Cover

Info

All I want for Christmas.....

Μια χριστουγεννιάτικη ιστορία με ονόματα δανεισμένα από την σειρά βιβλίων «Twilight – Λυκόφως»

Text © 2011, Χρυσάνθη Καλαφάτη

All rights reserved

 

 

 

 

Το διήγημα: All I want for Christmas.... διατίθεται ελεύθερα στο διαδίκτυο σε ηλεκτρονική μορφή με άδεια

 

 

 

Copyright © 2011 by  Χρυσάνθη Καλαφάτη

Πίνακας περιεχομένων

Πίνακας περιεχομένων

1. Πρώτη ματιά .............................................3

2.Γλυκές αναμνήσεις .....................................17

3. Γράμμα στον Αϊ Βασίλη .............................31

"Πρώτη ματιά"

All I want for Christmas.....

"Πρώτη ματιά"

 

Άλλη μια πιεσμένη περιπολία στους δρόμους επιτέλους τελείωσε. Αυτές οι μέρες είναι μια κόλαση, ότι κλέφτης, λωποδύτης ή μεθύστακας που προσπαθεί να κλέψει μερικά ψιλά για να αγοράσει ένα μπουκάλι κρασί, είναι ντυμένος με την στολή του Αϊ Βασίλη και είναι τρομερά εκνευριστικό. 

 

Μπορεί να έχω πάψει να πιστεύω σε αυτόν από τα δέκα μου,  όμως ποτέ δεν παύει να με αηδιάζει αυτή η θέα. Όλοι όσοι θέλουν να κρύψουν τα πρόσωπα τους το κάνουν πίσω από αυτήν την γελοία στολή. Από τότε που έγινα αστυνομικός αυτή η εποχή είναι η χειρότερη μου.

 

Γύρισα στο σπίτι και ήμουν σε τέτοια υπερένταση που δεν ένιωθα ότι θα μπορούσα σήμερα να κοιμηθώ, ευτυχώς αύριο έχω ρεπό και θα καταφέρω να περάσω μια ήσυχη μέρα με την αδελφή μου και την γλυκύτατη επτάχρονη κορούλα της, γύρω από το υπέροχο δέντρο μπροστά στο τζάκι προσπαθώντας να την πείσουμε να μην ανοίξει ακόμα τα δώρα της γιατί θα πρέπει να περιμένει μέχρι τα Χριστούγεννα που είναι σε δύο μέρες από τώρα.

 

Μόλις μπήκα μέσα έβαλα το όπλο μου με την θήκη του στο πιο ψηλό σημείο του καθρέφτη και έβγαλα το μπουφάν μου κρεμώντας το στο καλόγερο που ήταν δίπλα, πήγα στο σαλόνι και άφησα κάτω από το δέντρο τα δώρα που είχα πάρει για εκείνες και έριξα μια ματιά γύρω μου. Ο ενθουσιασμός και η αγάπη της μικρής γι αυτήν την εποχή ξεχείλιζε μέσα σε αυτόν τον μικρό χώρο που ήταν στολισμένος με τόσο αγάπη από εκείνη και την αδελφή μου που παρόλο που δεν αγαπούσα και τόσο αυτήν την εποχή του χρόνου, σήμερα μετά από δεκαπέντε χρόνια μπορώ να πω ότι ένιωσα τέτοια ζεστασιά που με έκανε να ανυπομονώ και εγώ να έρθουν φέτος τα Χριστούγεννα.

 

Όταν ήρθε η αδελφή μου αγκαλιά με την μικρή και με δάκρυα στα μάτια δεν ένιωσα και τόσο καλά γι αυτήν την συγκατοίκηση αλλά περνώντας ο καιρός άρχισα να τον συνηθίζω και μπορώ να πω πια ότι ζηλεύω απίστευτα την σχέση τους τόσο πολύ που θα μπορούσα ίσως και να αρχίσω να σκέφτομαι το θέμα της οικογένειας. Οικογένεια;;; Μπαααα δεν είναι για μένα αυτά. Σκέφτηκα γελώντας και άρχισα να ανεβαίνω την σκάλα, πριν προλάβω όμως να φτάσω το τελευταίο σκαλί ένας παράξενος θόρυβος με ακινητοποίησε.

 

Γύρισα αθόρυβα και άρχισα πάλι να κατεβαίνω με μεγάλη προσοχή, όταν έφτασα στον καθρέφτη πήρα το όπλο μου από την θήκη άλλα σκέφτηκα να μην το οπλίσω για να μην ακούσει τον θόρυβο όποιος ήταν μέσα στο σαλόνι μου. Πήγα αθόρυβα στην είσοδο του σαλονιού και έσκυψα αργά για να δω τι γίνετε και είδα κάποιον ντυμένο με την στολή Αϊ Βασίλη να ψάχνει μέσα σε έναν σάκο απελπισμένα.

 

«Όχι πάλι, αμάν βρε Έντουαρτ πότε θα πάψεις να παίρνεις λάθος σάκους επιτέλους» τον άκουσα να λέει με γυρισμένη την πλάτη του προς τα μένα. Με τις μύτες των ποδιών μου, τον πλησίασα, του έδωσα μια στο αυχένα με το όπλο μου για να τον αναισθητοποιήσω και έπεσε κάτω.

 

Πήρα μια καρέκλα τον σήκωσα για να τον βάλω να κάτσει εκεί και  έβγαλα της χειροπέδες μου για να τον δέσω σε αυτήν. Ήμουν σκυμμένη από απάνω του όταν τις έδενα και δεν πρόσεξα ότι είχε συνέλθει και ότι με κοίταζε. Σήκωσα αργά το κεφάλι μου και όταν τα μαλλιά μου ακούμπησα απαλά πάνω στο πρόσωπο του είδα με την άκρη του ματιού μου να κλείνει για μια στιγμή τα μάτια του και να σταματάει την αναπνοή του. Όταν τα άνοιξε ξανά και τον κοίταξα στα μάτια κοκάλωσα.

 

Είχε το πιο βαθιά και υπέροχα πράσινα μάτια που είχα αντικρίσει ποτέ στην ζωή μου, τόσο αγνά και τρυφερά που θα ορκιζόμουν ότι ποτέ δεν θα ταίριαζαν σε έναν κλέφτη σαν και αυτόν.

 

Σηκώθηκα χωρίς να μιλήσω πήρα το πακέτο με τα τσιγάρα μου και ανοίγοντας το παράθυρο έκατσα στο πρεβάζι και άναψα ένα αφήνοντας το όπλο μου μαζί με το πακέτο μου στο τραπεζάκι που ήταν δίπλα μου. Τράβηξα μια ρουφηξιά και την άφησα αργά να βγει έξω από το ανοιχτό παράθυρο, γυρίζοντας την ματιά μου σε εκείνον που δεν είχε πει μέχρι στιγμής κουβέντα. Με κοίταζε καλά, καλά και όταν κατάλαβε ότι τον κοιτάω βύθισε την ματιά του στην δική μου.

 

«Τι δεν θα μου πεις ότι δεν είναι αυτό που νομίζω;» τον ρώτησα χαμογελώντας.

 

«Και να σου το πω θα το πιστέψεις;»

 

«Εξαρτάτε»

 

«Από τι;»

 

«Τι δικαιολογία έχεις εσύ; Από ότι βλέπεις...» του είπα δείχνοντας του την στολή μου... «Τις τελευταίες μέρες έχω ακούσει πολλές, οπότε φρόντισε η δική σου να είναι καλή αν θες να σε αφήσω να φύγεις χωρίς να σε κλείσω σε κανένα κελί»

 

«Και ποια θα ήταν αρκετά καλή για σένα;» με ρώτησε με ένα στραβό χαμόγελο που με μάγεψε και με έκανε να τα χάσω για μια στιγμή.

 

Γύρισα το κεφάλι μου προς το ανοιχτό παράθυρο και τράβηξα μια ακόμα ρουφηξιά για να συγκεντρωθώ και να καθαρίσω το μυαλό μου από την παρουσία του.

 

«Δεν νομίζω ότι υπάρχει. Είσαι μέσα σε ένα ξένο σπίτι που για κακή σου τύχη ανήκει σε μια αστυνομικό και ψαχουλεύεις τα πράγματα της, λες ότι υπάρχει καλός λόγος γι αυτό;»

 

«Και όμως υπάρχει άλλα πολύ φοβάμαι ότι δεν πρόκειται να τον πιστέψεις» γέλασα απαλά.

 

«Μην μου πεις ότι είσαι ο Αϊ Βασίλης που ήρθε να μας φέρει δώρα» χλεύασα και άνοιξε τα μάτια του διάπλατα με μια ψεύτικη σοκαρισμένη ματιά.

 

«Σου φαίνομαι τόσο χοντρός και γέρος;;;» ρώτησε καθώς γέλασε κουνώντας το κεφάλι του.

 

«Και τότε ποιος είσαι;»

 

«Ο αδέξιος γιος του» δεν μπορούσα να μην γελάσω με αυτό, είχα ακούσει δικαιολογίες και δικαιολογίες αλλά αυτή ήταν το κάτι άλλο.

 

«Σε λένε Έντουαρτ σωστά;»

 

«Ναι» απάντησε με απορία.

 

«Άσε να μαντέψω το επίθετο σου είναι Κλάους;» συνέχισα χωρίς να είμαι ικανή να συγκρατήσω το γέλιο μου.

 

«Ναι» απάντησε για άλλη μια φορά με την απορία του να γίνετε μεγαλύτερη.

 

«Και να φανταστώ ότι έχεις και ταυτότητα για να το αποδείξεις αυτό;»

 

«Έχω, είναι στο παντελόνι μου αλλά εσύ που το ξέρεις;» ρώτησε κοιτάζοντας με μεγαλύτερη απορία.

 

«Το φαντάστηκα, που ακριβός έχεις την ταυτότητα σου;»

 

«Είναι στην κολότσεπη του παντελονιού μου κάτω από την στολή» είπε ανάλαφρα.

 

Σηκώθηκα και πήγα κοντά του, με κοίταζε μέσα στα μάτια ακόμα με απορία.

 

«Ανασήκωσε το σώμα σου για να μπορέσω να την πάρω» του είπα και υπάκουσε χωρίς να αποχωρίζεται την ματιά μου.

 

Έβαλα το χέρι μου στην μέση του και τον έφερα πιο κοντά μου, αμέσως σταμάτησε να αναπνέει αλλά δεν του έδωσα σημασία, πέρασα το άλλο μου χέρι κάτω από την στολή και αφού τον ψαχούλεψα για λίγο την βρήκα και την τράβηξα προς τα έξω ενώ πήγα προς την πόρτα για ανοίξω το φως για να την δω καλύτερα. Εκείνος είχε μείνει στην θέση του να με κοιτάει σαν χαζός, όταν άνοιξα το φως του έριξα μια ματιά πριν αρχίσω να διαβάζω την ταυτότητα του και μου κόπηκε η ανάσα. Ήταν τόσο όμορφος κοντά στην ηλικία μου, όπως τον εξερευνούσα εγώ με την ματιά μου το ίδιο έκανε και εκείνος και μισάνοιξε απαλά τα χείλια του από θαυμασμό, μόλις αντιλήφθηκε όμως ότι τον κοιτάω και εγώ γύρισε την ματιά του από την άλλη περνώντας για μια στιγμή την γλώσσα του πάνω από τα χείλι του ξεροκαταπίνοντας.

