Cover

Reading sample

Φοβος κανενας

ΤΟΥ ΙΔιΟΥ

Εβδομη εσπερινη

διηγήματα, Εκδόσεις Openbook, 2010

Johnnie Society

μυθιστόρημα, Αυτοέκδοση, 2008

ΣΥΜΜΕΤΟΧΕΣ

ΙστορΙες βιβλΙων

Εκδόσεις Καστανιώτη, 2014

ΦΙλων σοφΙες

Εκδόσεις Island of Man, 2014

ΙστορΙες απΟ Ενα παγκΑκι

Εκδόσεις Σαΐτα, 2013

Οχι πολΥ μακριΑ απο κει

Motion Pixel Story, 2013

#Tweet stories: ΛογοτεχνΙα σε 140 χαρακτΗρες Εκδόσεις Openbook, 2012

ΛογοτεχνικΟ μπιστρΟ 2009-10

Εκδόσεις Literary Bistro, 2012

O Ανδρας με την πουΑ γραβΑτα

Εκδόσεις Openbook, 2012 (Μαύρη κωμωδία που έχει ανέβει από 11 θεατρικές ομάδες)

12/12/12 - 8 ιστορΙες για μΙα πλατεΙα

Εκδόσεις Openbook, 2012

ΜατριΟσκα

Βορειοδυτικές Εκδόσεις, 2011

ΔΗγμα γραφΗς

Εκδόσεις Openbook, 2011 (Α' Βραβείο στην κατηγορία Συγγραφικό Έργο στα «E-awards 2012»)

ΚαθηγητΩν ανΑλεκτα

Εκδόσεις Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Ηρακλείου, 2010

ΓΙΑΝΝΗΣ ΦΑΡΣΑΡΗΣ

Φόβος κανένας

29 μικροδιηγήματα

OPENBOOK

copyright

Η συλλογή μικροδιηγημάτων Φόβος κανένας διανέμεται ελεύθερα στο Διαδίκτυο σε μορφή ψηφιακού βιβλίου με άδεια Creative Commons [Αναφορά προέλευσης – Μη Εμπορική Χρήση – Παρόμοια Διανομή]

Φωτογραφία εξωφύλλου: «Victorian headless portrait», Βρετανία, τέλη του 19ου αιώνα

(CC)-2015

Ανοικτή βιβλιοθήκη OPENBOOK

www.openbook.gr

e-mail: giannis.farsaris@gmail.com

ISBN 978-618-81465-2-5

αφιέρωση

Το σημαντικό είναι να εξαπλώσετε τη σύγχυση, όχι να την καταργήσετε.

Σαλβαδόρ Νταλί

Δεν βιάζομαι

Στη γυναiκα έχω πει ότι σχολάω τρεις και μισή, όμως ο προϊστάμενος μας αφήνει παρά τέταρτο. Δημόσια υπηρεσία, καταλαβαίνετε. Τραγανίζω κάτι κατά τις δώδεκα για να μην πεινάω, γιατί θέλω αυτά τα σαράντα πέντε λεπτά δικά μου. Μου αρέσει να κάνω βόλτες στην πόλη να κοιτάζω ανθρώπους. Μια φορά τη βδομάδα –συνήθως Παρασκευή– πηγαίνω από της Φωφώς. Πρέπει να ’ναι δυο χρόνια τώρα που πηγαίνω τακτικά απ’ το σπίτι της. Μπουρδέλο είναι το σπίτι και τσατσά η Φωφώ, αλλά δεν το νιώθω έτσι.

Σήμερα δεν έχει κανέναν πελάτη στο σαλονάκι. Η Φωφώ κλεισμένη στο δωματιάκι της με μισάνοιχτη πόρτα διαβάζει ένα γυαλιστερό περιοδικό. «Στην ώρα σου, κύριε Φαίδωνα…» με καλωσορίζει ευδιάθετη χωρίς να σηκωθεί. Κάθομαι σε μία από τις κόκκινες πλαστικές καρέκλες. «Πώς πάει;» τη ρωτάω. «Ψόφια», μου απαντάει. Σταυρώνω τα πόδια, βυθίζομαι στις σκέψεις μου και περιμένω.

