Cover

1.1.1992

Αγαπημένο μου ημερολόγιο,

Ο Αϊ-Βασίλης μου έφερε εσένα, αντί για την Barbie που του είχα ζητήσει. Δεν σου κρύβω πως είμαι πολύ θυμωμένη, γιατί πάντα μου φέρνει αυτό που θέλει η μαμά και όχι αυτό που ζητάω. Αφού δεν μου έφερε μπανάνες σαν το μπαμπά μου πάλι καλά. Αν και του χρόνου πάρει το δικό τους γράμμα κι όχι το δικό μου θα αρχίσω να πιστεύω πως δεν υπάρχει. Τέλος πάντων. Η μαμά λέει ότι είναι το καλύτερο δώρο γιατί ότι γράφω τώρα που είμαι παιδί θα μου χρησιμεύσει αργότερα όταν θα είμαι μεγάλη.

Με αγάπη! Μ


18/08/2008 Δευτέρα 19:00

Το αποφάσισα. Πρέπει να παραιτηθώ. Πρέπει να το κάνω σύντομα, αλλιώς πολύ φοβάμαι ότι θα εκτεθώ ανεπανόρθωτα. Δεν με αναγνωρίζω πια. Που πήγε ο σοβαρός επιστήμονας; Είμαι καθηγητής εγώ ή μήπως έγινα ξανά φοιτητής και δεν το κατάλαβα; Νιώθω ξένος με τον ίδιο μου τον εαυτό. Φεύγοντας σήμερα από το Πανεπιστήμιο με έπιασε πάλι αυτό το απροσδιόριστο καρδιοχτύπι. Σαν αυτό που με πιάνει όταν κοιτάω την Μ να κοιμάται γυμνή δίπλα μου. Θες να το πεις ανασφάλεια, θες ενθουσιασμό, δεν ξέρω. Αυτό που ξέρω είναι πως βυθίζομαι κι εγώ σ ένα βυθό χωρίς όριο. Όπως κι αυτή στο όνειρο της. Μου το έστειλε χθες μέσα στη νύχτα. Κι ενώ είχα ορκιστεί στον εαυτό μου ότι δεν θα ασχοληθώ ξανά με τα όνειρα της, τελικά δεν κρατήθηκα. Έτρεξα πρωί πρωί στο εργαστήριο και το διάβασα του Πήτερ. Ήθελα να δω τι ερμηνεία θα έδινε αυτή την φορά.

«Είδα ότι βρισκόμουν στην μέση ενός απέραντου βυθού. Δεν πνιγόμουν, ούτε ένιωθα ότι μου λείπει ο αέρας. Δεν ξέρω αν ήμουν δύτης ή ψάρι όμως κοίταξα προς τα κάτω και ο βυθός ήταν απύθμενος, έμοιαζε με άβυσσο. Κοίταξα προς τα πάνω και είδα ένα κομμένο συρματόπλεγμα, που κάπως οριοθετούσε τον χώρο. Πάνω από το συρματόπλεγμα το νερό ήταν πιο φωτεινό, σαν να ήταν μέρα, όμως η επιφάνεια ήταν τόσο μακριά που το φως του ήλιου με δυσκολία την διαπερνούσε. Έκανα μια προσπάθεια να κολυμπήσω προς το φως χωρίς επιτυχία. Δεν μπορούσα να μετακινηθώ ούτε προς τα πάνω ούτε προς τα κάτω. Δύο δύτες εμφανίστηκαν από το πουθενά και μου μίλησαν. Δεν ξέρω πως ήταν δυνατόν να μιλάνε μέσα στο νερό, πάντως αυτοί με χαιρέτησαν με το όνομα μου.

Που ξέρετε πως με λένε; Ξέρουμε για σένα περισσότερα από όσα γνωρίζεις εσύ για τον εαυτό σου. Για παράδειγμα; Για παράδειγμα, όταν ήσουν μικρή οι γονείς σου σε έδωσαν για υιοθεσία για κάποια χρόνια. Μετά σε πήραν πίσω. Αποκλείεται να συνέβη κάτι τέτοιο. Θα το θυμόμουν… Πάνε χρόνια. Το έχεις σβήσει απ’ τη μνήμη σου. Το έχεις απωθήσει. Δεν θυμάσαι πως σε άφηναν πάρα πολλή ώρα μόνη σου και πως δεν σε πρόσεχαν ιδιαίτερα. Μια μέρα χάθηκες στο δρόμο κι ένας αστυνομικός σε βρήκε, σε πήρε από το χέρι, σε πήγε σε μία γυναίκα και της είπε να σε προστατέψει. Έτσι για κάποια χρόνια, σε είχε εκείνη. Άλλωστε, μου είπε, τους βόλευε να σε αναθρέψει κάποιος άλλος.

Αν και οι γονείς μου ήταν μία ζωή δίπλα μου και δεν είχα κανένα λόγο να τους πιστέψω, στιγμιαία μου ήρθε στο μυαλό η εικόνα του αστυνομικού. Σαν να θυμήθηκα και το μέρος που με βρήκε, στο πάρκο πάνω από την εκκλησία της γειτονιάς μου. Μετά μου ήρθαν στο μυαλό κάποιες σκόρπιες εικόνες από την παιδική μου ηλικία, όπως να κάθομαι παρέα με τη φανταστική μου φίλη και την κούκλα μου και να τους περιγράφω ένα σωρό φανταστικές περιπέτειες. Που ήταν όλοι οι άλλοι, τότε; Δεν μπορούσα να θυμηθώ. Ξαφνικά τα λόγια τους άρχισαν να ακούγονται πιο αληθινά, και γι’ αυτό ακόμα πιο τρομερά. Παρόλα αυτά, μου ήταν αδύνατο να παραδεχτώ κάτι τόσο φοβερό κι έτσι επέμεινα ότι έκανε λάθος. Τότε ο ένας από τους δύο μου έφερε κάτι καφάσια με χαρτιά. Τα χαρτιά ήταν γραμμένα. Άλλα χειρόγραφα και άλλα τυπωμένα.

Είναι στη σειρά, είναι η ιστορία σου, διάβασε την.

Εγώ κοίταξα με έκπληξη τα χαρτιά. Πως γίνεται να αντέχουν μέσα στο νερό και να μην λιώνουν, να μην σκορπίζονται; Σε ένα από τα καφάσια, η πιο πάνω σελίδα έμοιαζε να είναι απόκομμα από εφημερίδα. Την έπιασα στο χέρι μου και έτριψα το χαρτί της. Δεν έλιωνε.

Τι λέει; με ρώτησαν. Δεν θυμάμαι να κοίταξα καν τι έγραφε. Δεν ξέρω. Δεν θα την διαβάσεις; Όχι .Δεν θέλω να ξέρω.

Και κάπως έτσι ξύπνησα.

Ο Πήτερ με κοίταξε σκεπτικός και έξυσε το αξύριστο πηγούνι του.

«Αποκλείουμε το ενδεχόμενο να είχε συμβεί πράγματι κάτι τέτοιο; Μια τραυματική εμπειρία εγκατάλειψης την οποία να έχει διαγράψει από την μνήμη της;»

«Δεν γνωρίζω κάτι τέτοιο. Δεν μπορώ να αποκλείσω τίποτα, δεν ξέρω πολλά για την οικογένεια της. Από διάσπαρτες κουβέντες μας ότι έχω πιάσει, αλλά από αυτές είχα βγάλει το συμπέρασμα ότι είναι από ενωμένη κι αγαπημένη οικογένεια.»