 

Εκείνη την στιγμή ήθελα τόσο πολύ να το κάνω εγώ για εκείνον και να γευτώ την γεύση του πάνω σε αυτά τα απαλά χείλι που ανατρίχιασα. Τι στο καλό μου συμβαίνει; Αναρωτήθηκα. Τι έχει αυτός ο άνθρωπος και με τραβάει τόσο πολύ;

 

Κούνησα το κεφάλι μου λες και οι σκέψεις θα μπορούσαν να φύγουν με αυτήν την κίνηση και γύρισα την ταυτότητα του για να διαβάσω τα στοιχεία του. Τι στο καλό;

 

Όνομα: Έντουαρτ

 

Επίθετο: Κλαους

 

Τόπος διανομής: Βόρειος πόλος

 

«Χα δεν ήξερα ότι η συμμορία σου κάνει τόσο καλή δουλειά»

 

«Τι εννοείς;» με ρώτησε γυρίζοντας απότομα την ματιά του σε μένα.

 

«Λέω για την ταυτότητα. Έξυπνο αλλά όχι αρκετά πιστικό, ξέρεις πόσα τέτοια κυκλοφορούν;»

 

«Μα δεν είναι ψεύτικη και σου λέω την αλήθεια» είπε απελπισμένα.

 

«Μην μου πεις ότι απάνω στην στέγη μου αυτήν την στιγμή είναι ο Ρούντολφ και σε περιμένει και ότι μπήκες από την καμινάδα» του γύρισα κοροϊδευτικά.

 

«Όχι μπήκα από το παράθυρο και ο Ρούντολφ κάνει γύρους ψιλά πάνω από το σπίτι σου μέχρι να τον καλέσω για να έρθει να με πάρει» απάντησε πολύ απλά.

 

«Ναι καλά και εγώ είμαι η χιονάτη, χαίρω πολύ»

 

«ΙζαΜπελλά  σου λέω την αλήθεια και μπορώ να σου το αποδείξω»

 

«Μια στιγμή από που ξέρεις το όνομα μου;»

 

«Δεν είσαι η ΙζαΜπελλά  Σουαν;»

 

«Ναι αλλά εσύ που το ξέρεις;»

 

«Και το τελευταίο γράμμα που έστειλες στον Αϊ Βασίλη ήταν όταν ήσουν δέκα χρονών;» επέμενε και ένιωσα να τρελαίνομαι.  

 

«Μια στιγμή γιατί εσύ θα με τρελάνεις πως τα ξέρεις όλα αυτά;» τον ρώτησα εκνευρισμένα.

 

«Γιατί είμαι ο γιος του Αϊ Βασίλη» απάντησε με πείσμα και δεν είχα ιδέα τι άλλο να κάνω μαζί του.

 

«Κόφτο αυτό το αστείο και λέγε πως τα ξέρεις αυτά τα πράγματα» του είπα με περισσότερο πείσμα και για μια στιγμή έδειξε να τα χάνει.

 

«Μα δεν είναι αστείο» επίμενε εκείνος.

 

«Ωραία αν δεν είναι αστείο τι ζήτησα στο τελευταίο μου γράμμα από τον πατέρα σου?» του γύρισα ειρωνικά.

 

«Δεν μπορώ να θυμάμαι όλα τα γράμματα απ’ έξω αλλά αν με αφήσεις μπορώ να σου το φέρω και να το διαβάσουμε μαζί»  

 

«Χαχαχα καλή προσποίηση άλλα λίγη Έντι» του χτύπησα και έτριξε τα δόντια του.

 

«Έντουαρτ...» είπε κλείνοντας τα μάτια εκνευρισμένος... «ΙζαΜπελλά »

 

«Σταμάτα να με λες έτσι με εκνευρίζει πάρα πολύ» απαίτησα το ίδιο εκνευρισμένα.

 

«Και πως να σε λέω» ρώτησε με απορία.

 

«Μπέλλα»

 

«Οκ αρκεί και εσύ να με λες Εντουαρτ γιατί και εμένα με εκνευρίζει να με φωνάζουν Έντι» μου ζήτησε παρακλητικά.  

 

«Να φανταστώ ότι έτσι σε φωνάζει ο μπαμπάς σου;» ρώτησα γελώντας και με κοίταξε στα μάτια τρομερά εκνευρισμένος.

 

«Να φανταστώ ότι έτσι σε φώναζαν οι γονείς σου πριν πεθάνουν και γι αυτό δεν αντέχεις να το ακούς από άλλους τώρα;» μου πέταξε στα μούτρα και το γέλιο μου πάγωσε καθώς τον κοίταξα στα μάτια με μίσος.

 

«Για άκου να σου πω, αρκετά τράβηξε το αστείο, πάω να καλέσω κάποιον να έρθει να σε παραλάβει και αν είσαι τυχερός μέχρι την πρωτοχρονιά θα είσαι ελεύθερος. Με όλους τους τρελούς που έχουμε μαζέψει αυτές τις μέρες δεν νομίζω να καταφέρουν να εξακριβώσουν τα στοιχεία σου πιο νωρίς» αυτόν τον πάγωσε στην θέση του και άρχισε να τον αγχώνει.

 

«Σε παρακαλώ συγχώρεσε με δεν ήθελα να σε στεναχωρήσω αλλά πρέπει να με αφήσεις να φύγω» είπε με αγωνία απελπισμένα.

 

«Και γιατί αυτό;»

 

«Γιατί αν δεν το κάνεις θα απογοητεύσεις πολλά παιδάκια που περιμένουν τα δώρα τους από τον Αϊ Βασίλη» είπε και με έβγαλε τελείως από τα ρούχα μου.

 

«Άντε πάλι αυτό το παραμύθι, μήπως προτιμάς να σε κλείσω κατευθείαν σε καμία ψυχιατρική κλινική δεν είναι και πολύ δύσκολο και σου εγγυώμαι θα είναι καλύτερα από το κρατητήριο»

 

«Σε παρακαλώ δεν είναι παραμύθι σου λέω την αλήθεια και αν μου λύσεις τα χέρια μπορώ να σου το αποδείξω»

 

«Με περνάς για χαζή;»

 

«Όχι φυσικά και όχι αλλά σε παρακαλώ άσε με να σου αποδείξω ότι σου λέω την αλήθεια»

 

«Πως;»

 

«Αρχικά μπορώ να καλέσω το έλκηθρο να έρθει να με πάρει»

 

«Έντουαρτ» είπα και έπιασα το κεφάλι μου απελπισμένα.

 

«Σε παρακαλώ» είπε πιο μαλακά με αγωνία στην ματιά του.

 

«Με παρακαλάς για ποιο πράγμα;»

 

«Άσε με να σου αποδείξω ότι δεν σου λέω ψέματα για το ποιος είμαι» παρακάλεσε.

 

«Καταλαβαίνεις ότι με φέρνεις σε πάρα πολύ δύσκολη θέση;»

 

«Σου υπόσχομαι ότι δεν θα το σκάσω»

 

«Πως μπορώ να σε εμπιστευτώ;»

 

«Απλώς σου το ζητάω» κοίταξα έξω από το παράθυρο και άναψα άλλο ένα τσιγάρο για να ηρεμήσω από την ένταση, αφού πήρα μερικές ακόμα ρουφηξιές το πέταξα έξω με δύναμη και πήγα κοντά του.

 

«Το καλό που σου θέλω μην κάνεις καμία ανοησία» του είπα καθώς έσκυψα να του λύσω τις χειροπέδες. Καθώς τον ένιωσα δίπλα μου να παίρνει μια βαθιά αναπνοή, γύρισα να τον κοιτάξω και η ματιά του με μάγεψε. Έμεινα ακίνητη να τον κοιτάω όπως και εκείνος με το πρόσωπο μου με δική του πρωτοβουλία να αρχίζει να τον πλησιάζει επικίνδυνα.

 

~ Μα τι κάνεις;;;; ~... Άκουσα μια φωνή να ουρλιάζει μέσα μου και γύρισα αμέσως την ματιά μου για να του ξεκλειδώσω τις χειροπέδες.

 

«Άντε να δω τι θα σκαρφιστείς για να την γλυτώσεις τώρα» του είπα καθώς του γύριζα την πλάτη μου πηγαίνοντας προς το παράθυρο.

 

Ένιωσα το χέρι του στο μπράτσο μου και με μια κίνηση με γύρισε προς το μέρος του, χωρίς να χάνει καιρό με κράτησε από τον αυχένα μου και άρχισε να με φιλάει απαιτητικά.

 

Στην αρχή αντιστάθηκα και προσπάθησα να τον απομακρύνω από κοντά μου, όταν όμως ένιωσα την γλώσσα του να περνάει πάνω από τα χείλη μου τρελάθηκα και ο ηλεκτρισμός που ένιωσα να διαπερνά από το κορμί μου με έκανε ανίκανη να του αντισταθώ.

 

Τύλιξα τα χέρια μου γύρω από τον λαιμό του και άρχισα και εγώ να τον φιλάω με πάθος κλείνοντας τα μάτια για να απολαύσω αυτήν την μαγική στιγμή. Μόλις ακούμπησε το κορμί του απάνω στο δικό μου ένιωσα τις φλέβες μου να καίγονται και με τα χέρια μου άρχισα να παίζω και να τραβάω τα μαλλιά του με πάθος.

 

Άνοιξα το στόμα μου για να πάρω μια αναπνοή και ένιωσα την γλώσσα του να μπαίνει απαλά απάνω στην δική μου, η γεύση του με μάγεψε και άρχισα και εγώ να τον γεύομαι περισσότερο κάνοντας τις γλώσσες μας να παίρνουν φωτιά. Όταν ξεμείναμε από αέρα ακουμπήσαμε ο ένας στο μέτωπο του άλλου για να μπορέσουμε να βρούμε ξανά έναν πιο ήρεμο ρυθμό στις αναπνοές μας.

 

«Φύγε» του είπα καθώς συνειδητοποίησα εκείνη την στιγμή τι είχε συμβεί και απομακρύνθηκα από κοντά του γυρίζοντας πάλι την πλάτη μου σε εκείνον καθώς τα δάκρυα μου απειλούσαν να ξεχειλίσουν από τα μάτια μου.

 

«Όχι σου υποσχέθηκα ότι θα σου αποδείξω ποιος είμαι» είπε και με γύρισε πάλι προς το μέρος του, κράτησε το χέρι του στο δικό μου και άρχισε να με τραβάει έξω από το σπίτι.

 

«Μια στιγμή να πάρω το μπουφάν μου» είπα με κόπο και γυρίζοντας προς την μεριά μου με κοίταξε με ένα χαμόγελο που άγγιζε τα μάτια του αφήνοντας το χέρι μου.

 

Πήρα το μπουφάν μου, το φόρεσα και τον ακολούθησα με απορία, δεν μπορούσα να φανταστώ τι είχε σκαρφιστεί. Μόλις βγήκαμε στον δρόμο έκανε ένα περίεργο σφύριγμα και τότε άκουσα τα γνωστά καμπανάκια να ακούγονται κάθε στιγμή όλο και πιο κοντά. Γύρισα την ματιά μου προς τα εκεί που κοίταγε και εκείνος και το θέαμα που είδα με έκανε να ανοίξω τα μάτια μου και το στόμα μου διάπλατα.

 

Ένα έλκηθρο με ταράνδους μας πλησίαζε όλο και πιο πολύ. Όταν προσγειώθηκε ακριβός μπροστά μας σταμάτησε ακριβός στο σημείο που ο Έντουαρτ είχε απλώσει το χέρι του και αφού χάιδεψε τον πρώτο τάρανδο γύρισε την ματιά του σε μένα με ένα χαμόγελο περιμένοντας την αντίδραση μου. Εγώ σαστισμένη κοίταζα μια εκείνον και μια τα ζώα που ήταν σε απόσταση αναπνοής από μένα και δεν ήξερα τι να πω.