Τρίζει η πόρτα και μπαίνει πελάτης, ένας ξερακιανός πενηντάρης με τραγιάσκα πολυφορεμένη. Με παρατηρεί διερευνητικά και κάθεται απέναντί μου. Μυρίζει ιδρωτίλα και μ’ ενοχλεί. Η Φωφώ χτυπάει το κουδουνάκι και σε λιγότερο από ένα λεπτό ακούγονται τακούνια στον διάδρομο. Μαύρο σλιπάκι και κόκκινο διάφανο νεγκλιζέ πάνω στο κατάλευκο δέρμα, ξανθά μαλλιά, ίσα που ακουμπάνε στους ώμους. Μικρά τα βυζιά και αγύμναστοι οι μηροί, αλλά η ηλικία της όχι πάνω από είκοσι πέντε. Μου ρίχνει ένα αδρό χαμόγελο μόλις με βλέπει και μετά κάνει μια στροφή μπροστά στον υποψήφιο πελάτη. Αυτός παραξενεμένος με δείχνει με το δάχτυλο.

Κοιτάζω το ρολόι – τρεις και πέντε. «Πέρνα εσύ, φίλε, δεν βιάζομαι», τον παροτρύνω χαμηλόφωνα. Σηκώνεται και κάνει νόημα πόσο; στη Φωφώ. «Είκοσι ευρώ, είναι φρέσκο το κορίτσι», του απαντάει εκείνη γλυκερά. Νεύει θετικά αυτός, της χουφτώνει λαίμαργα το δεξί πίσω μάγουλο κι ο ήχος των τακουνιών σβήνει στον διάδρομο. Η Φωφώ με κοιτάζει συνωμοτικά και μετά βουτάει το δάχτυλο στη γλώσσα για να γυρίσει σελίδα. Ξεσταυρώνω τα πόδια και σηκώνομαι όρθιος να ξεμουδιάσω. Στον απέναντι τοίχο ένα καρφί ξεπροβάλλει σαν μεγάλο σπυρί, στρογγυλεμένο από τα απανωτά βαψίματα, μόνο του, χωρίς κάδρο κρεμασμένο πάνω του. Το χαϊδεύω και τα μάτια μου υγραίνονται.

Τρίζει ξανά η πόρτα και μπαίνει αλαφιασμένος ένας ψηλός μπογιατζής. Πιτσιλισμένα ρούχα, μάγουλα, μαλλιά, βλεφαρίδες, με το ζόρι είκοσι χρονών. Η Φωφώ τον τσεκάρει μηχανικά απ’ τη μισάνοιχτη πόρτα. Με το που με βλέπει ο ψηλός, αμφιταλαντεύεται αν θα κάτσει ή αν θα φύγει κι εγώ τον κοιτάζω στα μάτια.

«Βιάζεσαι;» τον ρωτάω αδιάφορα.

«Μ’ έστειλε το αφεντικό με το μηχανάκι να πάρω ένα κοντάρι που ’σπασε και πέρασα μήπως…» μου εξηγεί απολογητικά.

Κοιτάζω το ρολόι και δείχνει τρεις και είκοσι. «Δεν βιάζομαι, έχω χρόνο, θα μπεις εσύ πριν από μένα», του κάνω νόημα να καθίσει. Το θέλει, αλλά το σκέφτεται ο μικρός. «Σε κάνα πεντάλεπτο το πολύ τελειώνει ο μέσα», σηκώνεται η Φωφώ απ’ την καρέκλα και τον καθησυχάζει για να μην της φύγει. Κάθεται αυτός με σκυφτό το κεφάλι, ανάβει τσιγάρο κι αρχίζει να παίζει νευρικά το δεξί πόδι. Τον παρατηρώ για μερικές στιγμές και μετά βυθίζομαι πάλι στις σκέψεις μου. Τα βογκητά από το βάθος του διαδρόμου δυναμώνουν. Η Φωφώ μου ρίχνει μια έντονη ματιά και γυρίζει σελίδα στο περιοδικό. Βγάζω ένα λευκό μαντίλι απ’ την τσέπη του σακακιού και σκουπίζω τα μάτια μου. Η Φωφώ αρχίζει να σιγοτραγουδά.

