμοσύνη.

 

«Νιώθω σαν να είμαι σε καμία πολυτελή σουίτα ενός πανάκριβου ξενοδοχείου» είπε αφηρημένος αφήνοντας τις βαλίτσες στο πάτωμα.

 

«Η αλήθεια είναι ότι κάπως έτσι το είχα φανταστεί... και χαίρομαι που τελικά είχε ακριβός αυτό το αποτέλεσμα... Εδώ θα βρεις ότι μπορεί να χρειαστείς...» του είπα δείχνοντας του το μπαράκι το μπάνιο και το γραφείο του... «Δεν ήξερα αν θα φέρεις δικό σου υπολογιστή και σου έφερα ένα λαπτοπ για να κάνεις την δουλειά σου» τον ενημέρωσα και γούρλωσε ξανά τα μάτια του από την έκπληξη.

 

«Όχι δεν έφερα τίποτα... Σκεφτόμουν να πάρω ένα από εδώ» μου είπε και τον κοίταξα με ικανοποίηση.

 

«Δεν χρειάζεται να κάνει κάτι τέτοιο... Είναι καινούργιο και αχρησιμοποίητο, οπότε χρησιμοποίησε αυτό...» του είπα και πήγα προς την μπαλκονόπορτα... «Ξέχασα να σε ρωτήσω καπνίζεις;» τον ρώτησα καθώς γύριζα την ματιά μου προς το μέρος του και εκείνος με κοίταξε απολογητικά.

 

«Αν και δεν θα έπρεπε...» είπε χαμογελώντας... «Που και που την έχω αυτήν την κακιά συνήθεια».

 

«Τότε θα σε παρακαλέσω αν μπορείς, να μην καπνίζεις μέσα στο σπίτι... Τον Άλεξ, τον ενοχλεί πάρα πολύ η μυρωδιά και γι αυτό καπνίζουμε πάντα έξω από το σπίτι...» τον ενημέρωσα καθώς έβγαινα στο μπαλκονάκι και με ακολούθησε... «Και αυτό είναι το μπαλκόνι σου».

 

«Ουαααουυ απίστευτη θέα» είπε μαγεμένος.

 

«Και που να δεις τι δεις την νύχτα» του είπα επιβεβαιώνοντας τα λόγια του.

 

«Τώρα σε αφήνω να τακτοποιηθείς και όταν είσαι έτοιμος έλα να με βρεις στην κουζίνα για να φάμε, οκ;» τον ρώτησα καθώς τον κοίταζα ξανά και εκείνος μου ανταπέδωσε το βλέμμα για άλλη μια φορά, ευγνωμονώντας με την ματιά του.

 

«Σε ευχαριστώ πάρα πολύ για ότι κάνεις για μένα» είπε και του χαμογέλασα για άλλη μια φορά... Πραγματικά ο μικρός πρέπει να τα είχε παίξει τελείως με όλα αυτά.

 

«Παρακαλώ δεν κάνει τίποτα... Έναν ανιψιό τον έχουμε, να μην τον φροντίσουμε;» τον πείραξα κλείνοντας του το μάτι και γέλασε.

 

«Προλαβαίνω να κάνω ένα ντουζ πριν το φαγητό;» ρώτησε και αμέσως κατένευσα.

 

«Ναι φυσικά» του είπα πηγαίνοντας προς την πόρτα.

 

«Δεν θα αργήσω σου το υπόσχομαι» με διαβεβαίωσε και γύρισα προς την μεριά του.

 

«Μην βιάζεσαι μέχρι να ζεσταθεί το φαγητό έχεις χρόνο» του είπα και βγαίνοντας από το δωμάτιο, άρχισα να κατεβαίνω τα σκαλιά για να τον αφήσω μόνο του, αλλά πριν φτάσω στο σαλόνι θυμήθηκα ότι ξέχασα να του δώσω τα κλειδιά και ανέβηκα πάλι προς τα πάνω.

 

Φτάνοντας στην πόρτα τον είδα ότι είχε ήδη ξεντυθεί από την μέση και πάνω και ετοιμάζονταν να βγάλει και το παντελόνι αλλά πριν προλάβω να φύγω πριν με καταλάβει, κατάλαβα ότι με την άκρη του ματιού του με είδε, όποτε έπρεπε να παίξω την αδιάφορη.

 

«Συγνώμη δεν ήθελα να σε ενοχλήσω αλλά είμαι τόσο αφηρημένη τον τελευταίο καιρό... ξέχασα να σου αφήσω τα κλειδιά σου...» είπα δείχνοντας το μπρελοκ με τα κλειδιά και αφήνοντας τα πάνω στο γραφείο άρχισα πάλι να φεύγω... «Θα είμαι στην κουζίνα αν χρειαστείς κάτι» του είπα με ήρεμη και σταθερή φωνή φεύγοντας και κλείνοντας την πόρτα κατέβηκα στην κουζίνα.

 

Όταν είδα για μια στιγμή το σώμα του σάστισα, αλλά ευτυχώς κατάφερα να ανασυγκροτηθώ πολύ γρήγορα... είναι φυσικό να έχει αυτό το σώμα από την στιγμή που ήταν αθλητής, αλλά για κάποιον λόγο από την στιγμή που τον είδα, έκανε την καρδιά μου να χτυπάει τόσο άρρυθμα που άρχισε αυτό να μου την δίνει στα νεύρα... Γιατί έπρεπε να είναι τόσο όμορφος;;; Και γιατί έπρεπε να έρθει τώρα... στην πιο δύσκολη περίοδο της ζωής μου;;;

 

Μέσα στα 5 χρόνια έγγαμου βίου, είχα βρεθεί ξανά, στον δρόμο του πειρασμού, αλλά πάντα τον αντιμετώπιζα χωρίς πρόβλημα... Ο Άλεξ ήταν ο έρωτας της ζωής μου και ποτέ δεν μετάνιωσα για την επιλογή μου και ας ήταν αρκετά χρόνια μεγαλύτερος μου... Με τα χρόνια τον αγάπησα περισσότερο και αν γύριζα τον χρόνο πίσω και πάλι την ίδια επιλογή θα έκανα και δεν θα άλλαζα τίποτα από την ζωή μου, για τίποτα και για κανέναν.

 

~ Μάνος ~

 

Τι περίεργη γυναίκα... Η μητέρα μου με έχει προειδοποιήσει ότι η θεία μου ήταν πολύ πιο νεότερη από τον θείο μου, αλλά όταν την αντίκρισα έχασα την γη κάτω από τα πόδια μου... Αν και δεν ξέρω την ηλικία της πρέπει να είναι σχεδόν συνομήλικη μου αλλά είναι τόσο προσγειωμένο άτομο που σε κάνει να νιώθεις ότι στο μυαλό και στην συμπεριφορά της, είναι περισσότερο στην ηλικία του θείου μου.

 

Από την πρώτη στιγμή που αντίκρισα το σπίτι έμεινα εκστασιασμένος... Ο πλούτος και η αφθονία φώναζαν από μακριά... αλλά για εκείνην ήταν όλα απλά απαραίτητα αντικείμενα που τις επιβάλει η κοινωνική της τάξη... ή καλύτερα θα έλεγα μάλλον  ο θείος Άλεξ... Από ότι κατάλαβα εκείνος θα πρέπει να είναι πολύ πιο υλιστής από ότι εκείνη και απλός η θεία του κάνει το χατίρι και δεν του φέρνει αντίρρηση σε ότι εκείνος επιθυμεί... Ο τρόπος που μιλάει για εκείνον ή το πως αναφαίρετε σε εκείνον, σε κάνει να καταλαβαίνεις ότι είναι η προτεραιότητα της και πάντα βάζει τις δικές του ανάγκες πάνω από τις δικές της.

 

Ήταν πολύ γλυκιά και πολύ δοτική... κάνει τα πάντα για να ευχαριστεί τους άλλους και ενώ με μια ματιά καταλαβαίνεις αμέσως το πόσο εξαντλημένη είναι, εκείνη συνεχίζει να με περιποιείται με τέτοιον τρόπο ώστε να με ευχαριστήσει και να με κάνει να νιώσω πιο άνετα.

 

Είναι σίγουρα μια καλλονή και απορώ ακόμα τι ακριβός ήταν αυτό που βρήκε στον θείο μου και τον παντρεύτηκε... Ποτέ δεν είχαμε ακούσει ούτε ένα κουτσομπολιό για εκείνους και πάντα η μητέρα του θείου Άλεξ, ήταν σκασμένη κάθε φορά που γύριζε από την Αθήνα, πίσω στο χωριό, που δεν μπορούσε ποτέ να βρει ένα ψεγάδι από την νύφη της για να την πικάρει και η μητέρα μου γέλαγε τόσο πολύ με αυτό.

 

Την στιγμή που την έπιασα στην πόρτα του δωματίου μου, την ώρα που ξεντυνόμουνα για να μπω να κάνω ένα γρήγορο ντουζ, για μια στιγμή νόμιζα ότι με χάζευε αλλά εκείνη ήταν τόσο σοβαρή και αμέσως πριν καταλάβει ότι την πείρα είδηση μου μίλησε πριν κάνω καμία κίνηση και ξεντυθώ μπροστά της... Τότε τα έχασα περισσότερο... αντί να τα χάσει την στιγμή που γύρισα και την αντίκρισα ή να μείνει στην θέση της και να με φάει με τα μάτια της, όπως κάνουν τα κορίτσια όταν με βλέπουν χωρίς τα ρούχα μου, εκείνη με κοίταζε μόνο μέσα στα μάτια για να μην με φέρει σε δύσκολη θέση και με σταθερή και ατάραχη φωνή μου είπε αμέσως τον λόγο που είχε έρθει πίσω και όπως ήρθε έτσι και εξαφανίστηκε χωρίς καν να με κοιτάξει.

 

Ήταν τόσο περίεργο για μένα κάτι τέτοιο... Είμαι τόσο συνηθισμένος οι γυναίκες να με τρώνε με τα μάτια τους, ακόμα και όταν φοράω ρούχα, που η αδιάφορη ματιά της για κάποιον λόγο με ενόχλησε... με έκανε να νιώσω τόσο αμήχανα που τελικά αντί να τα χάσει εκείνη με το θέαμα που έβλεπε, τα έχασα εγώ με την αδιάφορη στάση της.

 

Φόρεσα την φόρμα μου και ένα στενό μπλουζάκι και πήγα να την βρω... Ήταν στην κουζίνα και ετοίμαζε το τραπέζι απορροφημένη στις σκέψεις της, που δεν κατάλαβε αμέσως την παρουσία μου... Μόλις γύρισε και με κοίταξε μου χαμογέλασε ζεστά και βάζοντας το πιάτο στο τραπέζι, με προσκάλεσε για να κάτσω.

 

«Έχω κάνει κοτόπουλο με πατάτες στον φούρνο... ελπίζω να σου αρέσει» είπε με την ζεστή της φωνή και της χαμογέλασα.

 

«Μυρίζει υπέροχα» της είπα ειλικρινά και έκατσα στην καρέκλα χωρίς να σταματάω να την κοιτάω επίμονα.

 

Μετά από λίγες στιγμές σιωπής.....

 

«Τελικά δεν μου είπες... πως και αποφάσισες να παρατήσεις την ιατρική και να ξεκινήσεις γυμναστική ακαδημία;» με ρώτησε και χαμογέλασα για λίγο.

 

«Η ιατρική, ήταν πάντα το όνειρο των γονιών μου... ενώ η γυμναστική ακαδημία ήταν το δικό μου... Όταν μπούχτισα με όλα αυτά τα βιβλία και τις βελόνες τα παράτησα και έκανα το δικό μου» της είπα και μου ανταπέδωσε το χαμόγελο συγκαταβατικά.

 

«Από αυτήν την άποψη τότε καλά έκανες» είπε χαμογελώντας ζεστά και συνέχισε να τρώει.

 

«Εσύ έχεις δικό σου γραφείο;» την ρώτησα θέλοντας να μάθω περισσότερα για εκείνην και παίρνοντας το νερό της στο ένα της χέρι ήπιε μια γουλιά πριν μιλήσει.

 

«Όχι ακριβός... Συνεργάζομαι με μια ομάδα... αλλά αυτόν τον καιρό έχω πάρει μόνιμη άδεια και απλά τους βοηθάω όπου χρειαστεί μόνο στα σχέδια» διευκρίνισε.

 

«Πως και έτσι;» δεν μπορούσα να μην ρωτήσω... ήθελα να μάθω τα πάντα για εκείνην.

 

«Είπα για λίγο να αφοσιωθώ στην οικογένεια μου» είπε ανασηκώνοντας τους ώμους της αλλά κατάλαβα ότι κάτι άλλο κρυβόταν από κάτω και την πίεσα περισσότερο.

 

«Ο θείος Άλεξ σε ανάγκασε;»

 

«Όχι μόνη μου την πήρα την απόφαση για να κάνω ευκολότερη την ζωή μου» απάντησε απλά αλλά δεν με ξεγέλασε.

 

«Δεν νομίζω ότι καταλαβαίνω» είπα ελπίζοντας αυτό να φτάσει για να μου το εξηγήσει περισσότερο.

 

«Κοίτα...» ξεκίνησε διστακτικά... «Υπάρχει ένα θέμα που τρέχει και εφόσον θα είσαι εδώ, σίγουρα δεν θα σου περάσει απαρατήρητο... αλλά θα σε παρακαλέσω ότι και να πούμε εδώ, να μην βγει έξω από αυτό το σπίτι, γιατί δεν θέλω να εκθέσεις τον θείο σου, εντάξει;» με ρώτησε και αμέσως κατένευσα... Φυσικά δεν θα μπορούσα ποτέ να κάνω κάτι τέτοιο... εκείνοι κάνανε τόσα πολλά για μένα... Το λιγότερο που θα μπορούσα να του ανταποδώσω, ήταν η εχεμύθεια μου.

 

«Αν και δεν καταλαβαίνω τι εννοείς ακριβός, σου υπόσχομαι ότι δεν θα το πω πουθενά» της το επιβεβαίωσα.

 

«Μου δίνεις τον λόγο σου ότι δεν θα το πεις πουθενά;» μου είπε σοβαρά κοιτώντας με έντονα στα μάτια.

 

«Ναι» της απάντησα το ίδιο σοβαρά και πήρε μια ανακουφιστική ανάσα.

 

«Σίγουρα θα έχεις ακούσει τα κουτσομπολιά που ακούγονται για μας» μου είπε και της ανταπέδωσε το βλέμμα σηκώνοντας τα φρύδια μου ψιλά.

 

«Για να είμαι ειλικρινής... αυτό που μου κάνει περισσότερο εντύπωση, είναι ότι δεν υπάρχουν κουτσομπολιά για σας τους δύο» είπα απόλυτα σοβαρός και μου ανταπέδωσα το βλέμμα σηκώνοντας και τα δικά της φρύδια ψιλά.

 

«Ούτε γιατί δεν έχουμε κάνει ακόμα παιδί;» με ρώτησε δύσπιστα και επιτέλους άρχισα να καταλαβαίνω που το πάει.

 

«Εντάξει γι’ αυτό το θέμα κατά καιρούς κάτι ακούγετε» είπα αποφεύγοντας να την κοιτάξω στα μάτια... γιατί δεν θα ήθελα με τίποτα να της πω όσα λέει πάνω σε αυτό το θέμα η θεία μου...

 

«Δεν χρειάζεται να νιώθεις άσχημα και ούτε θα σου ζητήσω να μου πεις τι ακριβός λένε για μας... γιατί πολύ απλά μου είναι αδιάφορα... αλλά το θέμα είναι ότι ακριβός γι’ αυτόν τον λόγο δεν θέλω να πεις τίποτα και πουθενά... όχι για μένα... προσωπικά καρφί δεν μου καίγεται αλλά και δεν έχω ταμπού πάνω σε αυτά τα θέματα... αλλά επειδή ο θείος σου δεν θέλει να μάθει κανείς τίποτα... γι’ αυτό σε παρακαλώ να μας σεβαστείς και να είσαι διακριτικός πάνω σε αυτό το θέμα» έσπευσε να με καθησυχάσει και την κοίταξα για λίγο με περισσότερο θάρρος.

 

«Τι ακριβός θες να μου πεις;» δεν άντεξα και την ρώτησα και εκείνη πήρε μια βαθιά ανάσα κοιτώντας με, με έναν περίεργο πόνο στα μάτια της.

 

«Εγώ με τον θείο σου, παλεύουμε τα τρία τελευταία χρόνια για να κάνουμε παιδί και δυστυχώς δεν είχαμε τα αποτελέσματα που θα θέλαμε... γι’ αυτό και φτάσαμε στην λύση της εξωσωματικής... γι’ αυτό και άφησα για λίγο την δουλειά μου για να μπορώ να είμαι ήρεμη όσο κάνω τις προσπάθειες μου» εξήγησε και τώρα κατάλαβα γιατί είχε τόσο πόνο μέσα της... σίγουρα θα πρέπει να της ήταν πολύ δύσκολη όλη αυτή η κατάσταση... και δεν την αδικώ... ιδίως με όσα έχω ακούσει για εκείνους από τα όσα λένε κατά καιρούς για να τους μειώσουν... ιδίως εκείνην μιας και που η θεία μου την θεωρεί υπαίτια που δεν εκείνη ακόμα δεν έχει αποκτήσει εγγόνι... φυσικά ποιον άλλον θα κατηγορούσε τον κανακάρη της;

 

«Λυπάμαι πάρα πολύ... δεν ξέρω τι να πω» είπα με ειλικρίνεια και αμέσως κούνησε το κεφάλι της αρνητικά.

 

«Μην λυπάσαι, όλα μέσα στην ζωή είναι... άλλωστε πάντα πίστευα ότι όλα όσα μας συμβαίνουν, έχουν κάποιο λόγο που συμβαίνουν» είπε ανάλαφρα και έβλεπα στο βλέμμα της ότι πραγματικά το πίστευε.

 

«Σου ορκίζομαι δεν θα βγει κουβέντα από το στόμα μου» μου χαμογέλασε γλυκά.

 

«Σε ευχαριστώ γι’ αυτό, το εκτιμώ πάρα πολύ... Δεν βλέπω όμως να τρως... σίγουρα σου άρεσε; Μπορώ να σου φτιάξω κάτι άλλο αν θες» είπε αμέσως για να αλλάξει κουβέντα.

 

«Όχι, όχι είμαι μια χαρά...» είπα γρήγορα γιατί την είχα ικανή να κάτσει να μαγειρέψει κάτι άλλο για να με ευχαριστήσει και δεν θα ήθελα με τίποτα να την επιβαρύνω περισσότερο... «Απλά είμαι λίγο κουρασμένος και δεν έχω πολύ όρεξη» εξήγησα αλλά δεν έβλεπα να την πείθω και πολύ.

 

«Σίγουρα;» προσπάθησε άλλη μια φορά και βιάστηκα να αλλάξω κουβέντα για να την αποπροσανατολίσω.

 

«Εσύ δεν μου είπες».

 

«Τι πράγμα;» είπε χαμογελώντας αφού κατάλαβε ότι άλλαζα κουβέντα για να σταματήσει να με πιέζει.

 

«Με τον θείο πως γνωρίστηκες;» ρώτησα με την περιέργεια μου να χτυπάει κόκκινο και εκείνη χαμογέλασε νοσταλγικά ενώ κοίταζε μακριά με την ματιά της να γλυκαίνει και να γίνεται τόσο καυτή που δεν είχα ιδέα πως κρατήθηκα ώστε να μην βογκήξω δυνατά... Ήταν τόσο όμορφη που με θάμπωνε.

 

«Μμμ...» μουρμούρισε και όλο της το πρόσωπο έλαμψε, σίγουρα τον αγαπάει με όλη  της την καρδιά, σκέφτηκα και για κάποιον λόγο ένιωσα ένα τσίμπημα ζήλιας στην καρδιά μου... «Μόλις είχα πιάσει δουλειά σε μια εταιρία που είχε αναλάβει την διακόσμηση του γραφείου του και σαν καινούργια με έστειλαν για να κάνω τις πρώτες μετρήσεις για τα δοκιμαστικά σχέδια, εκεί είδα και τον θείο σου... έρως με την πρώτη ματιά... για ώρες δεν μπορούσαμε να ξεκολλήσουμε τα μάτια μας ο ένας από τον άλλον, μέχρι που μου ζήτησε να βγούμε... Από εκείνο το βράδυ δεν έχουμε ξεκολλήσει ο ένας από τον άλλον» είπε και άλλο ένα χαμόγελο άγγιξε τα ζεστά της χείλη.

 

«Αλήθεια πόσα χρόνια έχετε διαφορά;» ρώτησα ψάχνοντας το νερό μου με την ματιά μου για να καταφέρω να πάρω το βλέμμα μου από πάνω της πριν καρφωθώ.

 

«20 χρόνια» απάντησε αμέσως και κατένευσα ενώ πιάνοντας το ποτήρι μου άρχισα να πίνω λίγο από το νερό μου.

 

«Και δεν σε πείραξε ποτέ αυτή η διαφορά ηλικίας;» ρώτησα περίεργος αλλά εκείνη άλλαξε ύφος και έγινε πιο σοβαρή.

 

«Δεν το μετάνιωσα ποτέ... Με τον Άλεξ έχω ζήσει τα καλύτερα χρόνια της ζωής μου και αν γύριζα το χρόνο πίσω και πάλι θα έκανα το ίδιο» είπε και μέσα στην ματιά της είδα το πόσο το εννοούσε... και παρατώντας τα άφησα απαλά το ποτήρι που κρατούσα ακόμα στο χέρι μου, πάνω στο τραπέζι αποφεύγοντας την ματιά της.

 

«Συγνώμη που ρωτάω αλλά πόσο χρονών είσαι;» είπα σχεδόν ψιθυριστά χωρίς να είμαι ικανός να χαλιναγωγήσω άλλο την περιέργεια μου και ακούγοντας το σιγανός της γέλιο σήκωσα την ματιά μου προς το μέρος της με περιέργεια.

 

«Εσύ για πόσο με κάνεις;» με πείραξε και γέλασα.

 

«Εμφανισιακά θα έλεγα ότι πρέπει να έχουμε την ίδια ηλικία... αλλά ο τρόπος που μιλάς σε κάνει να φαίνεσαι μεγαλύτερη» της είπα την αλήθεια και με κοίταξε με ικανοποίηση.

