Cover

Προκρούστης

 

Προκρούστης

 

ξύπνησε μέσα στα ψέματα

το κεφάλι του κολυμπούσε σε μια γλοιώδη μάζα, μια μικρή λίμνη από ένα βρωμερό ζελέ

για κάποιο λόγο, ήξερε ότι αυτή η άθλια κολλώδης ουσία ήταν… ψέματα… ήταν η σάρκα του ψεύδους… δεν μπορούσε να το εξηγήσει αλλά το ένιωθε…

κι ενώ πάλευε να ανοίξει τα μάτια του, τον χτύπησε κάτι που ήρθε κατευθείαν από τον ονειροχώρο

ένα ουρλιαχτό στ’αυτιά του

«απόστρεψε το βλέμμα σου από τα μάτια σου!»

φωνή γυναίκας

γυναίκας που έχει φορέσει έναν αρχαίο μανδύα και έχει όλες τις Δυνάμεις να την βοηθούν

και να την υπηρετούν

μιας πολύ θυμωμένης γυναίκας…

 

δεν μπορούσε να σηκωθεί από το κρεβάτι

δεν ήταν δεμένος

δεν ήταν λυτός

ένιωθε ότι δεν έπρεπε να επιχειρήσει να σηκωθεί

δεν θα άρεσε καθόλου αυτό… σ’Εκείνη…

την σκέφτηκε και μια νέα ριπή από τα εσώψυχα του Αγνώστου τον κεραυνοβόλησε

«δέσμιος νιώσε παγωμένε… άθλιε, πόρνε, πωρωμένε!»

 

ρίμες… ρίμες από το σουρεαλιστικό πανηγύρι του μυαλού του…

κάτι γνώριμο

δες

βρισκόταν στο κρεβάτι του

να κάτι γνώριμο, να κάτι παρήγορο… το παράλογο κερδίζει όταν η τοπολογία αλλοιώνεται

το λογικό κερδίζει όταν τα ταβάνια είναι πάνω, τα πατώματα κάτω και οι τοίχοι δεν συγκλίνουν για να σε συνθλίψουν

όλα στη θέση τους

όλα σχεδόν φυσιολογικά

εκτός

από τη μικρή αυτή λεπτομέρεια βέβαια

ότι δεν μπορούσε

και δεν έπρεπε να κινηθεί

 

να σκεφτεί;

ίσως ούτε και να σκεφτεί

έπρεπε λοιπόν να δράσει

 

οχυρωματικά έργα

έργα ανάσχεσης

κάποιο τούνελ

κάποιο χαράκωμα

κάποια περιοχή ασφαλείας

ο νους εργαζόταν πυρετωδώς

αν μπορούσε να φτιάξει μια περιοχή ασφαλείας

μια περιοχή όπου θα μπορούσε να σκέφτεται ελεύθερα

χωρίς τη τρελή αυτή που τον ξέσκιζε με τις φωνές της να μπορεί να τον αγγίξει…

την σκέφτηκε πάλι

μια ηχητική σφυριά σχεδόν του έκοψε την ανάσα

«λίπανε το αίμα σου με το ψέμα σου!»

 

τι σκατά ήταν αυτά;

και πως διάολο είχε μπλέξει έτσι;

 

οχυρωματικά έργα

οικοδομικά έργα

σιγά σιγά

να τα φανταστείς

φτιάξε το χαρμάνι πρώτα

ναι, άμμος, νερό, χαλίκι… ναι…

φτιάξ’τα καλά

ανακάτεψε

φτιάξε το μίγμα

φαντάσου τα όλα

το καλούπι

ξύλινο καλούπι

μέσα θα ρίξεις το τσιμέντο

να φτιάξεις ένα τοίχο πολύ ψηλό

θεόκλειστο ολόγυρα

και μέσα εσύ

να σκέφτεσαι ελεύθερος

 

«ελεύθερος»

 

ένας τρομερός πόνος

κάτω από το στέρνο, δεξιά

συκώτι;

τον λύγισε, τον έκανε να κλάψει

φωνή;

πουθενά η Σκύλα…

βουβή…

 

τη δουλειά σου εσύ

μην αφαιρείσαι

έτοιμο το καλούπι σου;

μπράβο! μπράβο!