Αποφασίσαμε να υποθέσουμε ότι το όνειρο της αγαπημένης μου δεν είχε καμία σχέση με την πραγματικότητα και δεν βασιζόταν σε εμπειρίες ή παλαιότερα γεγονότα. Κάνοντας μία τέτοια υπόθεση, αναρωτηθήκαμε τι θα μπορούσε να περιγράφει το όνειρο;

«Μια τραυματική εμπειρία, την οποία συνειδητά ή ασυνείδητα διαγράφουμε από την μνήμη μας. Κάποια στιγμή όμως, με κάποια αφορμή, καλούμαστε να την ανακαλέσουμε. Ίσως γιατί η εμπειρία υποβόσκει και επιδρά σιωπηλά στην καθημερινότητα μας. Ίσως γιατί αν δεν την αντιμετωπίσουμε, να επηρεάσει, ή ακόμα και να καθορίσει, το μέλλον μας..» μονολόγησε. «Το ενδιαφέρον είναι ότι δεν ήθελε να δει το παρελθόν, αλλά δεν ήθελε να δει ούτε το μέλλον της. Πλήρης άρνηση».

«Είχε συγκεντρώσει την προσοχή της στο φαινομενικά ανεξήγητο. Κοίταζε το χαρτί που δεν έλιωνε και όχι αυτό που το χαρτί έγραφε» συμπλήρωσα κι ένιωσα εκείνη την γνωστή ταχυπαλμία που με πιάνει όταν ενθουσιάζομαι.

«Κοίταζε την παρουσία κι όχι την ουσία». Ο Πήτερ έκανε μια μικρή παύση και χαμογέλασε. Με την καρέκλα του τσούλησε προς το γυάλινο λαβύρινθο στην μέση του εργαστηρίου. Το ποντικάκι είχε φτάσει στο μοχλό κι ήταν έτοιμο να το πατήσει. «Έμαθες εξυπνούλη πώς να κερδίζεις το τυράκι σου… Λοιπόν άκου. Μου ήρθε τώρα. Το χαρτί που δεν λιώνει είναι το γονίδιο. Αυτό γράφει το μέλλον μας. Όταν το γονίδιο είναι μεταλλαγμένο, το μέλλον μας ενδεχομένως να καθορίζεται και από το παρελθόν μας… Κάτι συμβαίνει στο παρελθόν το οποίο ενεργοποιεί την πάθηση στο μέλλον.»

«Αυτό είναι… ε; Θα μπορούσε…» φώναξα, μετανιώνοντας απευθείας για τον επιπόλαιο ενθουσιασμό μου. «Ίσως, γι’ αυτό ενώ πολλοί άνθρωποι έχουν το γονίδιο και συνεπώς την προδιάθεση, δεν αποκτούν ποτέ τη νόσο. Δεν δίνεται η αφορμή ενεργοποίησης της».

«Η’ δίνεται, αλλά γίνεται έγκαιρα αντιληπτή και αντιμετωπίζεται. Θα μπορούσε λοιπόν ένα γεγονός να προκαλεί τέτοιο σοκ στον οργανισμό που να οδηγεί είτε σε διακοπή του μηχανισμού ελέγχου του εγκεφάλου ή σε αποσυντονισμό του ενδοκρινικού συστήματος ή… δεν ξέρω. Πρέπει να το σκεφτούμε πάντως κι αυτό το ενδεχόμενο»

«Πρέπει. Αλλά μήπως χαθούμε;» ανησύχησα. Ως καθηγητής γνωρίζω την πολυπλοκότητα των σχέσεων και οφείλω να είμαι πιο συγκρατημένος από τον μαθητή μου.

«Αντιθέτως. Εγώ πιστεύω πως μόλις βρήκαμε τον δρόμο» απάντησε. Το μάτια του άστραφταν από τον ενθουσιασμό και τον έκαναν να μοιάζει ακόμα πιο παρανοϊκός από ότι συνήθως.

«Μα, δεν είναι παράλογο να στηριζόμαστε σε όνειρα για να διαλέξουμε κατεύθυνση;»

«Όχι, αν υποθέσουμε ότι εγώ ξεκινάω από το πιστεύω και εσύ από το αμφισβητώ, τότε αυτό που ψάχνουμε είναι το σημείο όπου οι δρόμοι μας τέμνονται. Εκεί βρίσκεται η αλήθεια. Αλλά μέσα στο αχανές και ακατανόητο σύμπαν της ύπαρξης μας, χρειάζεται υπομονή για να μπορέσουμε να την βρούμε και φαντασία για να μπορέσουμε να την αναγνωρίσουμε.»

Η υπομονή δεν είναι ένα από τα προσόντα μου, έτσι άφησα τον τρελό στο εργαστήριο και γύρισα σπίτι να κάνω αυτό που από βδομάδες σκέφτομαι πως πρέπει να κάνω. Να αρχίσω να καταγράφω αυτά που μου συμβαίνουν. Δεν κρατούσα ποτέ ημερολόγιο. Το έβρισκα κοριτσίστικο και εγωκεντρικό να καταγράφεις τις λεπτομέρειες της καθημερινότητας σου λες κι έχουν ή θα αποκτήσουν ποτέ την παραμικρή αξία. Αν άκουγα την λογική μου ακόμα ανούσιο θα το έβλεπα. Όμως, τελευταία η λογική ως έννοια γίνεται όλο και πιο αυθαίρετη στο μυαλό μου..


2.6.1992

Αγαπημένο μου ημερολόγιο.

Σήμερα η μέρα μου ήταν σχετικά καλή. Στο σχολείο όλα πήγαν καλά. Στα Γερμανικά τα πήγα πολύ καλά με εξαίρεση ότι στο διάλειμμα τα αγόρια (τα κωλόπαιδα) με φώναζαν ουραγκοτάγκο. Το μεσημέρι όταν γύρισα από το σχολείο πάνω στο τραπέζι ήταν ένα πιάτο με ψαρόσουπα. Δεν έφαγα αλλά το βράδυ ήμουν αναγκασμένη. Σχεδόν όλη την ημέρα καθόμουν στη βεράντα. Θυμόμουν πέρσι τον Ιούλιο που είχαν βάλει την βόμβα έξω απ’ το σπίτι μας. Από τρίχα την γλίτωσα! Κάθε μέρα έλεγα στον αδελφό μου να κοιμηθούμε στο σαλόνι αλλά εκείνος έπρεπε να διαβάσει κι έτσι κάθε φορά μου έλεγε όχι. Πως του ήρθε όμως εκείνο το βράδυ και μου είπε από μόνος του! Μου έβαλε το ραντζάκι και αυτός κοιμήθηκε στον καναπέ. Δεν μου έκανε τη χάρη όμως να πούμε τραγούδια μέχρι αργά. Δεν πειράζει. Το πρωί λίγο πριν ξυπνήσω, είδα στον ύπνο μου πως πήρε τηλέφωνο η θεία μου η Χρυσή και μου είπε πως άκουσε στην τηλεόραση αυτό που έγινε και ανησύχησε και πήρε να δει αν είμαστε καλά. Ακουγόταν πολύ ανήσυχη πράγματι. Της είπα πως είμαστε καλά αλλά ήθελε να μιλήσει οπωσδήποτε στη μάμα. Το όνειρο ήταν τόσο ζωντανό που όταν φώναξα μαμά μαμά, ξύπνησα από την φωνή μου και συνέχισα να το φωνάζω και στον ξύπνιο μου. Ο μπαμπάς μου μ’ άκουσε και μου απάντησε ότι η μαμά δεν ακούει γιατί είναι στο πίσω μπαλκόνι. Με το που μου το λέει αυτό ακούγεται ένα τρομερό μπαμ, φοβερό, και ένα βουητό κ κάτι σαν να φύσηξε στα αυτιά μου και στα μάτια μου, και είδα όλα τα τζάμια από τα παράθυρα να σπάνε και χιλιάδες κομμάτια να πετάγονται στον αέρα και φοβήθηκα τόσο που έπεσα κάτω και κρύφτηκα κάτω από το ραντζάκι μου. Δεν κράτησε πολύ αλλά μόλις τελείωσε η γειτονιά ούρλιαξε. Εγώ πρώτα σκέφτηκα τον αδερφό μου αλλά ευτυχώς έλειπε στο φροντιστήριο. Όλοι ήμασταν καλά εκτός από το σκυλάκι μου τη Ντόλη που πάτησε τα γυαλιά και έτρεχαν αίματα από το ποδαράκι της. Μετά η μαμά μας έδειξε το κρεβάτι μου που ήταν μπροστά στην μπαλκονόπορτα. Όλα τα γυαλιά έπεσαν και καρφώθηκαν στο στρώμα και το τρύπησαν. Από θαύμα σώθηκα. Εγώ είπα πως ο αδερφός μου μ’ έσωσε, αλλά η μαμά κι οι θείες κι η γιαγιά μου είπανε πως πάντα με προστατεύει η Παναγία. Όλα αυτά όμως ήταν πέρσι. Τώρα είναι αργά και πρέπει να κοιμηθώ μέσα στο ζεστό δωμάτιο. Αύριο πάλι σχολείο!