 

«Δηλαδή που καταλήγεις» συνέχισε πειρακτικά.

 

«Δεν ξέρω 23;» είπα την δική μου ηλικία για να την δοκιμάσω.

 

«Σε δύο μήνες θα κλείσω τα 25» με διόρθωσε και γούρλωσα τα μάτια μου από την έκπληξη.

 

«Απίστευτο! Και ο θείος είναι δηλαδή 45 σωστά;».

 

«Ναι» είπε χαμογελώντας με το σοκαρισμένο ύφος μου.

 

«Συγνώμη αλλά ακόμα προσπαθώ να καταλάβω τι του βρήκες... Δεν θέλω να σε προσβάλω, μην το πάρεις στραβά, αλλά αν κρίνω από την μητέρα του, θα πρέπει να είναι λίγο περίεργος» της είπα την άποψη μου και με κοίταξε για λίγο μπερδεμένη.

 

«Όλοι μας έχουμε τις ιδιοτροπίες μας... αυτό δεν σημαίνει ότι είμαστε και περίεργοι... και για να σου λύσω την απορία σου... έχει να κάνει με αυτό που σου είπα και πριν... Ποτέ μην κρίνεις από το εξώφυλλο... ο Άλεξ ήταν αυτός που μου άγγιξε την καρδιά... από εκεί και πέρα δεν με ένοιαξε τίποτα άλλο» είπε και έμεινα να την κοιτώ χωρίς να το πιστεύω... Πραγματικά το εννοεί δεν μπορώ με τίποτα να το αμφισβητήσω αυτό... και σίγουρα δεν είναι εδώ για τα λεφτά του... Πως όμως μπορεί να αγαπάει αυτόν τον άνθρωπο των σπηλαίων;... μου φαίνεται εξωπραγματικό.

 

«Για να το λες εσύ έτσι θα είναι» είπα απηυδισμένος... Με αυτήν την γυναίκα δεν ξέρω από που θα μου έρθει... είναι τόσο απρόβλεπτη.

 

«Εγώ θα πάω να ξαπλώσω γιατί είμαι από το πρωί στους δρόμους και τα έχω παίξει λίγο...» μου είπε όταν μάζεψε το τραπέζι και έβαλε τα πιάτα στο πλυντήριο... «Εσύ νιώσε σαν στο σπίτι σου, στον κάτω όροφο, που αφηρημένη ξέχασα να σου δείξω, έχει ένα χώρο διασκέδασης, αν δεν νυστάζεις μπορείς να πας να του ρίξεις μια ματιά, θα το βρεις αρκετά ενδιαφέρον...» μου είπε και μου έκλεισε το μάτι χαμογελώντας... «Θα τα πούμε το απόγευμα, οκ;»

 

«Ναι, σε ευχαριστώ για όλα... Καλή ξεκούραση» της ευχήθηκα και το εκθαμβωτικό της χαμόγελο έγινε πιο ζεστό.

 

«Σ’ ευχαριστώ... Επίσης» ανταπέδωσε και εξαφανίστηκε.

 

Αφού ήπια ακόμα ένα ποτήρι νερό, τελικά αποφάσισα να πάω να ξεκουραστώ και εγώ... Όταν ξύπνησα, μετά από δεν ξέρω και εγώ πόσες ώρες, είδα ότι είχε βραδιάσει και σάστισα... κοίταξα το ρολόι και είδα ότι ήταν 8 το βράδυ και τρελάθηκα... Τελικά ήμουν πιο κουρασμένος από ότι νόμιζα... σκέφτηκα και παίρνοντας τα τσιγάρα μου στο χέρι, πήγα στο μπαλκόνι να κάνω ένα για να ξυπνήσω και τότε την είδα και κοκάλωσα.

 

Ήταν μέσα στην πισίνα, με ένα μικροσκοπικό μαγιό, να κολυμπάει με τόση χάρη, ανέμελη, απαλλαγμένη, από όλα όσα την προβληματίζανε... Το σώμα της ήταν τόσο καλλίγραμμο τόσο υπέροχο που σίγουρα καταλάβαινες ότι έχει ξοδέψει ώρες σε γυμναστήριο για να μην χάσει αυτήν την υπέροχη σιλουέτα... και όλα αυτά για ποιον;;; Για τον θείο Άλεξ... ας γελάσω... σκέφτηκα και ένα γελάκι μου ξέφυγε.

 

Έκατσα στην καρέκλα και άναψα το τσιγάρο μου καθώς την θαύμαζα από μακριά... Εκείνη δεν είχε καταλάβει ότι εγώ ήμουν στο μπαλκόνι και την κοιτούσα και αυτό μου έδινε το ελεύθερο να την κοιτάξω πιο καλά... Κάθε λεπτό που πέρναγε, ένιωθα μέσα μου να ζεσταίνομε όλο και πιο πολύ μέχρι που άκουσα την φωνή του θείου μου και σχεδόν πνίγηκα από τον καπνό του τσιγάρου και με χίλιους τρόπους προσπάθησα να σταματήσω τον βήχα μου για να μην με καταλάβουν.

 

Πέταξα το τσιγάρο στο τασάκι και μπήκα μέσα στο δωμάτιο μέχρι να ηρεμήσω... όταν τα κατάφερα βγήκα πάλι δειλά για να δω αν ήταν ακόμα εκεί και τότε τους είδα μαζί... Ήταν αγκαλιασμένοι και η Χρυσάνθη τον φίλαγε τόσο τρυφερά... Ένας πόνος διαπέρασε το στήθος μου και με έκανε να κοπώ στα δύο... ζήλεψα τόσο αυτό το φιλί που ακόμα και από το σημείο που ήμουν, μπορούσα να δω όλη την αγάπη και την λατρεία που του είχε... τέτοιο φιλί δεν έχω γευτεί ποτέ στην ζωή μου... και θα κάνω τα πάντα για να το αποκτήσω..........

Η αποπλάνηση

Εκεί που δεν το περιμένεις

Κεφάλαιο 2ο. Η αποπλάνηση

 

 

Την βρήκα στην κουζίνα να είναι μπροστά από τους υδρατμούς μιας κατσαρόλας και με μια κουτάλα ξεχώριζε ένα ένα τα φύλλα από το λάχανο και με δυνατή την μουσική χόρευε στον ρυθμό και τραγουδούσε...

 

«Λάμπω από την χαρά μου... λάμπω όταν σε βλέπω... λάμπω... λάμπω... λάμπω... λάμπω... ουυυ» και λίκνιζε τον τέλειο γοφό της στον ρυθμό της μουσικής.

 

Να πάρει... δάγκωσα τα χείλια μου... δεν έχω ξαναδεί τέτοιο αισθησιακό κάλεσμα... σκέφτηκα και ένιωσα τον ερεθισμό μου να έχει ξεπεράσει το λάστιχο του παντελονιού της φόρμας και βλαστήμησα για άλλη μια φορά που αυτή η γυναίκα σίγουρα θα με έκανε να ξεπεράσω τα όρια μου κάποια μέρα.

 

Είχε τα μαλλιά της μαζεμένα ψηλά και φόραγε μόνο ένα τιραντένιο μπλουζάκι και μια από τις στενές της φόρμες που αγκάλιαζε και τόνιζε όλες της τέλειες γωνίες της... μια σταγόνα ιδρώτα έτρεχε πάνω στον λαιμό της και μόλις την είδα πλέων μου ήταν αδύνατον να μην την πλησιάσω για να την γευτώ.

 

Πήγα αθόρυβα από πίσω της και την στιγμή που έβαλε την κουτάλα κοντά στο στόμα της τραγουδώντας ακόμα το τραγούδι... έβαλα τα χέρια μου στην μέση της και σταμάτησα απότομα το λίκνισμα της και φέρνοντας τους υπέροχους γλουτούς της απάνω μου η βαθιά χωρίστρα της βρήκε ακριβώς το σημείο που με πονούσε πιο πολύ...

 

Εκείνη πάγωσε αλλά πριν την αφήσω να καταλάβει ποιος είμαι άρχισα να γλύφω τον ιδρώτα που έσταζε πάνω στο απαλό της δέρμα που ήταν η αιτία γι’ αυτήν μου την παράτολμη πράξη και εκείνη έκλεισε τα μάτια της και άρχισε να τρέμει ελαφρά, ενώ ένας υπέροχος αισθησιακός αναστεναγμός έκανε την εμφάνιση του.

 

«Αχ Άλεξ πόσο καιρό έχεις να το κάνεις αυτό;» είπε και κοκάλωσα... νόμιζε ότι ήμουν ο Άλεξ;;;;

 

«Όχι, όχι, μην σταματάς» κλαψούρισε χωρίς να ανοίγει τα μάτια της περνώντας το ελεύθερο χέρι της μέσα στα μαλλιά μου και τραβώντας τα απαλά έφερε το σώμα της και το κλείδωσε απάνω μου εφαρμόζοντας τέλεια τους γλουτούς της πάνω στον ερεθισμό μου.

 

Θα πρέπει να είναι πολύ αναμένει... σκέφτηκα... για να μην καταλάβει την διαφορά του σώματος και αυτό και μόνο, με έκανε να τρελαθώ περισσότερο... έφερα το ένα χέρι μου μπροστά και περνώντας το μέσα από την φόρμα της η έκπληξη που με περίμενε με έκανε σχεδόν να τελειώσω επιτόπου.

 

Δεν φόραγε τίποτα κάτω από την φόρμα και το απαλό της χνούδι με προκαλούσε να κατεβάσω αυτό το απαίσιο ύφασμα που ήταν η αιτία που ήμουν μακριά της... αλλά δεν το έκανα γιατί ήδη την είχα άσχημα... όμως δεν μπορούσα να σταματήσω με τίποτα... από την στιγμή που γεύτηκα αυτήν την μαγική σταγόνα το μυαλό μου θόλωσε και δεν έβλεπα τίποτα μπροστά μου.

 

«Μην σταματάς» με παρακάλεσε παίζοντας με τα μαλλιά μου, αναστενάζοντας βαθιά.

 

Πως μπορούσα να της αρνηθώ κάτι τέτοιο... όσο και να ήξερα ότι αυτό που κάνω είναι το χειρότερο αμάρτημα από όλα... πως μπορούσα να σταματήσω όταν ένιωθα αυτά τα υπέροχα οπίσθια να τρίβονται τόσο αισθησιακά πάνω στο πιο ερεθισμένο, πρησμένο πέος που είχα ποτέ μου;;;... όχι πείτε μου, πως;;;;

 

Άρχισα πάλι να γλύφω και να φιλάω ρουφώντας το δέρμα της απαλά πάνω στον λαιμό της και τα οπίσθια της άρχισαν να τρίβονται περισσότερο απάνω μου... τι μου κάνεις μωρό μου και με τρελαίνεις έτσι;;;... είπα από μέσα μου για να μην προδοθώ πριν την κάνω να παραλύσει στα χέρια μου.

 

Χωρίς να χάνω άλλο χρόνο έχωσα το χέρι μου πιο βαθιά μέσα στην φόρμα της και η δεύτερη έκπληξη που με περίμενε με έκανε να βογκήξω... Χριστέ μουυυυ δεν έχω νιώσει τόσο ζεστή και τόση καυτή σάρκα ποτέ στην ζωή μου... δεν μπόρεσα να την αφήσω απεριποίητη... έχωσα ένα δάχτυλο μέσα στην είσοδο της και αμέσως ένα βογκητό βγήκε από τα καυτά σαρκώδη χείλια της και τέντωσε το κορμί της ακριβώς την στιγμή που οι μύες της εσωτερική της ομορφιάς άρχισαν να σφίγγονται γύρω από το χέρι μου με μεγάλη συχνότητα.

 

Το ορκίζομαι ότι κάτι τέτοιο δεν έχω νιώσει ποτέ στην ζωή... από την μια το παράτολμο να μπει ο θείος από στιγμή σε στιγμή μέσα στην κουζίνα και να μας πιάσει στα πράσα... από την άλλη η Χρυσάνθη να τρέμει και να αναστενάζει σε κάθε μου κίνηση και να τρίβεται απάνω στον πιο ερεθισμένο, πονεμένο πέος μου, που από στιγμή σε στιγμή ήταν έτοιμο να εκραγεί... και το κερασάκι στην τούρτα το πως θα το έπαιρνε όταν θα καταλάβαινε ότι όλο αυτό το δημιουργώ εγώ και όχι ο Άλεξ... έφταναν την αδρεναλίνη στα ύψη και την κορύφωση μου να έρχεται με ταχύτατους ρυθμούς.

 

Έκανα το λάθος την στιγμή που δάγκωνα το αυτί της να ρίξω μια ματιά πιο χαμηλά και τότε αντίκρισα το πιο καυτό θέμα στην ζωή μου... Τρίτη καραμπόλα... τα στήθη της ελεύθερα χωρίς σουτιέν είχαν τσιτωθεί και οι θηλές πάνω στο βαμβακερό ύφασμα έπαιζαν σκληρές και πεταχτές, έναν τρελό χορό καθώς η αναπνοή της είχε αυξηθεί επικίνδυνα... δεν άντεξα άλλο και έφερα το χέρι μου για να τις πιάσω και επιτέλους να τις νιώσω μέσα στην παλάμη μου που τόσο ήθελα να κάνω όλον αυτόν τον καιρό.

 

Πέρασα το χέρι μου κάτω από το δικό της και ενώ έτριψα με το χέρι μου απαλά την πρώτη ρώγα έπιασα κατευθείαν την δεύτερη και την στιγμή που την τσίμπησα εκείνη τραντάχτηκε και τέντωσε το κορμί της άλλη μια φορά... κράτησα το στήθος της μέσα στην παλάμη μου και συνέχισα να την τσιμπάω πιο δυνατά και εκείνη έβαλε τα χέρια της πάνω στον πάγκο για να στηριχτεί, κουνώντας το κορμί της ακόμα πιο γρήγορα.

 

«Ναι μωρό μου έτσι... την άκουσα να μου λέει με μια παθιασμένη φωνή και τρελάθηκα... αχ μωρό μου με τρελαίνεις... είπε πάλι και θόλωσα... ααααχ φώναξε καθώς οι μύες της σφιγγόταν περισσότερο πάνω στο χέρι μου... ποτέ δεν με έχεις κάνει να νιώσω πιο όμορφα» είπε στο τέλος και τότε ξέχασα τα πάντα.

 

Με το χέρι μου μέσα στην καυτή της φλόγα την ανάγκασα να εφαρμόσει ακριβώς απάνω μου για να νιώσω καλύτερα τους σφιχτούς μύες του γλουτού της απάνω μου και αφού έβαλα και δεύτερο δάχτυλο μέσα στην είσοδο της άρχισα να της χαρίζω μεγαλύτερη ηδονή, τρίβοντας ταυτόχρονα την γλυκιά της ήβη με την χούφτα μου... το χέρι μου πάνω στο στήθος της είχε πάρει φωτιά... τα καυτά, υγρά μου φιλιά άρχισαν να χαράζουν πύρινες πορείες από το αυτί της μέχρι τον ώμο της και πάλι πίσω... και σε κάθε μου άγγιγμα, κάθε μου κίνηση και κάθε μου φιλί, εκείνη έλιωνε μέσα στα χέρια μου όλο και πιο πολύ...

 

«Ναι, ναι, ναιιιιιι» την άκουγα να λέει και έφτανα και εγώ.

 

«Θέλω να τελειώσουμε μαζί» κλαψούρισε ενώ ταυτόχρονα έπαιζε ένα τρελό χορό με τα δάχτυλά της μέσα στα μαλλιά μου, τραβώντας τα απαλά και εκστασιάστηκα.

 

Επιτάχυνα τον ρυθμό μου προσαρμόζοντας τις κινήσεις μου μαζί της και τότε ένιωσα την ταυτόχρονη έκρηξη να εκτοξεύετε και από τους δύο μας και πραγματικά το ορκίζομαι ότι κάτι τέτοιο δεν έχω ξανανιώσει ποτέ στην ζωή μου.

 

Η υγρασία της τύλιξε τα δάχτυλα μου το δικό μου μπλουζάκι είχε πια μουσκέψει και οι σπασμοί οι δικοί μου και οι δικοί της είχαν συντονιστεί τόσο πολύ που οι αναπνοές μας βγαίναν με μεγάλο κόπο...

 

Η ώρα της κρίσης σκέφτηκα και την στιγμή που άρχισε να βρίσκει τους κανονικούς της ρυθμούς, γύρισε για να με φιλήσει και μόλις αντίκρισε το στήθος μου και κατάλαβε την διαφορά του σώματος σήκωσε απότομα το κεφάλι της προς τα πάνω για να αντικρίσει την ματιά μου και το σοκ που είδα στην ματιά της με έκανε να θέλω να ανοίξει η γη να με καταπιεί.

 

Ένιωθα την έκρηξη της να έρχεται με το στήθος της να ανεβοκατεβαίνει με τέτοιο ρυθμό που φοβόμουν ότι θα πάθαινε τίποτα στο τέλος... την στιγμή που πήγε να ανοίξει το στόμα της όμως να μιλήσει η φωνή του θείου μου, ήρθε για να με λυτρώσει...

 

«Χρυσάνθη μου είσαι στην κουζίνα;;;» τον ακούγαμε να λέει από το σαλόνι και τότε παγώσαμε και οι δύο.

 

Εκείνη γύρισε αμέσως προς την κατσαρόλα προσπαθώντας σκληρά να θυμηθεί τι έπρεπε να κάνει και εγώ γύρισα προς τον νιπτήρα και άρχισα με μανία να πίνω νερό χωρίς να γυρίζω την πλάτη.

 

«Καρδούλα μου δεν με ακούς;;» την ρώτησε μπαίνοντας μέσα στην κουζίνα αλλά εγώ δεν γύρισα να τους κοιτάξω γιατί το μπλουζάκι μου σίγουρα θα πρόδιδε τι είχε μόλις συμβεί και έπρεπε να κάνω κάτι γρήγορα για να το μπαλώσω.

 

«Όχι ματάκια μου είχα την μουσική δυνατά και δεν σε άκουσα, συγνώμη» είπε και αμέσως γύρισε για να χαμηλώσει την ένταση της μουσικής.

 

«Γεια σου Μάνο και εσύ εδώ; Δεν έχεις μάθημα σήμερα;»

 

«Γεια σου θείε... είπα γυρίζοντας μόνο το κεφάλι μου... τώρα μόλις μπήκα και εγώ» του είπα ανάλαφρα και ξανά έβαλα νερό στο ποτήρι μου... να πάρει θα σκάσω από το πολύ νερό κάτι πρέπει να κάνω.

 

«Τι καλό μας μαγειρεύει, η καλή μου γυναικούλα;»

 

«Εεεε... λαχανοντολμάδες;» ρώτησε εκείνη και κατάλαβα ότι ακόμα δεν έχει συνέλθει από το σοκ.

 

Με την άκρη του ματιού μου είδα τον θείο μου να πηγαίνει από πίσω της και να την κρατάει ακριβώς όπως την κράτησα πριν εγώ μόλις την πλησίασα και ένα σφίξιμο έκανε το στήθος μου να πονέσει τόσο πολύ που δεν άντεξα άλλο και την στιγμή που η προσοχή του ήταν στραμμένη σε εκείνην βρήκα την ευκαιρία και περνώντας πίσω από την πλάτη του σηκώθηκα να φύγω.

 

«Εεε μικρέ;» με φώναξε και την στιγμή που πέρασα την κάσα της πόρτας, άφησα να φαίνεται μόνο το κεφάλι μου προς το μέρος του

 

«Ναι;»

 

«Μην ξεχαστείς το βράδυ μου υποσχέθηκες ότι θα δούμε το ντέρμπι μαζί».

 

«Δεν το ξεχνάω» του είπα μόνο και άρχισα σχεδόν να τρέχω προς το δωμάτιο.

 

Από την ημέρα που την γνώρισα είχε γίνει η προσωπική μου κόλαση... ήταν μια καλλονή, το όνειρο κάθε άντρα... 1,72 ύψος, λεπτή με τέλειες γυμνασμένες καμπύλες... στητά πλούσια άλλα όχι υπερβολικά, φυσικά στήθη... απίθανους σφριγηλούς γλουτούς που είχαν γίνει η πρωινή μου απόλαυση κοιτώντας τους ατελείωτες ώρες καθώς εκείνη ετοίμαζε το πρωινό με τόση αφοσίωση (κάθε μέρα με κόπο έπνιγα το βογκητό μου μέσα σε προσποιητό βήχα για να μην το καταλάβει, όταν τους κοιτούσα και ένιωθα τον ερεθισμό μου να φτάνει στα όρια του)... ξανθός άγγελος, με υπέροχα κυματιστά μαλλιά που πέφταν απαλά μέχρι λίγο πιο κάτω από τους ώμους της... με δύο γκριζογάλανανες χάντρες να σε κοιτάνε και να λιώνεις.

 

Είχα αρχίσει να νιώθω σαν ένα 15 χρόνο παιδάκι που κάθε μέρα προσπαθούσε να ικανοποιήσει τον πρωτόγνωρο ερωτικό του παιχνίδι... με το που κατέβαινα για πρωινό το τέρας ξύπναγε μέσα μου, βλέποντας αυτόν τον άγγελο να λικνίζετε πέρα δώθε, σε αυτήν την κουζίνα και κάθε λίγο και λιγάκι να τουρλώνει τα οπίσθια της για να πιάσει φλιτζάνια και δεν ξέρω εγώ τι άλλα αντικείμενα από τα ντουλάπια που ήταν πάνω από το κεφάλι της... είχε γίνει για μένα μια συνήθεια που δεν την έχανα με τίποτα... όμως μετά από αυτό, το πρόβλημα που είχα να αντιμετωπίσω πριν φύγω για την σχολή, ήταν τόσο μεγάλο που δεν μου έδινε άλλη επιλογή από την προσωπική μου ικανοποίηση.

 

Μια φορά μόνο αποπειράθηκα να φύγω χωρίς να ικανοποιήσω τον εαυτό μου και ο πόνος που ένιωθα την υπόλοιπη μέρα καθώς και η συνεχόμενη στύση που με έκανε εντελώς ρεζίλι με την στενή φόρμα που φόραγα... με έκαναν να τα παρατήσω και να συνεχίσω όπως και κάθε μέρα την πρωινή μου φαντασίωση.

