Cover

10 ποιήματα

Δαφοινό

 

Εγώ

με τα χέρια μου

θα σκάψω το χώμα που πάτησες

βαθιά

ώσπου να βρω το αίμα μου

να το αντλήσω με τα δάχτυλά μου

να μεταγγίσω στο κορμί μου

το δαφοινό του πνεύμα

να αγριέψει ο μερωμένος του αφρός

ν’αρχίσει ν’ανασαίνει πάλι…

 

έπεσαν όλοι οι βράχοι

απ’τον ουρανό

η Γη ανάποδα γύρισε

κάτω απ’τα πόδια μου είναι τα σύννεφα

κάτω απ’το βλέμμα μου

είναι πια το άπειρο

κρατιέται ο αιώνας

από μια κλωστή

δεν έχει αρθρώσει ο Προφήτης

τη φοβερή απειλή

που θα μαυρίσει το στερέωμα

αιχμάλωτος σύρθηκε

ως τα έγκατα της συγνώμης

δεν ήξερε

δεν μέτρησε τις ιαχές

δεν συρρικνώθηκε σε μια πρανή κηλίδα

και ποιος θυμάται

όσους αμέλησαν το Απόλυτο;

 

Λοιπόν

εγώ

με τα χέρια μου

με όσα δάχτυλα μάτια

μου απέμειναν

με τις φλέβες σχισμένες

και το ιχώρ της Εκάτης

να ραντίζει το χώμα

εγώ θα σκάψω

όσο βαθιά μπορώ

όσο βαθιά τολμώ

θα σε ξεθάψω

απ΄το γεωργό σου μνήμα

στη βρυαρή σου νιότη

θα σ’αναστήσω

θα σου φυσήξω ζωή

στα πνευμόνια

και θα σε περιμένω

να ψελλίσεις

το ακατανόητο

για μια στιγμή

προτού χυθείς ξανά

στο αδαμικό σου στρώμα…

 

ένας Απόλλωνας μικρός

μια δέσμη άκτιστου πρωινού φωτός

το πρώτο μου ποίημα

τα παιδικά μου δάκρυα

 

ό,τι κι αν έχω

ό,τι απέμεινε

 

κείνο το άγγιγμα του πρώτου ήλιου

η δαμασκηνιά αυγή του φεγγαριού

οι αδέξιες ζωγραφιές μου

το μυστικό χάδι της μητέρας μου

και οι στερνές κουβέντες του πατέρα μου

 

εγώ

με τα ίδια μου τα χέρια

αλήθεια στο λέω

 

στα φέρνω εδώ

στο αρχαίο σου δώμα

τα καταθέτω

αν είναι κάτι να’χεις δίπλα σου

η πιο ακριβή μου αλήθεια να είναι

 

μαζί σου

στο αιώνιο που θάλλει

και δεν υπόσχεται τίποτε…

 

Νοε2010 

 

 

 

 

 

 

 

Πυρετοί κατιόντες

 

Οι νεκροί

ήρθαν εφιάλτες

στα χώματά μας

τους υποδέχθηκαν χορεύοντας οι Νύμφες

τους καταγέλασαν οι Άνεμοι

τους περιέπαιξαν οι Σάτυροι

το χρόνο τους πετσοκόψαμε

και τσιμπούσι στήθηκε

θριάμβου

κάτω ακριβώς

απ’τα θεόχτιστα τείχη μας

και την αποφορά τους

θα τραγουδά ο τυφλός ποιητής

εξαγοράζοντας φτηνά

μιαν υστεροφημία βέβαιη

ανάμεσα στους βροτούς

 

Λοιπόν, απόρθητη

είναι η πόλη μας

αιώνες τώρα…

 

Ύστερα είδα την Ελένη

άργησα είν’η αλήθεια

ν’ανταμωθώ

με το πέπλο της σιωπής της

ήταν χλωμή

σαν βροχερή αυγή

και νεκροφόρες αύρες

την έλουζαν

σαν πεθαμένο φως

κι όμως

χαμογελούσε

είχε στους λεπτούς της αστραγάλους

δεμένες νεκροκεφαλές

και απ΄το ποδόγυρό της

κρέμονταν

όλες οι λιακάδες μας…

 

Λοιπόν, ανώλεθρη

είναι η αλαζονεία μας

και περισσεύει αν χρειαστεί

για τον διωγμό μας…

 