το χαρμάνι σου έτοιμο;

ναι

μια χαρά… έτοιμο

μην χάνεις χρόνο

γέμισε τους τενεκέδες

και άρχισε να ρίχνεις

έλα

φαντάσου τα όλα

βήμα βήμα

φαντ…

 

μια μαχαιριά στα νεφρά του

δάγκωσε τα χείλη του

αίμα

«λίπανε το αίμα σου με το ψέμα σου…»

 

δεν έπρεπε

δεν έπρεπε σταγόνες από το αίμα του να στάξουν στην γλοιώδη μάζα…

δεν έπρεπε…

έγλειψε το αίμα

κάθε σταγόνα

να μην ξεφύγει καμιά

τα κατάφερε

 

στο εργοτάξιο εσύ

κι ας πονάς

κι ας φοβάσαι

όταν θα εξαπολύσει τις μεγάλες της ριπές

εσύ πρέπει να έχεις προλάβει

να έχεις προλάβει άνθρωπέ μου…

 

ένα κύμα… ένα παράξενο κύμα φουσκώνει μέσα στο στέρνο του

η καρδιά του

η καρδιά του θα πρέπει να έχει τριπλασιαστεί σε μέγεθος

και η φωνή της Γυναίκας

τούτη τη φορά με ένα εξωφρενικό, τρανταχτό γέλιο που χτύπησε σαν τεκτονικός σεισμός τα κύτταρά του

«σταυρώσου ενώπιόν μου!!...ενώπιόν μου! σταυρωμένος ο χωλός, και θ’αναστηθεί νομίζει ο σεσηπώς!!!»

 

μακάβριες ρίμες… παράνοια…

ιδρώτας σε όλο του το αγκυλωμένο σώμα

 

τη δουλειά σου εσύ αγόρι μου

άστην να σκούζει

αγνόησέ την

κι ας μοιάζει το ουρλιαχτό της σαν Αρπυιας που στάλθηκε απ΄τον Άδη

εσύ τη δουλειά σου

ρίχνε το μίγμα μέσα στο καλούπι σου

δεν θες πολύ ακόμα

ο φράχτης να είναι ψηλός

γερός και ακλόνητος

φαντάσου τον έτσι

ναι

έτσι φαντάσου τον

γερό

ψηλό

ακλόνητο!

 

νέα σουβλιά

στο δεξί του πόδι

στη βουβωνική περιοχή

πόνος τρελός

του διαπέρασε κάθε πρόχειρη θωράκιση

σαν τρυπάνι

και τον παρέλυσε

 

μια νέα εξέλιξη

δεν μπορούσε να δει!

ως λίγο πριν υπήρχε το γνώριμό του δωμάτιο

οι κουρτίνες του, η βιβλιοθήκη του, εκείνη η αφίσα με τον τυφλό Μπόρχες απέναντι

τώρα σκοτάδι

 

πρέπει να βιαστείς αγόρι μου

να βιαστείς

σε πλημμυρίζει η Στύγα

έλα

πρέπει να βιαστείς…

να

ο μισός τοίχος είναι κιόλας έτοιμος

τι βλέπεις

που κοιτάς;

άσε τα οράματα τώρα

είσαι ένας τυφλός σακάτης

άσε τα οράματα και δούλευε…

τι βλέπεις;

πίσω από το έργο μας

και δεξιά

και αριστερά

κάτι σηκώνεται

κάτι αναπνέει ε;

ναι

το αισθάνομαι

κάτι φουσκώνει μέσα στη ‘γη’

κάτι θα ορθωθεί σε λίγο

και θα μας ρουφήξει στη Κόλαση

χέστο!

γάμα το σου λέω!

κάνε τη δουλειά σου εσύ!

φαντάσου

το έργο τελειώνει

έμεινε ένα μικρό κομμάτι μόνο

κι ύστερα

θα κάνουμε ένα πήδο ‘ώπα!’

και…

και Αυτή θα πάει στα τσακίδια!

 

τη μελέτησε πάλι

αδιόρθωτος

μέσα στα κύματα των αλλεπάλληλων πόνων

από χίλια δυο σημεία του κορμιού και της ψυχής του

σαν πυρετός έφτασε τούτη τη φορά η κραυγή της

και τον αρρώστησε μέσα σε δευτερόλεπτα!