 

Έλεγα ότι θα το ξεπεράσω... θα κάνω καινούργιες φιλίες, καινούργιες γνωριμίες και θα αφεθώ σε καινούργιες περιπέτειες... αλλά κάθε μέρα που περνούσε γινόταν όλο και πιο δύσκολο... γαμώτο... τι μου είχε κάνει αυτή η γυναίκα και με είχε κάνει κινητή βόμβα που με την παραμικρή θύμηση αυτόν τον λαχταριστών οπισθιών με έκανε να είμαι έτοιμος να εκραγώ.

 

Το κερασάκι στην τούρτα ήταν όταν μια μέρα την έπιασα να είναι μέσα στο τζακούζι και με μια απαλή μουσική χάιδευε τον εαυτό της μέσα και έξω από το νερό... δεν έχω ιδέα πως κρατήθηκα και δεν μπήκα μέσα να αντικαταστήσω τα δικά μου χέρια με τα δικά της, όμως φάνηκα δυνατός και πριν την φέρω σε δύσκολη θέση βγήκα ξανά από την πόρτα αθόρυβα και ξαναγύρισα προσέχοντας να κάνω θόρυβο για να με ακούσει πριν μπω ώστε να μην την ξαφνιάσω... θα μπορούσα να φύγω αλλά ήθελα τόσο πολύ να βρεθώ μαζί της δίπλα σε αυτήν την καυτή νερολουσμένη σάρκα να με κοιτάει κατάματα καθώς τα στήθη της θα παίζουν με την αναμπουμπούλα του νερού που ευχόμουν από μέσα μου να μην φύγει και να μου επιτρέψει να το μοιραστούμε...

 

«Ωωω συγνώμη... ξεκίνησα καθώς την είδα να με κοιτάει στην είσοδο της πόρτας και ευτυχώς είχα προλάβει να βάλω τα χέρια μου με την πετσέτα ακριβώς στο σημείο που θα πρόδιδε ότι ήξερα ακριβώς τι έκανε πριν... εκείνη με κοίταξε για μια μόνο στιγμή καλά καλά αλλά αμέσως ξαναβρήκε τον άτιμο τον έλεγχο της και ξαναγύρισε στην πραγματικότητα και όπως πάντα μου χαμογέλασε με αυτό το στοργικό χαμόγελο που με έκανε να νιώθω περισσότερο σαν παιδί της παρά σαν έναν αναμμένο σχεδόν συνομήλικο της που την ήθελε τρελά.

 

«Δεν είχα καταλάβει ότι είσαι εδώ».

 

«Δεν πειράζει θα έφευγα τώρα» την άκουσα να λέει και χρειάστηκε όλη μου η δύναμη για να μην πέσω μέσα στο νερό να την ακινητοποιήσω με το σώμα μου για να μην εκπληρώσει αυτό που μόλις είπε.

 

«Όχι, σε παρακαλώ, κάνε μου παρέα... βαριέμαι τόσο πολύ» είπα παραπονιάρικα και ήξερα ότι αυτό πάντα την έριχνε... μου φερόταν τόσο στοργικά που αν έκανα μουτράκια σαν μικρό παιδί ήταν έτοιμη να εκπληρώσει κάθε μου επιθυμία, ή τουλάχιστον σχεδόν κάθε μου επιθυμία... τυχερό παιδί αυτό που θα αποκτήσει, θα γίνει το πιο κακομαθημένο ζουζούνι που θα υπάρξει στην ιστορία...

 

«Αν είναι να σε κάνω να νιώσεις καλύτερα» είπε ευγενικά ανασηκώνοντας τους ώμους της και δεν χρειαζόμουν κάτι άλλο.

 

Βέβαια το πρόβλημα ήταν αισθητό οπότε έπρεπε να κάνω κάτι ώστε να μην το δει και εξαφανιστεί πριν μπω στο τζακούζι... αν και προσπάθησα πολύ να μπω διακριτικά κάτι στο ύφος της μου έλεγε τελικά ότι δεν την ξεγέλασα αλλά για κάποιον ανεξήγητο λόγο ήταν η πρώτη φορά που δεν απομακρύνθηκε από κοντά μου... κάθε φορά που καταλάβαινε ότι υπέρβενα τα όρια είτε κοιτώντας την περισσότερο από το κανονικό, είτε κάνοντας της κάποιο εύστοχο σχόλιο ή πείραγμα, εκείνη πάντα με προσγείωνε και με έκανε να νιώθω ενοχές που τόλμησα έστω και για μια στιγμή να την σκεφτώ διαφορετικά... αχ και να ήξερε... μόνο να ήξερε.

 

Πόσες φαντασιώσεις, πόσα ατελείωτα υγρά βράδια την φανταζόμουν και την ονειρευόμουν να με ικανοποιεί και να την ικανοποιώ ταυτοχρόνως... όμως εκείνη πάντα σοβαρή, πάντα μετρημένη... ήταν ο πιο ζεστός, ο πιο γλυκός και ο πιο ευχάριστος άνθρωπος που είχα γνωρίσει ποτέ στην ζωή μου και κάπου στο βάθος της ψυχής μου πάντα την θεωρούσα τον προσωπικό μου ήλιο... όμως εκείνη από την πρώτη μέρα έβαλε τα όρια της και ποτέ και για κανέναν λόγο δεν τα ξεπερνούσε ούτε στο παραμικρό... θα μπορούσα να πω ότι σήμερα είναι η πρώτη μέρα που με κοίταξε λίγο περισσότερο και αυτό μου έδωσε μια ελπίδα ότι τελικά και εκείνη ίσως βαθιά μέσα της επιθυμούσε το ίδιο με μένα και δεν έχασα ευκαιρία για να μην την εκμεταλλευτώ.

 

Μέσα σε αυτόν τον 1,5 μήνα είχαμε καταφέρει να γίνουμε δύο πολύ καλοί φίλοι που μοιραζόμασταν πολλά μεταξύ μας... όμως εμένα δεν μου έφτανε μόνο αυτό... την έβλεπα να τον αγαπά και πάγωνε η καρδιά μου... εκείνος αδιάφορος στον δικό του κόσμο να της φέρεται όπως φερόταν ο παππούς μου στην γιαγιά μου... ο άρχοντας του σπιτιού (όταν ήταν σπίτι, γιατί τον τελευταίο καιρό το είχε παρακάνει με τα ταξίδια του) να τα περιμένει όλα στο χέρι και φυσικά τα πάντα να είναι στην εντέλεια, λες και αν υπήρχε μια τρίχα στο πάτωμα θα ερχόταν η συντέλεια του κόσμου... η συμπεριφορά του απέναντι της απαράδεκτη... πόσες φορές ήθελα να τον χαστουκίσω και να τον επαναφέρω στην πραγματικότητα αλλά εκείνη πάντα ένα βήμα μπροστά... πριν από μένα επανάφερε την γαλήνη στην ατμόσφαιρα ξέροντας ακριβώς πως να χειριστεί κάθε κατάσταση για να ήμαστε όλοι μαζί σε μια αρμονία και γαλήνη.

 

«Λοιπόν πως πέρασες την ημέρα σου;» με ρώτησε γλυκά και έχασα έναν χτύπο αλλά αμέσως συνήλθα και της απάντησα όσο πιο φυσικά μπορούσα.

 

«Τα ίδια και τα ίδια, ξέρεις τώρα».

 

«Ωωω έλα τώρα, μην μου πεις ότι δεν παίζει κάτι καλό που να μην σε έχει συγκινήσει ακόμα» με πείραξε και κόντεψα να ουρλιάξω... και φυσικά παίζει άλλα δεν μου δίνει σημασία, πήγα να της πω αλλά το κατάπια.

 

«Μπααα» είπα αδιάφορα και με κοίταξε με δυσπιστία.

 

«Ξέρεις, δεν σου κρύβω ότι έχω αρχίσει να ανησυχώ για σένα».

 

«Γιατί;»

 

«Τι γιατί βρε Μάνο, είσαι τόσο καιρό εδώ και δεν έχεις φέρει ούτε μια κοπελιά και μου λες γιατί;;;»

 

«Δεν το θεωρώ σωστό να φέρνω εδώ τις κατακτήσεις μου» όχι ότι υπάρχουν από την μέρα που σε γνώρισα... συμπλήρωσα μέσα μου... και γέλιο της με τρέλανε.

 

«Δεν είχα καταλάβει ότι ήσουν τόσο σεμνότυφος» με πείραξε και της πέταξα νερό στο πρόσωπο για να την πειράξω.

 

«Σεμνότυφος ή όχι δεν το θεωρώ σωστό» συνέχισα σοβαρά.

 

«Καλά όπως νομίζεις» είπε ενώ συνέχιζε να γελάει και μου έκοψε την ανάσα μου... αμέσως παρατήρησε την αλλαγή και πήγε να το σώσει.

 

«Ουφφφ μούλιασα, καλύτερα να βγω» είπε ανάλαφρα αλλά δεν με ξεγέλασε.

 

«Περίμενε» είπα αυθόρμητα και κόλλησα το κορμί μου πάνω στο δικό της και πανικοβλήθηκε.

 

«Μάνο τι κάνεις;» είπε σοκαρισμένη αλλά δεν τα παράτησα.

 

«Χρυσάνθη, συγχώρησε με» της είπα με παράπονο και με σμίγοντας τα φρύδια της με κοίταξε με απορία.

 

«Για πιο πράγμα;» με ρώτησε και έβαλε τα χέρια της πάνω στο στερνό μου για να με απομακρύνει από κοντά της... με το που τα ένιωσα έχασα όλη μου την αυτοσυγκράτηση και άρχισα να την φιλάω με μανία στο στόμα.

 

Εκείνη στην αρχή έμεινε κάγκελο και δεν ήξερε πως να αντιδράσει... όταν όμως κατάλαβε ότι δεν τα παρατούσα, άρχισε να με σπρώχνει με όση δύναμη είχε προς τα πίσω για να σταματήσω... εγώ όμως δεν μπορούσα να σταματήσω, την ήθελα και δεν άντεχα ούτε μια μέρα μακριά της...

 

«Μάνο σταμάτα τώρα» είπε νευριασμένη πάνω στα χείλια μου και ακινητοποιήθηκα και την κοίταξα στα μάτια.

 

«Δεν ξέρω αν μπορώ πια» της είπα ειλικρινά και το χαστούκι που μου άστραψε έκανε τα μάτια μου να γυρίσουν ανάποδα...

 

«Τότε ψάξε να βρεις σπίτι να φύγεις από εδώ... αν δεν θες να το μάθει ο θείος σου» είπε έξαλλη από θυμό και σπρώχνοντας με προς τα πίσω σηκώθηκε να φύγει.

 

«Χρυσάνθη σε παρακαλώ» της είπα και προλαβαίνοντας την στην πόρτα την σταμάτησα και την ανάγκασα να με κοιτάξει.

 

«Συγχώρησε με» της είπα και η καρδιά μου κόντεψε να σπάσει από το δολοφονικό βλέμμα που μου έριξε.

 

«Δεν υπάρχει τέτοια περίπτωση... φώναξε και τράβηξε το χέρι της απότομα από το δικό μου.

 

«Θα κάνω τα πάντα... ότι μου πεις... σε παρακαλώ συγχώρεσε με» της είπα γρήγορα αλλά εκείνη γύρισε την πλάτη της και έφυγε χωρίς να πει τίποτα άλλο.

 

Από εκείνη την ημέρα τα πράγματα είχαν γίνει πολύ περίεργα... τελικά το κατάπιε και δεν είπε τίποτα και έτσι συνεχίσαμε να ζούμε μαζί αλλά η ψυχρότητα της με έκανε να βρίζω θεούς και δαίμονες, γιατί μου έλειπε πάρα πολύ... την είχα ανάγκη και τώρα που έχασα την φιλία της κατάλαβα το πόσο σημαντική είναι για μένα.

 

Από την άλλη... από την στιγμή που ένιωσα τα χείλια της πάνω στα δικά μου... η γεύση της είχε χαραχτεί βαθιά μέσα μου και τα όνειρα και οι φαντασιώσεις είχαν πάρει πολύ άσχημη τροπή... την παρακολουθούσα περισσότερο από πριν... κάθε της κίνηση, κάθε της ανάσα και αυτό την εκνεύριζε περισσότερο... να πάρει πόσο χειρότερα μπορώ να κάνω τα πράγματα, είχα σκεφτεί τότε και δεν ήξερα μέχρι σήμερα, ότι τελικά θα μπορούσα να τα κάνω χειρότερα...

 

Έκανα ένα γρήγορο ντουζ και βάζοντας καθαρά ρούχα, έφυγα από το σπίτι για να σκεφτώ πριν βρω το κουράγιο για να την αντιμετωπίσω... τι να της έλεγα... αυτήν την φορά σίγουρα θα με πέταγε από το σπίτι και θα είχε δίκιο... αλλά δεν μπορούσα να φανταστώ την ζωή μου, χωρίς εκείνην... σκατά... πως τα κατάφερα έτσι.

 

~ Χρυσάνθη ~

 

Είχα φτάσει στα όρια μου... ή να πω καλύτερα τα είχα ξεπεράσει από εκείνη την καταραμένη μέρα που τα χείλια του άγγιξαν τα δικά μου...

 

Ήμουν στο κρεβάτι μου και φαντασιωνόμουν για άλλη μια φορά τον πιτσιρίκο μου να μου κάνει κόλπα και να με στέλνει στον παράδεισο, μέχρι που άκουσα το ροχαλητό του Άλεξ και απότομα προσγειώθηκα στην πραγματικότητα και ούρλιαξα μέσα μου που ήταν τόσο αναίσθητος...

 

Ο πιτσιρίκος μου σαν να άκουσε την σκέψη μου άνοιξε την πόρτα και μπήκε με δύναμη μέσα... με άρπαξε από τα χέρια και αφού τα έβαλε πάνω από το κεφάλι μου άρχισε να με φιλάει με τέτοιο πάθος που θόλωσε το μυαλό μου και με έκανε να ξεχάσω το όνομα μου... να πάρει ήταν τόσο καυτός...

 

«Θα μας καταλάβει ο Άλεξ» του είπα ψιθυριστά και εκείνος γέλασε σιγανά.

 

«Του έριξα υπνωτικό στο τελευταίο του ποτό... δεν θα ξυπνήσει ούτε αύριο» μου είπε και με κοίταξε με ένα βλέμμα όλο νόημα.

 

«Τότε δείξ’ του τι χάνει» του είπα εγώ σηκώνοντας το φρύδι μου παιχνιδιάρικα και ρίχνοντας το σώμα του πάνω στο δικό μου άρχισε να με κάνει δική του...

 

Πετάχτηκα απάνω και πιάνοντας το στήθος μου άρχισα να ψάχνω την αναπνοή μου που μου είχε κοπεί... να πάρει κάθε μέρα γίνονται όλο και πιο βασανιστικά αυτά τα όνειρα σκέφτηκα και το απότομο ροχαλητό του Άλεξ δίπλα μου με έκανε για μια στιγμή να πάρω το μαξιλάρι και να του το ρίξω στην μούρη του.

 

Πήρα μια βαθιά ανάσα για να ηρεμήσω την αναπνοή μου και έπεσα πάλι στο μαξιλάρι που ήταν μούσκεψα από τον ιδρώτα μου... πως θα αντέξω άλλη μια μέρα με τόσες καταπιεσμένες ορμόνες... σκέφτηκα και βγάζοντας το μαξιλάρι από το κεφάλι μου το έφερα στο πρόσωπο μου και ούρλιαξα... το απότομο ροχαλητό του Άλεξ με έκανε να θέλω να τον πνίξω επιτόπου και πριν προλάβω να αφήσω τον εαυτό μου να ξεσπάσει σηκώθηκα απότομα για να κάνω ένα κρύο ντουζ να συνέλθω.

 

Όταν κατέβηκα στην κουζίνα ετοίμασα το πρωινό και ο Μάνος ήρθε πριν τελειώσω την διαδικασία όπως και κάθε πρωί... τι στο καλό με μυρίζετε;;;... σκέφτηκα... ότι ώρα και να σηκωθώ εκείνος πάντα πιστός στο ραντεβού του να κάθετε στο τραπέζι και να με κοιτάει όταν νομίζει ότι εγώ δεν τον καταλαβαίνω και να πνίγει το βογκητό του μέσα σε ψεύτικο βήχα... αυτό είχε γίνει το πρωινό μου μαρτύριο και όταν επιτέλους έφευγαν και με αφήνανε μόνη μου μέσα στην ησυχία του σπιτιού ξέσπαγα τον θυμό μου και το ανεκπλήρωτο πάθος μου στο γυμναστήριο που είχα στο υπόγειο... αλλά κάθε μέρα γινόταν και χειρότερο.

 

Σήμερα όσο και να έτρεχα στον διάδρομο δεν μπορούσα με τίποτα να ηρεμήσω... μετά από δύο ώρες εξαντλητικής άσκησης και πάλι ένιωθα τόσο αναμένει που από στιγμή σε στιγμή ήμουν σίγουρη ότι θα εκραγώ... πήρα το αμάξι για να κάνω μια βόλτα και όταν γύρισα στο σπίτι ήμουν ακόμα κουρέλι... γιατί μου το κάνει αυτό;;;... δεν με λυπάται καθόλου;;;

 

Από την μια όλες οι ορμόνες που έπαιρνα... από την άλλη ο μικρός να μην με αφήνει στην ησυχία μου... και το κερασάκι στην τούρτα ο Άλεξ να μην με αφήνει να τον πλησιάσω καθόλου... με έκανε να νιώθω κινητή βόμβα που από στιγμή σε στιγμή σίγουρα θα εκραγεί και θα πάρει μαζί της ότι βρεθεί στο πέρασμα μου...

 

Τα πάντα πάνω στο Άλεξ φώναζαν από μακριά ότι το τελευταίο εξάμηνο όχι μόνο με απατούσε αλλά ότι είχε κάποια σπιτωμένη και δεν έχανε την ευκαιρία να την επισκέπτεται και να ικανοποιεί της ορέξεις του που κάποτε ικανοποιούσε μαζί μου... πριν τον γάμο ήμασταν ένα παθιασμένο ζευγάρι που δεν έχανε ευκαιρία όπου και να βρισκόταν να εκδηλώνει όλο το πάθος και τον έρωτα του... αλλά μετά τον γάμο όλα αυτά άλλαξαν ξαφνικά και κάθε μήνας που περνούσε γινόταν όλο και πιο ξενέρωτα, μέχρι που φτάσαμε στο σημείο του ψεκάστε, σκουπίστε, τελειώσαμε.

 

Το αποκορύφωμα όμως ήταν η χθεσινή του ατάκα που με έκανε να μην ξέρω από που να φύγω... είχαν περάσει 3 μήνες από την τελευταία μας επαφή και με όλη  αυτήν την κατάσταση ήθελα να εκτονωθώ, ήθελα να με κάνει να ξεχάσω τον μικρό και να συνεχίσω να στηρίζω την σχέση μας... τον αγαπούσα πανάθεμα τον... τον αγαπούσα πολύ αλλά όλη του η συμπεριφορά με έκανε να νιώθω ότι ίσως τελικά ήθελε να με κάνει να πέσω στον μικρό για να με ξεφορτωθεί και αυτό μου την έδινε περισσότερο...

 

Έβαλα ένα καινούργιο σετ εσώρουχα τα πιο σέξι και τα πιο προκλητικά και βγαίνοντας από την τουαλέτα στάθηκα μπροστά του κοιτώντας τον προκλητικά...

 

«Είσαι μετά καλά σου Χρυσάνθη... μαζέψου λίγο... παντρεμένη γυναίκα είσαι... πως ντύνεσαι έτσι;;;» τον άκουσα να μου λέει και τον κοίταξα σοκαρισμένη.

 

Τι είπε μόλις τώρα;;;... σκέφτηκα και χωρίς να του δίνω σημασία τα έβγαλα από πάνω μου και του τα πέταξα στην μούρη... έβαλα την πιο άθλια νυχτικιά που θύμιζε τις νυχτικιές της γιαγιάς μου και ξαπλώνοντας του πέταξα στην μούρη...

 

«Μήπως αυτό σε ανάβει περισσότερο;» του είπα και γυρίζοντας του την πλάτη μου έσφιξα την κουβέρτα απάνω μου και περίμενα την αντίδραση του.

 

Αλλά για άλλη μια φορά αυτή δεν ήρθε ποτέ... και με έκανε να εκνευριστώ περισσότερο... μου γύρισε την πλάτη και μέσα σε 5 λεπτά άκουσα το πρώτο του ροχαλητό... Χριστέ μουυυυ θα τον σκοτώσω δεν μου την γλυτώνει... σκέφτηκα και έβαλα τα κλάματα μέχρι που με πήρε ο ύπνος.

 

Όταν ήρθε ο μικρός στην αρχή ένιωθα τόσο άσχημα με τα επίμονα βλέμματα του που έκανα τα πάντα για να τον αποκαρδιώσω και να τον κάνω να καταλάβει ότι δεν είμαι διαθέσιμη... αλλά περνώντας ο καιρός άρχισα να τον χρησιμοποιώ μήπως τελικά έκανα τον Άλεξ επιτέλους να ξυπνήσει και να δει πως δεν είμαι μια αδιάφορη γυναίκα που εκείνος με κάνει να νιώθω... αλλά όσο πέρναγε ο καιρός αντί εκείνος να ζηλέψει έστω και στο ελάχιστο γινόταν όλο και πιο απόμακρος και τα ξαφνικά του ταξίδια όλο και πιο συχνά...

 

Όταν έφτασε η ώρα να μαγειρέψω τους ηλίθιους λαχανοντολμάδες του Άλεξ που κάποτε ήταν το προσωπικό μας πικάντικο αστείο... τα νεύρα μου ήταν τόσο τσιτωμένα και η φωτιά μέσα μου τόσο μεγάλη που έπρεπε να εκτονωθώ οπωσδήποτε... έβαλα την μουσική δυνατά και μόλις άκουσα το τραγούδι της Βίσσης το άφησα να με συνεπάρει και να με κάνει να το ζήσω για να νιώσω καλά.