 

«Κράτα τα λίγο για να φέρω τον σάκο που ξέχασα μέσα» κούνησα μηχανικά το κεφάλι μου και τον είδα να τρέχει προς το σπίτι. Είχα σοκαριστεί τόσο πολύ που δεν ήξερα πως να αντιδράσω. Κανονικά θα έπρεπε να τρέξω πίσω του αλλά για έναν περίεργο λόγο είχα παγώσει στην θέση μου. Όταν γύρισε πέταξε τον σάκο μέσα στο έλκηθρο και ήρθε πάλι κοντά μου.

 

«Αυτός είναι ο Ρούντολφ...» είπε και κρατώντας το χέρι μου στο δικό το πήγε κοντά στο μέτωπο του ταράνδου και το ακούμπησε απάνω του. Η επαφή ήταν τόσο ζεστή και απαλή που με έκανε να ανατριχιάσω, ασυναίσθητα άρχισα να το χαϊδεύω απαλά για να μην το τρομάξω και ο τάρανδος έκλεισε τα μάτια χαμηλώνοντας το κεφάλι δίνοντας μου το δικαίωμα να συνεχίσω. Ένα γέλιο ξέφυγε από τα χείλια μου και άκουσα από δίπλα μου τον Έντουαρτ να γελάει από ικανοποίηση... «Έλα γιατί θα αργήσουμε» είπε ξαφνιάζοντας με και γύρισα προς το μέρος του.

 

«Θα αργήσουμε;» επανέλαβα με απορία.

 

«Ναι μην ξεχνάς ότι πρέπει να σου αποδείξω ποιος είμαι να σε γυρίσω πάλι πίσω και πριν τα Χριστούγεννα να μοιράσω και τα δώρα»

 

«Πλάκα μου κάνεις έτσι δεν είναι;»

 

«Με βλέπεις να αστειεύομαι;»

 

«Και να πάμε που;»

 

«Στον Βόρειο Πόλο που αλλού» κούνησα το κεφάλι μου απηυδισμένα άλλα πριν προλάβω να πω τίποτα με άρπαξε στα χέρια του και με έβαλε να κάτσω μέσα στο έλκηθρο.

 

Καθώς έκατσε και εκείνος δίπλα μου πριν προλάβω να φύγω, κρατώντας με γερά, πήρε στα χέρια του τα γκέμια και τα χτύπησε μια φορά σφυρίζοντας άλλη μια φορά εκείνο το παράξενο σφύριγμα. Οι τάρανδοι αμέσως υπάκουσαν και άρχισαν να κάνουν μια ανοδική πορεία προς τα σύννεφα. Ήθελα να βάλω τις φωνές αλλά πριν προλάβω να το κάνω ο Έντουαρτ λες και το είχε καταλάβει με έφερε πιο κοντά του και άρχισε πάλι να με φιλάει.

 

Μόλις ένιωσε τις αντιστάσεις μου να λυγίζουν σταμάτησε να με φιλάει και με κοίταξε στα μάτια χαμογελώντας, μου έδωσε άλλο ένα πεταχτό φιλί και γύρισε την ματιά του μπροστά.

 

«Σπίτι... πρόσταξε και γύρισε πάλι να με κοιτάει περνώντας το χέρι του γύρω μου φέρνοντας με πιο κοντά του... «Κοίτα μπροστά θα σου αρέσει πολύ η διαδρομή» είπε παιχνιδιάρικα και ασυναίσθητα έκανα αυτό που μου είπε και πραγματικά μαγεύτηκα.

"Γλυκές αναμνήσεις"

All I want for Christmas.....

"Γλυκές αναμνήσεις"

 

Σε όλη την διαδρομή είχα μείνει με το στόμα ανοιχτό κοιτώντας γύρω μου το υπέροχο τοπίο. Αν και ήταν σκοτεινά και εμείς ήμασταν πολύ ψιλά δεν ένιωθα κρύο και τα πάντα γύρω μας ήταν με κάποιο τρόπο τόσο φωτεινά ενώ τα αστέρια που ήταν από πάνω μας ήταν τόσο κοντά που ένιωθες ότι αν απλώσεις το χέρι σου θα μπορέσεις να τα ακουμπήσεις. Κάποια στιγμή το έλκηθρο άρχισε να κατηφορίζει και κοίταξα προς την πορεία που είχαν πάρει, τα πάντα ήταν κάτασπρα και γύρω μας τώρα υπήρχε ένα απέραντο λευκό δάσος με πολλά έλατα να μοιάζουν στολισμένα από τους σταλαγμίτες που είχαν δημιουργηθεί από την παγωνιά. «Φτάσαμε» άκουσα την γλυκά και τρυφερή του φωνή κοντά στο αυτί μου και γύρισα να τον κοιτάξω.

Ήταν τόσο λαμπερός που μου κόπηκε η ανάσα. Η ματιά του ήταν τόσο γλυκιά και ζεστή που μου έκαψε όλο μου το κορμί. Μέσα σε αυτήν την μάτια έβλεπα την ματιά ενός μικρού παιδιού που μόλις είχε ανοίξει το δώρο που περίμενε όλη την χρονιά από τον Αϊ Βασίλη και ένιωθα λες και μόλις του είχαν χαρίσει όλο τον κόσμο. Γέλασε πιο πλατιά και κοίταξε μπροστά.

«Κοίτα» είπε δείχνοντας μπροστά με την κίνηση του κεφαλιού του.

 

Γύρισα το κεφάλι μου μπροστά και έμεινα με το στόμα ανοιχτό. Μπροστά μας ήταν ένα άνοιγμα που το πέρναγε ο Ρούντολφ εκείνη ακριβός την στιγμή. Από μέσα ερχόταν μια γλυκιά ζεστασιά και ο αέρας μύριζε τόσο γλυκά που με έκανε να νιώθω ότι γύρισα στο πατρικό μου σπίτι και ότι σε λίγο θα αντίκριζα και πάλι τους γονείς μου. Με την σκέψη αυτή ένα δάκρυ προσπάθησε να κάνει δειλά την εμφάνιση του αλλά τελευταία στιγμή το συγκράτησα.

 

Μπαίνοντας μέσα στο χώρο υποδοχής το σκηνικό άλλαξε, εκεί που κυριαρχούσε το άσπρο παντού, τώρα γύρω μου έβλεπα όλα τα χρώματα του ουρανού. Από παντού ξεπεταγόντουσαν πολλά μικροσκοπικά ανθρωπάκια που ήταν σαν παιδιά ντυμένα στα πράσινα με σκουφάκια και μυτερά αυτιά. Δεν μπορούσα να μην γελάσω με αυτό αλλά προσπάθησα να είμαι διακριτική για να μην νομίζουν ότι τους κοροϊδεύω.

 

Ο Έντουαρτ άνοιξε διάπλατα τα μάτια του από ευτυχία και με ένα σάλτο βγήκε από το έλκηθρο και έτεινε το χέρι του για να τον ακολουθήσω. Του το έδωσα και όταν κατέβηκα ένα πιο μεγάλο σε ηλικία μικροσκοπικό ανθρωπάκι που μου έφτανε μέχρι την μέση έκανε την εμφάνιση του κοιτώντας μας καλά, καλά σοκαρισμένο.

«Μπέντζαμην από εδώ η ΙζαΜπελλά  Σουαν, Μπελλά από εδώ ο καλύτερος μου φίλος και Μπέντζαμην» είπε χωρίς να χάνει το γέλιο του που πλέον άστραφτε.

Ο Μπέντζαμην στο άκουσμα του ονόματος μου γύρισε αυτόματα το κεφάλι του σε εκείνον και τον κοίταξε ακόμα πιο σοκαρισμένα, όταν γύρισε όμως ξανά την ματιά του σε μένα ήταν πιο ευγενικός. Δίνοντας μου το μικροσκοπικό του χεράκι μου είπε:

 

«Είναι μεγάλη μου τιμή δεσποινίς μου που σε γνωρίζω» δεν μπορούσα να μην παραξενευτώ με αυτό που άκουσα αλλά εκείνη την στιγμή σκέφτηκα ότι αν όντως είναι αλήθεια όλα αυτά και όχι ένα όνειρο τότε σίγουρα ο Έντουαρτ θα την είχε πολύ άσχημα που με έφερε εδώ και έτσι το καλύτερο είναι να είμαι όσο το δυνατόν πιο ευγενική με όλους τους για να μην τον φέρω σε δυσκολότερη θέση.

«Η χαρά είναι όλη δική μου» ανταπέδωσα όσο πιο ανάλαφρα μπορούσα σκύβοντας ελάχιστα για να του δώσω και το δικό μου χέρι. Πριν προλάβουμε να πούμε οτιδήποτε άλλο μια ζεστή και μελωδική φωνή τον φώναξε με απορία. «Έντουαρτ;» γυρίσαμε όλοι αυτόματα προς το μέρος που ακούστηκε η φωνή και τότε η κυρία που τον είχε φωνάξει έμεινε κοκαλωμένη στην θέση της κοιτώντας με, με έκπληξη.

«Μαμά;» είπε τότε ο Έντουαρτ και έτρεξε καταπάνω της και την σήκωσε ψιλά στριφογυρίζοντας την στον αέρα γύρω από τον εαυτό του.

Η χαρά του ήταν απερίγραπτη και δεν μπορούσε να την κρύψει με τίποτα. Δεν μπορούσα όμως να καταλάβω τι ήταν αυτό που το προκαλούσε τόσο πολύ. Όταν την άφησε κάτω της έδωσε ένα ζεστό φιλί στο μάγουλο και την πήρε από το χέρι για να την φέρει κοντά μου.

«Μαμά να σου συστήσω την ΙζαΜπελλά  Σουαν, Μπέλλα από εδώ η πιο γλυκιά μανούλα του κόσμου, Έσμη»

 

«Χάρηκα πολύ κυρία» είπα δίνοντας το χέρι μου σε εκείνη που όπως και το ξωτικό πριν έτσι και εκείνη τώρα με κοίταζε μέσα στα μάτια σοκαρισμένη χωρίς να μπορεί να πει τίποτα.

 

Τι στο καλό; Γιατί με κοιτάνε με τόση έκπληξη όλοι; Σίγουρα δεν ήταν κάτι που επιτρεπόταν, το να βρίσκομαι εδώ, αλλά εγώ γιατί ένιωθα ότι η έκπληξη τους ήταν κάτι πολύ περισσότερο από αυτό;

Εκείνη ξεπερνώντας το πρώτο σοκ ήρθε κατευθείαν κοντά μου και μου έκανε μια ζεστή αγκαλιά.

 

«Η χαρά είναι όλη δική μου μικρή μου ΙζαΜπελλά »

«Μπέλλα» είπα απαλά χωρίς να θέλω να την προσβάλω. «Μπελλά τότε και εσύ να με φωνάζεις Έσμη»

«Χάρηκα πολύ Έσμη» της είπα με ειλικρίνεια στα μάτια. Αυτή η γυναίκα εξέπεμπε μια ζεστασιά, μια γαλήνη που σε έκανε να νιώθεις ότι την γνώριζες χρόνια. Από την άλλη όλη της η εμφάνιση ήταν σαν να είχε βγει από εικόνα ενός παραμυθού που μίλαγε για την γυναίκα του Αϊ Βασίλη. «Έντουαρτ το ξέρεις ότι σε περιμένει και πρέπει να σε προειδοποιήσω ότι δεν είναι καθόλου ευδιάθετος με αυτό που έκανες, ελπίζω βέβαια να μπορέσει να συγκρατηθεί μπροστά στην όμορφη δεσποινίς μας και να μην σου βάλει της φωνές»

 

«Ελπίζω να μην είμαι εγώ ο λόγος» είπα νιώθοντας αμηχανία. «Όχι καρδιά μου μην ανησυχείς ο Έντουαρτ έχει άλλα μπλεξίματα που τον έχουν φέρει σε αυτήν την θέση. Είναι χαρά μας να σε έχουμε κοντά μας, γι αυτό και ελπίζω να μην σας χαλάσει αυτό το υπέροχο απόγευμα»

«Εεε καλύτερα τότε να πηγαίνουμε» είπε αμήχανα ο Έντουαρτ και άρχισε να περπατάει προς την πόρτα που είχε εμφανιστεί η μητέρα του πριν λίγο τραβώντας και έμενα μαζί του. «Ελπίζω να σας ξαναδώ» είπα καθώς προσπαθούσα να βρω την ισορροπία μου την ώρα που φεύγαμε από κοντά της. «Μην ανησυχείς καλή μου σίγουρα θα βρεθούμε στο βραδινό» είπε εκείνη φωναχτά για να την ακούσω.