Στις τρεις και τριάντα ακριβώς ξυπνάω σαν κουρδισμένος, φυλάω στην τσέπη το μαντίλι και πετάγομαι όρθιος. Σηκώνεται και η κυρία Φωφώ απ’ την καρέκλα της και έρχεται προς το μέρος μου στο σαλονάκι.

«Πέρασε η ώρα και θα ’ναι έτοιμο το φαγητό», της διευκρινίζω και τη χαιρετώ διά χειραψίας.

«Καλή όρεξη, κύριε Φαίδωνα», μου εύχεται χαμογελαστή και χώνει στην τσέπη το διπλωμένο εικοσάευρο που της έκρυψα στην παλάμη.

Ο μπογιατζής αντιλαμβάνεται την κίνηση και με κοιτάζει παραξενεμένος. Η πόρτα στο βάθος του διαδρόμου ανοίγει κι ακούγονται βήματα. Βγαίνω στον δρόμο με τα κορναρίσματα και βαδίζω για το σπίτι. Επτά λεπτά ακριβώς περπάτημα. Έχω αρχίσει να πεινάω.

Ξεκλειδώνω την πόρτα, κρεμάω το σακάκι μου στον καλόγερο και φωνάζω: «Ήρθα, Μαρίκα μου», να μ’ ακούσει. Πηγαίνω στο μπάνιο να πλύνω χέρια και πρόσωπο και μετά κατευθείαν στην κουζίνα γιατί πεινάω. Το φαγητό στο τραπέζι, με περιμένει. Παρασκευή σήμερα κι έχει μοσχάρι γιουβέτσι. Και μια λεμονάδα στυμμένη, όπως κάθε μέρα.

Στη γυναίκα έχω πει ότι σχολάω τρεις και μισή, αλλά ο προϊστάμενος μας αφήνει παρά τέταρτο. Κάθομαι στο τραπέζι και βάζω την πετσέτα στον λαιμό. Πίνω μια γουλιά λεμονάδα και δοκιμάζω λίγο κριθαράκι. Δεν έρχομαι όμως κατευθείαν στο σπίτι απ’ το γραφείο, γιατί θέλω αυτά τα σαράντα πέντε λεπτά δικά μου. Πεντανόστιμο το κριθαράκι, αλλά παγωμένο. Πάνε δυο χρόνια τώρα που έχασα τη Μαρίκα μου, καταλαβαίνετε. Κάθε Παρασκευή περνάω από το σπίτι που ’χαμε πρωτονοικιάσει όταν παντρευτήκαμε. Το καρφί στον τοίχο του σαλονιού έχει στρογγυλέψει σαν σπυρί απ’ τα απανωτά βαψίματα. Και από την κρεβατοκάμαρα, στο βάθος του διαδρόμου, ακούγονται ακόμα βογκητά.

Επαρκώς ευσυνείδητος

Ο υπολογιστης μου είναι τελείως μαλάκας. Πρέπει απαραιτήτως μέχρι τις 10 του Οκτώβρη να παραδώσω το μυθιστόρημά μου στον επιμελητή, γιατί έχω υπογράψει συμβόλαιο κι έχω πάρει και προκαταβολή. Και με κάτι αρρυθμίες της μαμάς, κάτι ουρολοιμώξεις του μπαμπά και κάτι καταθλίψεις δικές μου, καθυστέρησα και ο εκδότης φωνάζει, γιατί θέλει να το βγάλει πριν απ’ τα Χριστούγεννα για να πουλήσει τρελά, όπως πούλησε και το πρώτο μου βιβλίο που έβγαλα πέρυσι. Κάθομαι και ξενυχτώ και πιέζομαι να κατεβάσω ιδέες, αλλά δεν προχωράει. Και με πιάνουν τα νεύρα μου άσχημα εκεί λίγο πριν απ’ το ξημέρωμα και γράφω ένα μακρόσυρτο: «ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑ» στην οθόνη σαν κραυγή, για να μην ξυπνήσω τη Λίλι. Σκίζομαι μέρα νύχτα στο γράψιμο και τρελαίνομαι κι έχω και τη Λίλι να γκρινιάζει ότι δεν είμαι, λέει, επαρκώς ευσυνείδητος και τ’ αφήνω όλα τελευταία στιγμή, κι έχω και τον υπολογιστή να μου κάνει μαλακίες.