Και λίγο πριν

μας φορτώσουν

στα μαύρα τους πλοία οι Έλληνες

να πουληθούμε ανδράποδα

στις εσχατιές του Αιγαίου

την είδα πάλι

ερχόταν από μακριά

φορούσε ένα διάδημα

από βότσαλα του ιερού μας ποταμού

στα δάχτυλά της

σαν παιγνίδι μικροσκοπικό

ο πρίγκιπας παραληρούσε

μισότρελος ο δυστυχής

και στα σανδάλια της

οι σκύλοι της Εκάτης

ουρούσαν και αφόδευαν

ό,τι ιερότερο αφήσαμε

αχνιστό ακόμα

ν’αναπαύεται

ιχώρ και δάκρυα

επηρμένης νιότης

 

Λοιπόν, ανόθευτος

θα είναι ο θάνατός μας

κόκκινος

σαν τους σπαραγμούς

των κατιόντων πυρετών μας

κι αν επιμένει ο γέρο-ποιητής

να μας θυμίζει στους αιώνες

τη ντροπή μας

χάρισμά του!

θα’ναι μια δόξα που νεκρανασταίνει πάντα

μονάχα λέξεις…

 

Φεβ 2010

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Λευκή Ελπίδα

 

Τον βάφτισαν

‘Ο άνθρωπος – ψάρι’

Πριν γεννηθεί

τον μαχαίρωσαν

στο υπογάστριο

Το ένα του μάτι

διογκωμένο

έβλεπε την μειλίχια προστυχιά της μέρας

το άλλο

σφαλισμένο επιδέξια

ζωντάνευε τη νύχτα

όνειρα πυρός

 

Ο δόκτωρ Μέγκελε

εκείνης της μαύρης πτέρυγας

που ακόμα βρωμάει και ζέχνει

φύτεψε τον πυρετό στη μια αδελφή

και την άφησε να πεθαίνει

και η δίδυμη κλαίγοντας

της έφερνε βροχής νερό

μέσα στο στόμα

γιατί αν πέθαινε η μια

χανόταν και η άλλη

οι δεσμοφύλακες διασκέδαζαν

έβαζαν στοιχήματα

αν θα τα καταφέρει…

 

Λευκή ελπίδα

 

Ο άνθρωπος – ψάρι

κουρνιαξε στο ουρλιαχτό του

και περίμενε

σαν ήρθε ο νοσοκόμος της αυγής

του έμπηξε το καρφί στο μάτι

άνοιξε την πόρτα της παράγκας

κι έτρεξε στο αιώνιο

να βρει κείνο τον ήλιο

που του υποσχέθηκαν

 

κι όταν άκουσε

τις πρώτες ριπές να μπολιάζουν την αυγή

με το αίμα του

γύρισε κι είδε τις δυο αδελφές

πιασμένες απ’το χέρι

να χαμογελούν

 

στην απέναντι πτέρυγα

ο ήλιος είχε ανατείλει…

 

Σεπ 2011

 

 

 

 

 

 

κόκκινα πρωινά στον Άδη

 

φριχτά όνειρα
έκαναν τους ανθρώπους 
να μοιάζουν με ασήμαντες στιγμές
κοιλότητες στο ματωμένο χρόνο
αυτό έγιναν
και άδεια λόγια

και ποιος αξίζει το βλέμμα του;
ποιος αξίζει τα όνειρά του;
ποιος αξίζει να φλέγεται
στο διηνεκές 
χωρίς να καίγεται;

τα χέρια σήκωναν ψηλά
οι προπάτορες
είχαν ακόμη χέρια
να συνομιλούν με τους θεούς
έσφαξαν τον γιο του Πρώτου
βίασαν ξανά και ξανά
την θυγατέρα του Έσχατου
διαμέλισαν τον αποφλοιωμένο Προμηθέα
και τον δειπνούσαν κάθε εποχή φωτός
για να μην τους μισήσει το σκότος...

και ποιος αξίζει τη φωνή του;
ποιος αξίζει το σπέρμα του;
ποιος λέγεται ακόμη θεός θνητός
και ποιος αρέγεται το ήμαρ της Πενθεσίλειας;

βλάσφημοι εφιάλτες
έκαναν τους ανθρώπους άπληστους
έκαναν τους γόνους τους
ουτιδανούς και αχρείους
έκαναν τα δειλινά τους
να μοιάζουν με κόκκινα πρωινά στον Άδη 

έλα
μου έγνεψε ο Έλληνας
εκείνο το απόγευμα
που έλιωνε ο κόσμος ολόγυρα
και περπατούσαμε ανέμελοι
πάνω στα λευκά κρανία
των συντρόφων...