 

«Έντουαρτ σταμάτα να με τραβάς έτσι» παραπονέθηκα εγώ μόλις βγήκαμε από την πόρτα.

 

«Συγνώμη άλλα θέλω τόσο πολύ να σε γνωρίσει»

«Ποιος?» «Ο πατέρας μου φυσικά» είπε και με κοίταξε μέσα στα μάτια. Άφησα έναν αναστεναγμό και τα παράτησα.

 

Συνέχισε να με σέρνει από πόρτα σε πόρτα και με κόπο προσπαθούσα να παρατηρήσω γύρω όσα περιελάμβαναν τον χώρο. Όλα ήταν λες και ήταν βγαλμένα μέσα από έργο που είχαν γυριστεί στο Χόλιγουντ. Οι τοίχοι γύρω μου ήταν σαν να ήταν φτιαγμένοι από μπισκότα και αυτήν η σκέψη με έκανε να γελάσω καθώς με έκανε να νιώθω σαν να ήμουν μέσα στο καραμελόσπιτο του Χένσελ και της Γκρέτελ.

Όταν φτάσαμε σε μια τεράστια πύλη σταμάτησε και την χτύπησε διακριτικά. Η πόρτα ήταν πολύ τεράστια και επιβλητική. Ξύλινη με σκαλίσματα και ήταν διακοσμημένη με χρυσά γκι.

 

«Πατέρα να περάσουμε;» είπε απαλά και ντροπαλά ο Έντουαρτ και ακούσαμε μια φωνή να μας καλεί. Γύρισε την ματιά του προς τα μένα πήρε μια αναπνοή και την άνοιξε. Το εσωτερικό ήταν ακόμα πιο εντυπωσιακό. Ήταν ένα τεράστιο γραφείο που το περιέβαλε μια βιβλιοθήκη με όλου του κόσμου τα βιβλία να είναι ταξινομημένα με τέτοια τάξη που έπαθα πλάκα. Στην μεγάλη πολυθρόνα πίσω από το γραφείο καθόταν ένας μεγαλόσωμος κύριος ντυμένος με την κόκκινη γνωστή στολή. Τα μάτια του ήταν πάνω σε πολλά γράμματα που τα διάβαζε ξανά και ξανά.

«Έντουαρτ πάλι άρχισες τις ίδιες σκανταλιές;...» ξεκίνησε να λέει χωρίς να έχει καταλάβει ακόμα την παρουσία μου... «Δεν σου είπα ότι θα μοιράζεις τα δώρα μόνο την παραμονή των Χρι ... στου ... γε ... ννων» είναι αφηρημένα την τελευταία λέξη καθώς κόλλησε την ματιά του απάνω μου με σοκαρισμένο  ύφος.

«Σκέφτηκα ότι αν ξεκινήσω πιο νωρίς μπορώ να διορθώσω τα λάθη μου την επόμενη» είπε ντροπαλά ο Έντουαρτ κατεβάζοντας για μια στιγμή το κεφάλι του, όμως όταν ένιωσε το χέρι μου πήρε θάρρος και το σήκωσε αμέσως κοιτώντας με στα μάτια με ένα τεράστιο χαμόγελο. «Η κοπέλα;» ρώτησε ο πατέρας του τότε και τον απέσπασε από τις σκέψεις του και γύρισε την ματιά του σε εκείνον.

«Μπαμπά να σου συστήσω την Ιζαμπελα Σουαν» το σοκ στην ματιά του τον έκανε για μια στιγμή να τα χάσει και εκείνος. «ΙζαΜπελλά;» είπε σαστισμένος.

 

«Μπορείτε να με φωνάζετε Μπελλά» είπα με θάρρος καθώς τον πλησίασα δίνοντας του το χέρι μου. Εκείνος αμέσως σηκώθηκε και κάνοντας τον γύρω του γραφείου του με πήρε στην αγκαλιά του τρυφερά.

 

«Δεν μπορείς να φανταστείς τι τιμή είναι για μας να σε έχουμε κοντά μας...» είπε και έμεινα άφωνη... «Χαίρομαι τόσο πολύ που σε γνωρίζω, έχεις μεγαλώσει πάρα πολύ από την τελευταία φορά που σε είδα»

«Σας ευχαριστώ» είπα σοκαρισμένη κοιτώντας τον με απορία. «Ξέρω ότι είναι δύσκολο για σένα να το πιστέψεις άλλα εγώ σε θυμάμαι»

«Δεν ξέρω τι να πω» είπα αφηρημένα.

«Δεν χρειάζεται να πεις τίποτα, φαντάζομαι ότι δεν έχετε πολύ χρόνο και θα ήθελες να δεις και το υπόλοιπο εργαστήριο και το σπίτι, οπότε Έντουαρτ θα αφήσω την κουβέντα μας για την ώρα για να μπορέσεις να την ξεναγήσεις, αλλά μην νομίζεις ότι θα το ξεχάσω αυτό που έκανες, μετά τις γιορτές έχουμε να πούμε πολλά» «Σε ευχαριστώ πολύ πατέρα και συγνώμη αν σε αναστάτωσα για άλλη μια φορά»

«Πηγαίνετε τώρα και θα τα πούμε στο δείπνο»

«Ευχαριστώωωω» φώναζε σαν μικρό παιδί ο Έντουαρτ την στιγμή που με πήρε πάλι από το χέρι και σχεδόν τρέχοντας άρχισε να μου δείχνει της ομορφιές του εργαστηρίου και όλων των υπόλοιπων χώρων που υπήρχαν σε αυτήν την μικρή πόλη.

Είχα μαγευτεί πραγματικά, ζούσα μέσα σε ένα όνειρο στο χωριό του Αϊ Βασίλη με ξωτικά να τρέχουν εδώ και εκεί με τα χαρούμενα σκουφάκια τους με καμπανάκια να χτυπάνε σε κάθε τους κίνηση και γινόταν να μην γελάσω με όλη αυτήν την χαρούμενη ατμόσφαιρα.

Ο Έντουαρτ δίπλα μου είχε πάλι το ίδιο τεράστιο χαμόγελο που άγγιζε τα μάτια του και παρακολουθούσε κάθε μου κίνηση και κάθε μου βλέμμα με ευλάβεια. Κάθε φορά που με έβλεπε να χαμογελάω το πρόσωπο του φωτιζόταν όλο και πιο πολύ και υπήρχαν στιγμές που θα ορκιζόμουν ότι μπορούσα να ακούσω την καρδιά του να χτυπάει σε ξέφρενους ρυθμούς.

Όταν φτάσαμε στα δωμάτια τους τα πέρασε τόσο γρήγορα ανυπόμονα που δεν προλάβαινα καν να τα κοιτάξω με προσοχή. Όταν φτάσαμε στο δικό του όμως δεν με άφησε να μπω, μου έδωσε λίγο χρόνο να το κοιτάξω από μακριά και αυτό που πρόλαβα να καταλάβω για εκείνον από αυτό το δωμάτιο ήταν ότι στην ψυχή του ακόμα ήταν ένα μικρό παιδί. Έκλεισε την πόρτα και με οδήγησε στην διπλανή πόρτα, πριν την ανοίξει πήρε μια βαθιά ανάσα και γύρισε προς τα μένα. «Αυτό το δωμάτιο θα σε αφήσω να ανακαλύψεις μόνη σου σε ποιον ανήκει» είπε μόνο και την άνοιξε.

Μπήκα μέσα με αργά βήματα και θαμπώθηκα. Ήταν το ωραιότερο δωμάτιο στον όροφο όπου παντού επικρατούσαν τα αγαπημένα μου χρώματα. Οι κουρτίνες τα καλύμματα ακόμα και οι τοίχοι είχαν απαλά μοβ χρώματα με τόνους πιο σκούρους για λεπτομέρειες. Το κρεβάτι που ήταν στην μια μεριά ήταν τεράστιο και πολύ επιβλητικό. Ήταν όλο σε χρωματισμό του μπρούτζου και γύρω του υπήρχαν κολόνες στολισμένες με αναρριχόμενες τριανταφυλλιές με τριαντάφυλλα σε μεταλιζέ μοβ χρώμα και τα φύλλα των λουλουδιών ήταν σε πράσινο μεταλιζέ χρώμα να κάνουμε μεταξύ τους αντίθεση από το υπόλοιπο κρεβάτι. Ο ουρανός είχε ένα απαλό ύφασμα που όπως έπεφτε σχημάτιζε πουπουλένια σύννεφα.

 

Από την άλλη μεριά του δωματίου υπήρχε ένα τεράστιο πιάνο σε λευκό χρώμα με ουρά, όπου πάνω του υπήρχε μια υπέροχη σύνθεση από κόκκινα και άσπρα τριαντάφυλλα σχηματίζοντας μια καρδιά και δίπλα από το πιάνο υπήρχε ένα μεγάλο αναλόγιο που η διακόσμηση του ήταν ίδια με το κρεβάτι. Πάνω στο αναλόγιο υπήρχε ένα μεγάλο ογκώδες ξύλινο βιβλίο με χρυσές λεπτομέρειες βγαλμένο από άλλη εποχή λες και άνηκε σε μια πριγκίπισσα. Ασυναίσθητα το πλησίασα και πέρασα απαλά τα δάχτυλα μου απάνω του. «Θες να το δεις;» άκουσα την φωνή του πίσω μου και τρόμαξα. Είχα μαγευτεί τόσο πολύ από τον χώρο που είχα ξεχάσει τελείως την παρουσία του.

«Μπορώ;» τον ρώτησα γυρίζοντας την ματιά μου σε εκείνον. Πήρε το βιβλίο στα χέρια του και καθώς με έβαλε να κάτσω πάνω στο κρεβάτι το άφησε απαλά πάνω στα πόδια μου.

«Άνοιξε το» με παρότρυνε κοιτάζοντας με, με προσμονή χωρίς να χάνει ούτε μια μου ματιά ή κίνηση με το βλέμμα μου. Το άνοιξα τόσο αργά και ήρεμα, το ένιωθα τόσο εύθραυστο που ακόμα και το παραμικρό μου άγγιγμα φοβόμουν ότι θα το έσπαγε. Η έκπληξη που με περίμενε στην πρώτη σελίδα με έκανε να σαστίσω και γύρισα να τον κοιτάξω. Εκείνος κούνησε το κεφάλι του και με παρότρυνε να το πάρω στα χέρια μου, εγώ όμως δεν μπορούσα να το κάνω.

Ήταν το τελευταίο μου γράμμα που είχα γράψει στον Αϊ Βασίλη και ήξερα πολύ καλά τι έγραφε μέσα. Γύρισα την σελίδα και η επόμενη έκπληξη μου έκοψε την ανάσα καθώς ένα δάκρυ μου κύλησε από τα μάτια μου.