Με αγάπη! Μ


19/08/2008 Τρίτη 21:23

Δεν ξέρω αν στα ημερολόγια το κάνουν αυτό, να μπερδεύουν το παρόν με το παρελθόν, αλλά προτού πάρω φόρα και αρχίσω να γράφω για το σήμερα νομίζω πως πρέπει πρώτα να καταγράψω το χθες. Έχω ανάγκη να βγάλω αυτά που έχω μέσα μου. Να πω ποιος είμαι. Από πού ξεκίνησα. Πως κατέληξα εδώ.

Λοιπόν. Στα βαθιά… Καλοκαίρι του 1977. Καθόμουν στο μπαλκόνι όταν η μάνα μου άρχισε να μου φωνάζει απ’ την κουζίνα.

«Ματίας! Ματίας; Έλα μέσα! Ο πατέρας σου θέλει να σου μιλήσει» Πήγα αλλά όχι για να του μιλήσω. Ήθελα να βάλω πάγο στη λεμονάδα μου.

«’Αντε πάλι. Θα τα πούμε μια και καλή όταν γυρίσει» απάντησα αδιάφορα. Ο πατέρας μου δούλευε στα ορυχεία χαλκού στην Ατακάμα, αρκετά μακριά από την Αντοφαγκάστα. Τις περισσότερες φορές έμενε στο Κοπιαπό κι ερχόταν σπίτι μόνο το Σαββατοκύριακο. Κάθε βράδυ ανελλιπώς, γύρω στις 20.00, έπαιρνε τηλέφωνο να με ρωτήσει πως πήγε το σχολείο. Αν και ποτέ δεν το παραδέχτηκα, είχε καταλάβει ότι είχα προβλήματα με τους συμμαθητές μου κι είχε μια τεράστια φοβία μην τυχόν και εγκαταλείψω τα μαθήματα μου. Πίστευε ότι ήμουν κάποια μεγάλη διάνοια κι έλεγε σε όλους ότι μια μέρα «αυτό το παιδί θα ανακαλύψει το Θεό». Όταν τον άκουγα να το λέει, επειδή ήμουν μικρός ακόμα και μαθημένος να πιστεύω, μου φαινόταν περίεργο που περίμενε να ανακαλύψω κάτι που ήδη υπάρχει. Αργότερα, αφού πέθανε, κατάλαβα τη σοφία του και πόσο μπροστά έβλεπε. Τότε, αν και τον αγαπούσα πολύ, μ’ εκνεύριζε με την απλότητα και την αγαθοσύνη του. Βέβαια τότε μ’ εκνεύριζαν τα πάντα. Θύμωνα για το τίποτα. Ένιωθα ότι συνεχώς με διέκοπταν από αυτό που έκανα, ακόμα και αν δεν έκανα απολύτως τίποτα. Μπορεί απλά να σκεφτόμουν. Σκεφτόμουν με τις ώρες. Τις λύσεις των προβλημάτων στα μαθηματικά, την Σόφι που με σιχαινόταν, τον Μάρκο που έπρεπε να με δείρει για να πάει καλά η μέρα του, εκείνο το αστέρι που τρεμοσβήνει, την θεωρία της σχετικότητας, το φαγητό μας που είχε την ίδια γεύση κάθε μέρα ανεξάρτητα αν ήταν κρέας ή ψάρι. Κι ο πατέρας μου ήθελε πάλι να μιλήσουμε.

«Ο πατέρας σου θέλει να σου μιλήσει» μου είπε ξανά.

«Πες του όλα καλά στο σχολείο, θα πούμε την Παρασκευή!» απάντησα ακόμα πιο αποφασιστικά αυτή τη φορά. Θυμάμαι ότι πρόσεξα ότι δεν κρατούσε πια το ακουστικό, το είχε ήδη κλείσει όταν μου είπε για δεύτερη φορά να του μιλήσω, όμως πριν προλάβω να το επεξεργαστώ η βόμβα έσκασε στα χέρια μου.

«Όχι αυτός ο πατέρας αγάπη μου. Ο πραγματικός σου πατέρας θέλει να σε γνωρίσει. Να του πω να περάσει αύριο το απόγευμα;» Η μητέρα μου δεν είχε ποτέ ιδιαίτερη αίσθηση του χιούμορ και σκέφτηκα ότι μάλλον προσπαθούσε να αστειευτεί.

«Τι αστείο είναι αυτό τώρα;»

«Είναι πολύ πλούσιος. Βασικά, είναι θαύμα που ξαφνικά αποφάσισε να σε γνωρίσει. Μην ανησυχείς όμως, ο πατέρας σου το ξέρει».

Και έτσι, με τον πιο φυσικό τρόπο και σαν να ήταν το συνηθέστερο πράγμα στον κόσμο η μητέρα μου αποκάλυψε ότι ήμουν το μπάσταρδο παιδί κάποιου άγνωστου - σε μένα τουλάχιστον - πατέρα. Δεν μπορώ να περιγράψω το δράμα που βίωσα, ίσως γιατί δεν το θυμάμαι πια, πάνε χρόνια από τότε, ίσως γιατί ποτέ δεν το ένιωσα. Ούτε πόνεσα, ούτε έκλαψα, ούτε φώναξα, το μόνο που θυμάμαι να έπαθα είναι ότι δεν μπορούσα να μιλήσω. Σαν να μουγγάθηκα. Κι επειδή δεν μπορούσα να κάθομαι εκεί βουβός, βγήκα από το σπίτι τρέχοντας. Καβάλησα το ποδήλατο μου με σκοπό να φτάσω ως την Ατακάμα. Ήθελα να πάω να βρω τον πατέρα μου και να τον πάρω να κάτσουμε μαζί σε μια πέτρα στην Vale de la Luna και να δούμε το ηλιοβασίλεμα. Λες και τον έχανα ένιωθα. Φυσικά δεν έφτασα ποτέ. Τα έφτυσα από αφυδάτωση στην μέση του πουθενά και την δύση του ήλιου την είδα σαν σωτηρία από την ζέστη. Το μόνο που σκεφτόμουν ήταν που να βρω νερό. Βέβαια, σε μια βαρυσήμαντη δήλωση που έκανα αργότερα στο Μάικ είπα ότι εκείνη την μέρα με τον ήλιο που έδυε, έδυε και η ζωή μου στην Χιλή. Ίσως και να ήταν έτσι, αλλά στην πράξη το μόνο που ήθελα ήταν να καταφέρω να γυρίσω σπίτι χωρίς να ρίξω τα μούτρα μου να πάρω τηλέφωνο την μάνα μου να έρθει να με πάρει.