Σεπ2011

 

 

 

 

 

Αρπιστής

 

Κάτω από το σπίτι μου

οι στρατιές των προγόνων

δεν σταματούν

ατελείωτες

 

αναρίθμητα πόδια

ζευγάρια άψυχα μάτια

σάπια μέλη που σέρνονται

στο άνυσμα του ενός…

 

στην ταράτσα

γεφύρωσαν οι ακροβάτες

το πελεκημένο αυτόκρατο εγώ

με το πρανές του απείρου

 

απέναντι

είναι η δροσιά του τέλους

κι αυτοί οι τρελοί

θέλουν να ισορροπήσουν

πάνω απ’τα όνειρά μας…

 

έκλεισα τα σωθικά μου πια

στην επόμενη δράση του είναι

θα επικαλεστώ τις μέρες…

 

κάτω απ’το βλέμμα μου

80 γενιές

αμίλητοι έρχονται

αμίλητοι φεύγουν

δεν έχουν ήχο οι βηματισμοί τους

έχει κλειστεί κι αυτός στο ερμάρι του

και περιμένει

να ξυπνήσουν οι χορδές του Αρπιστή…

 

πάνω

κάποιος ξεκίνησε το τολμηρό του πέρασμα

σήμερα τον βλέπω ζωηρό

πάνω στο τεντωμένο έντερό του

αύριο

σε χίλια χρόνια

θ’αναπαύεται στην αγκαλιά Της…

 

κλείνω το παράθυρό μου

έχω ένα γράμμα πικρό να σου γράψω

αν αφεθώ στον έρωτα αυτό

του ιλίγγου

φοβάμαι

δεν θα υπακούσουν οι λέξεις

να μορφώσουν ό,τι μέσα μου ηχεί

τον κρημνισμό σου…

 

Αυγ2011

 

 

 

 

αίσθηση…

 

σου είπα

μην αλλοιώνεις τη σιωπή

απόλαυσέ την 

όσο διαρκεί

μην την λερώνεις

με σταυροφόρες σκέψεις

μη την διασπάς…

 

μου είπες

η σιωπή μοιάζει

με σεντόνι 

φτιαγμένο από αγκάθια

έξω

στο ψύχος του κόσμου

εσύ γυμνός

πρέπει να την φορέσεις

πληγώνεσαι

ματώνεις

αλλά δεν έχεις άλλον εαυτό

κι αν το’θελες

να ακυρώσεις…

 

σου είπα

έχεις το χέρι

έχεις την αφή

ένα ρίγος αρκεί

να σε μεταμορφώσει

αν είναι παιδί του Απείρου

έτσι δεν είναι;

 

μου είπες

άσε τις λέξεις

να ανδρώνονται ακέραιες

στη κάθε αυγή

θα έχεις εμένα

θα έχεις το χρόνο

θα έχεις τη στιγμή

άσε τις μέρες

ηλιόλουστες

μεθυστικές

άσε τις φλόγες

από τα δάνεια βράδια

να σε τυλίγουν

άσε τα σώματα

να μας γνωρίσουν τη νύχτα

την αίσθηση άσε

αυτή

την τελευταία

πριν αποχωριστούμε

να μιλά για μας…

 

Νοε 2009

 

 

 

 

Χορευτές

 

Είμαι τυφλός

όσο θυμάμαι τον εαυτό μου

 

έχω για μάτια δέκα δάχτυλα

και όλους του σώματος τους πόρους

ανοιχτούς

ν' απορροφώ τον κόσμο

 

δεν θα με πεις γυμνό

μόνο ανυπόδητο ίσως

θέλω να περπατώ στην απειρομήκη τούτη ερημιά

και να την νιώθω στο είναι μου

θέλω να περπατάει κι εκείνη μέσα

στο δικό μου απέραντο…

 

πάνε χρόνια

δεν θυμάμαι πόσα

που κάποια μέρα

περιπλανώμενος

η δουλειά μου είναι

έφτασα σε τούτο το Ναό

έτσι τον λέω κι ας μην είναι

χωμένος στο κόρφο του Αγνώστου

έρημο τον οσμίστηκα

να μην ανασαίνει

ούτε την αποφορά του χρόνου

 