 

Όταν ένιωσα δύο χέρια να με ακινητοποιούν και να με κολλούν πάνω στο ευαίσθητο του σημείο... σαν ντεζαβου ήρθε στην μνήμη μου η παλιά μας συνήθεια... τον Άλεξ τον άναβε πολύ να με βλέπει μπροστά στους υδρατμούς της κατσαρόλας να χορεύω και να τραγουδώ ενώ μαγείρευα και πάντα καταλήγαμε να καίω το φαί για να ικανοποιήσουμε το πάθος μας ... αλλά είχε να γίνει τόσο παλιά που αυτή η ανάμνηση είχε σχεδόν ξεθωριάσει.

 

Για μια στιγμή σκέφτηκα να γυρίσω το κεφάλι μου να δω αν όντως ήταν ο Άλεξ αυτός που ήταν πίσω μου, γιατί κάτι μέσα μου μου έλεγε ότι πρέπει να ήταν ο μικρός που πια είχε ξεπεράσει τα όρια του και έκανε την κίνηση που πολύ φοβόμουν ότι αργά ή γρήγορα θα έκανε... όταν όμως ένιωσα την αισθησιακή του γλώσσα να περνάει από το σημείο που πάντα με ξετρέλανε και με έκανα να ξεπερνώ τα όρια μου... η υγρασία ανάμεσα στα πόδια μου έγινε τόσο αισθητή και τόσο καυτή που με έκανε να κλείσω τα μάτια μου και να το απολαύσω ακόμα και αυτός που ήταν πίσω μου ήταν ένας κλέφτης που αντί να με κλέβει με κάνει να πετάξω στα ουράνια.

 

Όταν τελειώσαμε μαζί δεν ήξερα καν που βρισκόμουν... η καλύτερη εμπειρία της ζωής μου... ο πιο δυνατός οργασμός που είχα νιώσει ποτέ και δεν είχε καν μπει μέσα μου... γύρισα αργά το κορμί μου ελπίζοντας να αντικρίσω τον Άλεξ μέχρι που το στενό μουσκεμένο μπλουζάκι με έκανε αμέσως να καταλάβω την διαφορά και τότε σάστισα.

 

Ήταν χίλιες φορές καλύτερο από κάθε φαντασίωση που είχα κάνει... ήταν χίλιες φορές καλύτερο από κάθε εμπειρία που είχα μέχρι τώρα και όλα αυτά από τον πιτσιρίκο μου;;;... Χριστέ μου πως θα αντέξω να ξανά είμαι δίπλα του μετά από αυτήν την διαπίστωση;;;... ούρλιαζα μέσα καθώς τον κοίταζα σοκαρισμένη και πριν προλάβω να του πω ότι δεν αντέχω άλλο μακριά του, η φωνή της συνείδησης... ή καλύτερα να πω, η φωνή του Άλεξ με έφερε απότομα στην πραγματικότητα και τότε γύρισα προς την κατσαρόλα και προσπαθούσα απεγνωσμένα να σκεφτώ τι πρέπει να κάνω για να σώσω το φαγητό που είχε αρχίσει να καίγεται.

 

Μου μίλαγε και εγώ απαντούσα μηχανικά, προσπαθούσα να συγκεντρωθώ και μου ήταν αδύνατον... μέχρι που ένιωσα να με ακουμπά όπως με ακούμπησε πριν ο πιτσιρίκος μου και ούρλιαξα... τώρα σου ήρθεεεεεεε;;;... τώρα;;;;... φώναζα μέσα μου και προσπαθούσα σκληρά να πνίξω τα δάκρυα που ερχόντουσαν απειλητικά να με πνίξουν.

 

Το φιλί του πάνω στο ίδιο σημείο που με είχε φιλήσει ο Μάνος θα έπρεπε να τον κάνει αμέσως να καταλάβει ότι εκείνος με είχε φιλήσει πριν αλλά εκείνος για άλλη μια φορά δεν κατάλαβε τίποτα και άνετος με διέταξε να του ετοιμάσω κάτι να φάει γιατί θα έφευγε και πάλι για να πάει σε ένα ραντεβού που είχε... μπούρδες ηλίθιε... σε αυτή θα πας... ήθελα να του ουρλιάξω αλλά δεν είπα και πάλι τίποτα και έκανα ότι μου ζήτησε και παράτησα το φαί πετώντας το μέσα στον νεροχύτη...

 

«Γιατί το πετάς;» με ρώτησε με απορία.

 

«Αφού δεν θα το φας γιατί να κάνω όλο αυτόν τον κόπο;» του είπα ειρωνικά και κλείστηκα στο δωμάτιο μας για να μπορέσω να ανασυγκροτήσω τις σκέψεις μου.

Η τελική απόφαση

ροτήσω τις σκέψεις μου.

Εκεί που δεν το περιμένεις

Κεφάλαιο 3ο. Η τελική απόφαση

 

 

Μετά από αρκετές ώρες μοναξιάς, μιας και οι δύο με είχαν εγκαταλείψει προσπαθούσα απελπισμένα να σκεφτώ τι να κάνω... αύριο επιτέλους θα γινόταν η ωοληψία μου και θα ηρεμούσα από όλες αυτές της ορμόνες από την άλλη όμως ήμουν σίγουρη ότι το ήθελα τελικά αυτό το παιδί μαζί του;;;... ήμουν στο χείλος του γκρεμού και δεν ήξερα τι να κάνω.

 

Το βράδυ στο ματς όμως ο ίδιος ο Άλεξ μου έδωσε την λύση...

 

Διάβαζα το βιβλίο μου δίπλα στον Άλεξ αγνοώντας και τους δύο αρκετά έντονα, μέχρι που κοίταξα την ώρα και τρελάθηκα...

 

«Άλεξ θέλει πολύ ώρα για να τελειώσει;;;» τον ρώτησα με αγωνία μπαίνοντας μπροστά του χωρίς να έχω καταλάβει ότι εκείνη την στιγμή στο ματς ήταν φάση για γκολ και εκείνος προκειμένου να μην χάσει το γκολ μου πέταξε άγρια να φύγω από μπροστά του.

 

«Ένα τέταρτο ακόμα» είπε ο Μάνος σιγανά απαντώντας μου αλλά εγώ έγινα πιο έξαλλη που απάντησε εκείνος αντί για τον Άλεξ, καθώς εκείνος παρατήρησε την αγωνία στην έκφραση μου ενώ ο Άλεξ δεν είχε πάρει είδηση το σοκ που είχα πάθει όταν κατάλαβα τι ώρα είναι.

 

«Άλεξ σου μιλάω» του είπα έξαλλη εγώ και μπαίνοντας επίτηδες για άλλη μια φορά μπροστά του, τον ανάγκασα να με κοιτάξει και εκείνος με κοίταξε απειλητικά και την στιγμή που μπήκε το ηλίθιο γκολ πετάχτηκε από τον καναπέ με ένα σάλτο και το πόδι του βρέθηκε στο σαγόνι μου και με χτύπησε τόσο δυνατά που έπεσα από τον καναπέ ουρλιάζοντας.

 

Ο Μάνος αμέσως σηκώθηκε να έρθει κοντά μου για να με βοηθήσει αλλά εγώ είχα βγει εκτός εαυτού.

 

«Ποιος σου είπε να μπεις μπροστά μου την ώρα του γκολ» ήταν η φράση που ξεχείλισε το ποτήρι και σηκώθηκα γρήγορα από το πάτωμα πριν ο Μάνος προλάβει να έρθει κοντά μου, πείρα το τηλεκοντρόλ και το πέταξα με όλη  μου την δύναμη πάνω στην τηλεόραση και η έκρηξη που έκανε ακινητοποίησε του πάντες.

 

«Είσαι τρελήηηηη» φώναξε έξαλλος ο Άλεξ και τον κοίταξα με μίσος στα μάτια.

 

«Τι μέρα είναι αύριο;» του είπα εγώ ουρλιάζοντας και με κοίταζε σαν χαζός.

 

«Τι;... ρώτησε αποπροσανατολισμένος... που κολλάει αυτό που έκανες με το τι μέρα είναι αύριο;».

 

«Γαμώ το κέρατο μου Άλεξ... πες μου αμέσως τη μέρα είναι αύριο» είπα στο ίδιο τόνο με πριν.

 

«Πέμπτη;;;» ρώτησε και τον κοίταξα σοκαρισμένη... του είχα αφήσει απίστευτα μηνύματα και σημειώσεις πάνω στο γραφείο του και εκείνος δεν θυμόταν τίποτα.

 

«Με ρωτάς;;;... τον ρώτησα σοκαρισμένη... με ρωτάς αν είναι Πέμπτη;;;».

 

«Χρυσάνθη που θες να καταλήξεις γιατί μας έχεις κάνει τα νεύρα κρόσσια με όλες αυτές τις υστερίες».

 

«Θείε χαλάρωσε λίγο και σκέψου τι εννοεί» του πέταξε ο Μάνος με ειρωνεία και εκείνος γύρισε και τον κοίταξε με απορία που τόλμησε να του μιλήσει έτσι.

 

«Εσύ μικρέ μην ανακατεύεσαι και πήγαινε στο δωμάτιο σου... εγώ με την θεία σου έχουμε να λύσουμε ένα θέμα».

 

«Δεν πάω πουθενά» του είπε νευριασμένα.

 

«Θα σταματήσετε επιτέλους να νοιάζεστε μόνο για τον εαυτούλη σας» τσίριξα εγώ και γυρίσανε απότομα και με κοιτάξανε.

 

«Θα μου πεις επιτέλους τι συμβαίνει;;» φώναξε τώρα πιο έξαλλος

 

«Ωοληψία Άλεξ... σου λέει κάτι;;; Πρέπει να κάνω την ένεση για την ωοληψία ηλήθιεεεε, γιατί αν δεν το κάνω αύριο θα με μαζεύεις με τα κουταλάκια και αν είσαι τυχερός θα πεθάνω από το υγρό που θα μαζευτεί από την υπερδιέγερση» του πέταξα και σηκώθηκα να πάω προς το γκαραζ για να πάρω το αμάξι να πάω τελικά μόνη μου αλλά εκείνος με σταμάτησε την στιγμή που πέρναγα από μπροστά του.

 

«Χρυσάνθη... ξεκίνησε και του έριξα ένα δολοφονικό βλέμμα... συγνώμη εντάξει, έχεις δίκιο... με όλο αυτό το φόρτο εργασίας» ξεκίναγε να λέει για να δικαιολογηθεί και το αίμα ανέβηκε στο κεφάλι μου.

 

«Ααα και που είσαι δεν είναι ανάγκη να χαλάς το πρόγραμμα σου για να δώσεις τον οβολών σου... θα ζητήσω από τον γιατρό να μου δώσει δανεικά» του πέταξα στην μούρη και αυτό τον πόνεσε.

 

«Είσαι τρελήηηη» ξεκίνησε πάλι αλλά για άλλη μια φορά τον διέκοψα.

 

«Γιατί που είναι η διαφορά Άλεξ... όσο απών θα είναι ο δωρητής και στο πριν και στο μετά... άλλο τόσο απών είσαι και εσύ» του είπα και τράβηξα το χέρι μου βίαια από το δικό του και άρχισα να τρέχω για να πάρω το αμάξι μου για να πάω στο πλησιέστερο φαρμακείο για να κάνω την ένεση πριν να είναι αργά.

 

~ Μάνος ~

 

Την έβλεπα να ξεσπάει και μου ράγιζε την καρδιά... μα καλά πόσο πιο αναίσθητος μπορεί να γίνει πια αυτός ο άνθρωπος;;;;... μέχρι και εγώ ήξερα πόσο σημαντική ήταν αυτή η ένεση και εκείνος το μόνο που τον ένοιαζε ήταν που έχασε το ματς του;;;... το αποκορύφωμα ήταν όταν εκείνη γύρισε... καθαρά κλαμένη και με μια υποψία πόνου στο βλέμμα της και εκείνος την σταμάτησε πριν ανέβει απάνω.

 

«Χρυσάνθη;».

 

«Θες κάτι;» του είπε ειρωνικά.

 

«Αυτά ποιος θα τα μαζέψει» είπε ο Μ#$%^&* και δεν ξέρω πως κρατήθηκα και δεν του έριξα μια μπουνιά στην μούρη μπας και συνέλθει.

 

«Κάτω από την σκάλα υπάρχει μια αποθήκη... πάρε την σκούπα και το φαράσι και μάζεψε τα μόνος σου» του πέταξε και πήγε να ανέβει τις σκάλες.

 

«Είσαι τρελή; Σε ποιον μιλάς έτσι;;;» τον κοίταξε και γέλασε δυνατά από τα νεύρα της και έφυγε χωρίς να του δώσει καμία άλλη απάντηση.

 

Και την ώρα που άκουσα την πόρτα της να κλείνει με δύναμη άρχισα να ανεβαίνω και εγώ στο δωμάτιο μου...

 

«Μάνο;» άκουσα την φωνή του θείου μου και γύρισα να τον κοιτάξω.

 

«Θες κάτι;» τον ρώτησα ειρωνικά και ξεφύσησε δυνατά.

 

«Μήπως ξέρεις τι ώρα είναι η ωοληψία της αύριο;;;» τον κοίταξα σοκαρισμένος με ανοιχτό το στόμα και κουνώντας αηδιασμένος το κεφάλι μου έφυγα χωρίς να του απαντήσω.

 

Το πρωί τους άκουσα που είχαν μια μεγάλη λογομαχία αλλά τους άφησα να τα βρούνε μόνοι τους γιατί αν έμπαινα και σήμερα στην μέση δεν υπήρχε περίπτωση να γλίτωνε ο θείος μου από τα χέρια μου...

 

Για κάποιον λόγο με είχε πιάσει τόση αγωνία... κάτι μου έλεγε ότι κάτι κακό θα συνέβαινε και δεν πήγα στην σχολή... πήγαινα και ερχόμουν μέσα στο σαλόνι χωρίς να ξέρω τι να κάνω και όταν είδα το αμάξι να μπαίνει στο γκαραζ κοκάλωσα και περίμενα με αγωνία να την δω για να σιγουρευτώ ότι είναι καλά.

 

Είδα τον θείο να μπαίνει υποβαστάζοντας την από την μέση... εκείνη κρεμασμένη απάνω του δεν είχε επαφή με το περιβάλλον και σε κάθε του βήμα έβλεπα τον πόνο που διαγραφόταν στο πρόσωπο της και ήθελα να ουρλιάξω...

 

«Είναι καλά;» ρώτησα με κομμένη την ανάσα και ο θείος σταμάτησε για μια στιγμή.

 

«Είναι ναρκωμένη ακόμα... μπορείς με βοηθήσεις να την ανεβάσω στο δωμάτιο μας;» τι λες βρε Μ#$%^& ούτε στα χέρια δεν μπορείς να την πάρεις πια;;; Ούρλιαξα μέσα μου καθώς τον πλησίαζα.

 

«Άσε θα την ανεβάσω εγώ» του είπα και την πήρα αμέσως στα χέρια μου και το ουρλιαχτό της με έκανε να κοπώ στα δύο.

 

Τύλιξε το ένα της χέρι γύρω από τον λαιμό μου και ρίχνοντας το κεφάλι της πάνω στο στερνό μου άκουσα το σιγανό της λυγμό και δεν ξέρω πως κρατήθηκα να μην την φιλήσω απαλά πάνω στην κορυφή του κεφαλιού της για να την παρηγορήσω... την ανέβασα απάνω όσο πιο απαλά μπορούσα και μόλις την έβαλα στο κρεβάτι την τύλιξα απαλά με την κουβέρτα και γύρισα την ματιά μου σε εκείνον καθώς άρχισα να φεύγω από το δωμάτιο για να την αφήσω να ηρεμήσει.

 

«Μάνο;» με σταμάτησε ο θείος μου στην πόρτα αρπάζοντας με από το μπράτσο και σάστισα.

 

«Ναι;» τον ρώτησα με περιέργεια και είδα τον δισταγμό στο βλέμμα του πριν ανοίξει το ρημάδι του να μιλήσει.

 

«Ξέρεις εγώ... ξεκίνησε και γούρλωσα τα μάτια μου... να πρέπει να φύγω και ήθελα να σε ρωτήσω μήπως μπορείς να μείνεις μαζί της μήπως χρειαστεί κάτι» τελείωσε την φράση του και πήρα μια βαθιά ανάσα για να ελέγξω την οργή μου.

 

«Είσαι τόσο Μ^&*(&^^% τελικά;» του πέταξα στα μούτρα και νευρίασε.

 

«Για πρόσεχε πως μου μιλάς γιατί δεν το έχω σε τίποτα να σε πετάξω έξω από το σπίτι μου».

 

«Ναι και τώρα σε φοβήθηκα νομίζεις... η γυναίκα σου βρε... κάνει τα πάντα για σένα... σε κοιτάει στα μάτια και λιώνει σαν το κερί και τρέχει σαν την τρελή να ικανοποιήσει όλες σου τις παραξενιές και στην πιο δύσκολη της μέρα εσύ αντί να της σταθείς βιάζεσαι για να πας στην άλλην;;;» του πέταξα στα μούτρα και με κοίταξε σοκαρισμένος.

 

«Δεν ξέρεις τι λες» ξεκίνησε αλλά του έκοψα την φράση στην μέση.

 

«Και εσύ δεν ξέρεις πια τι κάνεις» του είπα και παίρνοντας το χέρι μου από το σφιχτό του κράτημα πήγα στο δωμάτιο μου και κοπάνησα την πόρτα μου με τόση δύναμη που κόντεψε να σπάσει.

 

Δεν πέρασε αρκετή ώρα και άκουσα την πόρτα να κλείνει και κάτι μέσα μου έσπασε... πόσο περισσότερο μπορεί να την πληγώσει πια... ούρλιαξα μέσα μου και άρχισα να πηγαίνω προς το δωμάτιο της για να βεβαιωθώ ότι είναι καλά...

 

Όταν έφτασα κοντά της εκείνη καταλαβαίνοντας την παρουσία μου μετακινήθηκε και ο πόνος που ένιωσε την έκανε να βγάλει μια κραυγή... έσβησα αμέσως την απόσταση και της έπιασα το χέρι της παρηγορητικά και αμέσως άνοιξε τα μάτια της σαστισμένη...

 

«Άλεξ;» με ρώτησε... προφανώς από την αναισθησία ακόμα δεν μπορούσε να συνέλθει.

 

«Ο Μάνος είμαι» της είπα δειλά και εκείνη έπνιξε έναν λυγμό.

 

«Που είναι ο Άλεξ;» με ρώτησε με παράπονο και ένιωσα έναν πόνο στο στήθος να με κόβει στην μέση.

 

«Έφυγε» είπα ψιθυριστά σκύβοντας το κεφάλι μου ελπίζοντας να μην το είχε ακούσει αλλά το σιγανό της κλάμα με έκανε να καταλάβω ότι μάλλον απλά της το επιβεβαίωσα.

 

«Μπορείς να με πάρεις μια αγκαλιά» με ρώτησε με κόπο μέσα από τους λυγμούς της και αφού την γύρισα απαλά στο πλάι ξάπλωσα μαζί της και την κράτησα τρυφερά μέσα στην αγκαλιά μου και της έδωσα ένα τρυφερό φιλί πάνω στην κορυφή του κεφαλιού της και ένα ξέσπασμα ήρθε και πάλι να την ταράξει και άρχισε να κλαίει με περισσότερη ένταση μέχρι που εξαντλήθηκε και την πήρε ο ύπνος.

 

Οι επόμενες μέρες που πέρασαν ήταν ένα μαρτύριο... εκείνη είτε ήταν μέσα στο σπίτι είτε όχι ήταν ένα και το αυτό... σαν φάντασμα γύριζε από δωμάτιο σε δωμάτιο και δεν μίλαγε σε κανέναν... όσες φορές και να προσπάθησα να την πλησιάσω εκείνη μόλις καταλάβανε την πρόθεση μου έφευγε από το δωμάτιο και κλεινόταν και πάλι στο δωμάτιο της με τις ώρες...

 

Είχαν περάσει δύο βδομάδες από τότε η κατάσταση παρέμενε η ίδια... ο θείος είχε πλέων εξαφανιστεί... προσπάθησε στην αρχή να της μιλήσει αλλά όταν για απάντηση πήρε την σιωπή της, τότε άρχισε να είναι για ελάχιστες ώρες στο σπίτι έτσι για να δικαιολογεί την παρουσία του και σήμερα ετοιμαζόταν για το επόμενο ταξιδάκι αναψυχής του...

 

Η τελευταία φορά που ακούσαμε την φωνή της ήταν την επόμενη που ο θείος αντί για εκείνην είχε πάρει τα αποτελέσματα για το πόσα τελικά έμβρυα είχαν προχωρήσει... όταν της ανακοίνωσε τα νέα εκείνη του έριξε ένα δολοφονικό βλέμμα που πραγματικά ανατρίχιασα... όταν όμως της είπε τι ώρα είχε κλειστεί το ραντεβού για την εμβριομεταφορά εκείνη ξέσπασε σε γέλια και άρπαξε το τηλέφωνο από τα χέρια του.

 

«Ποιον παίρνεις τηλέφωνο;» απαίτησε εκείνος αλλά δεν γύρισε καν να τον κοιτάξει.

 

Έδωσε εντολή στον γιατρό να τα καταψύξη και κλείνοντας την γραμμή γύρισε προς το μέρος του και του δήλωσε...

 

«Αν δεν αλλάξεις συμπεριφορά ετοιμάσου να πας να υπογράψεις για να καταστραφούν... εγώ έμβρυο δικό σου δεν θα δεχτώ να μπει μέσα μου που να χτυπάς τον κώλο σου κάτω... το κατάλαβες; Σκέψου καλά τι θες και όταν κατασταλάξεις κάπου έλα να μου το πεις... μέχρι τότε όμως μην τολμήσει να μου ξαναμιλήσεις» του πέταξε το τηλέφωνο και εξαφανίστηκε...