Μου πήρε ώρες αλλά τα κατάφερα. Όταν έφτασα σπίτι με περίμενε η θεία Παολίνα. Με την θεία μου, αλλά κυρίως με τον γιο της, τον ξάδερφό μου τον Μάικ, ήμασταν πάρα πολύ δεμένοι. Γι’ αυτό την είχε φωνάξει η μάνα μου, για να μου εξηγήσει όσα η ίδια δεν μπορούσε. Βέβαια η υποδοχή δεν ήταν καλή.

«Έλα δω να τα πούμε! Τι πράγματα είναι αυτά; Να εξαφανίζεσαι τόσες ώρες…» μου φώναξε τραβώντας με από το τσουλούφι προς το σαλόνι. «Να μας τρελάνεις τελείως θες;»

«Ποιος προσπαθεί να τρελάνει ποιον; Μου ανακοινώνετε ότι έχω άλλο πατέρα μετά από 15 χρόνια και θέλετε να είμαι καλά;»

«Σιγά μην βάλεις και τα κλάματα! Σήμερα έγινες πλούσιος και παραπονιέσαι κιόλας. Βλάκα!» μου είπε με αφοπλιστική άνεση και μου τράβηξε ένα παιχνιδιάρικο, σαν χάδι, χαστούκι στο μάγουλο. «Κάτσε κάτω, θα στα πω εγώ όλα. Να πάρε… έχω πιει ένα μπουκάλι μέχρι να γυρίσεις» μου είπε και μου έδωσε ένα ποτήρι ουίσκι. Δεν είχα πιει ποτέ ξανά τόσο δυνατό ποτό, με την δίψα που είχα όμως το κατέβασα όλο μονομιάς. Φυσικά μέθυσα, αλλά ίσως ήταν καλύτερα έτσι. Όταν είσαι μεθυσμένος κι έρχονται τα πάνω κάτω σου φαίνεται φυσικό. Και για μένα όλα θα άλλαζαν.

Μέχρι τότε ήξερα ότι γονείς μου ήταν η Μαρτίνα και ο Αλβάρο Αρνίσι. Ο πατέρας μου γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Σαντιάγκο αλλά ως πάμφτωχος «μεστίζο» μετακόμισε στην Αντοφαγκάστα στα τέλη του 1961 για να δουλέψει στα ορυχεία της Ατακάμα. Τον Μάρτιο του 1962 γνώρισε την μητέρα μου, ερωτεύτηκαν κεραυνοβόλα και παντρεύτηκαν τον επόμενο μήνα. Εκείνος ήταν 17 κι εκείνη 21. Εγώ γεννήθηκα 7 μήνες μετά, στις 21 Νοεμβρίου 1962. Έτσι απλά.

Σήμερα, απορώ πως και ποτέ δεν αναρωτήθηκα πως ο κατά τ’ άλλα αυστηρός παππούς μου επέτρεψε στην μητέρα μου να παντρευτεί έναν νεότερο, και ακόμα φτωχότερο, από εκείνη άνδρα. Δεν σκέφτηκα ποτέ την πιθανότητα να τους προξένεψε ο ίδιος ο παππούς μου, και φυσικά δεν θα μπορούσε ποτέ να περάσει από το μυαλό μου ότι δεν γεννήθηκα πρόωρα γιατί η μητέρα μου ήταν ήδη έγκυος όταν παντρευτήκανε. Κι ας άκουγα σ’ όλη μου την ζωή να σχολιάζουν πως παρόλο που ήμουν τεράστιο μωρό τελικά δεν αναπτύχθηκα όσο θα περιμένανε. Επίσης, τραγικό, δεν αμφισβήτησα ποτέ ότι τα μπλε μάτια μου ήταν δώρο Θεού. Γιατί πως θα μπορούσε να είναι οτιδήποτε άλλο αφού τα μπλε μάτια δεν είναι ένα χαρακτηριστικό που θα μπορούσα να έχω κληρονομήσει από τους γηγενείς Χιλιανούς προγόνους μου. Ο παππούς μου, από την πλευρά της μητέρας μου μιλάμε πάντα γιατί του πατέρα μου τους γονείς δεν τους ήξερε κανείς, ούτε ο ίδιος, ήταν μεστίζο, ενώ η γιαγιά μου ήταν Μαπούτσε. Μάλιστα η μάνα της και προγιαγιά μου, την οποία την πρόλαβα για λίγο γιατί έζησε ως τα 105, ανήκε στις ιέρειες της φυλής και όταν με είδε με πήρε, λένε, αγκαλιά και με πήγε σε ένα λόφο πιο κάτω από το σπίτι μας και με σήκωνε προς τον ουρανό και ξεφώνιζε για το «θεόπεφτο» παιδί με τα μπλε μάτια.

Η γιαγιά μου από την άλλη, η οποία είχε γίνει καθολική, για χάρη του παππού μου, είχε την ιδέα να πάρει την μητέρα μου που μόλις είχε γεννήσει και να πάνε στο Μεξικό να προσκυνήσουν την Παναγία της Γουαδελούπης και να την παρακαλέσουν να μείνουν τα μάτια μου μπλε και τα μαλλιά μου ανοιχτόχρωμα. Εκείνη την περίοδο, ίσως και κανένα χρόνο πριν γεννηθώ ο Πάπας Ιωάννης είχε ανακηρύξει την Παναγία της Γουαδελούπης προστάτιδα της Αμερικής κι η δημοτικότητα της, που ήδη ήταν τεράστια στην λατινική Αμερική, πήρε ακόμα μεγαλύτερες διαστάσεις. Τον Δεκέμβριο του 1962, παρά το κόστος του ταξιδιού ο παππούς μου τις άφησε να πάνε, κι η μητέρα μου για χρόνια έλεγε για το πώς της φάνηκε ότι η Παναγία πάνω στο θαυματουργό μανδύα έσκυψε καταφατικά το κεφάλι της στις παρακλήσεις της.

Φυσικά, δεν χρειαζόταν θαύμα για κάτι τέτοιο καθώς τόσο τα μάτια μου όσο και το μεγαλύτερο μέρος του γενετικού μου κώδικα ανήκαν στον Τζωρτζ Ζαχαράκη, έναν έλληνα καπετάνιο που έμενε ακριβώς απέναντι από το πατρικό της μητέρας μου. Η θεία μου είπε ότι αυτός κι η μητέρα μου φλέρταραν πολύ καιρό αλλά ο παππούς μου αντιδρούσε στη σχέση τους γιατί εκτός του ότι ήταν 15 χρόνια μεγαλύτερος της, ήταν και παντρεμένος με κάποια όμορφη αριστοκράτισσα από το Σαντιάγκο. Ο Καπετάνιος δεν είχε ιδιαίτερα μεγάλο παράστημα, αλλά έδειχνε καλλιεργημένος, ήταν γοητευτικός, επίμονος και πειστικός. Είχε μεγάλη επιτυχία στις γυναίκες της Αντοφαγκάστα και την εκμεταλλευόταν στο έπακρο. Στην μητέρα μου έλεγε ότι οι σχέσεις του με την σύζυγο του είχαν διακοπεί από καιρό, αλλά τα πεθερικά του λόγω αυστηρού καθολικισμού δεν μπορούσαν να αποδεχτούν ένα διαζύγιο στην οικογένεια. Τουλάχιστον όχι ακόμα, και θα έπρεπε να κάνει υπομονή. Η αλήθεια είναι ότι ακούγοντας όλα αυτά απόρησα.