δεν περιγράφεται η άφατη χαρά μου

όταν αγκάλιασα

κείνο τον χοντρό κίονα

με τις κάθετες ρυτίδες

να’ρχονται από τον ουρανό

και να μετρούν ως κάτω χαμηλά

το δέος μου

και την απαντοχή μου

έκλαιγα

σα μικρό παιδί

και αγκαλιά κοιμήθηκα κείνο το βράδυ

στη παγωνιά του Απείρου

αλλά ζεστός

στα μέσα μου

πρώτη φορά…

 

πέρασαν μήνες

πέρασαν λέω

χρόνια

και γύρισα τούτο τον περίπτερο ναό

ολόγυρα

μια θάλασσα από κίονες

ένας ωκεανός σκληρά ποδάρια

 

πιο μέσα

έλεγα

θα ρθει η στιγμή να πάω πιο μέσα

μπας κι αφουγκραστώ τα σώψυχά του

μπας και με αγγίξει η ανάσα του

κάνε το βήμα

έλεγα στον εαυτό μου

μην το φοβάσαι

το βήμα στα εντόσθιά του…

 

πέρασαν μήνες

λέω

και χρόνια

ποιος να μετράει το αμέτρητο

και δεν το αποφάσιζα

δειλός ο ερημίτης εαυτός μου

περίμενε την κλήση

κείνη τη μυστήρια αρχαία φωνή

που σε καλεί

που σε πέμπει

που σε ορμηνεύει…

περίμενα

γερνούσα

πέθαινα

για τούτο ζούσα…

 

τα πόδια μου άλλο δεν βαστούσαν

και ήρθε η ευλογημένη μέρα

που ξύπνησα σαν σε έκρηξη μιας θύελλας στο κεφάλι μου

 

έλα

το άκουσα ολοκάθαρα

έλα λοιπόν!

 

Προχώρησα

έψαξα

έβλεπαν τα κουρασμένα δάχτυλα

καλά ακόμα

το έμπα του ναού

σαν στόμα με περίμενε

ορθάνοιχτο

έστησα αυτί

άδειασα το θόρυβο από τα μέσα μου

σταμάτησα το χτύπο της καρδιάς μου

έστησα το είναι μου

και

άκουσα…

 

έλα

προχώρα!

και μπήκα

 

…με βήματα ισχνά

με πόδια βρόμικα

με τη ψυχή στο στόμα

μπήκα

και όλο το σύμπαν χόρευε γύρω μου

τούτος ο ναός

ήταν ακόμα ζωντανός!

 

Ένιωσα χρώματα

και μυρωδιές!

ένιωσα φωτιές

ένιωσα δίχτυα χρόνου

και ανθρώπων ιαχές

τίποτα δεν καταλάβαινα

μονάχα

τι παράξενο

τα πόδια μου αλαφρώναν

σηκώθηκαν από το πάτωμα

το σώμα μου σαν παιδιού μικρού

το ένιωσα να πλημμυρίζει ρώμη

χυνόταν μέσα μου ζωή

ζωή άγρια

με θράσος
με παφλασμό

 

είσαι έρωτας!

φώναξα

κι ήξερα

πρώτη μου φορά

για τι μιλούσα

 

τα χείλη μου

συσπάστηκαν σ’ένα μορφασμό πρωτόφαντο

που είχα ξεχάσει

χαμογελούσα

και ύστερα γελούσα

κι άρχισα να χορεύω

να στροβιλίζομαι

να πλημμυρίζω ποταμούς

στις φλέβες μου

να σκάσω πήγαινα

βούτηξα

σε χείμαρρο άστρων

και λίμνες από ασημένιες Νύχτες

 

οράματα από κοπέλες δροσερές

χτύπησαν τον έφηβο εαυτό μου

κι ένιωσα το μυρμήγκιασμα εκείνο

της ζωής ανάμεσα στα πόδια μου

με διαπέρασαν

καταρράκτες άπληστοι

από εικόνες

πρόσωπα

γνωστά

μα περισσότερο άγνωστα

άνθρωποι

θεοί

άγγελοι

δαίμονες

 

ζωές

θάνατοι

το χτες

το αύριο

το μηδέν

το ένα…

 

γέμιζα

ολοένα γέμιζα

χόρευα

ολοένα χόρευα…

 

το τελευταίο που θυμάμαι

ο δόλιος

είναι το αίμα μου

να αχνοφέγγει

να αλλάζει χρώματα

σαν Βόρειο Σέλας

και να με περιγράφει

ένα δάχτυλο

στο στερέωμα

και κάτω

στο πάτωμα

το άδειο μου κουφάρι

εγώ!