 

«θέλεις το μαύρο σου να κρύψεις από μένα; Από μένα!

θέλεις το μυσαρό σου να φωλιάσεις; Οφιόμορφε!

θέλεις τους παλμούς της καρδιάς σου να ξανανιώσεις;

Στο χωνευτήρι μου! Εκεί την ανάσα σου θ’απλώσεις!!»

 

εκκωφαντικά γέλια

κι ύστερα

ξαφνικά

λες και οι μυθικές Γραίες με το ένα μάτι

του τραγουδούσαν ένα ‘νανούρισμα’ του Κάτω Κόσμου

λες και ο Χάροντας τον σπλαχνίστηκε για λίγο

και του χάιδεψε το μάγουλο

με το άσαρκο χέρι του

σιωπή

σιωπή

σιωπή…

 

βιάσου!

τώρα

τώρα σου λέω!

σίγησαν οι αγέρηδες του Πλούτωνα

βιάσου αδελφέ μου

έλα

ένα μικρό κομμάτι έμεινε

μην κοιτάς ολόγυρα!

ξέχνα το ‘ολόγυρα’

τελείωνε

μια τόση δα τρυπούλα έμεινε

να

φαντάσου το

πως κάνεις μια βουτιά

και μπαίνεις μέσα!

όμορφα μέσα ε;

και κει θα τελειώσεις το φράχτη σου

μέσα

πρόσεξε

πρόσεξε μην κάνεις το λάθος

ναι

το ξέρω

τούτη η σιγή δεν είναι για καλό

τούτη η άπνοια δεν έχει χαμόγελο μέσα της

έχει σάπια δόντια

και κίτρινα βλέμματα

μην δίνεις σημασία στα βλέμματα

προχώρα

έλα

κάνε αυτό που πρέπει

έλα!

βιάσου!

 

Το Μεγάλο Κύμα σηκώθηκε

μέσα από τα έγκατα όλων των αρχαίων και ξεχασμένων και ρυπαρών διαστάσεων μορφώθηκε

το σώμα του το ένιωσε

λες και του έκοβαν τα μέλη ένα προς ένα

και τα συναρμολογούσαν ξανά

αδέξιοι ‘μάστορες’

λες

και ο Προκρούστης είχε σαρκωθεί μέσα στα σπλάχνα του

και τον κοιτούσε με τον ακονισμένο μπαλτά του

πίσω από το φριχτό του χαμόγελο

οι αρθρώσεις του έτριζαν

τα κόκκαλά του ράγιζαν

το μυαλό του στένευε

η φωνή της τον μαστίγωνε

 

«χορεύω τώρα πάνω στα νεφρά σου!

και απολαμβάνω το πυρώδες σπέρμα σου!

έλος και πύο και σάλιο από φωτιά

θα σε κάνω

έρχομαι Ολόκληρη όλοι οι Αιώνες

αναδύομαι από το Χτες και το Πάντα

γεννημένη για να σε ερωτεύομαι

για να σε τρώω

για να σε γεύομαι!!

έρχομαι

να με υποδεχτείς

με το πιο όμορφα

διαμελισμένο σου είναι!»

 

τώρα σου λέω!

τώρα!

 

με όση αγάπη έμεινε στα βλέφαρά μου

ψυχή μου

με όση αγάπη!!

τώρα!

 

……………………………..

 

σηκώθηκε

έκανε βήματα αργά

κουτσαίνοντας

ως το παράθυρό του

έβλεπε τα είδωλα θολά

έβλεπε

άνοιξε το παραθυρόφυλλο

δροσιά και ήλιος

χίμηξαν

χίμηξαν πάνω του

 

μυρμήγκιασε ολόκληρος

έπεσε στα γόνατα

κι άρχισε να κλαίει σαν μωρό παιδί

 

διψάω

είπε

και ο ήλιος έτρεχε πάνω στο σώμα του…

 

 

Οκτ2012

 

 

 

Impressum

Tag der Veröffentlichung: 05.06.2013

Alle Rechte vorbehalten

Nächste Seite
Seite 1 /