«Κι αυτή τον πίστευε;» Εγώ, την μητέρα μου την ήξερα δυναμική και κυνική. Βασικά, ήταν μία πολύ σκληρή γυναίκα.

«Οι άνθρωποι γίνονται σκληροί στην πορεία» μου απάντησε διαβάζοντας την σκέψη μου. «Η αλήθεια είναι ότι προσπαθούσε να ξεκόψει, αλλά όποτε τον χώριζε αυτός καθόταν έξω από το μπαλκόνι της και τραγουδούσε με τις ώρες. Δεν καταλαβαίναμε τα λόγια, γιατί τραγουδούσε τραγούδια της πατρίδας του, αλλά είχε μια φωνή που αντιλαλούσε στα κενά της ψυχής σου. Περίμενα πως και πώς να καυγαδίσουνε για να τον ακούσω να τραγουδάει. Και δεν τον συμπαθούσα καν. Σκέψου αυτή πως θα έλιωνε… αργά η γρήγορα έβγαινε στο μπαλκονάκι της, έσκυβε πάνω από τα δεκάδες γλαστράκια που τις είχε χαρίσει και τον κοιτούσε χωρίς να του μιλάει. Τον άφηνε να ικετεύει τραγουδώντας. Τον τρέλαινε αυτό. Είσαι η Παναγία μου, της έλεγε...»

«Παναγία του έλεγε την ερωμένη του;»

«Ε όχι, δεν ήταν κι ερωμένη του! Εμείς τα συζητάγαμε όλα. Και ξέρεις εγώ ψέματα δεν λέω. Άλλωστε θα τα έχεις ακούσει. Εγώ ήμουν η ζωηρή της οικογένειας. Εγώ δεν λογάριαζα κανέναν. Αλλά η μάνα σου δυο χρόνια τον είχε στο περίμενε. Μέχρι που τον βάλανε καπετάνιο σ’ ένα κρουαζιερόπλοιο. Κι άλλο να πηγαινοέρχεται στην Αντοφαγκάστα με πλοία που κουβαλούσαν πέτρες και σίδερα, κι άλλο να πηγαινοέρχεται Σαντιάγκο – Μπουένος Άιρες, καπετάνιος σε υπερπολυτελή πλοία γεμάτα με πλούσιες τουρίστριες. Φοβήθηκε ότι θα τον χάσει. Και έτσι…»

«Και έτσι;! Με παντρεμένο καπετάνιο που έφευγε για κρουαζιέρα; Η δική μου η μητέρα που την σφαλιάρα την είχε έτοιμη με το που θα ύψωνα τον τόνο της φωνής μου;» διαμαρτυρήθηκα.

«Καλά σου έκανε. Εσύ μόνο με το ξύλο γινόσουν άνθρωπος. Μας το ‘χε πει κι εκείνος ο Αιγύπτιος γυμναστής που είχες στην έκτη δημοτικού. Μας είχες έρθει σπίτι κλαμένο και σκεβρωμένο από τις σφαλιάρες του κι ήσουν για λύπηση. Πήγα κι εγώ με την μάνα σου να διαμαρτυρηθούμε και μας λέει Εγκώ πταίει…που τέλει κάνει ατό άντρωπο, αλλά ατό είναι σκουλήκι! Σαν να τον ακούω, καλά να’ ναι!»

«Ας είναι. Θες να πιστέψω ότι έμεινε έγκυος με την πρώτη;»

«Δεν έμεινε έγκυος. Την άφησε έγκυο. Επίτηδες. Δεν έγινες από λάθος αγάπη μου, απλά πίστεψαν ότι έτσι θα επιτάχυναν τις διαδικασίες του διαζυγίου. Βλέπεις αυτός δεν είχε άλλα παιδιά. Παράτολμο; Ρομαντικό; Όπως θες πες το. Εγώ πάντως τότε το είπα ηλίθιο.»

Και είχε δίκιο να το πει έτσι. Παρόλο που ο Τζωρτζ υποσχέθηκε στην μητέρα μου να γυρίσει προτού αρχίσει να φαίνεται η κοιλιά της, δύο μήνες πέρασαν χωρίς σημάδι επιστροφής. Όταν ο παππούς έμαθε ότι η μητέρα μου ήταν έγκυος βγήκε εκτός εαυτού. Ήδη έξαλλος με την φιλελεύθερη συμπεριφορά της θείας μου, ο θυμός και η ντροπή του στράφηκαν βίαια στην κακομοίρα τη γιαγιά μου. «Η μάνα ευθύνεται για την ανατροφή των παιδιών». Την έδειρε τόσο πολύ, που μέχρι να πεθάνει η γιαγιά μου όποτε άλλαζε ο καιρός πονούσε ολόκληρη και καταριόταν τον άντρα της ότι αυτός έφταιγε. Το θυμάμαι αυτό. Δεν ήξερα τι ακριβώς είχε συμβεί αλλά ήξερα ότι κάποτε την είχε χτυπήσει τόσο άγρια που το κορμί της δεν το ξεπέρασε ποτέ. Και λέω το κορμί, γιατί η γιαγιά μου τον λάτρευε «τον γέρο» της. Μια φορά, με αφορμή τους πόνους της και τις κατάρες, την ρώτησα πως μπόρεσε να μείνει μαζί του αφού της έκανε κάτι τόσο βάρβαρο.

«Τον συγχώρησα παιδί μου» μου είπε «Οι άνθρωποι κάνουν αυτά που τους έκαναν, δεν το θέλουν. Απλά δεν μπορούν να κάνουν αλλιώς. Κι ο γέρος μου βασανίστηκε». Προφανώς αναφερόταν στο διάστημα που ο παππούς μου ήταν στην Αμερική. Είχε πάει να δουλέψει σε ορυχεία εκεί, αλλά από ότι άκουσα κρυφά ένα βράδυ, οι συνάδελφοι του, του έκαναν φριχτά πράγματα. Ίσως γι’ αυτό όταν γύρισε παντρεύτηκε την γιαγιά μου που ήταν ιθαγενής. Είχε ματώσει τόσο από το ρατσισμό, που όταν επέστρεψε ήθελε να σώσει όποιον μπορούσε. Και η γιαγιά μου κατά κάποιο τρόπο πίστευε ότι την έσωσε. Παρά το ξύλο που της έριχνε κατά καιρούς.

Η μητέρα μου λοιπόν, μετά από όλα αυτά, έγραψε ένα γράμμα στο Τζωρτζ, όπου του περιέγραφε την κατάσταση και τον ικέτευε να γυρίσει το συντομότερο δυνατό στην Αντοφαγκάστα. Δύο βδομάδες αργότερα έλαβε ένα τηλεγράφημα με το οποίο την ενημέρωνε ότι είναι στην Αργεντινή και της ζητούσε να παραμείνει δυνατή μέχρι να επιστρέψει με το διαζύγιο.