 

έβλεπα!

 

σε κλάσματα απειροστών στιγμών

σε μια φωλιά του Άχρονου

ρουφήχτηκα

σαν σκόνη στις ρωγμές των τοίχων

και έβλεπα

ξανά και ξανά

τον γέροντα εαυτό μου

στον πιο τρελό χορό

χοροπηδώντας πάνω στο περίεργο ψηφιδωτό

που στόλιζε ο αρχαίος αυτός Ναός

 

εμένα

και γύρω μου

χιλιάδες άνθρωποι

χορευτές ακίνητοι

ψηφίδες

κεφάλια

χαμόγελα

μάτια ορθάνοιχτα

χορευτές

όλοι μας χορευτές

κι όλοι ακίνητοι!

 

Είδα

και χαμογέλασα

ο Άνθρωπος

μέσα στο Είναι

ένας χορός

 

δεν μπόρεσα να μην αναλυθώ

σε κλάματα

σε γέλια

σε κραυγές επίγνωσης!

 

ο Άνθρωπος

μέσα στο Είναι

ένας χορός

ένας αέναος

τρελός

χορός…

 

Μαρ2010

 

 

 

 

Ρίγος…

 

Ο δρόμος αυτός

έμοιαζε με παγωμένο σώμα

πάνω του ξεκουραζόταν

ολόκληρος ο εφηβικός μου ήλιος

τα βλέφαρα είχαν στερεωθεί

σπλαχνικά

σε μια γωνία φιλόξενη

τα χείλη ζωγράφιζαν την προσδοκία

και τα δάχτυλα έδειχναν

στο μόνο που κυοφορεί το Εν

το αλλιώς...

 

ρίγος…

 

το ρίγος των χιλίων αιώνων

που ο Άχρονος εισπνέει το σκοτάδι του

μέχρι να το εκπνεύσει πάλι

σάρκινο φως…

 

περπατούσα μόνος

σε μια απέραντη ολάνθιστη θάλασσα

ακόμη δεν είχες φανεί

κρυβόσουν πίσω από τις αγκύλες του νου

περίμενες

το βήμα μου να γίνει δίψα για έρωτα

το βλέμμα μου

να γίνει χορός ερωτικός

το αίμα μου

να κοχλάσει από τον πυρετό

και είχες δυο μάτια λόγχες

και με κοιτούσες…

 

αυτός ο δρόμος

μοιάζει με το πέπλο της Ίσιδας

αργολικνίζεται στο σούρουπο της κατάβασης

υπόσχεται την αποκάλυψη

υπόσχεται την χιλιοπόθητη ένωση

με κείνο το άγγιγμα

που απελευθερώνει

που μαχαιρώνει

που λυτρώνει…

 

ρίγος…

 

το ρίγος των μυρίων αιώνων

που ο Άνθρωπος

ο γιος του Ανθρώπου

αποποιείται το απρόσιτο

και σαρκώνεται

φιλόδοξα

και λάγνα

στο δέμας του φθαρτού

στο σπέρμα του θνητού

ενηλικιώνεται…

 

ήρθες

μου κράτησες το χέρι σφιχτά

χαμογελούσες

δεν είπες τίποτα

δεν σπατάλησες σε λέξεις

τούτο που βιώνεται

μονάχα στη σιωπή του Ιερού

 

και στο αρχαίο

 

ρίγος…

 

Φεβ 2010

 

 

 

 

 

 

 

 

Προκυμαία

 

Προχωρούσα

στη προκυμαία της νύχτας

τα κύματα

ήταν άνθρωποι

στόματα ορθάνοιχτα
μάτια βγαλμένα

άδειες κόγχες

που αιμορραγούσαν

 

σφιχταγκαλιασμένοι

οι ζωντανοί

με τους νεκρούς

σε μια μολυσμένη ερωτική επαφή

του αιώνιου

με το φθαρτό

αντάλλαζαν ηδονικά

σπέρματα φρίκης

οράματα ριπαίου χρόνου

και ακαθαρσίες φωτός

   