Γράφω όλη νύχτα και όταν ξυπνάω το μεσημέρι, λείπουν όλα τα άλφα μέσα απ’ το κείμενό μου. Την πρώτη φορά λέω κάποιο λάθος θα ’γινε, δεν είμαι και καλός στους υπολογιστές. Τη δεύτερη φορά πάλι είχε καταπιεί όλα τα άλφα από τις λέξεις και τον πήγα στον τεχνικό να τον δει, μήπως είναι ιός. Ξύνει το μούσι του αυτός, «Πρώτη φορά το βλέπω», σχολιάζει. «Σίγουρα ήταν τα άλφα στη θέση τους πριν κοιμηθείς;» με ρωτάει. «Χέσε με, μάστορα», του απαντάω. Μου αλλάζει πληκτρολόγιο, μου κάνει ξανά εγκατάσταση τον κειμενογράφο, την άλλη μέρα πάλι τα ίδια. Και περνάει ο καιρός κι εγώ να ξαναγράφω ολημερίς τα άλφα και το επόμενο πρωί να τα καταπίνει. Να του γράφω του μάγκα στην οθόνη με μεγάλα γράμματα: «ΕΙΣΑΙ ΜΑΛΑΚΑΣ», και το πρωί να μου απαντάει: «ΕΙΣΙ ΜΛΚΣ». Στήνω καραούλι τη νύχτα να δω πού χάνονται τα δαιμονισμένα τα άλφα, και με παίρνει ο ύπνος στο πληκτρολόγιο για κάνα μισάωρο από εξάντληση. Πετάγομαι πάνω, πατάω ένα κουμπί να ξυπνήσει η οθόνη, «ΕΙΣΙ ΜΛΚΣ» με καλημερίζει ο καριόλης. Αντιγράφω το αρχείο με το μυθιστόρημα σ’ ένα σιντί, ξεκουμπώνω τα καλώδια, ανεβαίνω στην καρέκλα του γραφείου και τα πετάω όλα τα εξαρτήματα στο πάτωμα με τη σειρά. Η οθόνη έκανε τον πιο ωραίο ήχο, αλλά δεν ηρέμησα μέχρι να βεβαιωθώ ότι ψόφησαν όλα για τα καλά. Στο πληκτρολόγιο έδωσα και χαριστική βολή για να ’μαι σίγουρος.

Ο καινούργιος υπολογιστής που αγόρασα μου φάνηκε καλύτερος χαρακτήρας. Το πρωί πετάγομαι ιδρωμένος, χωρίς καφέ τον ανοίγω και τρώω την ίδια πίπα. Μου ’ρχεται να δαγκώσω την οθόνη, ξυπνάει η Λίλι, και πριν προλάβει να μου πει πάλι ότι δεν είμαι επαρκώς ευσυνείδητος και ότι έχουμε μεγάλη ανάγκη τα λεφτά του εκδότη, της κλείνω το στόμα με το αριστερό χέρι, της σηκώνω τη νυχτικιά με το δεξί και ξεκινώ να της ρίχνω έναν στα όρθια εκεί στο γραφείο, τον πρώτο ύστερα από δυο μήνες. Στα τρία λεπτά που κράτησε η ορθοστασία, το μυαλό μου ταξίδεψε στις μέρες που έγραφα το πρώτο μου μυθιστόρημα χωρίς σκοτούρες και χωρίς ντεντ

Impressum

Tag der Veröffentlichung: 12.03.2016

Alle Rechte vorbehalten

Nächste Seite
Seite 1 /