Ο παππούς μου, ο οποίος δεν εμπιστευόταν καθόλου τον Τζωρτζ, αποφάσισε να πάρει την κατάσταση στα χέρια του. Ζήτησε από τον Αλβάρο, που εργαζόταν μαζί του στα χαλκωρυχεία, να αποκαταστήσει την έγκυο κόρη του. Σαν αντάλλαγμα θα του έδινε το σπίτι του κι ότι χρήματα είχε καταφέρει να μαζέψει μέχρι τότε. Δεν ήταν πολλά, αλλά ήταν πολύ περισσότερα από ότι είχε ο Αλβάρο που μετά βίας επιβίωνε. Η θεία μου είπε ότι όταν ο Αλβάρο είδε την μητέρα μου ενθουσιάστηκε, γιατί ήταν πράγματι η ομορφότερη κοπέλα στην Αντοφαγκάστα.

«Μην την βλέπεις τώρα που από τα βάσανα έσπασε και σούφρωσαν τα χείλια της, δεν την αποκαλούσε τυχαία Παναγία του ο άλλος. Είχε μακριά μαύρα κυματιστά μαλλιά και στρογγυλό πρόσωπο σαν φεγγάρι, τα μάτια των ιθαγενών και ένα χαμόγελο αγνό, που μόλις την είδε ο καημένος ο πατέρας σου έμεινε με το στόμα ανοιχτό. Δεν πίστευε στην τύχη του ο ασχημομούρης!»

Ένα δυο μήνες μετά εμφανίστηκε κι ο Τζωρτζ αλλά, όπως πολύ σωστά περίμενε ο παππούς, χωρίς το διαζύγιο. Δεν υπήρχαν πολλά που μπορούσε να κάνει πια κι η μητέρα μου του ζήτησε να εξαφανιστεί από τη ζωή της και να μην την ενοχλήσει ποτέ ξανά. Και πράγματι εξαφανίστηκε εντελώς για δεκαπέντε ολόκληρα χρόνια, μέχρι εκείνη τη μέρα που ζήτησε να με δει. Όταν ακούς μια τέτοια ιστορία για τους γονείς σου σε κατακλύζουν εκατομμύρια σκέψεις. Ανατρέχεις στο παρελθόν και μετράς όλες εκείνες τις φορές που ένιωσες τον πατέρα σου κρύο και απόμακρο. Αρχίζεις να κατακρίνεις την σκληρή στάση της μητέρας σου όποτε διέπραττες κάποιο παιδικό παράπτωμα. Αμφισβητείς τις ηθικές αρχές και τις θρησκευτικές πεποιθήσεις που σου επέβαλλαν να υιοθετήσεις προκειμένου να γίνεις «άνθρωπος και όχι σκουλήκι» σκοτώνοντας πολλές φορές τον παιδικό αυθορμητισμό σου.

Όταν έφυγε η θεία μου ρώτησα τη μητέρα μου γιατί έπρεπε να με μεγαλώσει σε ένα ψέμα. Γιατί να μην μου πει την αλήθεια αλλά να με αναθρέψει με την σκληρή ηθική που κανείς τους δεν διέθετε πραγματικά;

«Ακόμα κι αν είσαι αμαρτωλός, το παιδί σου το μεγαλώνεις να γίνει άγιος. Πρέπει να διδάσκεις το σωστό και όχι το λάθος. Ένα παιδί δεν μπορεί να διαχειριστεί την αλήθεια» μου είπε με τον γνωστό διδακτικό της τόνο. «Δεν θα με κρίνεις εσύ. Έκανα το καλύτερο για σένα, και το ίδιο έκανε και ο πατέρας σου.»

«Ποιος πατέρας;» ρώτησα ειρωνικά. «Ο Αλβάρο ή ο Τζωρτζ;» Αντί για απάντηση πήρα ένα ακόμα χαστούκι, ίσως το δυνατότερο από όλα. Όταν το κεφάλι μου σταμάτησε να γυρίζει, την κοίταξα κατάματα. Δεν είχε καν βουρκώσει. Ο πατέρας μου είχε επιστρέψει σπίτι χωρίς να τον αντιληφθώ.

«Όσοι δουλεύουμε στην Ατακάμα ελπίζουμε μια μέρα να δούμε το Alicanto με τα λαμπερά φτερά του να πετάει από πάνω μας. Και να το ακολουθήσουμε κρυφά ως εκεί που κρύβει το χρυσάφι…» είπε. « Η μητέρα σου ήταν το Alicanto μου».

«Κι αυτό το μισογκρεμισμένο ρημάδι το χρυσάφι σου;» ήμουν πικρόχολος και δηλητηριώδης αλλά πολύ μικρός ώστε να μπορέσω να κρατήσω τον κόσμο μου ανέπαφο.

«Εσύ είσαι το χρυσάφι μου» απάντησε. «Και θα ‘μαι αιώνια ευγνώμων στο παππού σου που μου έδωσαν την ευκαιρία να αποκτήσω μια γυναίκα σαν αυτήν κι ένα γιο σαν εσένα.»

«Μα δεν είμαι γιος σου!»

«Καλύτερα που δεν είσαι. Είσαι καλύτερος από εμένα. Είσαι πιο έξυπνος από εμένα. Είσαι ο καλύτερος μαθητής στην τάξη σου κι εγώ δεν ξέρω καν να διαβάζω. Δεν μπορώ καν να κάνω παιδιά. Ο Θεός με ευλόγησε με την ευτυχία κάποιου άλλου» είπε. «Αλλά δεν κατάφερα να κάνω την περιουσία που έκανε ο καπετάνιος. Κι αν σε θέλει κι αυτός, γιος του είσαι και δεν μπορώ να σου στερήσω αυτά που έχει να σου προσφέρει. Δεν έχω λεφτά να σε στείλω στο πανεπιστήμιο…»

«Δεν έχουμε ανάγκη τα λεφτά του. Υπάρχουν υποτροφίες.» Σε αντίθεση με την μητέρα μου, ο πατέρας μου ξέσπασε σε κλάματα κι εγώ τον αγκάλιασα, περισσότερο με οίκτο παρά μ’ ευγνωμοσύνη. Δεν ξέρω αν έκλαιγε από ντροπή ή από φόβο μην με χάσει. Λένε ότι η Ατακάμα είναι η πιο στεγνή έρημος του κόσμου. Από εκείνη την ημέρα κουβαλάω αυτή την έρημο μέσα μου.

Και να ‘μαι τώρα, 31 χρόνια μετά, και πάλι στην έρημο. Όχι για πολύ ακόμα ελπίζω. Όταν αποφάσισα να κάνω τον επισκέπτη καθηγητή στη μέση ανατολή δεν ήταν αυτό που είχα στο μυαλό μου. Η Ντόχα αναπτύσσεται ραγδαία αλλά δεν είναι Ντουμπάι. Δεν έχει τίποτα απολύτως να κάνεις. Στις αρχές έβρισκα ενδιαφέρον στα μπαρ και στις πισίνες των ξενοδοχείων τους, παρέα με εκπατρισμένες υπαλλήλους των πετρελαϊκών, ζούσα την Ντόλτσε Βίτα που δεν είχα ποτέ. Αλλά όπως είπα ήταν αρχές. Ήμουν φρεσκοχωρισμένος, ήμουν αναγνωρισμένος, μου έδωσαν πολλά λεφτά για τον μισό χρόνο και μια φανταστική σουίτα με θέα στον κόλπο. Η θέα εξακολουθεί να είναι φανταστική, την απολαμβάνω ακόμα, ιδιαίτερα αυτή την ώρα που τα φώτα από τους ουρανοξύστες καθρεφτίζονται στο νερό. Παρόλο που ξέρω ότι σ’ αυτό το νερό δεν ζει τίποτα. Τα ψάρια έχουν βράσει προ πολλού.