φωνή δεν άκουγα

μονάχα γέμιζα

τον αρχαίο πόνο

που με πλημμύριζε σαν λάσπη

και δυσφορούσα

 

στη παλάμη μου ένιωσα

ένα χέρι παιδικό

γύρισα και είδα

ένα αγόρι
με στήθη γυναικεία

με ουρά ψαριού

να με κοιτάζει λαίμαργα

να με απορροφά

σ’ ένα φωτοστέφανο που ανάπνεε

είμαι ένας ανήλικος ήλιος

μου είπε

και ήταν η φωνή του συριγμός

σαν δελφινιών φωνή

που μου τρυπούσε το κεφάλι…

 

κάποια μέρα θ’ ανατείλω

όμως ο κόσμος θα είναι πια νεκρός

κι έτσι μονάχος θα λουστώ όλο το ακριβό μου αίμα

δεν είναι ένας αφόρητος λυγμός;

 

τα λόγια του ακολούθησε

ένα γέλιο που σάρκαζε το χρόνο

ένας παραφρονικός ρυθμός

που άλλο δεν άντεχα

 

ξύπνησα έντρομος

 

το στόμα μου ήταν ανοιχτό

σ’ένα μορφασμό παράξενο

μάτια δεν είχα

αιμορραγούσα από τις μαύρες κόγχες μου

γύρω μου

παλλόταν

το ένιωθα

ένας ανθρωποκεανός

κάποιος νεκρός

το ήξερα

άγνωστο πως

σερνόταν ήδη

πάνω σε κάτι που έμοιαζε

με προκυμαία

 

ερχόταν

για να δεθεί αιώνια μαζί μου

 

ούρλιαξα

άηχος τρόμος

κλινικά νεκρός

 

μια μέρα

θα με περιμένεις;

θ’ ανατείλω

όμως θα είσαι πια νεκρός

κι έτσι μονάχος θα απλωθώ

ως τ’ακροδάχτυλα του εαυτού σου

θα το αντέξεις;

 

δεν είναι όλο τούτο

πες μου

ένας αφόρητος λυγμός;

 

Απρ2010

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Απλοϊκά…

 

Μου πήρε χρόνια

Μου πήρε εαυτούς

Ντροπές μου ζήτησε

Και χαμαιλέοντες φόβους

Μα προσαρμόστηκα...


Να περπατάω στον εαυτό μου

Και να μην με ανταμώνω

Φωτιές να ορθώνω στο κορμί μου

Και να τις βλέπω δροσερές πηγές

Να με αγγίζω

Και να’ναι η αίσθηση ενός άλλου…


Δύσκολο ήταν

Μονάχα στην αρχή

Μα η θυσία έγινε

Και η τελετή

Δεν είχε μεγαλείο κανένα

Το αίμα που έτρεχε

Πρόσεχα μόνο

Να μην ποτίζει τα όνειρά μου

Αλλά να πλένει από τις ενοχές

Όσες δεν καταδέχτηκαν

να γίνουν λέξεις

 

Το έμαθα λοιπόν

Το χάραξα

Στο μενταγιόν του πόνου

Να τρέφομαι

Μονάχα με τον ελάχιστο

Από τον ήλιο που δικαιούμαι


Να έχω δάνειες φωνές

Και να τις λέω δικές μου


Να με φονεύω ηρωικά

Και να με αθωώνω…

 

Δεν κάνω για ξένος εγώ

Ούτε για οικείος

Και πρόστυχα με βάφτισα ποιητή

Για να ξορκίζω το βλέμμα του οίκτου

Πάνω στην άθλια φορεσιά μου


Το σκάλισα λοιπόν κι αυτό

Στο εκκρεμές ομοίωμά μου

Να έχω πυρετούς εγωισμού

Και να τους λέω έρωτες!


Στην απέναντι όχθη να με αντικρίζω

Αλλά να μην μπορώ να φτάσω ως εκεί

Και κάποτε πια

Να μη με νοιάζει


Δεν κάνω για ξένος εγώ

Ούτε για οικείος

Δεν κάνω για ποιητής εγώ

άνθρωπος στο δρόμο του Ανθρώπου 

ίσως

Έτσι, σκανδαλωδώς απλοϊκά

Κι έχω οφειλές ακόμη…

 

Δεκ 2009

Impressum

Tag der Veröffentlichung: 05.06.2013

Alle Rechte vorbehalten

Nächste Seite
Seite 1 /