Ήταν όλες μου οι φωτογραφίες που είχα από όταν ήμουν μωρό μέχρι και τα τελευταία Χριστούγεννα που είχα περάσει με τους γονείς μου πριν τους χάσω από εκείνον τον ληστή που ήταν ντυμένος με την στολή του Αϊ Βασίλη.

 

Ήταν τα χειρότερα μου Χριστούγεννα, από την μια στιγμή στην άλλη είδα τους γονείς μου να πέφτουν μπροστά στα μάτια μου από σφαίρα στο πάτωμα μέσα στα αίματα από τους πυροβολισμούς εκείνου του ληστή που εγώ με την παιδική μου φαντασία νόμιζα ότι ήταν ο πραγματικός.

 

Την επόμενη μέρα ξημέρωνε Χριστούγεννα και ενώ είχα στείλει το γράμμα μου, εκείνο το βράδυ του έστειλα ακόμα ένα παρακαλώντας τον να μου φέρει πίσω ότι πολυτιμότερο είχα στην ζωή ζητώντας του να πάρει όλα μου τα παιχνίδια και να τα δώσει σε άλλα παιδάκια που τα είχαν περισσότερο ανάγκη από μένα. Για μένα από εκείνα τα Χριστούγεννα το μόνο δώρο που ήθελα ήταν μόνο εκείνοι.

Η απογοήτευση μου που δεν μου εκπλήρωσε αυτήν την επιθυμία μου ήταν μεγάλη και από τότε σταμάτησα να πιστεύω σε εκείνον. Τα τελευταία Χριστούγεννα που πέρασα στο πατρικό μου σπίτι πριν φύγω, πήρα την απόφαση να προχωρήσω την ζωή μου αφήνοντας πίσω όλα όσα με έκαναν να πονάω και έτσι μαζί με όλα τα πράγματα που θύμιζαν εκείνους πέταξα και όλες τις φωτογραφίες που είχα μαζί τους, ελπίζοντας έτσι ότι ο πόνος θα σταματήσει να με βασανίζει. Το είχα μετανιώσει αμέσως αλλά δεν μπορούσα να κάνω τίποτα πια γι αυτό και έτσι έμεινα πάντα με την ανάμνηση αυτή.

 

Αλλά τώρα όλες μου οι αναμνήσεις όλες μου οι φωτογραφίες ήταν εκεί, τις κοίταζα μια - μια χαϊδεύοντας τες απαλά για να μπορέσω να νιώσω ότι ήταν πραγματικές, όταν όμως έφτασα στην τελευταία σελίδα με περίμενε ακόμα μια έκπληξη. Στο κέντρο της σελίδα είχε δημιουργήσει ένα κενό στις υπόλοιπες σελίδες και μέσα είχε ένα βελούδινο μπλε κουτάκι. Γύρισα και τον κοίταξα με απορία.

«Άνοιξε το» με παρότρυνε απαλά και το έκανα με κομμένη την ανάσα.

Μέσα υπήρχε το δαχτυλίδι της μητέρας μου που φόραγε όλη της την ζωή. Ήταν το δαχτυλίδι που της είχε κάνει πρόταση γάμου ο πατέρας μου με το οικογενειακό κειμήλιο που πήγαινε από γενιά σε γενιά διακόσια χρόνια τώρα.

Η ανάσα μου πλέων είχε αρχίσει να με πνίγει και είχα ανάγκη από οξυγόνο, έβαλα με κόπο το βιβλίο στην άκρη και έτρεξα προς το παράθυρο μην μπορώντας πια να κρατήσω τα δάκρυα μου. Στην προσπάθεια μου να το ανοίξω δεν τα κατάφερνα και βάζοντας απαλά το χέρι του στην μέση μου με απομάκρυνε για λίγο μέχρι να το ανοίξει και μετά με άφησε να βγω έξω για να ξεσπάσω.

Έπεσα πάνω στα κάγκελα και βάζοντας τα χέρια μου στο κεφάλι μου για να το συγκρατήσω άρχισα να κλαίω με αναφιλητά. «Κάθε χρόνο λαμβάνουμε πολλά γράμματα από παιδιά που το μόνο που ζητούν για δώρο είναι να τους πάμε πίσω τους γονείς τους ή κάποιο αγαπημένο τους πρόσωπο που έχουν χάσει και πάντα μας πονάει το ότι δεν μπορούμε να εκπληρώσουμε αυτήν τους την επιθυμία. Το δικό σου όμως γράμμα μας είχε συγκλονίσει όλους. Ήμουν έντεκα χρονών και όμως το θυμάμαι σαν εχθές το κλάμα που είχα ρίξει όταν μας το διάβαζε ο πατέρας μου, που ακόμα και εκείνος δεν μπόρεσε να κρύψει την δική του λύπη. Εκείνα ήταν τα πρώτα Χριστούγεννα που του ζήτησα να με πάρει μαζί του και δεν μου το αρνήθηκε γιατί ήξερε πολύ καλά για ποιο λόγο του το ζήτησα. Όταν μπήκα στο δωμάτιο σου και σε είδα να κοιμάσαι με εκείνες της καστανές μπουκλίτσες να πέφτουν απάνω στο πρόσωπο σου η καρδιά μου έγινε χίλια κομμάτια. Πριν φύγω κάποιο σου όνειρο σε έκανε να χαμογελάσεις, εκείνο το χαμόγελο χαράχτηκε για πάντα στην μνήμη μου και δεν το ξέχασα ποτέ. Από τότε το μόνο δώρο που ζητάω από τον πατέρα μου είναι να σε ξαναδώ. Όλο τον χρόνο τον περνάω σε αυτό το δωμάτιο περιμένοντας τα επόμενα Χριστούγεννα για να μου δοθεί άλλη μια ευκαιρία για να αντικρίσω το πρόσωπο σου την ώρα που κοιμάσαι. Αυτό το δωμάτιο το έφτιαξα μόνο για σένα ελπίζοντας κάποια στιγμή ότι ίσως θελήσεις και εσύ να γίνει για πάντα δικό σου» είπε σκύβοντας το κεφάλι αποφεύγοντας την ματιά μου.

Είχα συγκλονιστεί δεν ήξερα τι έπρεπε να πω ή να κάνω. Ο πόνος στην ματιά του έκανε την καρδιά μου να διαλυθεί και το μόνο που ήθελα ήταν να τον πάρω μακριά και να τον κάνω να μου χαμογελάσει όπως και πριν.

Αργά και σταθερά έφερα το χέρι μου κάτω από το πιγούνι του και τον ανάγκασα να με κοιτάξει. Θυμήθηκα τα λόγια του που μου είχε πει ότι δεν έχουμε πολύ χρόνο και δεν έκατσα να το σκεφτώ. Πήγα πιο κοντά του και άρχισα να τον φιλάω τρυφερά. Με άρπαξε κατευθείαν στην αγκαλιά του και συνέχισε το φιλί μας με περισσότερο πάθος. Τα μάτια του ήταν γεμάτα δάκρυα και η καρδιά του χτύπαγε σαν τρελή.

«Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο καιρό σε περίμενα. Σ’ αγαπάω ΙζαΜπελλά  Σουαν. Από την πρώτη στιγμή που σε αντίκρισα η καρδιά μου σου ανήκει» έλεγε με βαθιά φωνή πάνω στα χείλια μου χωρίς να σταματάει το φιλί του.

Γύρισα και τον κοίταξα στα μάτια χαϊδεύοντας το μάγουλο του. Τον πήρα από το χέρι και τον τράβηξα πίσω στο κρεβάτι χωρίς να αφήνω την ματιά μου από την δική του και τότε πάλι άρχισε να μου χαμογελά.

"Γράμμα στον Αϊ Βασίλη"

All I want for Christmas.....

"Γράμμα στον Αϊ Βασίλη"

 

Μόλις πλησιάσαμε στο κρεβάτι γύρισα το σώμα μου στο δικό του και τον κοίταξα βαθιά μέσα στα μάτια, μηδένισα την απόσταση και πάνω στα χείλια του ψιθύρισα

 

«Κάνε με δικιά σου»

 

Με άρπαξε στην αγκαλιά του και άρχισε να με φιλά ενώ ένιωσα όλο του σώμα να τρέμει. Η αναπνοή μου έγινε πιο γρήγορη και η καρδιά μου ένιωσα ότι θα βγει από το σώμα μου, μέσα στο φιλί του υπήρχε τόσο αγάπη και πάθος που δεν είχα νιώσει ποτέ στην ζωή μου μέχρι στιγμής από κανέναν.

 

Άνοιξα τα χείλια μου απαλά και αμέσως το φιλί μας βάθυνε. Κατέβασα σιγά σιγά τα χέρια μου πάνω στο γούνινο πανωφόρι του και άρχισα να ξεκουμπώνω τα κουμπιά ένα ένα ακουμπώντας τον απαλά. Το σώμα του ήταν τόσο καλογυμνασμένο και ταυτόχρονα τόσο απαλό που με έκανε να ανατριχιάσω, έβγαλε το μπουφάν μου και άρχισε να με φιλάει στον λαιμό περνώντας την γλώσσα του απαλά απάνω από την φλέβα που είχε ξεπεταχτεί και παλλόταν γρήγορα από την ταχυπαλμία που μου είχε δημιουργήσει μόνο με το άγγιγμα του.

 

Πήρα μια βαθιά ανάσα και με ανασήκωσε για να μου ξεκουμπώσει το πουκάμισο συνεχίζοντας να με φιλάει στο στόμα. Του έβγαλα το πανωφόρι του και τον γύρισα έτσι ώστε να τον ρίξω πάνω στο κρεβάτι. Όταν έπεσε του ξέφυγε ένα γελάκι αλλά δεν του έδωσα σημασία, χώρισα τα πόδια του και έπεσα απαλά απάνω του αρχίζοντας να τον φιλάω στο λαιμό, η γεύση του ήταν τόσο γλυκιά που νόμιζα ότι γευόμουν μια καραμέλα.

 

Έβαλε τα χέρια του στους γοφούς μου και μου σήκωσε την φούστα μου ψιλά ενώ συνέχιζε να με χαϊδεύει τρυφερά φέρνοντας με πιο κοντά του για να νιώσω τον ερεθισμό του που είχε πάρει φωτιά. Έκλεισα τα μάτια και τέντωσα το κορμί μου τρίβοντας το απαλά πάνω στο σόμα του και ένα ρίγος διαπέρασε από την ραχοκοκαλιά μου που με έκανε να ανατριχιάσω περισσότερο.

 

Τον ήθελα σαν τρελή από την πρώτη στιγμή που η ματιά του αιχμαλώτισε την δική μου και τώρα ένιωθα ότι ζούσα σε ένα όνειρο. Ήθελα τόσο πολύ να του κάνω αυτό το δώρο για όλη την αγάπη που είχε για μένα όλα αυτά τα χρόνια και να τον ευχαριστήσω με όλη μου την ψυχή και το σώμα, όμως δεν περίμενα ποτέ ότι θα τα νιώσω τα συναισθήματα που μου έβγαζαν τα χάδια του και η ζεστασιά του. Άφησα όλες μου τις σκέψεις στην άκρη και άρχισα να απολαμβάνω όλη αυτήν την μαγεία.  

 

Άρχισα να κατηφορίζω χαρίζοντας του φιλιά σε κάθε σπιθαμή του κορμιού του εξερευνώντας τον και απομνημονεύοντας τον για να μην ξεχάσω ποτέ αυτήν την υπέροχη αίσθηση που ξύπναγε όλες μου τις αισθήσεις. Όταν έφτασα στην κοιλιά του έβγαλα το παντελόνι του και άρχισα να ξεκουμπώνω το τζιν που φόραγε από μέσα χωρίς να σταματάω να τον φιλάω σε όλα τα εκτεθειμένα του σημεία.