Ευτυχώς που δεν μ’ ακούει η Μ, θα μου έλεγε ότι πάλι γκρινιάζω κι αν δεν μ’ αρέσει να σηκωθώ να φύγω. Όλα εύκολα τα έχει αυτή. Θα μου πεις, στην ηλικία της όλα εύκολα φαίνονται. Κανείς έχει χρόνο να κάνει λάθη και να τα διορθώσει, πόσο μάλλον αυτή που την έχουν βολέψει η μαμά κι ο μπαμπάς και κυνηγάει την τέχνη και τα όνειρα. Εγώ δεν είχα ποτέ αυτή την ευχέρεια. Μια ζωή αγωνίζομαι να επιβιώσω και να κατακτήσω πράγματα για τον εαυτό μου και την οικογένεια μου. Δεν παραπονιέμαι όμως, το να γίνεις καθηγητής στο καλύτερο πανεπιστήμιο νευροεπιστημών στον κόσμο στα 28 σου δεν είναι κάτι ευκαταφρόνητο. Κοίτα να δεις… Με τα λόγια ηρέμησα λίγο.


7.1.1993

Άλλη μια μέρα πέρασε. Είναι η τελευταία των διακοπών. Μέχρι χθες δεν είχα κοιμηθεί δυο βδομάδες. Με το που με έπαιρνε ο ύπνος έβλεπα τρομερούς εφιάλτες και ξυπνούσα. Κατάλαβα πως πρέπει να τα συζητάω όλα με τη μητέρα μου. Της τα είπα όλα. Όχι όλα, αλλά της είπα πολλά. Νομίζω δεν θα άντεχε περισσότερα. Με κάποια γέλασε, με κάποια θύμωσε, με κάποια δεν ήξερε πώς να αντιδράσει. Της είπα για την Βασιλική και τα μονόζυγα. Η Βασιλική είναι χοντρούλα και πεινάει νωρίς. Έτσι τρώμε πάντα στο πρώτο διάλειμμα και στο μεγάλο δεν έχουμε λεφτά. Κι η μαμά πάντα μου δίνει ακριβώς για μια τυρόπιττα. Οπότε της είπα που πήγαινα στα μονόζυγα, και όποτε ήταν κανένα αγοράκι εκεί του έδειχνα πως μπορώ να κρεμιέμαι ανάποδα (από τα πόδια) και του έλεγα πως αυτό δεν μπορεί να το κάνει και τον κορόιδευα. Έχουν πλάκα τα αγόρια γιατί ακόμα και τις μαϊμούδες θα κάνουν αν τους προκαλέσεις. Αρκεί να σου αποδείξουν ότι μπορούν. Έτσι κρεμιόντουσαν ανάποδα και τους έπεφταν τα λεφτά από τις τσέπες. Εγώ έφευγα λυπημένη και τσαντισμένη, αυτοί έφευγαν χαρούμενοι, κι ύστερα πήγαινε η Βασιλική και μάζευε τα λεφτά από κάτω. Η μαμά όταν τα άκουσε αυτά, θύμωσε πάρα πολύ και τα έβαλε με τον μπαμπά μου που με έβαζε να βλέπω τον Νονό μαζί του. Ύστερα, της είπα και για τα ποτά. Αυτές τις μινιατούρες τα μπουκαλάκια που έκανε συλλογή, κι εγώ τα έπινα λίγο λίγο κάθε μεσημέρι που πήγαινε για ύπνο. Βέβαια το ήξερε ότι κάποιος της τα άδειαζε γιατί όταν χτίζαμε το σπίτι που μένουμε τώρα, είχε έρθει ο μηχανικός μας στο σπίτι κι ήθελε ουίσκι και δεν είχαμε μεγάλο μπουκάλι και η μαμά του έδωσε μια μινιατούρα. Αυτός το έβαλε στο ποτήρι και όταν δοκίμασε της είπε ότι ήταν τσάι. Η αλήθεια είναι, πως όταν άδειαζαν τα κίτρινα ποτά, γέμιζα τα μπουκαλάκια με τσάι, κι όταν άδειαζαν τα άσπρα τους έβαζα νερό. Τότε είχε γίνει χαμός γιατί νόμιζαν ότι τα έπινε η κοπέλα που μας καθάριζε. Την έδιωξαν. Ήθελα να πεθάνω, δεν είπα τίποτα όμως γιατί θα έτρωγα πολύ ξύλο. Και με βάραινε αυτό γιατί η καημένη ήταν αθώα. Μόλις το άκουσε αυτό η μαμά τρελάθηκε. Φοβήθηκε μην γίνω κι εγώ αλκοολική σαν μια θεία μας και πάλι τα έβαλε με το μπαμπά και το σόι του. Για να την ηρεμήσω της είπα για το άλλο που βασανίζει το μυαλό μου πρόσφατα. Ήξερα ότι αυτό θα την αποσπούσε. Άλλωστε τα ποτά τα έκοψα. Πράγματι η μητέρα μου με αυτό σοκαρίστηκε πιο πολύ από όλα. Μου είπε πως νόμιζε πως ήμουν πολύ μικρή για να βάζω τέτοια πράγματα στο μυαλό μου, αλλά τελικά μεγαλώνω πιο γρήγορα. Μου είπε να μην έχω τύψεις γιατί έτσι είναι η φύση και μου έφερε μια εγκυκλοπαίδεια. Δεν κατάλαβα τι έλεγε, ήταν πολύ επιστημονικό. Απλά κράτησα ότι πρέπει να το βγάλω όσο μπορώ απ’ το μυαλό μου γιατί η σκέψη αυτή μεγαλώνει και πονηρεύει και πρέπει να χαρώ τα τελευταία παιδικά μου χρόνια. Αυτή τη φορά δεν κατηγόρησε το μπαμπά. Δεν μπορούσε. Όλα τα χρόνια καμαρώνει που στην οικογένεια της όλοι έκαναν πολλά παιδιά, και πως ο παππούς ακόμα και στο νοσοκομείο φώναζε την γιαγιά να έρθει να τον «γλυκάνει». Οπότε δεν είπε τίποτα. Συμφωνήσαμε όμως να της τα λέω όλα γιατί η καρδούλα μου είναι ήδη πολύ μεγάλη και δεν πρέπει να την φουσκώνω κι άλλο. Άρα πρέπει να αποφεύγω να κάνω κακά πράγματα, ώστε να μην ντρέπομαι να τα πω. Δεν ξέρω τι θα κάνω τελικά, όμως νιώθω καλύτερα που τα είπα αυτά που είπα. Επιτέλους νυστάζω ξανά μετά από τόσο καιρό!

Με αγάπη!Μ


20/08/2008 Τετάρτη 05:50

Είναι πια χαράματα και είμαι ξύπνιος από τις τρεις που με πήρε η Μ τηλέφωνο. Στην αρχή δεν το σήκωσα αλλά επέμενε να χτυπάει και την λυπήθηκα. Πιο παλιά περίμενα πως και πως αυτή την νυχτερινή κλήση, τώρα πια φοβάμαι να απαντήσω. Τα ερωτικά λόγια που συντηρούν τις σχέσεις εξ αποστάσεως έχουν αντικατασταθεί με τις διηγήσεις των ονείρων της, που ταράζουν την λίγη ώρα που εκείνη κοιμάται και την πολλή ώρα που εγώ είμαι ξύπνιος.