 

Κάθε μέρα τα πράγματα πηγαίναν από το κακό στο χειρότερο... ο θείος έλειπε δύο μέρες τώρα και εγώ δεν είχα καταφέρει να την κάνω να μου μιλήσει ακόμα... την είδα στην συνηθισμένη της γωνιά κουλουριασμένη να διαβάζει το βιβλίο της και με πείσμα την πλησίασα... δεν θα έφευγα αν δεν την έκανα να μου ανοιχτεί ο κόσμος να χαλάσει.

 

«Τι διαβάζεις;» την ρώτησα και αμέσως μαζεύτηκε περισσότερο και με κοίταξε ψυχρά.

 

«Εντάξει μην μου μιλάς... αχχχχχχχχ... συνέχισα με ένα προσποιητό χασμουρητό και τέντωσα τα χέρια μου προς τα πίσω απλώνοντας τα στην πλάτη του καναπέ και εκείνη ξεφυσώντας γύρισε την ματιά της πάλι στο βιβλίο της και απομονώθηκε αγνοώντας με για άλλη μια φορά.

 

«Έχει πολύ ωραία βραδιά απόψε... είναι κρίμα να κλειστούμε μέσα στους τέσσερις τοίχους» συνέχισα και κλείνοντας το βιβλίο αναστέναξε με απόγνωση.

 

«Τι θες;» με ρώτησε νευριασμένα.

 

«Σκεφτόμουν να βγαίναμε για κανένα ποτάκι... είσαι μέσα;» την ρώτησα αδιάφορα ανασηκώνοντας τους ώμους μου και τα πήρε περισσότερο.

 

«Πόσα θες για να με τρελάνεις επιτέλους... ξέσπασε τσιρίζοντας... πες μου να σου τα πληρώσω να τελειώνουμε».

 

«Μμμμ, αν κάνεις καμία καλή προσφορά ίσως και να το σκεφτώ» την πείραξα και έκανε την κίνηση να μου φέρει το βιβλίο στο κεφάλι αλλά πριν το βιβλίο βρει στο κεφάλι μου τις ακινητοποίησα τα χέρια και τα πρόσωπα μας βρέθηκα σε απόσταση αναπνοής.

 

«Άφησε τα χέρια μου τώρα» είπε έξαλλη μέσα από τα δόντια της.

 

«Με έναν όρο» της απάντησα εγώ πιο ήρεμα.

 

«Τι θες από την ζωή μου επιτέλους;».

 

«Θα βγεις μαζί μου για ένα ποτό;».

 

«Τράβα αγοράκι μου με τους φίλους σου να ξεδώσεις και άσε με επιτέλους στην ησυχία μου».

 

«Θα βγεις μαζί μου ναι ή όχι;» επέμενα εγώ και έσφιξε το σαγόνι της για να κατευνάσει την οργή της.

 

«Όχι» είπε αργά και σταθερά και γελώντας την έβαλα πάνω στον ώμο μου και την πήγα μέχρι το δωμάτιο της.

 

«Άφησε με κάτω τώρα» ούρλιαζε καθώς με χτύπαγε και εγώ γέλαγα δυνατά.

 

«Όχι αν δεν ετοιμαστείς για να βγεις μαζί μου» της δήλωσα και όταν την άφησα πάνω στο κρεβάτι έτρεξα και κλείδωσα την πόρτα και κράτησα το κλειδί σφιχτά στην χούφτα μου.

 

«Είσαι τελείως ηλίθιος;;; Βγες έξω τώρα» τσίριζε και προσπαθούσε να πάρει το κλειδί από τα χέρια μου αλλά εγώ δεν την άφηνα και για να την σταματήσω πέρασα το χέρι μου γύρω από την μέση της και την ακινητοποίησα.

 

«Δεν τα παρατάω αν δεν βγεις μαζί μου για ένα ποτό».

 

«Δεν πρόκειται να πάω μαζί σου πουθενά» μου πέταξε στα μούτρα και φεύγοντας από την αγκαλιά μου έκατσε στο κρεβάτι και έβαλε το κεφάλι της μέσα στα χέρια της για να ηρεμήσει.

 

Εγώ δεν τα παράταγα... πήγα στην ντουλάπα της και καθώς την άνοιξα άρχισα να ψάχνω για να της βρω κάτι για να φορέσει.

 

«Μμμμ, νομίζω ότι αυτό το φορεματάκι είναι ότι πρέπει».

 

«Ελπίζω να σου κάνει» μου είπε ειρωνικά και γύρισα να την κοιτάξω γελώντας.

 

«Μα δεν θα το βάλω εγώ» της είπα και πήγα τολμηρά κοντά της.

 

«Ούτε και εγώ... μου απάντησε στο ίδιο ύφος... γι αυτό καλύτερα να το βάλεις στην θέση του».

 

«Δεν υπάρχει τέτοια περίπτωση» της είπα και όταν έφτασα ακριβώς μπροστά της με κοίταξε μέσα στα μάτια με ένα δολοφονικό ύφος.

 

«Μην μου πεις ότι θα με ντύσεις κι όλας;» συνέχισε ειρωνικά και σκύβοντας προς το μέρος της, την έκανα να οπισθοχωρήσει.

 

«Αν δεν συνεργαστείς είμαι ικανός για όλα» της είπα απειλητικά και τα χείλια μου ακούμπησαν ελάχιστα τα δικά της.

 

«Βγες έξω τώρα» είπε μέσα από τα δόντια της κλείνοντας τα μάτια της σφιχτά.

 

«Όχι αν δεν έρθεις μαζί μου» της είπα πάλι με τον ίδιο τρόπο και αφήνοντας ένα απαλό φιλί πάνω στα χείλια της έβαλα τα χέρια μου πάνω στην μπλούζα της και την στιγμή που πήγα να την σηκώσω με σταμάτησε.

 

«Ένα ποτό μόνο» είπε τελικά και άνοιξε τα μάτια της.

 

«Στο υπόσχομαι» της είπα και χαμογέλασα.

 

«Τώρα βγες έξω και άσε με να ετοιμαστώ πριν αλλάξω γνώμη» συνέχισε αυστηρά και κούνησα το κεφάλι μου την στιγμή που ίσιωσα το κορμί μου.

 

«Θα είμαι έξω από την πόρτα... αν δεν είσαι έτοιμη σε 10 λεπτά θα μπω και θα σε ντύσω χωρίς δεύτερη κουβέντα» της είπα το ίδιο αυστηρά.

 

«Σε 10 λεπτά ετοιμάζετε η γιαγιά σου... εγώ θέλω περισσότερο χρόνο» είπε σχεδόν χαμογελώντας και ένιωσα την καρδιά μου να φτερουγίζει.

 

«Πάρε όσο χρόνο θες θα σε περιμένω» της απάντησα κλείνοντας της το μάτι και αφού ξεκλείδωσα πήγα στο δωμάτιο μου άλλαξα και ξαναγύρισα για να την περιμένω καθισμένος στο πάτωμα.

 

Όταν άνοιξε η πόρτα, την στιγμή που ήρθε ακριβός μπροστά μου την κοίταξα με ανοιχτό το στόμα... μια οπτασία που όμοια της δεν είχα ξαναδεί ποτέ στην ζωή μου... την είχα δει και άλλες φορές να είναι περιποιημένη αλλά δεν την είχα ξαναδεί ποτέ τόσο υπέροχη... το φόρεμα που της είχα διαλέξει την κολάκευε τόσο πολύ που έκανε την καρδιά μου να χτυπήσει δυνατά... το μακιγιάζ και τα μαλλιά της ήταν τόσο άψογα φτιαγμένα που μου έκοψαν την ανάσα και δεν ξέρω πως κρατήθηκα για να μην την πάρω στα χέρια μου για να την κάνω δική μου επιτόπου... εκείνη σαν να άκουσε την σκέψη μου χαμογέλασε απαλά.

 

«Μόνο για ένα ποτό» μου τόνισε και σκύβοντας προς το μέρος τείνοντας το χέρι της μπροστά για να με βοηθήσει να σηκωθώ το μάτι μου έπεσε στην καλτσοδέτα που αγκάλιαζε το πόδι της και μου έκοψε τα πόδια...

 

Χριστέ μου αυτή η γυναίκα το ορκίζομαι ότι θα με στείλει πριν την ώρα μου... σήκωσα την ματιά μου μπρος τα πάνω και το απίστευτο μπούστο της ήταν μόλις μια αναπνοή από τα χείλια μου... ξεροκατάπια και προσπάθησα σκληρά να την κοιτάξω στα μάτια της και εκείνη χαμογέλασε για άλλη μια φορά.

 

«Σε πήρε ο ύπνος;;;» με ρώτησε και κούνησα το κεφάλι μου για να βρω τις ισορροπίες μου και με μια γρήγορη κίνηση σηκώθηκα και στάθηκα στο ύψος μου... δυστυχώς όμως δεν ήμουν ο μόνος που στεκόταν στο ύψος του...

 

Χριστέ μου την θέλωωωωω... την θέλωωω... την θέλωωω ΤΩΡΑ...

 

«Μάλλον καλύτερα να αλλάξω γιατί από ότι φαίνεται το μετάνιωσες».

 

«Όχι όχι... είπα γρήγορα προλαβαίνοντας της... συγνώμη φύγαμε τώρα» είπα και πιάνοντας της το χέρι για να μην μου φύγει άρχισα να την τραβάω προς την σκάλα.

 

Όταν φτάσαμε στο γκαραζ γύρισε και άνοιξε το ντουλαπάκι και βγάζοντας το κλειδί της Μερσέντες μου το πέταξε και άρχισε να πηγαίνει προς το μέρος της...

 

«Είσαι σίγουρη γι’ αυτό;» την ρώτησα με απορία.

 

«Γιατί βλέπεις ο κάτοχος της να το χρησιμοποιεί;».

 

«Δεν ξέρω και αν το καταλάβει;».

 

«Από που; από την Αμερική που είναι;» ρώτησε ειρωνικά και γελώντας έτρεξα και άνοιξα την πόρτα...

 

Σε όλη την διαδρομή ήταν σιωπηλή και εγώ δεν τόλμησα να της πω κουβέντα...

 

Όταν φτάσαμε στο μπαράκι θέλησε να κάτσουμε στην μπάρα και δεν της έφερα αντίρρηση... παρήγγειλα τα ποτά μας και άφησα την νύχτα να κυλήσει ομαλά... εκείνη έπινε με σύνεση και στο τρίτο ποτό ακόμα δεν φαινόταν να είναι ούτε καν ζαλισμένη... γερό ποτήρι σκέφτηκα και μου άρεσε αυτό...

 

Κάποια στιγμή έβαλε ένα τσιφτετέλι και πάγωσε... πέρασε την γλώσσα της πάνω από τα χείλια της κοιτώντας το κενό και την στιγμή που η γλώσσα της ξαναμπήκε μέσα δάγκωσε το κάτω χείλι της σμίγοντας τα φρύδια της πονηρά και γύρισε την ματιά της σε μένα.

 

«Πάμε» είπε και σηκώθηκε παρασέρνοντας και εμένα μαζί της και από εκείνην την ώρα και για τις επόμενες δύο ώρες δεν έκατσε ξανά στην μπάρα.

 

Χορεύαμε ότι τραγούδι και να έπαιζε και ήταν τόσο υπέροχη... είχε τον ρυθμό μέσα της... λίκνιζε το κορμί της τόσο αισθησιακά και σε κάθε της κίνηση έβλεπα στο πρόσωπο της ότι άρχισε να το απολαμβάνει όλο και πιο πολύ.

 

Την στιγμή που κάτσαμε στην μπάρα για να πάρουμε μια ανάσα το πρόσωπο της έλαμπε και με θάμπωσε με την ομορφιά της... αν δεν μπορούσα να αντέξω να μείνω μακριά της πριν από αυτήν την βραδιά, τώρα μου ήταν αδύνατον να μην την διεκδικήσω με οποιοδήποτε κόστος... όμως η μοίρα είχε άλλα σχέδια γι αυτήν την βραδιά...

 

~ Χρυσάνθη ~

 

Όταν τον είδα να με πλησιάζει κατάλαβα αμέσως ότι σήμερα θα τα έπαιζε όλα για όλα... αλλά αυτό που δεν περίμενα ποτέ ήταν ότι θα σκαρφιζόταν κάτι τόσο απλό για να με κάνει και πάλι να του μιλήσω...

 

Όταν με πήρε στον ώμο του σαν σακί και με ανέβασε πάνω στην κρεβατοκάμαρα νόμιζα ότι θα μου ριχνότανε και είχα νευριάσει τόσο πολύ με την επιμονή του... λόγο της κατάστασης με τον Άλεξ, είχα κάνει το λάθος και έκανα την σύνδεση ότι τελικά και οι δύο τους νοιάζονται μόνο για τον εαυτούλη τους και για κανέναν άλλον... όμως ο μικρός με μια μόνο κίνηση με έκανε να καταλάβω ότι είχε αισθήματα για μένα και έβαλε με μεγάλο κόπο τον ίδιο του το εαυτό πάνω από μένα μόνο και μόνο για να με δει και πάλι καλά... πως εγώ μπορούσα να του αρνηθώ κάτι τέτοιο;;;

 

Το τραγούδι που με είχε φέρει κοντά με τον Άλεξ και από εκείνο το τραγούδι και μετά γίναμε αχώριστοι, ήρθε για να με στείλει στα τάρταρα... όμως πριν τα χάσω τελείως σκέφτηκα ότι αντι να το αφήσω να με πάρει από κάτω, θα το έκανα να ξεκινήσει μια νέα αρχή και όπου πάει...

 

Είχα βαρεθεί να περιμένω να με διεκδικήσει παρατώντας την τσουλάρα του... και όσο περισσότερο έλειπε από το σπίτι, τόσο με έκανε πιο αποφασισμένη να τον παρατήσω... όμως ένα ήταν το σίγουρο δεν θα τον παράταγα αν δεν πλήρωνε πρώτα για όλα όσα μου είχε κάνει...

 

Πήρα από το χέρι τον μικρό και τον έβγαλα νοκ άουτ... αν δεν μπορούσε να με αποχωριστεί πριν, τώρα ήμουν 100% σίγουρη ότι πλέων θα κάνει τα πάντα για να με διεκδικήσει και ήταν το μόνο που ήθελα αυτήν την στιγμή... και η μοίρα συμφώνησε αμέσως μαζί μου και μου έστειλε το τελευταίο σημάδι που χρειαζόμουν για να κάνω το επόμενο βήμα και να προχωρήσω επιτέλους την ζωή μου όπως εγώ την ήθελα χωρίς κανέναν άλλο ενδοιασμό...

 

Γυρίζοντας στο σπίτι βάζαμε ότι καψουροτράγουδο κυκλοφορούσε και τραγουδάγαμε γελώντας δυνατά... και εκεί που έψαχνα για νέο σταθμό ξαφνικά καταλάθος πάτησα το κουμπί και το cd player ξεκίνησε...

 

«Αφιερωμένο στον πιο γλυκό ζουζουνοκριτσινακι του κόσμου... με αγάπη η λαχανοντολμαδίτσα σου» άκουσα και μου έπεσε το στόμα.

 

Ο Μάνος αμέσως έβγαλε αλάρμ και έκανε στην άκρη περιμένοντας την αντίδραση μου τρομερά αγχωμένος χωρίς να μιλάει αλλά μόλις άρχισε το τραγούδι που του αφιέρωνε δεν μπόρεσα άλλο να συγκρατηθώ...

 

Τα γέλια μου αντήχησαν μέσα στο αυτοκίνητο και ο Μάνος με κοίταζε σαστισμένος χωρίς να ξέρει τι να κάνει.

 

«Χρυσάνθη με τρομάζεις» είπε μόνο και γύρισα και τον κοίταξα στα μάτια και όταν είδα το ύφος του τότε ξέσπασα σε περισσότερα γέλια και τον είδα να σοκάρετε.

 

«Σε παρακαλώ πες κάτι... με παρακάλεσε και άρχισα να παίρνω ανάσες για να καταφέρω να ηρεμήσω... τουλάχιστον πες και σε μένα το αστείο για να γελάσω γιατί σοβαρά αρχίζω και ανησυχώ».

 

«Μα καλά... ανάσες... μα καλά με παρατάει για μία λαχανοντολμαδίτσα που τον αποκαλεί ζουζουνοκριτσινακι και του αφιερώνει το είσαι παιδί μου πειρασμός... τσα τσα τσα... και περιμένεις να μην γελάσω» του είπα και αφού με κοίταξε για άλλη μια στιγμή άρχισε και εκείνος να χαλαρώνει και να ξεσπάει σε γέλια.....

Η εκδίκηση της ξανθιάς

Εκεί που δεν το περιμένεις

"4. Η εκδίκηση της ξανθιάς"

 

Η εκδίκηση είναι ένα πιάτο που τρώγεται...ζεστό! και εγώ θα το γευτώ μέχρι την τελευταία του σταγόνα.

 

Μπήκαμε στο σπίτι ακόμα γελώντας και όταν φτάσαμε στην σκάλα πήγα να πέσω και με έπιασε από την μέση για να με στηρίξει... γυρίζοντας προς το μέρος του έπεσα πάνω στο στήθος του και συνεχίσαμε να τρανταζόμαστε από το νευρικό γέλιο που μας είχε πιάσει.

 

Όταν όμως ένιωσα τα χέρια του να μου χαϊδεύουν την πλάτη δεν το άντεξα άλλο, όλο αυτό και σήκωσα το κεφάλι μου για να αντικρίσω την ματιά του... και οι δύο ταυτόχρονα σοβαρέψαμε και κοιτάζαμε ο ένας τον άλλο κάνοντας μια σιωπηλή συνομιλία κοιτώντας μια τα χείλια μας και μια τα μάτια μας.

 

Το βάρος και των δύο ήταν πολύ για να το αντέξουμε και υποκύψαμε στο πάθος που μας σιγόκαιγε όλον αυτόν τον καιρό... τα χέρια του βρέθηκαν αμέσως στην μέση μου και τραβώντας με απάνω του ένιωσα το φλογερό του πάθος... σκληρό και ντούρο πάνω στην κοιλιά μου... και μια κραυγή μου, ήρθε να αναστατώσει την απόλυτη ησυχία... τα χείλια του άρχισαν να με φιλάνε παθιασμένα και απαιτητικά συνθλίβοντας τα δικά μου χείλη και όλο μου το κορμί άρχισε να τρέμει από την ηδονή και την ανυπομονησία.

 

Έβαλα τα χέρια μου μέσα στα μαλλιά του και κόλλησα όλο μου το κορμί απάνω του για να νιώσει τις δονήσεις που μου προκαλούσε και η δική του κραυγή ήρθε για να κάνει το πάθος μου μεγαλύτερο για εκείνον... οι γλώσσες μας μπλέχτηκαν μεταξύ τους και τότε άρχισε ο πιο αρχαίος χορός... η γεύση του ήταν χίλιες φορές καλύτερη από ότι την είχα φανταστεί και άρχισα να ζαλίζομαι... όλο μου το κορμί είχε πάρει φωτιά και με ένα κλικ όλη μου η ύπαρξη άλλαξε και το διαβολάκι μέσα μου άρχισε να γελάει με ικανοποίηση.

 

«Έλα μαζί μου τώρα» τον διέταξα και παίρνοντάς τον από το χέρι τον πήγα μέσα στην κουζίνα και όταν έφτασα στον πάγκο γύρισα να αντικρίσω την ματιά του.

 

«Αυτή η κουζίνα έχει γίνει η προσωπική μου κόλαση... του είπα αυστηρά και χαμογέλασε... κάθε πρωί που σε ακούω να κρύβεις το αγκομαχητό σου, δεν ξέρω πως κρατιέμαι και δεν σε βουτάω από τα μαλλιά... κάθε φορά που φεύγεις και με αφήνεις σε αυτήν την κατάσταση... συνέχισα ενώ ταυτόχρονα παίρνοντας το χέρι του το έβαλα να νιώσει την υγρασία μου και εκείνος κλείνοντας τα μάτια του σίριξε δυνατά... μου έρχεται να σε σκοτώσω» συνέχισα μέσα από τα δόντια μου και αρπάζοντας με από την μέση με ανέβασε πάνω στον πάγκο της κουζίνας και βάζοντας τα πόδια μου ανοιχτά να ακουμπήσουν πάνω στον πάγκο, έβαλε τα χέρια του πάνω στους γλουτούς μου και φέρνοντας με πιο κοντά του, παραμέρισε το σλιπάκι και άρχισε να με γεύεται.

 

Κράτησα τα πόδια μου με τα χέρια μου για να μην γλιστρήσουν και την στιγμή που ένιωσα την γλώσσα του πάνω στην φλόγα μου τραντάχτηκα ολόκληρη... η γλώσσα του με μανία πέρναγε από κάτω προς τα πάνω και όταν έφτασε στην κλειτορίδα μου, την άρπαξε με τα δόντια του και με την γλώσσα του άρχισε να παίζει μαζί της τόσο παθιασμένα που δεν ήθελε πολύ για να έρθει ο πρώτος μου οργασμός.

 

Το χέρι του εξερευνούσε τον εσωτερικό μου κόσμο και τον έκανε να συσπάτε τόσο πολύ που τον άκουγα να βογκάει από την ευχαρίστηση... η ανάσα μου είχε γίνει επικίνδυνα γρήγορη και το κορμί μου τρανταζόταν σε κάθε του κίνηση... δεν άντεχα άλλο ήμουν πολύ κοντά και ήθελα να το ζήσω όλο.

 

«Αν τολμήσεις να σταματήσεις να με κάνεις να νιώθω έτσι πριν ξημερώσει, θα σε πετάξω από το παράθυρο» του φώναξα μέσα από την κραυγή που έβγαλα και εκείνος γέλασε αλλά δεν σταμάτησε.

 

Το χέρι του είχε πάρει φωτιά και τα δόντια του άρχισαν να χαλαρώνουν το κράτημα τους... έβαλα το χέρι μου πάνω στα μαλλιά του και τον έφερα πιο κοντά μου... τον ήθελα σαν τρελή... τον ήθελα απελπισμένα... ήθελα να γίνω δικιά του ξανά και ξανά... η γλώσσα του πάνω στην ήβη μου έκανε έναν τρελό χορό και με κάθε υγρό άγγιγμα πάνω της, με έκανε να φωνάζω δυνατά...