 

Τα χέρια του πάνω στα μαλλιά μου, με χαϊδεύανε απαλά και μου έδειχναν πόσο απολάμβανε τις κινήσεις μου και αυτό μου έδινε μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση για να συνεχίσω.

 

Ξεκουμπώνοντας το παντελόνι του το κατέβασα μαζί με το εσώρουχο του και άρχισα να τον φιλάω αντίστροφα. Φτάνοντας στο φύλο του ένιωσα ένα φούντωμα να περνάει όλο μου το κορμί και να με καίει. Ήταν τόσο ζεστό και σκληρό που ένιωθα ότι αν το παράκανα σίγουρα θα τον έφεραν στα όρια του και εγώ ήθελα τόσο απελπισμένα να τον νιώσω μέσα μου που δεν ήθελα να χάσω ούτε ένα λεπτό ακόμα.

 

Έσκυψα κοντά του και πέρασα την γλώσσα μου από την βάση του μέχρι το κεφάλι και τέντωσε όλο του το κορμί αφήνοντας έναν αναστεναγμό πνίγοντας το βογκητό που ήταν έτοιμο να βγει από μέσα του, το κράτησα απαλά και άρχισα να το γεύομαι για να του χαρίσω απόλαυση και να το ηρεμήσω για να κρατήσει μέχρι να το νιώσω μέσα μου να με ολοκληρώνει.

 

Άρχισα να κάνω τις κινήσεις μου πιο γρήγορες προσέχοντας πάντα να μην τον φτάσω στα όρια του παίζοντας με την γλώσσα μου που και που πάνω στο ευαίσθητο του σημείο και εκείνος κάθε τόσο τρανταζόταν και ανάσαινε γρήγορα αφήνοντας να του ξεφύγουν που και που βογκητά ευχαρίστησης.

 

Κάποια στιγμή δεν άντεξε άλλο και σηκώθηκε, με κράτησε από τους ώμους και με ξάπλωσε πάνω στο κρεβάτι δίνοντας μου ένα παθιασμένο φιλί που μου έκαψε κάθε μου άκρο, η υγρασία μου είχε πια ξεπεράσει και το εσώρουχο μου και όταν το ένιωσε με το χέρι του έκλεισε τα μάτια και πήρε μια βαθιά ανάσα.

 

Άρχισε να μου φιλάει και πάλι τον λαιμό κατεβαίνοντας προς τα κάτω, κάθε κουμπί που ξεκούμπωνε πέρναγε και την γλώσσα του από το σημείο που έμενε εκτεθειμένο και με τρέλαινε, όταν έφτασε στην κοιλιά μου έπαιξε με τον αφαλό μου και άρχισε πάλι να χαράζει ένα υγρό μονοπάτι με την γλώσσα του προς τα πάνω φτάνοντας στο στήθος μου.

 

Έβαλε τα χέρια του πίσω από την πλάτη μου και με σήκωσε απαλά για να μου βγάλει τα ρούχα, όπου περνούσαν τα χέρια του συνέχιζε να μου αφήνει πύρινα και υγρά μονοπάτια για να μην χάσουμε την επαφή. Μόλις ξεκούμπωσε το σουτιέν μου το άφησε να πέσει στο πάτωμα και με ξάπλωσε πάλι στο στρώμα αρχίζοντας να διασκορπίζει διάφορα φιλιά σε κάθε σπιθαμή του σώματος μου.

 

Γύρισε πάλι στο στήθος μου και άρπαξε την μια ρόγα με τα δόντια του, τέντωσα το κορμί μου από τον ηλεκτρισμό που ένιωσα και έχωσα τα χέρια μου μέσα στα μαλλιά του φέρνοντας τον πιο κοντά μου για να συνεχίσει και τότε άρχισε να την σκληραίνει με την γλώσσα του ενώ με το ελεύθερο του χέρι κρατούσε το άλλο μου στήθος παίζοντας με τα δάχτυλα του με την ρόγα μου και η ανάσα μου άρχισε να επιταχύνεται επικίνδυνα ενώ άφηνα που και που διάφορα βογκητά να μου ξεφύγουν.

 

Είχα ήδη χάσει το μυαλό μου και ακόμα ήμασταν στην αρχή. Η καρδιά μου κάλπαζε τόσο πολύ που ένιωθα ότι θα βγει από το σώμα μου και κάθε τόσο τρανταζόμουν από ηδονή. Το χέρι του χάιδευε όλο μου το κορμί και ξεκούμπωνε το φερμουάρ της φούστας. Άρχισε πάλι με φιλιά να κατεβαίνει προς την φλόγα μου και όταν έφτασε στην αρχή της φούστα μου, με μια κίνηση την τράβηξε και την έβγαλε τραβώντας μαζί και το καλτσόν μου αφήνοντας με μόνο με το εσώρουχο. Φιλώντας τα πόδια μου άρχισε να ανεβαίνει προς τα πάνω και με τα δόντια του άρχισε να τραβάει το εσώρουχο βασανίζοντας με περισσότερο.

 

Είχα ξεπεράσει τα όρια μου και είχα αρχίσει να γίνομαι τόσο ανυπόμονη που σηκώθηκα και τον τράβηξα για να έρθει κοντά μου. Αυτό τον ξετρέλανε και του ξέφυγε ένα γελάκι, με κοίταξε για μια στιγμή στα μάτια, δείχνοντας μου όλο του πάθος για μένα ενώ με τα ακροδάχτυλα του άρχισε να με χαϊδεύει απαλά από το μέτωπο μου μέχρι την φλόγα μου και τραντάχτηκα τόσο πολύ με το άγγιγμα του που όταν ένιωσα να μπαίνουν στην είσοδο μου με ένα αγκομαχητό ένιωσα την καυτή μου λάβα να ξεχειλίζει πάνω στα δάχτυλα του με ορμή, όμως ούτε αυτό δεν ήταν ικανό για να τον σταματήσει.

 

Έσκυψε αργά και άρχισε να γεύεται την καυτή μου σάρκα με τόσο αισθησιασμό που ένιωσα τον πρώτο μου οργασμό να με συνεπαίρνει.

 

«Κάνε με δική σου» παρακάλεσα με κομμένη την ανάσα και τότε τον ένιωσα να αφήνει όλο το βάρος του σώματος του να ακουμπήσει απαλά πάνω στο κορμί μου και τον ερεθισμό του να μπαίνει απαλά μέσα μου.

 

Άφησα ένα βογκητό να μου ξεφύγει και γαντζώθηκα από πάνω του για να τον νιώσω σε όλο μου το είναι. Η κινήσεις του ήταν αργές και βασανιστικές αλλά δεν με ένοιαζε πια. Πέρσα το ένα μου πόδι γύρω από την μέση του για να τον νιώσω πιο βαθιά και ανέβασε και το άλλο μου πόδι χαϊδεύοντας αισθησιακά τους γλουτούς μου και έχασα το μυαλό μου.

 

Οι κινήσεις μας είχαν συντονιστεί μαζί με τα βογκητά μας, το απολάμβανε στο έπακρο όσο και εγώ και αυτό με έκανε να νιώθω ότι βρίσκομαι στον παράδεισο.

 

Τα χείλια του μου χάριζαν φιλιά σε όλο μου το πρόσωπο λέγοντας μου ξανά και ξανά το πόσο με αγαπά. Έτρεμα σαν το ψάρι μέσα στην ζεστή του αγκαλιά και εκείνος συνέχιζε με τον ίδιο ρυθμό να μου χαρίζει απόλαυση.

 

Βγαίνοντας από μέσα μου με γύρισε μπρούμυτα και άρχισε να μου χαρίζει φιλιά σε όλη μου την πλάτη και ανασηκώνοντας την μέση μου κλείνοντας μου τα πόδια τον ένιωσα να μπαίνει μέσα μου τόσο αργά που με έκανε να τα χάσω, δάγκωσα το μαξιλάρι για να μην φωνάξω και εκείνος πιάνοντας μου τους γλουτούς σφιχτά άρχισε να κουνιέται πιο γρήγορα.

 

Τα χέρια μου έσφιγγα τόσο σφιχτά τα σεντόνια που ένιωθα ότι λίγο ήθελα να τα σκίσω από την δύναμη που είχα βάλει. Σήκωσα το κεφάλι μου και εκείνος έσκυψε κοντά μου και άρχισε να με φιλάει με πάθος κρατώντας με από την κοιλιά χωρίς να χάνει τον ρυθμό του.

 

Οι γλώσσες μας είχαν πάρει φωτιά και ένιωσα τον εαυτό μου να λιώνει και να γίνετε ρευστός καθώς το καυτό μου υγρό τύλιγε τον ερεθισμό του. Μόλις ένιωσε να τον αγκαλιάζει σήκωσε το κεφάλι κλείνοντας τα μάτια και τότε άρχισε να επιταχύνει τον ρυθμό του κάνοντας με να ουρλιάζω και να ξεπερνάω τα όρια μου.

 

Άφησα τον εαυτό μου ελεύθερο να εκφραστεί ελεύθερα και ένιωσα τον οργασμό μου να με τραντάζει ολόκληρη. Νιώθοντας το τράνταγμα μου κρατήθηκε πάλι από τους γλουτούς μου και έδωσε όλο του τον εαυτό φτάνοντας στα δικά του όρια. Την στιγμή που ένιωσα τα καυτά του υγρά να χτυπάνε το τέρμα μου άρπαξα το μαξιλάρι και τέντωσα το κορμί μου για να τον νιώσω όσο πιο βαθιά μπορούσα συγχρονίζοντας τις κινήσεις μου με τις δικές του για να τον κάνω να έρθει πιο κοντά μου και τον άκουσα να βογκάει από ηδονή.

 

Όταν ο ρυθμός του άρχισε να μειώνεται άρχισε να μου χαρίζει καυτά φιλιά στην πλάτη μου γυρίζοντας με σιγά σιγά προς την μεριά του χωρίς να σταματάει να με φιλάει, μέχρι που με φυλάκισε στην αγκαλιά του και με άφησε να ακουμπήσω πάνω στο στερνό του για να μπορέσουμε να βρούμε και πάλι την αναπνοή μας.

 

Σήκωσε το πρόσωπο μου και με την αναστροφή του χεριού του χάιδεψε απαλά το μάγουλο μου κοιτώντας με μέσα στα μάτια με λατρεία.

 

«Δηλαδή αυτό σημαίνει ότι θα μείνεις;» με ρώτησε την στιγμή που είχε τα χείλια του απαλά πάνω στα δικά μου και πάγωσα.

 

«Έντουαρτ» είπα διστακτικά και σηκώθηκε αμέσως και έκατσε στην άκρη του κρεβατιού πιάνοντας το κεφάλι του με τα χέρια του για να το στερεώσει αφήνοντας μια βίαιη ανάσα να βγει από μέσα του προσπαθώντας να ελέγξει τα συναισθήματα του.

 

Πήγα κοντά του και τον αγκάλιασα από πίσω αφήνοντας το κεφάλι μου να ακουμπήσει πάνω στον ώμο του δίνοντας του ένα απαλό φιλί πάνω στον λαιμό.

 

«Γιατί μου έδωσες τότε ελπίδες;» είπε πνιγμένα.

 

«Έντουαρτ δεν μπορεί να πιστεύεις ότι όλο αυτό φτάνει για να μείνω εδώ μόνιμα»

 

«Νόμιζα...» δεν μπορούσε να συνεχίσει.

 

«Τι;» τον ρώτησα ήρεμα.

 

«Νόμιζα ότι είχες αισθήματα για μένα»

 

«Έντουαρτ φυσικά και έχω αισθήματα για σένα, αν δεν είχα θα νόμιζες ότι θα έκανα ποτέ κάτι τέτοιο;»

 

«Τότε;»

 

«Γνωριζόμαστε μόνο μερικές ώρες, ότι αισθήματα και να ένιωσα δεν μπορεί να πιστεύεις ότι είναι αρκετό για να με κάνει να αλλάξω όλη μου την ζωή από την μια στιγμή στην άλλη»

 

«Γιατί δεν μπορείς να καταλάβεις το πόσο σε αγαπώ; Μπελλά  δεν μπορώ να ζήσω άλλο χωρίς εσένα» ρώτησε απελπισμένα.

 

«Εσύ φαίνεται ότι με γνωρίζεις καλά αλλά κατάλαβε με και εμένα, εγώ δεν γνωρίζω τίποτα για σένα, αν είχαμε τον χρόνο να γνωριστούμε καλύτερα» είπα και αυτό τον έκανε να με κοιτάξει με ελπίδα.

 

«Και αν τον είχαμε;» ρώτησε ξέπνοα.  

 

«Τότε σίγουρα όλα θα ήταν διαφορετικά» είπα με σιγουριά.

 

«Τότε μείνε σε παρακαλώ και σου υπόσχομαι ότι οποιαδήποτε στιγμή θες να φύγεις θα σε γυρίσω πίσω» είπε κοιτώντας με μέσα στα μάτια με παράπονο.

 

«Δεν μπορώ να παρατήσω τα πάντα έτσι απλά, γιατί δεν έρχεσαι εσύ μαζί μου;» του πρότεινα και κοίταξε μακριά αφήνοντας την ανάσα του να βγει από μέσα του βαριά.

 

«Δεν μπορώ να τους παρατήσω ιδίως τώρα» είπε με βαθιά φωνή.

 

«Δεν εννοώ για τώρα σίγουρα θα έχεις πολλά να κάνεις, αλλά μετά τις γιορτές;» πρότεινα ξανά.

 

«Ούτε και τότε μπορώ και πίστεψε με ο λόγος που δεν μπορώ να τους αφήσω δεν είναι γιατί δεν μπορώ να φύγω από κοντά τους ή γιατί δεν μπορώ να τους αποχωριστώ»

 

«Τότε γιατί;»

 

«Η δουλειά που κάνουμε εδώ Μπελλά  δεν είναι μόνο για τα Χριστούγεννα όπως νομίζετε εσείς και τον υπόλοιπο καιρό απλός καθόμαστε και περιμένουμε τον επόμενο χρόνο»

 

«Τότε τι ακριβός κάνετε;» ρώτησα με πραγματική περιέργεια.  

 

«Σε σας φαίνεται ότι ο ρόλος του πατέρα μου είναι να μοιράζει δώρα μόνο σε παιδιά που ουσιαστικά έχουν την λιγότερη ανάγκη για δώρα και στοργή αλλά ο πραγματικός του ρόλος είναι πολλά παραπάνω από αυτό. Όλον τον χρόνο γυρίζουμε από χώρα σε χώρα και βοηθάμε όσα παιδιά το έχουν πραγματικά ανάγκη, όχι με δώρα και παιχνίδια αλλά με οτιδήποτε έχουν ανάγκη για την επιβίωση τους»

 

«Πως μπορούσα αυτό να το ξέρω;» είπα με απορία άλλα και θαυμασμό για το πραγματικό τους έργο.

 

«Σίγουρα δεν θα μπορούσες και μάλλον έχεις δίκιο γι αυτό που λες αλλά πως θα καταφέρουμε να γνωρίσουμε ο ένας τον άλλον όταν κανείς δεν μπορεί να παρατήσει την ζωή που κάνει τώρα;» άφησα έναν αναστεναγμό και ακούμπησα τα χείλια μου στο λαιμό του.

 

«Δεν ξέρω Έντουαρτ πραγματικά δεν ξέρω. Καταλαβαίνω ότι αυτό που κάνετε εδώ είναι πολύ πιο σημαντικό από μια απλή δουλειά αστυνομικού αλλά πως μπορείς να μου ζητάς να παρατήσω τα πάντα;» γύρισε και με κοίταξε στα μάτια σμίγοντας τα φρύδια του.

 

«Σε παρακαλώ μην τα παρατήσεις χωρίς να δοκιμάσεις πρώτα» παρακάλεσε.

 

«Και να δεν τα καταφέρουμε Έντουαρτ τότε τι θα γίνει; Πιστεύεις ότι θα μπορώ να γυρίσω πίσω και να είναι όλα όπως τα άφησα; Θα πρέπει να αρχίσω από την αρχή και αυτό δεν είναι καθόλου εύκολο στην εποχή που ζούμε»

 

«Έκανα μεγάλο λάθος να υπολογίζω τόσο πολύ σε αυτήν την σχέση. Έχεις δίκιο σε ότι λες και δεν σε άδικο» είπε χαμηλώνοντας και πάλι το κεφάλι ηττημένα μένοντας στην ίδια θέση χωρίς να πει τίποτα άλλο για πολύ ώρα.

 

«Μάλλον είναι καλύτερα να με γυρίσεις σπίτι» είπα κάτω από τον αναστεναγμό μου όταν κατάλαβα ότι δεν υπήρχε τίποτα άλλο για να πούμε.

 

«Ναι και εγώ αυτό πιστεύω ότι είναι το σωστό» επιβεβαίωσε και εκείνος ενώ σηκώθηκε.

 

«Νομίζεις ότι θα απογοητεύσω πολύ τους δικούς σου να δεν κάτσω για το δείπνο?» ρώτησα διστακτικά.

 

«Μην ανησυχείς γι αυτό θα τους εξηγήσω και θα καταλάβουν» με καθησυχάσει αλλά δεν έφτασε για να μου μειώσει τις τύψεις που μου είχαν δημιουργηθεί.

 

«Εντάξει» είπα μόνο χωρίς να ξέρω τι άλλο να πω και σηκώθηκα για να ντυθώ.

 

Δεν ένιωθα ότι ήμουν έτοιμη να τον αποχωριστώ ακόμα αλλά ήταν το καλύτερο και για τους δύο μας να γίνει τώρα πριν αφήσουμε τα συναισθήματα μας να μας παρασύρουν.

 

Αυτό που ζήσαμε αν και ήταν σύντομο ήταν πολύ δυνατό και για τους δύο μας και σίγουρα για εκείνον παραπάνω αλλά είναι πολύ δύσκολο για μένα να κάνω ένα τέτοιο βήμα με κάποιον που γνώρισα μόλις μερικές ώρες πριν.

 

«Είσαι έτοιμη;» με ρώτησε συγκρατημένα.

 

«Νομίζω πως ναι» απάντησα το ίδιο συγκρατημένα.

 

«Τότε καλύτερα να πηγαίνουμε» κούνησα το κεφάλι μου καταφατικά και τον ακολούθησα με μισή καρδιά.

 

Όλο το γέλιο και ο ενθουσιασμός που ένιωθε πριν είχαν εξαφανιστεί και την θέση τους πήραν ένα σοβαρό και απόμακρο ύφος που μου έκοβε τα πόδια. Πόσο θα ήθελα να είχαμε μια ευκαιρία να ζήσουμε αυτό που και οι δύο θέλαμε.

 

Σε όλη την διαδρομή κανείς από τους δύο μας δεν μίλαγε κανείς μας δεν απολάμβανε με τον ίδιο ενθουσιασμό την διαδρομή του γυρισμού και αυτό ήταν πολύ εκνευριστικό, όμως ήμουν πολύ δειλή για να ξεκινήσω μια κουβέντα μαζί του, δεν ήθελα να τον πληγώσω περισσότερο.

 

«Θα σε ξαναδώ;» το ρώτησα τελικά την στιγμή που κατάλαβα ότι φτάναμε στο σπίτι.

 

«Νομίζω ότι το καλύτερο και για τους δύο μας είναι να μην συναντηθούμε ξανά» είπε και ένιωσα την ανάσα μού να χάνετε.

 

«Ναι μάλλον έχεις δίκιο» επιβεβαίωσα και εγώ ενώ ένιωσα την καρδιά μου να σφίγγετε. Γιατί μην υπάρχει μια ενδιάμεση λύση; Γιατί πρέπει να γίνουν έτσι τα πράγματα για μας; Είπα με παράπονο μέσα μου και έπνιξα ένα δάκρυ που απειλούσε να ξεχειλίσει από τα μάτια μου.

 

Είχε αρχίσει να ξημερώνει και όλα τα χρώματα στον ουρανό ήταν τόσο όμορφα, τόσο μαγικά, που με έπιασε απελπισία. Γιατί δεν μπορεί και η δική μας ζωή να είναι γεμάτη χρώμα; Γιατί θα πρέπει να είναι ή άσπρη ή μαύρη; Αναρωτήθηκα ξανά με παράπονο.

 

Όταν προσγειώθηκε μπροστά από το σπίτι με βοήθησε να κατέβω αλλά πριν φύγω με σταμάτησε.

 

«Μην ξεχάσεις αυτό» είπε δίνοντας μου το βιβλίο που είχε φτιάξει μόνο για μένα.

 

«δεν μου ανήκει πια...» του είπα και έτρεξα στην πόρτα πριν με προλάβει, την άνοιξα μπήκα μέσα και έπεσα απάνω της αφήνοντας το σώμα μου να κυλήσει κάτω δίνοντας το ελεύθερο στα δάκρυα που κρατούσα όλη αυτήν την ώρα να ξεχειλίσουν... «Αντίο για πάντα»

 

~*~*~*~*~*~*~*~*~*~*~*~

 

Σε πέντε μέρες θα ήταν τα πρώτα μας Χριστούγεννα. Καθόμουν στην πολυθρόνα που ήταν μπροστά στο τζάκι και έβλεπα τις φλόγες να ανεβοκατεβαίνουν παιχνιδιάρικα και γέλασα αυθόρμητα. Λίγες μέρες μετά τα περσινά Χριστούγεννα η Άλις μου ανακοίνωσε ότι ο σύντροφος της, της έκανε πρόταση γάμου και έτσι θα έμενε πια μαζί του. Με πόνεσε τόσο πολύ αυτό εκείνη την στιγμή αλλά ποτέ δεν της το έδειξα. Ήμουν τόσο χαρούμενη γι εκείνη που θα έκανε μια νέα ευτυχισμένη αρχή που δεν ήθελα να της χαλάσω την χαρά της με την δική μου μοναξιά.

 

Τον πρώτο καιρό ένιωθα τόσο μόνη που άρχισα να δουλεύω περισσότερο για να είμαι όσο το δυνατών πιο μακριά από το σπίτι, κάποια στιγμή σκέφτηκα ακόμα και να μετακομίσω άλλα τα γεγονότα που ακολούθησαν με έκαναν να σκεφτώ πολλά πράγματα, όχι μόνο για το σπίτι άλλα και για την ίδια μου την ζωή.

 

Εκείνος πάντα μου έλειπε και έκανα πολλές προσπάθειες για να επικοινωνήσω μαζί του αλλά λόγο του ότι δεν ήταν πλέον Χριστούγεννα το ταχυδρομείο πάντα μου επέστρεφε το γράμμα χωρίς να τα στέλνει στον προορισμό τους, λέγοντας μου ότι αυτή η αποστολή γίνετε μόνο της ημέρες των Χριστουγέννων και έτσι αναγκαστικά περίμενα μέχρι να έρθει αυτή η ημέρα ελπίζοντας πως τώρα θα μπορέσει το γράμμα μου να φτάσει σε εκείνον.