 

«Ναι μωρό μου έτσιιιι... μην σταματάςςςς.... φώναζα και εκείνος μου χάριζε περισσότερη ηδονή... ναιιιι» φώναξα ρίχνωντας το κεφάλι μου προς τα πίσω και η έκρηξη που ένιωσα ήρθε να με αποτελειώσει...

 

Ένιωθα την καυτή μου λάβα να ξεχειλίζει και οι σπασμοί μου έκαναν όλο μου το κορμί να τρέμει, εκείνος όμως δεν σταμάταγε... βγάζοντας το χέρι του από μέσα μου άρχισε να γεύεται μέχρι και την τελευταία σταγόνα από τους χυμούς μου και ένιωθα ότι θα εκραγώ.

 

Κατεβάζοντας τα πόδια μου από τον πάγκο έβαλα τα χέρια μου πάνω στα μαλλιά του και τον ανάγκασα να έρθει κοντά μου... άρχισα να του φιλάω τα χείλια του ρουφώντας τα με πάθος και εκείνος πήρε το ένα μου χέρι και το έβαλε πάνω στον ερεθισμό του... ένιωσα μια σύσπαση στην κοιλιά μου και δαγκώνοντας τα χείλια μου άφησα το μέτωπο μου να ακουμπήσει πάνω στο δικό του κλείνοντας τα μάτια μου σφιχτά, αφήνοντας το αγκομαχητό μου ελεύθερα να εκδηλώσει το πως με έκανε να νιώσω αυτή η επαφή.

 

«Αυτή η κουζίνα έχει γίνει ο μεγαλύτερος μου εφιάλτης... είπε αυστηρά μέσα από τα δόντια του... κάθε πρωί σε βλέπω να ετοιμάζεις πρωινό και να πηγαινοέρχεσαι τουρλώνοντας αυτόν τον απίστευτα αισθησιακό κωλομέρι και τρελαίνομαι... δεν ξέρω πως κρατιέμαι και δεν σηκώνομαι να σε τιμωρήσω γι αυτό που μου κάνεις κάθε πρωί» είπε και άνοιξα τα μάτια μου και κοίταξα βαθιά μέσα στην δική του ματιά.

 

«Δείξε μου τι θέλεις να μου κάνεις» του είπα αυστηρά και χωρίς να χάνει χρόνο με κατέβασε από τον πάγκο και αφού με γύρισε προς την μεριά του πάγκου κόλλησε όλο του το κορμί απάνω μου και έβαλε ακριβώς πάνω στην βαθιά μου χωρίστρα τον ερεθισμό του, ένας ηλεκτρισμός διαπέρασε όλο μου το κορμί και πιάστηκα από τον πάγκο για να στηριχτώ.

 

«Είσαι σίγουρη ότι θες να μάθεις;» μου είπε μέσα στο αυτί μου παιχνιδιάρικα καθώς δάγκωνε δυνατά τον λοβό μου... ο πόνος με έκανε να ανατριχιάσω περισσότερο και οι μύες μου ανάμεσα στα πόδια μου άρχισαν πάλι να πάλλονται.

 

«Ναι μωρό μου δείξε μου» του είπα αναστενάζοντας.

 

Σήκωσε την φούστα μου ψηλά και έβαλε τα χέρια του πάνω στους γλουτούς μου και τους έσφιξε δυνατά... ο πόνος με έκανε να τρελαθώ και να θέλω περισσότερα.

 

«Πες μου πως με φαντασιώνεσαι» παρακάλεσα και μου δάγκωσε τον λαιμό.

 

«Φαντάζομαι να σηκώνομαι από την καρέκλα και να σε σφηνώνω σε αυτό το σημείο ακριβώς... είπε και δίνοντας μου μια δυνατή ξυλιά συνέχισε... θέλω να σε τιμωρήσω πολύ άγρια» αναστέναξα βαθιά.

 

«Και» είπα με δυσκολία.

 

«Και να σε κάνω να ξεχάσεις το όνομα σου» είπε παθιασμένα.

 

«Δείξε μου πως» τον παρακάλεσα και αμέσως έφυγε από πάνω μου και έκατσε στα γόνατα του.

 

Έσφιξε με δύναμη τους γλουτούς μου και άρχισε να τους δαγκώνει δυνατά... βόγκηξα δυνατά και τέντωσα το κορμί μου.

 

«Συνέχισε» φώναξα και αμέσως άρχισε να με δαγκώνει περισσότερο και η έξαψη μου μεγάλωσε και με έκανε να φουντώνω περισσότερο.

 

«Και μετά... συνέχισε χωρίς να σταματάει να με χουφτώνει άγρια και να με δαγκώνει δυνατά.

 

«Μετά» είπα με κομμένη την ανάσα.

 

«Μετά... είπε και αφού ίσιωσε το κορμί του, ξεκούμπωσε το παντελόνι του και αφήνοντας το να πέσει μαζί με το εσώρουχο του, με έπιασε πάλι από την μέση και ανοίγοντας τα πόδια μου, το έβαλε στην είσοδο μου και συνέχισε να μου ψιθυρίζει στο αυτί μου... μετά σε τιμωρώ έτσι» είπε με πάθος και την στιγμή που μου δάγκωσε το αυτί μου μπήκε μέσα μου βίαια και τρελάθηκα.

 

Έριξα το κορμί μου πάνω στον πάγκο και βόγκηξα δυνατά... με κράτησε από την λεκάνη και συνέχισε με τον ίδιο ρυθμό να με παίρνει δυνατά και ούρλιαξα από την ηδονή που με είχε συνεπάρει...

 

«Τιμώρησε με, για όσα σε έκανα να υποφέρεις» φώναζα και εκείνος συνέχισε να κάνει τις ωθήσεις του πιο βαθιές και πιο δυνατές.

 

«Με έχεις τρελάνει... φώναξε πάνω στο πάθος του... αυτά τα κωλομέρια έχουν γίνει η κόλαση μου» συνέχισε και τα αγκομαχητά μας έγιναν ένα.

 

«Τιμώρησε τα» φώναξα ξανά και εκείνος άρχισε να τα σφαλιαρίζει με δύναμη χωρίς να σταματάει να με παίρνει δυνατά.

 

«Σου αρέσει να σε τιμωρούν;» μου φώναξε και με άρπαξε από το μαλλί.

 

«Ναιιι... του φώναξα... μην σταματάς».

 

Έβαλε το χέρι του μπροστά και τα δάχτυλα του άγγιξαν την ήβη μου με δύναμη και άρχισε να την τρίβει... όλο μου το κορμί συγκλονίστηκε και άρχισε να τρέμει...

 

«Αααα... έβγαλα μια κραυγή και συνέχισε πιο γρήγορα... είμαι πολύ κοντά μωρό μου» του είπα και δεν ήθελε τίποτα άλλο.

 

Με γύρισε προς το τραπέζι χωρίς να βγει από μέσα μου και αφού σήκωσε το ένα μου πόδι για να ακουμπήσει πάνω στην καρέκλα, με έγειρε μπροστά και με κράτησε πάλι από την μέση...

 

«Θέλω να σε δω να ικανοποιείς τον εαυτό σου» απαίτησε και βάζοντας το χέρι μου πάνω στην ήβη μου και τον ερεθισμό του, εκείνος ενθουσιάστηκε περισσότερο και άρχισε να αυξάνει τον ρυθμό του.

 

Τον ένιωθα να χτυπάει το τέρμα μου με δύναμη όλο και πιο γρήγορα... το κορμί μου πήρε φωτιά... το αίμα μου έρεε μέσα στις φλέβες μου με ταχύτητα... η καρδιά μου ένιωθα ότι θα βγει από το στήθος μου και η ανάσα μου είχε γίνει επικίνδυνα πιο γρήγορη...

 

Η καυτή μου λάβα εκτοξευόταν με ένταση και όλο μου το κορμί έτρεμε από τον οργασμό που με έκανε να ξεχάσω ακόμα και το όνομα μου...

 

«Έτσι μωρό μου άφησε τον εαυτό σου ελεύθερο» τον άκουσα να μου λέει μέσα από το αγκομαχητό του.

 

«Χριστέ μουυυυ... φώναξα και κρατήθηκα από το τραπέζι... μην σταματάς» είπα άγρια και εκείνος άρχισε να αυξάνει τον ρυθμό του.

 

«Θα με ξαναβασανίσεις έτσι;».

 

«Ναι... του φώναξα... κάθε μέρα... ξανά και ξανά» του είπα και μου έδωσε άλλη μια δυνατή στον κώλο και ούρλιαξα.

 

«Είσαι σίγουρη» είπε πιο άγρια.

 

«Ναιιιι» τον προκάλεσα και αμέσως το ξανά έκανε.

 

«Είσαι απολύτως σίγουρη;».

 

«Ναιιι» του είπα μέσα από τα δόντια μου και ρίχνοντας το σώμα του πάνω στο δικό μου χούφτωσε τα στήθη μου με τα χέρια του και σφίγγοντας τα δυνατά άρπαξε το λοβό του αυτιού μου στα δόντια του και γύρισαν τα μάτια μου ανάποδα.

 

«Θα το ξανακάνεις;».

 

«Ναι» είπα με δυσκολία καθώς έχασα την αναπνοή μου.

 

Η κινήσεις τους έγιναν πιο γρήγορες, πιο βαθιές, πιο έντονες... ένιωθα ότι και η δική του έκρηξη ήταν κοντά και αυτό με ικανοποιούσε περισσότερο...

 

«Θα το ξανακάνεις;» με ρώτησε για άλλη μια φορά και βογκώντας δυνατά, τον προκάλεσα για άλλη μια φορά.

 

«Ναι που να με πάρει... ναι θα το κάνω κάθε μέρα, μέχρι να με αποτελειώσεις» φώναξα και δεν ήθελε τίποτα άλλο.

 

«Αφού το θες έτσι» είπε άγρια και τότε άρχισε να φτάνει στην δική του απελευθέρωση.

 

Κρατώντας με σφιχτά από το στήθος άρχισε να αφήνει τον εαυτό του ελεύθερο και ένιωθα και την δική μου κορύφωση, να πλησιάζει για άλλη μια φορά... μόλις ένιωσα τα καυτά του υγρά να εκτοξεύονται, ένιωσα όλον τον εσωτερικό μου κόσμο να συγκλονίζεται και με μια κραυγή ένιωσα την έκρηξη μου να τραντάζει όλο μου το κορμί.

 

~ Μάνος ~

 

Τα κορμιά μας τραντάζονταν από την ηδονή και την ένταση που είχαν μόλις γευτεί... η ανάσα μου δεν έλεγε να επανέλθει και η καρδιά μου ήταν στο στάδιο να βγει έξω από το κορμί μου... και αυτό ήταν μόνο η αρχή...

 

«Σειρά μου τώρα» είπε άγρια και σήκωσε το κορμί της.

 

Γύρισε την ματιά της προς το μέρος μου και αφού με άρπαξε από το μαλλί άρχισε να με φιλάει με τόσο πάθος που γυρίσανε τα μάτια μου ανάποδα και έχασα τα λογικά μου...

 

«Πήγαινε στο δωμάτιο σου και ετοιμάσου... αν τολμήσεις να ξεντυθείς θα σε ξαναντύσω με το ζόρι» είπε αυστηρά και έφυγε από την κουζίνα αφήνοντας με μόνο μου.

 

Χριστέ μου τι με περιμένει;... σκέφτηκα και ανεβάζοντας πάλι το εσώρουχο και το παντελόνι μου άρχισα να ανεβαίνω προς το δωμάτιο μου... από το δωμάτιο της δεν ακουγόταν κάτι ώστε να προδώσει, τι έκανε εκείνη... και αυτό με έκανε να ανυπομονώ περισσότερο...

 

Ήταν η καλύτερη εμπειρία που έχω ζήσει ποτέ στην ζωή μου... απελευθερωμένος για πρώτη φορά έκανα ακριβώς αυτό που είχα φαντασιωθεί ξανά και ξανά κάθε πρωινό... αλλά αυτό που έζησα ξεπέρασε κάθε φαντασία... από το ύφος της και όλες τις κινήσεις κάτι μου έλεγε ότι οι δικές της φαντασιώσεις, μάλλον είχαν ξεπεράσει και τις δικές μου και αυτό με εξίταρε περισσότερο...

 

Αφού έκανα ένα σύντομο τοπικό για να είμαι έτοιμος για εκείνην, έκατσα στην άκρη του κρεβατιού και την περίμενα... η καρδιά μου δεν έλεγε να ηρεμήσει και η ανυπομονησία μου έκανε τον ερεθισμό μου για άλλη μια φορά να φουντώσει... γιατί αργείιιιιιι... είπα από μέσα μου αλλά μόλις την είδα στο κατώφλι της πόρτας, θα προτιμούσα να είχε αργήσει λίγο ακόμα...

 

Ακουμπώντας το ένα της χέρι πάνω στο πλαίσιο της πόρτα με κοίταζε προκλητικά και άγρια... Χριστέ μου δεν θα βγω από δω μέσα ζωντανός, αυτό είναι το μόνο σίγουρο...

 

Είχε απαλλαχτεί από τα ρούχα της και είχε φορέσει ένα σέξι σετ που σε έστελνε κατευθείαν στην κόλαση... κόκκινο της φωτιάς καλύπτοντας πολύ λίγα σημεία, με ένα ρομπάκι τελείως διάφανο να συμπληρώνει την τέλεια ομορφιά της... οι καλτσοδέτες και οι γόβες στιλέτο που με είχαν στείλει στον παράδεισο, πριν ακόμα φύγουμε για το μπαράκι ήταν εκεί και με προκαλούσαν να της πιάσω στο χέρι μου και να τις κάνω κομμάτια... και το αποκορύφωμα, οι χειροπέδες που κούναγε απειλητικά μπροστά μου έκαναν όλο το σκηνικό να θέλω να το ζήσω όλο αυτό όλο και πιο πολύ... αλλά κάτι μου έλεγε ότι δεν θα το ζούσα χωρίς πρώτα να με τιμωρήσει...

 

«Είναι έτοιμο το αγοράκι μου για την δική του τιμωρία;» με ρώτησε με την αισθησιακή της φωνή καθώς με πλησίαζε με βήμα αργό και βλέμμα που θύμιζε τίγρη έτοιμο να χιμήξει.

 

«Δεν είμαι σίγουρος... είπα ξεροκαταπίνοντας... έχω αρχίσει να σε φοβάμαι» συμπλήρωσα την φράση μου και δάγκωσε τα χείλια της αισθησιακά, ανασηκώνοντας το ένα της φρύδι.

 

«Και πολύ καλά κάνεις» ψιθύρισε και με τα χέρια της με έριξε απότομα πάνω στο κρεβάτι και με πλησίασε πιο πολύ.

 

«Δεν ήξερες... δεν ρώταγες;» με ρώτησε και μου δάγκωσε το κάτω χείλος μου με δύναμη και ούρλιαξα από ηδονή.

 

«Τώρα ανέβα στο κεφαλάρι και φέρε τα χέρια σου ψηλά για να σε δέσω» μου είπε αυστηρά και δεν μου άφηνε επιλογή για αντίρρηση.

 

Έσυρα το κορμί μου πάνω στο κρεβάτι και έκανα αυτό που με διέταξε κοιτώντας την με μια σοκαριστική ματιά και εκείνη αφού με έδεσε, έπαιξε τα μάτια της παιχνιδιάρικα και κατευθύνθηκε κατευθείαν προς το ευαίσθητο μου σημείο...

 

Έβαλε το χέρι της πάνω του και με κοίταξε παιχνιδιάρικα...

 

«Μμμ, βλέπω ότι είσαι καλό παιδάκι σήμερα» είπε και πριν προλάβω να πω οτιδήποτε με τα δόντια της άρχισε να το δαγκώνει παιχνιδιάρικα πάνω από το παντελόνι και ούρλιαξα από την έξαψη.

 

«Πες μου την δική σου φαντασίωση» απαίτησα μέσα από το βογκητό μου και εκείνη σήκωσε την ματιά της σε μένα χωρίς να σταματάει να το ερεθίζει περισσότερο με το χέρι της και με αργές κινήσεις ήρθε από πάνω μου και κάρφωσε τον εαυτό της ακριβώς απάνω του και βόγκηξα δυνατά.

 

«Θες να με ακούς να την λέω ή προτιμάς να την ζήσεις;».

 

«Και τα δύο» φώναξα ανασαίνοντας γρήγορα και έσκυψε προς το μέρος μου ενώ λίκνιζε το κορμί της για να με αναστατώσει περισσότερο.

 

«Τι γνώμη έχεις για τα βαμπίρ;» με ρώτησε ξαφνικά και μου δάγκωσε ξανά το κάτω χείλος τραβώντας το απαλά και όταν το άφησε απότομα από τα δόντια της την κοίταξα με απορία.

 

«Γιατί;» είπα με κομμένη την ανάσα.

 

«Γιατί όταν σε φαντασιώνομαι νιώθω σαν μια δαιμονισμένη βρυκόλακας που σε δαγκώνω και σου ρουφάω το αίμα» μου είπε άγρια και σάστισα.

 

«Θα πονέσω πολύ» είπα τρομαγμένος.

 

«Ωωω όσο δεν φαντάζεσαι» συνέχισε παιχνιδιάρικα και μου κόπηκε το αίμα.

 

«Θα πληρώσεις πολύ άσχημα για όλα τα υγρά βράδια που με έκανες να υπομένω... μου δήλωσε και ξεκίνησε να μου λέει την φαντασίωση της αργά και βασανιστικά... φαντασιώνομαι ότι είμαι στο κρεβάτι μου, δίπλα στον άχρηστο την ώρα που κοιμάται και παίζω με τον εαυτό μου ενώ σε έχω στην σκέψη μου».

 

«Δείξε μου πως» είπα με κομμένη την ανάσα και ισιώνοντας το κορμί της άρχισε το παιχνίδι.

 

Με κοίταζε βαθιά στα μάτια και με το ένα της χέρι πέρναγε αισθησιακά σε όλα τα σημεία του κορμιού της μέχρι να καταλήξει πάνω στην φλόγα της που την ένιωθα ακόμα και με τόσα υφάσματα να μας χωρίζουν τόσο καυτή... ενώ το άλλο της χέρι πέρναγε πάνω στα χείλια της και έβαζε το ένα της δάχτυλο βαθιά στο στόμα της και το ρούφαγε επίτηδες τόσο αισθησιακά που με έκανε να τρελαθώ περισσότερο...

 

Η αναπνοή μου έγινε τόσο γρήγορη που τα μάτια μου θόλωσαν από το πάθος και την στιγμή που ακούμπησε πάνω στο σημείο που ήθελαν τα κορμιά μας να νιώσουν την ικανοποίηση, έκλεισα τα μάτια σφιχτά και άφησα την κραυγή μου να απελευθερωθεί...

 

«Όχι άτακτο αγόρι... θέλω να βλέπεις κάθε μου κίνηση... θέλω να βλέπεις κάθε βασανιστήριο που θα σου κάνω... άνοιξε τα μάτια σου τώρα πριν σε κάνω να το μετανιώσεις» είπε αυστηρά και άνοιξα απότομα τα μάτια μου πριν εκπληρώσει την απειλή της.

 

Πέρασε το χέρι της αργά και βασανιστικά από τον λαιμό της, γέρνοντας το κεφάλι της προς τα πίσω και όταν το χέρι της συνάντησε το στήθος της το χούφτωσε τόσο άγρια που τρελάθηκα... το σώμα μου τσιτώθηκε και ο ερεθισμός μου άρχισε να πάλετε πολύ έντονα και εκείνη ενθουσιάστηκε περισσότερο... η αναπνοή μου και τα βογκητά μου τώρα ήταν ακόμα πιο έντονα και έβλεπα στο ύφος της το πόσο την ευχαριστούσε αυτό...

 

Το χέρι της ανάμεσα στον ερεθισμό μου και την φλόγα της είχε πάρει φωτιά και ένιωθα ότι δεν θα άντεχα για πολύ ακόμα αν συνέχιζε έτσι... την στιγμή που το κατάλαβε και εκείνη σταμάτησε ξαφνικά και έγειρε το κορμί της πάνω στο δικό μου και βάζοντας και τα δύο της χέρια πάνω στα μαλλιά μου άρχισε να με φιλάει με τόσο πάθος που έκανε την καρδιά μου να απελευθερωθεί...

 

«Και μετά» είπα με δυσκολία πάνω στο φιλί μας.

 

«Μετάααα... είπε σέρνοντας την φωνή της παθιασμένα... σηκώνομαι από το κρεβάτι... συνέχισε χωρίς να σταματά να με φιλάει σε όλο μου το πρόσωπο... έρχομαι στο δικό σου κρεβάτι... και την ώρα που κοιμάσαι σε δένω με τις χειροπέδες... εσύ ξυπνάς σαστισμένος και πριν προλάβεις να πάρεις αναπνοή... συνέχισε και έσυρε τα χέρια της πάνω στο κορμί μου αργά και βασανιστικά και μόλις έβγαλε το πουκάμισό μου από το παντελόνι, άρπαξε τις δύο άκρες και με κοίταξε άγρια στα μάτια και μέσα από τα δόντια της τελείωσε την φράση της... αρχίζω το παιχνίδι» είπε και με μια κίνηση άνοιξε το πουκάμισο απότομα σκίζοντας το και όλα τα κουμπιά άρχισαν να πετάγονται γύρω μας και ο θόρυβος που έκαναν την στιγμή που προσγειωνόντουσαν από εδώ και από εκεί έσπασε την σιωπή και ούρλιαξα από ηδονή, τεντώνοντας το σώμα μου για να εφαρμόσει πάνω στην καυτή της φλόγα.

 

Πέρασε το χέρι της και άγγιξε κάθε σπιθαμή του κορμιού μου και με τα δύο της χέρια και όπου πέρναγαν εκείνα από πίσω πέρναγε η καυτή της γλώσσα αφήνοντας πύρινα φιλιά μαζί με τακτικά και άγρια δαγκώματα που ο πόνος με έκανε να εκστασιάζομαι περισσότερο... σε κάθε κύτταρο του κορμιού μου... ανάπνεα με δυσκολία και η καρδιά μου ήταν έτοιμη να εκραγεί... την στιγμή όμως που έφτασε στους κοιλιακούς μου και πέρασε την γλώσσα της μέσα από κάθε πτυχή... όλο μου το κορμί τραντάχτηκε και τα αγκομαχητά μου πλέον ήταν ανεξέλεγκτα...