 

Γύρισα την ματιά μου στον άγγελο που είχα δίπλα μου και χαμογέλασα, ήταν τόσο γαλήνια όταν κοιμόταν που δεν χόρταινα ποτέ να την κοιτάω. Σηκώθηκα αποφασιστικά, πήρα το μπλοκ μου και άρχισα να γράφω το πρώτο της γράμμα.

 

«Αγαπημένε μου Αϊ Βασίλη,

 

Με λένε Ρένεσμη και είμαι μόλις δυόμιση μηνών. Ξέρω ότι είμαι πολύ μικρή για να γράψω αυτό το γράμμα ή να ζητήσω κάποιο δώρο από σένα, όμως σκέφτηκα ότι μόλις εσύ διαβάσεις αυτό το γράμμα σίγουρα θα μπορέσεις να μου εκπληρώσεις την μοναδική ευχή που έχω από την ημέρα που γεννήθηκα.

 

Όσα δώρα και να μου κάνουν κανένα δεν θα μπορέσει ποτέ να αντικαταστήσει το δώρο που θα μπορέσεις εσύ να μου προσφέρεις, γι αυτό αγαπημένε μου Αϊ Βασίλη το μόνο που σου ζητώ είναι να ζητήσεις από τον μπαμπά μου να μου δώσει μια ευκαιρία να τον δω.

 

Με πολύ αγάπη η εγγονή σου....»

 

Έκλεισα τα μάτια μου και άφησα ένα δάκρυ να κυλίσει, ευχόμενη αυτό να είναι αρκετό για να τον κάνει να έρθει έστω και για μια ακόμα φορά κοντά μας. Σφράγισα τον φάκελο έγραψα τα στοιχεία μας βάζοντας το όνομα της μικρής μου χωρίς επίθετο και την διεύθυνση μας ελπίζοντας ότι αυτό θα ήταν αρκετό για να καταλάβει.

 

Οι μέρες κυλούσαν άλλα εγώ ένιωθα ότι ο χρόνος έχει παγώσει. Άραγε θα είχε φτάσει το γράμμα σε εκείνον; Και αν έφτασε θα ήταν αρκετό ώστε να τον ξαναδώ έστω και για μια ακόμα φορά;

 

Η παραμονή έφτασε και εκείνος δεν είχε εμφανιστεί, η καρδιά μου ένιωθα ότι από στιγμή σε στιγμή θα έβγαινε από το στήθος μου όμως είχα την ελπίδα ότι θα έρθει.

 

Ο μικρός μου άγγελος είχε αποκοιμηθεί και έτσι αποφάσισα να την πάω στο δωμάτιο της για να είναι πιο άνετα, την ακούμπησα στο κρεβατάκι της και δίνοντας της ένα φιλί, έφυγα για να κατέβω να τον περιμένω ελπίζοντας να έρθει.

 

Είχε πάει μεσάνυχτα και ακόμα δεν είχε εμφανιστεί, τα μάτια μου από την εξάντληση ήταν βαριά αλλά προσπαθούσα να κρατηθώ όσο περισσότερο μπορούσα όμως κάποια στιγμή παραδόθηκα στα όνειρα μου χωρίς να το καταλάβω.

 

Κάποια στιγμή άκουσα την μικρή μου κλαίει και πετάχτηκα τρομαγμένη όρθια, άρχισα να τρέχω προς το δωμάτιο της και όταν μπήκα μέσα τα έχασα. Ο Έντουαρτ την είχε αγκαλιά και την νανούριζε γλυκά. Γύρισε προς το μέρος μου κάνοντας μου νόημα να μην την ανησυχήσω και κούνησα το κεφάλι μου μηχανικά μην μπορώντας να κάνω κάτι άλλο.

 

Όταν η μικρή κοιμήθηκε τις έδωσε ένα απαλό φιλί στο κεφαλάκι της και την άφησε απαλά πάνω στο κρεβάτι σκεπάζοντας την, την χάιδεψε απαλά και έφυγε από το δωμάτιο προσπερνώντας με χωρίς να πει τίποτα.

 

Για μια στιγμή πάγωσα χωρίς να ξέρω τι να κάνω, τον κοίταζα να φεύγει από κοντά μου και δεν μπορούσα να κουνηθώ.

 

Τι κάθεσαι και τον κοιτάς; Τρέχα πίσω του. Άκουσα μια φωνή να ουρλιάζει μέσα μου και τότε άρχισα να τρέχω για να τον προλάβω.

 

Όταν έφτασα στο σαλόνι τον κοίταζα να βγαίνει από το παράθυρο και από τα δάκρυα μου δεν έβρισκα την φωνή για να τον σταματήσω. Την στιγμή όμως που τον είδα να βγαίνει η καρδιά μου έγινε χίλια κομμάτια και χωρίς να το σκεφτώ άνοιξα την πόρτα και έτρεξα όσο πιο γρήγορα μπορούσα κοντά του.

 

Ένιωσε την παρουσία μου και σταμάτησε αλλά δεν γύρισε προς το μέρος μου και για άλλη μια φορά πάγωσα κοιτώντας τον.

 

«Μην φύγεις ακόμα» τον παρακάλεσα με κόπο τόσο σιγανά που δεν ήμουν σίγουρη αν το άκουσε και περίμενα με κομμένη την αναπνοή να δω την αντίδραση του.

 

«Παρέδωσα το δώρο μου δεν έχω κάποιον άλλο λόγο να βρίσκομαι εδώ» τον άκουσα να λέει και τότε ένιωσα ότι όλο μου το κορμί να παραλύει και έπεσα στα γόνατα πιάνοντας το κεφάλι μου απελπισμένη.

 

«Είναι τόσο άδικο...» είπα μέσα από τα δάκρυα μου... «Όλο τον χρόνο σου έγραφα και όλα τα γράμματα, μου τα γυρίζανε πίσω και όταν μπόρεσα να σου στείλω γράμμα σκέφτηκα να ότι ήταν καλύτερο να το λάβεις από εκείνη νομίζοντας ότι θα καταλάβεις» αμέσως ένιωσα τα χέρια του στα μπράτσα μου να με ταρακουνάνε.

 

«Να καταλάβω τι Μπελλά; Ότι ήθελες απλά να με δεις για άλλη μια φορά;...» κούνησα το κεφάλι μου απελπισμένα... «Όταν διάβασα την φράση <να μου δώσει μια ευκαιρία να τον δω> τι ήθελες να καταλάβω;»

 

«Νόμιζα ότι όταν θα έβλεπες το γράμμα από εκείνη θα καταλάβαινες ότι ποτέ δεν σε ξέχασα, ότι ποτέ δεν έπαψα να σε σκέφτομαι, ότι σε αγαπάω Έντουαρτ και ότι όλο αυτόν τον καιρό παρακάλαγα να έρθει αυτή η μέρα για να σου το πω»

 

«Και τι αλλάζει με αυτό Μπελλά; Ζούμε σε δύο διαφορετικούς κόσμους που δεν μπορούν να συμβαδίσουν»

 

«Το ξέρω...» είπα προσπαθώντας να βρω και πάλι την αναπνοή μου που είχε παγώσει από το κρύο... «Όμως δεν μπορώ να σε βγάλω από το μυαλό μου» άφησε την αναπνοή του παραδομένος και με πήρε στην αγκαλιά του σηκώνοντας με από το κρύο απαλό χιόνι που είχε γίνει πια ένα με τα ρούχα μου.

 

«Πάμε μέσα πριν κρυώσεις» είπε ανασηκώνοντας με στα χέρια του.

 

Πηγαίνοντας με στο σαλόνι, με τύλιξε με την κουβέρτα που είχα πάνω στον καναπέ και πήγε να δυναμώσει την φωτιά στο τζάκι για να ζεσταθώ. Έτρεμα τόσο πολύ που τα δόντια μου είχαν αρχίσει να κροταλίζουν, μόλις το κατάλαβε ήρθε δίπλα μου και με φώλιασε μέσα στην ζεστή του αγκαλιά.

 

«Πως γίνεται να μην κρυώνεις ποτέ;» τον ρώτησα με δυσκολία και γέλασε.

 

«Προσπάθησε να χαλαρώσεις και θα ζεσταθείς αμέσως» πήρα μια βαθιά ανάσα και άφησα το γλυκό του άρωμα που μου είχε λείψει τόσο πολύ να πλημμυρίσει όλες μου της αισθήσεις.

 

«Σου μοιάζει τόσο πολύ» είπα κάποια στιγμή αφού είδα ότι εκείνος δεν είχε σκοπό να πει κάτι.

 

«μμχμμ» επιβεβαίωσε χαμογελώντας.

 

«Δεν θα πεις τίποτα;» ρώτησα με αγωνία.

 

«Τι θες να πω Μπελλά; Έτσι όπως έχουν έρθει τα πράγματα πόσο περισσότερο μπορούμε να πληγωθούμε;» ρώτησε με πόνο στην φωνή του και με έκανε κομμάτια.

 

«Θα προτιμούσες να μην την είχα κρατήσει;» με κοίταξε άγρια στα μάτια.

 

«Μην τολμήσεις ποτέ να το ξαναπείς αυτό, είναι το καλύτερο δώρο που θα μπορούσες να μου κάνεις, όμως είναι τόσο άδικο για μένα να την στερούμε και να έχω το δικαίωμα να την βλέπω για ένα λεπτό κάθε χρόνο» συμπλήρωσε αγανακτισμένα.

 

«Νομίζεις ότι εμένα δεν με πληγώνει αυτό; Δεν είναι μόνο για σένα άδικο αλλά και για εκείνην»

 

«Τότε ελάτε μαζί μου, σε παρακαλώ Μπελλά, πάρε την απόφαση που δεν πήρες πέρσι, κάνε μια προσπάθεια και δώσε μας μια ευκαιρία, δεν σου εγγυώμαι ότι όλα θα καταλήξουν καλά γιατί σίγουρα εκτός του ότι ξέρουμε ότι αγαπιόμαστε δεν ξέρουμε τίποτα άλλο ο ένας για τον άλλο, όμως αν δεν δώσουμε μια ευκαιρία στον εαυτό μας τότε μια ζωή θα μας τρώει για το τι θα μπορούσε να είχε συμβεί» γύρισα τον κοίταξα στα μάτια με πόνο και ένα δάκρυ κύλισε από τα μάτια μου.

 

«Ένα χρόνο περίμενα αυτήν την στιγμή για να βρεθώ στην αγκαλιά σου, όταν σε έβλεπα να φεύγεις έγινα χίλια κομμάτια μπροστά στα μάτια σου και ακόμα δεν μπορείς να καταλάβεις ότι δεν μπορώ να ζήσω άλλο χωρίς εσένα:» με κοίταξε για μια στιγμή βάζοντας το χέρι του πάνω στο μάγουλο μου παίρνοντας μια ανάσα.

 

«Σ’ αγαπάω δεν ξέρω αν αυτό είναι αρκετό για σένα αλλά δεν ξέρω πως αλλιώς να σου εκφράσω ότι όταν ήσουν μακριά μου δεν είχε τίποτα άλλο αξία για μένα, μέτραγα μια μία της μέρες για να σε ξαναδώ έστω και για ένα λεπτό δεν μπορώ να ζήσω άλλο χωρίς εσένα» είπε και σφράγισε τα λόγια του με ένα φιλί.

 

<<<Τέλος>>>

Impressum

Texte: Χρυσάνθη Κααφάτη
Lektorat: Χρυσάνθη Καλαφάτη
Tag der Veröffentlichung: 11.08.2015

Alle Rechte vorbehalten

Widmung:
Μια γλυκιά χριστουγεννιάτικη ιστορία με τον γιο του Αϊ Βασίλη να κερδίζει το μοναδικό δώρο που ήθελε πάντα να έχει, την μοναδική του αγάπη.

Nächste Seite
Seite 1 /