 

Τράβαγα τα χέρια μου από την επιθυμία μου να την αγγίξω και ο πόνος από τις χειροπέδες φούντωνε την επιθυμία μου για εκείνην...

 

«Μην σταματάς» ούρλιαξα και συνέχισε να περνάει την γλώσσα της πιο παθιασμένα ενώ ταυτόχρονα άνοιγε την ζώνη του παντελονιού μου...

 

Σήκωσε το σώμα της σε ορθή γωνία και με διάταξε να ανασηκώσω την μέση μου... την στιγμή που το έκανα εκείνη με μια γρήγορη κίνηση έβγαλε απότομα την ζώνη τελείως από το παντελόνι μου και η αίσθηση αυτή μου έκοψε την αναπνοή...

 

«Δεν θα βγω από δω μέσα ζωντανός» φώναξα και με σοβαρό ύφος έγειρε για άλλη μια φορά το κορμί της προς το μέρος μου και κοιτώντας με βαθιά στα μάτια μου, μου απάντησε περνώντας την γλώσσα της από τα δόντια της.

 

«Πολύ καλά κατάλαβες... τα άτακτα αγοράκια δεν επιβιώνουν από τα χέρια μου... τώρα πάρε ανάσα και δες τι σε περιμένει» είπε αυστηρά και σηκώνοντας το κορμί της κράτησε την ζώνη στα δύο της χέρια και κοιτώντας με απειλητικά με αργή κίνηση αφού πέρασε την ζώνη από όλο της το χέρι με μια απότομη και δυνατή κίνηση την χτύπησε πάνω στο κρεβάτι και τέντωσα το κορμί μου από την έξαψη που με είχε συνεπάρει...

 

«Θα με ξαναβασανίσεις έτσι;» είπε απειλητικά και έχασα το μυαλό μου.

 

«Ναιιι» φώναξα αλλά η αντίδραση της με έκανε να τα χάσω.

 

«Ώραια... μόνο αυτό ήθελα να ακούσω... είπε παιχνιδιάρικα και φεύγοντας από πάνω μου πήγε προς την πόρτα και σάστισα... καληνύχτα μωρό μου και όνειρα γλυκά».

 

«Χρυσάνθηηηηη... ούρλιαξα δυνατά... μην τολμήσεις να με αφήσεις έτσι θα το πληρώσεις πολύ άσχημα».

 

«Και πως ακριβώς θα το καταφέρεις αυτό;» μου είπε γελώντας κοιτώντας της χειροπέδες και σταυρώνοντας τα χέρια της στο στήθος.

 

«Δεν ξέρω πως αλλά θα βρω τον τρόπο... της είπα άγρια και την κοίταξα απειλητικά στα μάτια... και μετά θα δεις τον ουρανό σφοντύλι... σου το ορκίζομαι αυτό».

 

«Αυτό ακριβώς θέλω και εγώ» συνέχισε να γελάει και πήγε να φύγει.

 

«Μην τολμήσεις να περάσεις αυτήν την πόρταααα» της φώναξα και γύρισε πάλι την ματιά της προς το μέρος μου.

 

«Τι μου δίνεις για αντάλλαγμα;».

 

«Ότι θες, που να με πάρει... κάνε ότι θες αλλά μην με αφήνεις έτσι» ικέτεψα και άστραψε το μάτι της.

 

«Ότι θέλω;» με ρώτησε πλησιάζοντας με, με αργό και βασανιστικό τρόπο δαγκώνοντας και πάλι τα χείλια της και μου κόπηκε η ανάσα.

 

«Ότι θες» είπα μέσα από την κοφτή μου ανάσα και τότε γύρισε κοντά μου.

 

«Μμμμ, τώρα το πας καλά... είπε ψιθυριστά και πέρασε το μαλλί της πάνω από το στερνό μου πριν με φιλήσει και ανατρίχιασα ολόκληρος... για να συνεχίσω έχω κάποιους όρους που θα πρέπει να υπακούσεις» συνέχισε αισθησιακά και με κοίταξε βαθιά μέσα στα μάτια και πήρα μια κοφτή ανάσα.

 

«Τι όρους;» ρώτησα τρομαγμένος... τι είχε αυτή η διαβολογυναίκα στο μυαλό της;;;

 

«Πρώτον... δεν θα τολμήσεις να με ξανά αφήσεις αναμένει πριν φύγεις για την σχολή».

 

«Ωωω δεν υπάρχει περίπτωση να σε αφήσω να μου την γλυτώσεις μετά το σημερινό» της επιβεβαίωσα και εκείνη έπαιξε το ένα της φρύδι παιχνιδιάρικα από την ικανοποίηση που πήρε και γλείφοντας τα χείλια της συνέχισε περνώντας το ένα της δάχτυλο πάνω από όλο το σώμα μου ακουμπώντας με ίσα ίσα και αμέσως το κορμί μου αντέδρασε σε αυτό το άγγιγμα και ηλεκτρίστηκε όλο μου το κορμί.

 

«Δεύτερον... δεν θα αφήσεις γωνιά για γωνιά ανεκμετάλλευτη, αυτού του σπιτιού» συνέχισε και με κοίταξε στα μάτια περιμένοντας την απάντηση μου σταματώντας το δάχτυλο της ακριβώς στην αρχή του παντελονιού μου.

 

«Δεν υπάρχει περίπτωση να αφήσω καμία γωνία αυτού του σπιτιού που να μην μαγαρίσω» της επιβεβαίωσα γιατί κατάλαβα ότι ακριβώς αυτό ζητούσε... ήθελε να το μαγαρίσει και να πάρει την εκδίκηση της για όλα όσα είχε υποστεί από τον άχρηστο όλον αυτόν τον καιρό... και εγώ ήθελα όσο τίποτα άλλο να είμαι εγώ αυτός που θα την βοηθούσε να του δώσουμε ένα μάθημα που άφησε αυτήν την βόμβα για να πάει με ένα τιποτένιο τσουλάκι.

 

«Και τρίτον... συνέχισε ανοίγοντας το φερμουάρ του παντελονιού μου... θα με βοηθήσεις να πονέσω το καθίκι όπως με πόνεσε και εκείνο με όποιον τρόπο θέλω εγώ» τελείωσε την φράση της και με κοίταξε βαθιά στα μάτια σοβαρή περιμένοντας την αντίδραση μου.

 

«Πίστεψε με δεν θέλω τίποτα περισσότερο από αυτό... δεν ξέρω πως έχει γλυτώσει από τα χέρια μου όλον αυτόν τον καιρό» της απάντησα πολύ σοβαρά και άφησε έναν αναστεναγμό και γέρνοντας κοντά μου άρχισε να με φιλάει τρυφερά δείχνοντας μου την ευγνωμοσύνη της που είμαι εδώ και την καταλαβαίνω.

 

«Τώρα μπορείς να με λύσεις;» την παρακάλεσα παραπονιάρικα και γύρισε πάλι το προηγούμενο παιχνιδιάρικο της ύφος και γέλασα.

 

«Δεν έχει τελειώσει ακόμα η τιμωρία σου» μου είπε γελώντας και άρχισε να με τρίβει αισθησιακά για να με φέρει στην προηγούμενη μου κατάσταση, όχι ότι το χρειαζόμουν βέβαια αλλά δεν έλεγα και όχι.

 

Αφού με απελευθέρωσε γρήγορα από τα ρούχα μου άρχισε να με ξαναφιλάει φέρνοντας το κορμί της να ακουμπήσει όλο απάνω στο δικό μου... ήταν τόσο καυτή, τόσο αισθησιακή που το κορμί μου αμέσως έπαιρνε φωτιά και ανταποκρινόμουν σε κάθε της κάλεσμα...

 

Τα πύρινα φιλιά της έκαιγαν κάθε μου κύτταρο και εγώ τις έδειχνα με κάθε τρόπο πως με έκανε να νιώθω και εκείνη άναβε περισσότερο και συνέχιζε πιο παθιασμένα, μέχρι που άρπαξε στο χέρι της τον ερεθισμό μου και πριν χαμηλώσει το κεφάλι της με κοίταξε βαθιά μέσα στα μάτια...

 

«Θέλω να με κοιτάς στα μάτια όταν θα σε κάνω να χάσεις το μυαλό σου» μου είπε αυστηρά και δαγκώνοντας τα χείλια μου της κατένευσα μην μπορώντας να βγάλω μηλιά.

 

Χαμήλωσε το κεφάλι της χωρίς να αφήνει την ματιά μου, το κάρφωσε αμέσως βαθιά στον λαιμό της και ούρλιαξα δυνατά...

 

«Να πάρει Χρυσάνθη... δεν έχω ξανανιώσει τόσο πόθο άλλη φορά... με τρελαίνεις σου το ορκίζομαι χάνω το μυαλό μου» φώναξα δυνατά και γύρισα πάλι την ματιά μου σε εκείνην.

 

Το χαμόγελο της με έστειλε στον έβδομο ουρανό και οι κινήσεις της με έκανε να απογειώνομαι... η αίσθηση να την κοιτώ ενώ με ικανοποιούσε με αυτόν τον τρόπο ήταν μοναδική... κάθε της κίνηση γινόταν και πιο παθιασμένη... κάθε της ανάσα όλο και πιο γρήγορη... και τα αγκομαχητά της με κάνανε να τρελαίνομαι καθώς μου επιβεβαιώνανε το πόσο το απολάμβανε και εκείνη όσο και εγώ...

 

Ξαφνικά το άφησε από το στόμα της και ήρθε απάνω μου αγκομαχώντας... άλλο ένα βαθύ φιλί με έκανε να τρελαθώ και την στιγμή που ένιωσα τον καυτό εσωτερικό της κόσμο ούρλιαξα δυνατά...

 

«Χριστέ μουυυυ... φώναξα ουρλιάζοντας... πως γίνεται να είσαι πιο καυτή από πριν» την ρώτησα και η απάντηση της με έκανε να τρανταχτώ ολόκληρος...

 

Τα λόγια θα ήταν λίγα μπροστά στην απάντηση που μου έδωσε το ίδιο της το σώμα... χόρευε απάνω στο σώμα μου χτυπώντας το τέρμα της απότομα απάνω στον ερεθισμό μου και οι κραυγές που έβγαιναν από τα αισθησιακά της χείλια μου έστελναν ηλεκτροφόρα ρεύματα σε όλο μου το κορμί...

 

«Μην σταματάς μωρό μου» την παρακαλούσα και βάζοντας να ακουμπήσουν τα πέλματα της πάνω στο στρώμα ανασηκώθηκε και ακουμπώντας τα χέρια της δεξιά και αριστερά από το κορμί μου έφερε το πρόσωπο της σε απόσταση αναπνοής από το δικό μου και κοιτώντας με μέσα στα μάτια συνέχισε το ατελείωτο αισθησιακό χορό της που όμοιο του δεν είχα ξαναζήσει.

 

Με δύναμη έκανε τα κορμιά μας ένα χωρίς να χάνει την ματιά της από την δική μου και τα καυτά της υγρά άρχισαν να εκτοξεύονται με μανία, ενώ από τον οργασμό που ένιωθε φώναζε δυνατά και τράνταζε όλο της το κορμί...

 

Είχα τρελαθεί ήθελα να την αγγίξω, ήθελα να της χαρίσω εγώ αυτήν την ηδονή... δεν άντεχα να έχω τα χέρια μου άλλο μακριά από αυτό το κορμί...

 

«Λύσε με τώρα» φώναξα και χαμογελώντας μου με φίλησε για άλλη μια φορά ενώ ταυτόχρονα έπαιρνε το κλειδί από το κομοδίνο και την στιγμή που μου έλυσε τα χέρια την άρπαξα και την γύρισα πάνω στο στρώμα απότομα χωρίς να βγω από μέσα της και την ώρα που το κορμί της ακούμπησε στο στρώμα ο ερεθισμός μου βρήκε απότομα το τέρμα της και εκείνη τέντωσε το κορμί της και ούρλιαξε δυνατά πιάνοντας με από το μαλλί.

 

«Σου αρέσουν τα άγρια παιχνίδια;» της είπα φιλώντας την άγρια και δαγκώνοντας το κάτω χείλος της τόσο δυνατά που ούρλιαξε από τον πόνο.

 

«Ναι» φώναξε και αφήνοντας τα χείλια της άρχισα να την φιλώ στο λαιμό κατεβαίνοντας πιο χαμηλά δαγκώνοντας ξανά και ξανά κάθε σημείο του κορμιού της όπως ακριβώς είχε κάνει και εκείνη σε μένα πριν και την στιγμή που έφτασα στο στήθος της με τα χέρια μου έκανα κομμάτια το λεπτό ύφασμα που με εμπόδιζε να κοιτάξω τα πιο καυτά στήθη που μου με είχαν κάνει να υποφέρω όλον αυτόν τον καιρό.

 

«Έτσι άτακτο αγόρι... μην σταματάς» φώναξε από την έκσταση που ένιωσε και με τα χέρια της πάνω στα μαλλιά μου με έφερε πιο κοντά της.

 

Χούφτωνα με δύναμη τα στήθη της και δάγκωνα άγρια της θηλές της και εκείνη τρανταζόταν ολόκληρη και φώναζε το όνομα μου... μόλις άκουσα το όνομα μου να βγαίνει από τα καυτά της χείλια δεν άντεξα άλλο και μπαίνοντας μέσα της άρχισα πάλι να την διεκδικώ... η καυτή της σάρκα έκανε γρήγορες συσπάσεις και έσφιγγε περισσότερο τον ερεθισμό μου, ενώ τα καυτά της υγρά όσο πέρναγε η ώρα γινόντουσαν περισσότερα, σε σημείο η επαφή μας να γίνετε όλο και πιο υγρή...

 

Τα χέρια μου άρχισαν να εξερευνούν το καυτό της κορμί και μόλις έφτασαν στο μικροσκοπικό της στριγκάκι σήκωσα το κορμί μου χωρίς να βγαίνω από μέσα της και πιάνοντας το στην χούφτα μου το τράβηξα με δύναμη και εκείνο έγινε κομμάτια...

 

«Ναιιιιι» φώναξε τεντώνοντας το κορμί της και βάζοντας τα χέρια της γύρω από τον αυχένα μου με έφερε και πάλι κοντα της και άρχισε να με φιλάει με τόσο πάθος που το σώμα μου κάηκε τελείως και άρχισα να φτάνω στην κορύφωση μου...

 

Έκανα της ωθήσεις μου πιο βαθιές... πιο δυνατές... πιο γρήγορες και η ανάσα της έγινε ακόμα πιο γρήγορη και σήκωσε τα πόδια της πιο ψιλά και άρπαξα την ευκαιρία που ήθελα από την πρώτη στιγμή που την είδα να μπαίνει σε αυτό το δωμάτιο...

 

Ανασήκωσα το σώμα μου και αφού έφερα τα πόδια της πάνω στους ώμους μου συνέχισα να την παίρνω δυνατά μέχρι τα βάθη της ύπαρξης της και με τα δόντια μου άρχισα να της δαγκώνω τα πόδια και να κομματιάζω τις καλτσοδέτες της...

 

«Ναι μωρό μου κάν’ τα κομμάτια όλα» φώναζε με πάθος και τεντώνοντας το κορμί της το έφερε πιο κοντά μου για να εφαρμόσει απόλυτα απάνω μου.

 

«Δεν αντέχω άλλο» φώναξα δυνατά.

 

«Μην σταματάς» μου απάντησε και πιάνοντας σφιχτά τα πόδια της άρχισα να τα δίνω όλα.

 

Οι κραυγές μας έγιναν ένα και η κορύφωση μας ήταν πολύ κοντά... εκείνη ανασήκωσε την μέση της και αμέσως έβαλα τα χέρια μου να την συγκρατήσω απάνω στους γλουτούς της και σφίγγοντας τους δυνατά άφησα τον εαυτό μου να απελευθερωθεί και η έκρηξή μας για άλλη μια φορά ήρθε ταυτόχρονα για να μας αποτελειώσει με μια ταυτόχρονη δυνατή κραυγή...

 

Τα κορμιά μας ακόμα παλλόντανε... οι αναπνοές μας ακόμα προσπαθούσαν να βρουν έναν νορμάλ ρυθμό... και οι καρδιές μας ήταν έτοιμες να βγουν από το στήθος μας και εμείς ήμασταν κουλουριασμένοι ο ένας στην αγκαλιά του άλλου χωρίς να μιλάμε... τα κορμιά μας είχαν κάνει την δική τους σιωπηλή συνομιλία και οι λέξεις θα ωχριούσαν μπροστά σε όλα τα συναισθήματα που θέλαμε να μοιραστούμε...

 

Τα μάτια της κλειστά δάκρυζαν αλλά κανένας λυγμός δεν έβγαινε από μέσα της... την κράτησα πιο σφιχτά στην αγκαλιά μου και τρίβοντας απαλά την πλάτη της, της έδωσα ένα απαλό φιλί στην κορυφή του κεφαλιού της και πέρασε τα χέρια της γύρω από τον λαιμό μου και δεν ξαναμίλησε, μέχρι που μας πήρε ο Μορφέας στην γλυκιά του αγκαλιά και απάλυνε τον πόνο που υπήρχε μέσα στην ψυχή μας...

 

Άνοιξα τα μάτια μου και τα χέρια μου την αναζητούσαν στα κρύα σκεπάσματα αλλά εκείνη δεν ήταν πουθενά... σηκώθηκα απότομα από το κρεβάτι και βάζοντας την πρώτη φόρμα που βρήκα μπροστά μου ντύθηκα γρήγορα και κατέβηκα να την αναζητήσω... η φασαρία από την κουζίνα πρόδιδε ότι ετοίμαζε πρωινό και ένα χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλια μου και έτρεξα να δω την πρωινή μου οπτασία...

 

Καθόταν στην γνωστή της γωνιά σιγοτραγουδώντας και λικνίζοντας το κορμί της αισθησιακά και όλες τις οι κινήσεις πρόδιδαν το πόσο ανάλαφρη και χαρούμενη ήταν και μου κόπηκε η αναπνοή... την πλησίασα αθόρυβα και την ακινητοποίησα πάνω στον πάγκο κολλώντας την απάνω μου για να της δείξω πόσο με επηρεάζει ακόμα και το παραμικρό της κάλεσμα...

 

«Θα το μετανιώσεις πολύ άσχημα που με άφησε μόνο μου» της ψιθύρισα στο αυτί δαγκώνοντας τον λοβός της λίγο πιο δυνατά από όσο θα έπρεπε και ο αναστεναγμός της με τρέλανε και έτριψα το κορμί μου με ένταση πάνω στο δικό της.

 

«Εσύ θα το μετανιώσεις αν δεν πας να κάτσεις γρήγορα στην θέση σου» είπε γελώντας και γέλασα και εγώ την στιγμή που γύρισε να αντικρίσει την ματιά μου.

 

«Ο Άλεξ είναι στο γραφείο του και θα κατέβει από λεπτό σε λεπτό για να φάει το πρωινό του».

 

«Ο θείος είναι εδώ;» την ρώτησα απογοητευμένος και γέλασε με το ύφος μου και ταράζοντας περισσότερο τα ήδη ανάστατα μαλλιά μου, μου έδωσε ένα φιλί που με έκανε να ξεχάσω το όνομα μου...

 

«Κάτσε και θα σου φέρω τον καφέ σου αμέσως» μου είπε και γύρισε προς τον πάγκο και αναστέναξα βαθιά πάνω στο αυτί της.

 

«Θα φύγει, δεν θα φύγει;» της είπα απειλητικά και εκείνη γέλασε δυνατά.

 

«Δεν νομίζω ότι θα σου κάνει την χάρη σήμερα».

 

«Γιατί;» είπα έξαλλα και πήγα προς την καρέκλα μου τρομερά απογοητευμένος και παίρνοντας τον καφέ μου στο χέρι της ήρθε με έναν προκλητικό τρόπο που με έκανε να κάτσω στην καρέκλα μου απότομα περιμένοντας το επόμενο βασανιστήριο της που ήμουν σίγουρος ότι θα με έκανε να ξεχάσω το που βρίσκομαι...

 

«Επειδή... είπε και βάζοντας τον καφέ μπροστά μου έφερε το πόδι της ανάμεσα στα δικά μου και ανοίγοντας τα για να δεχτώ την πρόκληση εκείνη το έφερε μέχρι απάνω και το ακούμπησε πάνω στον ερεθισμό μου και πιάνοντας το, το κόλλησα απάνω μου και εκείνη άρχισε να το τρίβει αισθησιακά... η λαχανοντολμαδίτσα μας, έκανε το λάθος να εκνευρίσει τον ζουζουνοκριτσινάκι της και τώρα εκείνος γύρισε μπαρουτοκαπνισμένος και ψάχνει αφορμή για να ξεσπάσει» συνέχισε ενώ με ερέθιζε περισσότερο και βάζοντας το ένα της στον ώμο μου έγειρε περισσότερο κοντά μου με αργή και βασανιστική κίνηση και αμέσως πέρασα το χέρι μου από το πόδι της απαλά και φτάνοντας το στην φλόγα της άρχισα να την τρίβω απαλά πάνω από την φόρμα της και άφησε έναν αναστεναγμό...

 

Με το ελεύθερο χέρι της ανακάτευε τον καφέ μου με το καλαμάκι και αφού έβαλε τον δείκτη της έκλεισε την τρύπα στο καλαμάκι και βγάζοντας το από τον καφέ το έφερε κοντά στα χείλια μου και το πέρασε απαλά απάνω τους αφήνοντας τον καφέ σιγά σιγά να εισχωρεί μέσα στα μισάνοιχτα χείλια μου κατευθύνοντας το κεφάλι μου προς τα πίσω τραβώντας απαλά τα μαλλιά μου... μόλις άφησε όλον τον καφέ που υπήρχε μέσα στο καλαμάκι, έσβησε την απόσταση που μας χώριζε και άρχισε να με φιλάει με πάθος γευόταν την γλώσσα της τον καφέ μέσα από το στόμα μου... ενώ το χέρι μου και αντίστοιχα το πόδι της είχαν πάρει φωτιά...

 

«Ο πειρασμός κατεβαίνει» είπε με ειρωνεία και αφού άφησε ένα ακόμα φιλί πάνω στα χείλια μου γλείφοντας για να γευτεί μέχρι και την τελευταία σταγόνα του καφέ, έβγαλε αργά και βασανιστικά το πόδι της από πάνω μου και όταν ίσιωσε το κορμί της γύρισε να πάει πάλι προς τον πάγκο και της έδωσα μια ξυλιά λέγοντας της στον ίδιο τόνο...

 

«Τσα τσα τσα» και ξεσπάσαμε σε γέλια ακριβώς την στιγμή που ο Άλεξ έμπαινε στην κουζίνα.

 

Βλέποντας την να γελάει τόσο ευδιάθετα κοίταξε μία εκείνην και μια εμένα με τρομερά εκνευρισμένο ύφος και την στιγμή που τράβηξε την καρέκλα του με δύναμη και την στιγμή που έκατσε γύρισε προς το μέρος της...

 

«Μπορώ να μάθω τον λόγο που εσείς οι δύο είσαστε τόσο ευδιάθετοι σήμερα» είπε ειρωνικά και εκείνη γύρισε προς το μέρος του ατάραχη...

 

«Βρε καλός τ’ αγόρι μουυυυ... έσυρε την φωνή της επίτηδες... πως ήταν η πτήση σου;» είπε επίτηδες τονίζοντας την λέξη πτήση και με αργή κίνηση έβαλε τον δείκτη της βαθιά μέσα στο στόμα της και έγλειψε αργά το βούτυρο που είχε επίτηδες πασαλείψει απάνω του και κόντεψα να πνιγώ με τον καφέ την στιγμή που την είδα...

 

«Άλλο σε ρώτησα εγώ... μην αλλάζεις κουβέντα» της είπε ειρωνικά και εκείνη χαμογέλασε.

 

«Ωωω έλα τώρα Άλεξ... μην είσαι τόσο δυσκοίλιος πρωί πρωί... κακό είναι που και που να ξεδίνουμε λίγο;» του είπε σηκώνοντας το φρύδι της προκλητικά και γυρίζοντας προς τον πάγκο άρχισε πάλι να τουρλώνει τα οπίσθια της τεντώνοντας το κορμί της για να πάρει μερικά πιάτα από το ντουλάπι και ένιωσα μια σύσπαση χαμηλά στο ευαίσθητο μου σημείο...

 

Χριστέ μου αυτή η γυναίκα θα με στείλει το ορκίζομαι... λυπήσουμεεεε... φώναζα μέσα μου αλλά εκείνη συνέχιζε με τον ίδιο ρυθμό να με προκαλεί και εγώ προσπαθούσα με πολύ κόπο να μην την κοιτάω... γιατί αν συνέχιζε έτσι δεν είχα σε τίποτα να σηκωθώ και να την πάρω επιτόπου μπροστά του και ότι ήθελε ας γινόταν...

 

«Μαζέψου λίγο είναι και το παιδί μπροστά» της πέταξε εντελώς εκνευρισμένος και εκείνη γύρισε προς το μέρος του.

 

«Πως αλλιώς θα πιάσω τα πιάτα;» είπε αθώα και έφερε τα πιάτα και μας τα μοίρασε και ο Άλεξ ξεφύσησε για να καλμάρει τον θυμό του.

 

«Τελικά θα μου πείτε προς τι όλη αυτή η ευδιαθεσία τέλος πάντων;;;».

 

«Ααα, ο μικρός είχε μια πολύ καλή ιδέα εχθές» είπε εκείνη καθώς έκατσε στο τραπέζι και πήρε στο στόμα της μια φρυγανιά.

 

«Αλήθεια;» είπε εκείνος και γύρισε την ματιά του προς το μέρος μου.

 

«Ναι... του είπα αδιάφορα παίρνοντας και εγώ μια φρυγανιά... η βραδιά ήταν πολύ καλή και σκέφτηκα να της προτείνω να πάμε για ένα ποτάκι» συνέχισα στον ίδιο αδιάφορο τόνο και έβαλα την φρυγανιά στο στόμα μου, μόλις η φρυγανιά ακούμπησε τα χείλια μου ένιωσα το πόδι της να ακουμπά πάνω στα πόδια μου αναγκάζοντας τα με αυτόν τον τρόπο να ανοίξουν και δάγκωσα την φρυγανιά με δύναμη για να μην ουρλιάξω...

 

«Και εσύ δέχτηκες;» της είπε έξαλλος γυρίζοντας προς το μέρος της.

 

«Γιατί όχι;... πόσο καιρό έχουμε να βγούμε 2; 3; Χρόνια» είπε εκείνη και τον κοίταξε βαθιά μέσα στα μάτια ατάραχη συνεχίζοντας να δαγκώνει την φρυγανιά της ενώ ταυτόχρονα το πόδι της πάνω στον ερεθισμό μου έκανε υπερωρίες...

 

«Καλά δεν ντρέπεσαι παντρεμένη γυναίκα να γυρίζεις με παιδαρέλια; Που είναι ο αυτοσεβασμός σου πια» είπε άγρια και χαμογέλασε.

 

«Ωωω έλα τώρα... είπαμε και εμείς μια φορά να πιούμε να πάνε τα φαρμάκια κάτω... μην μας το χαλάς τώρα... άλλωστε δεν σου είπα και το καλύτερο».

 

«Υπάρχει και καλύτερο;» είπε ειρωνικά.

 

«Ααα δεν θα το πιστέψεις τι έγινε την ώρα που φεύγαμε από το μπαράκι».

 

«Τι έγινε;» ρώτησε με τρομερή έλλειψη ενδιαφέροντος και εκείνη γύρισε και κοίταξε εμένα.

 

«Θα το πεις εσύ ή εγώ;» με ρώτησε και έμεινα Μ$%^% τι εννοεί ο ποιητής;;;

 

«Πες το εσύ» της είπα γιατί δεν μπορούσα να καταλάβω που το πήγαινε.

 

«Οκ... είπε ανασηκώνοντας τους ώμους της και γύρισε πάλι την ματιά της στον Άλεξ βγάζοντας το πόδι της από πάνω μου... που λες την ώρα που σηκωθήκαμε να φύγουμε έβαλε ξαφνικά ένα τραγούδι που μας έκανε να λυγίσουμε από τα γέλια».

 

«Μμμμ» έλεγε εκείνος αδιαφορώντας και η Μπέλα κοιτώντας με πονηρά χαμογέλασε και σηκώθηκε από την καρέκλα της μαζεύοντας τα άδεια πιάτα.

 

«Θυμάσαι ένα παλιό τραγούδι που ακούγαμε από την Αλέξια και τον Μπονάτσο και χορεύαμε μαζί το τσα τσα τσα και... μάλλον μην συνεχίσω και είναι μπροστά και το παιδί» είπε εκείνη και γυρίζοντας την πλάτη της ο Άλεξ πάγωσε για ένα δευτερόλεπτο και γύρισε την ματιά του προς τα εκείνη την ώρα που η Χρυσάνθη άρχιζε να το τραγουδά και να λικνίζει το σώμα της στον ρυθμό της μουσικής.

 

«Είσαι παιδί μου πειρασμός σεισμός, άι άι άι άι άι

στόμα χαμόγελο, κορμί γραμμή, άι άι άι άι άι

όταν στην πίστα σε κρατώ πετώ, άι άι άι άι άι

λες και έχω βγάλει απ’ την χαρά φτερά, άι άι άι άι άι

 

Θα σου το πω μες του τσα-τσα το σκοπό,

θα σου το πω πόσο τρελά σ’ αγαπώ.».

 

Εκείνος εντελώς έξαλλος να βράζει στο ζουμί του πέταξε την πετσέτα του... ήθελε και πετσέτα τρομάρα του πρωί πρωί ο μπέμπης... στο τραπέζι εκνευρισμένος και σηκώθηκε να φύγει...

 

«Να μου φέρεις τον καφέ μου στο γραφείο μου και να μην με ενοχλείσει κανείς» είπε αυστηρά αλλά εκείνη συνέχιζε κάνοντας πως δεν τον είχε ακούσει και στο τσα τσα τσα γύρισε ακριβώς την ώρα που εκείνος έκλεισε την πόρτα με δύναμη και σήκωσε το μεσαίο της δάκτυλο προς το μέρος του και ξανά έκατσε στο τραπέζι με αυτάρεσκο ύφος.

 

«Μμμμ... ξεκίνησε και με κοίταξε προκλητικά μέσα στα μάτια... πόσο άτακτο νιώθει σήμερα το αγόρι μου;» με ρώτησε καθώς πέρναγε το ένα της δάκτυλο πάνω από το χέρι μου και σκύβοντας προς το μέρος της, της είπα παιχνιδιάρικα.

 

«Πάρα πολύ άτακτο» και ανασήκωσα το ένα μου φρύδι στιγμιαία και εκείνη δάγκωσε το κάτω χείλος της.

 

«Τότε έχεις 10 λεπτά πριν κατέβει για να ζητήσει φωνάζοντας τον καφέ του» είπε παθιασμένα και σηκώνοντας το κορμί της έριξε την καρέκλα στο πάτωμα και έσυρε το κορμί της πάνω στο τραπέζι φέρνοντας το προς το μέρος μου βάζοντας το δάχτυλο μου μέσα στο στόμα της και την στιγμή που το δάγκωσε σηκώθηκα απότομα και δέχτηκα την πρόκληση...

 

Η έξαψη ήταν τόσο μεγάλη που μας είχε συνεπάρει και τους δύο μας τόσο πολύ το πάθος μας που δεν καταλαβαίναμε τις μας γινόταν γύρω μας μέχρι που χτύπησε το τηλέφωνο και για μια στιγμή σταματήσαμε... το σήκωσε χωρίς να σταματήσει να τρίβεται απάνω μου και μόλις άκουσε την φωνή από την άλλη γραμμή ενθουσιάστηκε και δάγκωσε τα χείλια της... σήκωσε το κορμί της και περνώντας το χέρι της πίσω στον αυχένα μου άρχισε να παίζει με τα μαλλιά μου ενώ ταυτόχρονα μίλαγε στο τηλέφωνο...

 

«Καλά δεν μπορείς να φανταστείς πόσο χαίρομαι γι’ αυτό... έρχεσαι την πιο κατάλληλη στιγμή... της είπε... ναι θα σε περιμένω... ελπίζω να με θυμήθηκες και εμένα... οκ θα τα πούμε σε λίγο από κοντά και πίστεψε με έχουμε να πούμε πάαααρα πολλά... χαχαχα ναι ναι... σε φιλώ γλυκιά μου» της είπε και κλείνοντας το τηλέφωνο γύρισε προς το μέρος μου.

 

«Δεν προλαβαίνουμε για άλλο» μου είπε και αφού με φίλησε στα χείλια έσκυψε κάτω και με έκανε να τελειώσω σε χρόνο ντε τε... η ανάσα μου άραγε που βόσκει;;;

 

Την ώρα που μου σήκωσε το παντελόνι και εγώ πάλευα να καταλάβω τι μου γίνετε εκείνη πήρε ένα φλιτζάνι το γέμισε με καφέ και την στιγμή που άνοιξε η πόρτα έπεσε απάνω του καταλάθος και καλά και έχυσε όλο το περιεχόμενο απάνω του...

 

Εγώ καθισμένος στην καρέκλα της είχα πιαστεί από το τραπέζι και άρχισα να ξεσπάω σε νευρικά γέλια και ο Άλεξ καμένος και ντροπιασμένος άρχισε να βρίζει θεούς και δαίμονες και τρέχοντας έφυγε να αλλάξει τα ρούχα του...

 

«Σου έχω πει πόσο με τρελαίνεις όταν γελάς έτσι;;» με ρώτησε και μου έδωσε ένα καυτό φιλί...

 

«Αλλά τώρα δεν είναι ώρα γι’ αυτά... έχουμε δουλειά να κάνουμε» είπε και έκανε πιο πίσω για να σηκωθώ..

 

«Τι δουλειά;» την ρώτησα περίεργος γιατί το ύφος της ήταν τόσο πονηρό που είχε αρχίσει να με φοβίζει.

 

«Θα σου εξηγήσω μετά... πήγαινε στο αμάξι και πάρε το cd αντέγραψε το σε ένα άλλο και γύρισε το πίσω πριν το πάρει αυτός είδηση... μετά πήγαινε στο δωμάτιο σου και περίμενε μας να έρθουμε και θα σου εξηγήσω τα πάντα».

 

«Οκ» της είπα παιχνιδιάρικα και αφήνοντας ένα φιλί στο στόμα έφυγα γρήγορα να πάρω το cd...

 

Καθόμουν και τις περίμενα με αγωνία... τι σκαρφίστηκε πάλι αυτή η γυναίκα... είναι να μην εκραγεί... σκέφτηκα... αν το κάνει, μετά δεν γλυτώνει κανείς από τα νύχια της...

 

«Μην με τραβάς παιδί μου έτσι σου λέω... ακόμα δεν ήρθα» άκουσα από την σκάλα μια γυναικεία φωνή και κατάλαβα ότι ανέβαινε με την φίλη της και γύρισα την ματιά μου προς την πόρτα περιμένοντας να μπούνε.

 

«Ουοοοου αυτό είναι το τεκνό που μου είπες πριν;;;» είπε αμέσως η φίλη της και γελάσαμε ταυτόχρονα.

 

«Ναι αλλά εσύ μακριά του... της είπε αυστηρά και δάγκωσα τα χείλια μου για να μην γελάσω πάλι... θα μας βοηθήσεις;;;».

 

«Εννοείτε... σου χαλάω χατίρι;;;... αλλά βρε παιδί μου πως άντεξες 1,5 μήνα χωρίς να τον πάρεις;... αυτός είναι πυρκαγιά» είπε εκείνη και δεν άντεξα άλλο και εκείνη γύρισε να με κοιτάξει αυστηρά.

 

«Μπέλαααα» της είπε εκείνη και την τσίμπησε στον ώμο.

 

«Καλά καλά, ξέρω... τώρα θα μου πείτε το σχέδιο για να καταλάβω τι πρέπει να κάνω;».

 

«Ο Άλεξ είναι στο τζακούζι για να χαλαρώσει... θέλω εσύ να πας εκεί φορώντας μόνο, ένα μπουρνούζι και να μπεις μαζί του και να αρχίσεις παιχνίδι».

 

«Πιστεύεις ότι θα μου κάτσει;... ή θα φρικάρει με την κορμάρα μου και θα φύγει τρέχοντας;» της είπε παιχνιδιάρικα.

 

«Πίστεψε με πρέπει να έφαγε χυλόπιτα εχθές... οπότε σίγουρα θα ενδώσει».

 

«Εσείς τι θα κάνετε;».

 

«Θα στείλω μήνυμα στην λαχανοντολμαδίτσα του ότι είναι και καλά μόνος του και θα την κάνω να έρθει εδώ... θέλω να σας πιάσει στα πράσα».

 

«Έννοια σου... θα τον κάνω να αναστενάξει... τον άχρηστο που παράτησε ένα τέτοιο κορίτσι για μια λαχανοντολμαδίτσα».

 

«Πες τα ρε Μπέλα... πετάχτηκα εγώ... δεν έχεις ιδέα πόσες φορές με έκανε να αναρωτηθώ το ίδιο».

 

«Εσύ μην μιλάς... μου είπε αυστηρά... γιατί για σένα δούλευε ο θείος σου όλον αυτόν τον καιρό» συμπλήρωσε και μου έκλεισε το μάτι.

 

«Δεν θα ξεχάσω να τον ευχαριστήσω» της είπα γελώντας και της έκλεισα και εγώ το μάτι μου και εξαφανίστηκε για να αρχίσει το σχέδιο...

 

Όλα είχαν πάει ρολόι και την ώρα που είδαμε ένα ταξί να πλησιάζει ανοίξαμε την πόρτα και κρυφτήκαμε πίσω από την πόρτα του γκαραζ με την κάμερα στο χέρι... μόλις είδαμε να μπαίνει, μια να μην την χαρακτηρίσω, από την μισάνοιχτη πόρτα κοκαλώσαμε και οι δύο και κοιταχτήκαμε μεταξύ μας... πιο φτηνή γκόμενα δεν θα μπορούσε να είχε βρει... και η Χρυσάνθη έβαλε το χέρι της μπροστά στο στόμα της και έκοψε το γέλιο που ερχόταν για να μας προδώσει... πέρασα το χέρι μου από την μέση της και χαϊδεύοντας την απαλά έγειρε το κεφάλι της πάνω στον ώμο μου...

 

Όσο και να έκανε την αδιάφορη και ότι δεν την είχε πειράξει καθόλου... τόσο ήξερα ότι μέσα της έβραζε και την πόναγε πάρα πολύ... και μόλις αντικρίσαμε και την αντικαταστάτρια της, ήξερα πολύ καλά ότι μόλις θα έβρισκε την ευκαιρία να μείνει μόνη της θα ουρλιάζε, από τον πόνο που την διαπέρασε αυτήν την στιγμή και ας της έβγαινε σε νευρικό γέλιο... το ορκίζομαι... δεν θα υπάρξει άλλη μέρα που θα τολμήσει αυτός ο άθλιος να την κάνει να πονέσει...

 

Μόλις η λαχανοντολμαδίτσα άρχισε να ακολουθεί ενθουσιασμένη, τον διάδρομο με τα κεράκια που είχαμε φτιάξει, για να την οδηγήσουν στο τζακούζι... εμείς βγήκαμε από την κρυψώνα μας και την ακολουθήσαμε αθόρυβα... και όταν εκείνη έφτασε μπροστά στο τζακούζι και είδε το τι γινόταν άρχισε να ουρλιάζει...

 

«Ζουζουνοκριτσινακίιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιι... τι κάνεις εκείιιιιιιιιι» φώναζε και ούρλιαζε και εμείς δεν ξέρω πως κρατηθήκαμε και δεν πέσαμε στα πλακάκια από τα γέλια που ρίξαμε...

 

Εγώ τράβαγα με την κάμαρα τα πάντα ενώ η Χρυσάνθη πήγε αθόρυβα στο στερεοφωνικό και βάζοντας το cd να παίζει...

 

«Αφιερωμένο στον πιο γλυκό ζουζουνοκριτσινάκι του κόσμου... με αγάπη η λαχανοντολμαδίτσα σου».

 

Μόλις άκουσαν την αφιέρωση όλοι ταυτόχρονα ακινητοποιήθηκαν και γύρισαν προς το μέρος μας τρομερά σοκαρισμένοι...

 

«Smile είναι η candid camera» του είπε η Χρυσάνθη και εκείνος πάγωσε.

 

«Χρυσάνθηηηηηη» φώναξε έξαλλος και πήγε να σηκωθεί από το νερό, όμως όταν το επίμαχο σημείο του εμφανίστηκε ντούρο και ανικανοποίητο, η λαχανοντολμαδίτσα του πήρε τον λόγο και πήγε μπροστά του.

 

«Καλά δεν ντρέπεσαι καθόλου;;;... δεν έχεις ούτε λίγη τσίπα απάνω σου;;;... είσαι με μια άλλη μέσα στο σπίτι σου ενώ είναι και η γυναίκα σου παρούσα και με καλείς και μένα να κάνουμε τι; πάρτι με ούζα; και εσύ θα είσαι ο άρχοντας και ο πιτσιρίκος ο κάμεραμαν που θα τραβάει την τσόντα της ζωής σου;» του πέταξε έξαλλη και τον έπιασε από το μαλλί.

 

«Δεν θα βγεις ζωντανός από τα χέρια μου» του φώναζε και η Χρυσάνθη κρύβοντας το γέλιο της ήρθε προς το μέρος μου και τύλιξε το χέρι της γύρω από την μέση μου.

 

«Λες ότι φτάνει ή θες να κρατήσουμε και το υπόλοιπο για σουβενίρ;;» με ρώτησε παιχνιδιάρικα.

 

«Νομίζω ότι και αυτό είναι αρκετό για το δικαστήριο» της είπα εγώ και αμέσως σταματήσανε να μαλώνουν και γύρισαν προς το μέρος μας.

 

«Χρυσάνθη τι κάνεις εκεί;».

 

«Τίποτα περισσότερο από ότι κάνεις εσύ» του είπε αδιάφορα.

 

«Με τον ανιψιό μου;».

 

«Και εσύ με δύο και μάλιστα με την καλύτερη μου φίλη;» του αντιγύρισε και εκείνος έφριξε και πήγε πάλι να βγει από το νερό αλλά για άλλη μια φορά η λαχανοντολμαδίτσα του τον σταμάτησε.

 

«Τολμάς να της κάνεις και σκηνές ζηλοτυπίας;;;... εσύ δεν έλεγες ότι έχετε κάνει αίτηση διαζυγίου;;;» του φώναξε και εκείνος γύρισε να την κοιτάξει.

 

«Πάμε άτακτο αγόρι... μου είπε ναζιάρικα... έχουμε αφήσει κάτι στην μέση» μου είπε προκλητικά και γυρίζοντας την πλάτη της στον Άλεξ με πήρε από το χέρι και με γύρισε για να φύγουμε αλλά ο Άλεξ για άλλη μια φορά την σταμάτησε.

 

«Θα το πληρώσεις πολύ άσχημα αυτό» της φώναξε και γύρισε προς το μέρος του.

 

«Εσύ σκάσε και κολύμπα τώρα, έτσι όπως τα έκανες» του είπε και γυρίζοντας του για άλλη μια φορά την πλάτη της με πήρε από το χέρι και ζήσαμε έναν έρωτα που όμοιο του δεν είχα φανταστεί ούτε στα πιο τρελά μου όνειρα....

 

 

 ~ Τέλος ~

Impressum

Texte: Χρυσάνθη Καλαφάτη
Lektorat: Χρυσάνθη Καλαφάτη
Tag der Veröffentlichung: 11.08.2015

Alle Rechte vorbehalten

Widmung:
Υπάρχουν στιγμές που έρχονται τα κάτω πάνω στην ζωή μας... Έτσι και με την ηρωίδα μας... εκεί που πιστεύει ότι όλα είχαν τελειώσει... εκεί τελικά άρχισα όλα ξανά από την αρχή.

Nächste Seite
Seite 1 /