Στην αρχή δεν μου μιλούσε, μόνο ανέπνεε κοφτά και γρήγορα στο ακουστικό. Κατάλαβα ότι είχε δει εφιάλτη πάλι αλλά επειδή χαϊδευόταν σαν μικρό κοριτσάκι είπα να αστειευτώ λίγο μαζί της.

«Δεν σου έχω πει να μην τρέχεις μες τη νύχτα;»

«Δεν σου έχω πει ότι δεν έχεις χιούμορ;»

«Τι έχεις λοιπόν κι είσαι λαχανιασμένη; Σε κυνηγάγανε στον ύπνο σου;»

«Χειρότερα» μου απάντησε. Ύστερα άρχισε τα γνωστά παράπονα ότι της λείπω και ότι μ’ έχει ανάγκη να είμαι κοντά της αλλά εγώ δεν νιώθω το ίδιο και γι’ αυτό δεν κάνω τίποτα για να διορθώσω την κατάσταση. Όσο κι αν με κουράζει η γκρίνια της κάποιες φορές, άλλο τόσο την απολαμβάνω όταν η φωνή είναι βαριά και νυσταγμένη. Ακούγεται σαν χαλασμένο γραμμόφωνο. Περιμένω πως και πως να ακούσω αυτό το απεγνωσμένο «σ’ αγαπώ» στο τέλος της κάθε λογοδιάρροιας της.

«Για αυτό με πήρες μέσα στην νύχτα; Να μου κάνεις παράπονα;» την ρώτησα αυστηρά.

«Όχι, είχα ανάγκη να σε ακούσω και να σου πω πως σ’ αγαπώ».

«Την επόμενη φορά που θα νιώσεις την ανάγκη να με ξυπνήσεις μες την νύχτα πες τρεις φορές την προσευχή σου και πήγαινε ξανά για ύπνο.»

«Μα είδα άσχημο όνειρο κι ανησύχησα!»

«Τελευταία το έχεις ρίξει στα θρίλερ εγώ τι φταίω; Δεν με λυπάσαι μεγάλο άνθρωπο να με ξενυχτάς;»

«Μόνο όταν σε συμφέρει θυμάσαι την ηλικία σου. Καλά λοιπόν…»

«Έλα, μικρό μου… Δεν ήθελα πραγματικά να σε αποπάρω. Έλα πες μου τι είδες να ηρεμήσεις.»

«Όχι, δεν πειράζει. Άσε καλύτερα. Άντε κοιμήσου να ξεκουραστείς.»

«Έλα καρδιά μου, σε παρακαλώ! Αλήθεια, θέλω να τ’ ακούσω.» Δεν δυσκολεύτηκα να την πείσω. Πήρε βαθιά ανάσα και ξεκίνησε.

«Είδα ότι ήμασταν σε ένα λεωφορείο γεμάτο κόσμο. Εσύ καθόσουν σε μπροστινό κάθισμα και εγώ πίσω στο τελευταίο. Κρατούσα ένα μωρό στα χέρια μου. Ήταν δικό μας. Σηκώθηκα για να έρθω κοντά σου, και ενώ περπατούσα προς το κάθισμα σου άκουσα μια γυναίκα να ουρλιάζει. Όσο σε πλησίαζα, τόσο πιο δυνατά ακουγόντουσαν τα ουρλιαχτά. Όταν τελικά έφτασα σε εσένα μας κοίταξες και έβαλες τα κλάματα. Το μωρό μας πέθανε, μου είπες. Κοίταξα το μωράκι που είχα στην αγκαλιά μου. Είχε τα μάτια του κλειστά, αλλά έμοιαζε να κοιμάται. Κοιμάται, σου είπα και πήγα να σε καθησυχάσω απλώνοντας το χέρι μου να σε χαϊδέψω. Εσύ αντί να με αφήσεις άρπαξες το χέρι μου βίαια και με έβαλες να πιάσω το μωρό. Ήταν παγωμένο. Το μωρό μας πέθανε, μου φώναξες. Ξύπνησα από τα κλάματα. Φοβάμαι. Τι λες να συμβεί;»

Το στομάχι μου σφίχτηκε. Προσπάθησα να μείνω ψύχραιμος. Προσπάθησα να βρω τον επιστήμονα μέσα μου. Μπορεί να ήθελε παιδί και να ένιωθε ότι δεν μπορώ να της το προσφέρω. Μπορεί να κρύωνε. Μπορεί να είχε δει καμιά ταινία ή να είχε ακούσει κάποια άσχημη οικογενειακή ιστορία. Προσπάθησα να της εξηγήσω πως ότι έχει συμβεί μέχρι σήμερα και φαίνεται να επιβεβαιώνει τα όνειρα της, είναι είτε σύμπτωση είτε εκείνη υποσυνείδητα τα έκανε να συμβούν. Δεν ξέρω τι είχε στο μυαλό της και είδε αυτό το όνειρο, αλλά πλέον ξέρω ότι κι εγώ νιώθω το ίδιο για αυτήν και τώρα που είμαστε κάπως πιο ήρεμοι και σε γενικές γραμμές καλά μαζί δεν θα άφηνα να πάει τίποτα στραβά.

Της το είπα αυτό, παρόλο που δεν μ’ αρέσει να λέω μεγάλα λόγια. Της είπα επίσης πως όταν βρεθούμε θα πρέπει να συμφωνήσουμε στο τι χρειάζεται να κάνουμε. Θα έρθει Ντόχα ή θα βρεθούμε Αθήνα και θα πάμε μαζί πίσω Βοστόνη; Θα δούμε. Πάντως ακόμα κι αν ανανεωθεί η συνεργασία μου με το εργαστήριο εδώ και πρέπει να πηγαινοέρχομαι μια φορά τον μήνα, δεν είναι και τραγικό. Θα τα καταφέρουμε.

Δυσκολεύτηκε να με πιστέψει αλλά της άρεσε που το άκουγε. Είπαμε πολλές φορές καληνύχτα μέχρι να το πάρει απόφαση και να πάει τελικά για ύπνο. Όταν πια κλείσαμε, έτρεμα ολόκληρος. Ανεξάρτητα από το τι της έλεγα, με το που άκουσα το όνειρο είχα βιολογικά πειστεί ότι κάτι κακό θα συμβεί. Κι αυτό είναι το τραγικό της όλης υπόθεσης. Είναι η δουλειά μου να γνωρίζω πως οι σημαντικές πληροφορίες στην ζωή στοιβάζονται σαν σακιά στις αποθήκες του εγκεφάλου μας κατά την διάρκεια του ύπνου. Tα όνειρα που βλέπουμε όταν κοιμόμαστε δεν είναι τίποτα παραπάνω από αυτά τα «σακιά» τα οποία ανακατατάσσονται σε αποτελεσματικές μορφές και μεταφέρονται μέσω του Ιππόκαμπου στην μακροπρόθεσμη μνήμη μας. Εκεί μετατρέπονται σε γνώση. Έχω άπειρες δημοσιεύσεις πάνω στο ρόλο του Ιππόκαμπου στην δημιουργία μνημών και κατ’ επέκταση στη δημιουργία της γνώσης.

Αλλά η κοπέλα αυτή μου αλλοιώνει την λογική σε τέτοιο βαθμό που τις προάλλες ήμουν έτοιμος να αναζητήσω στο ίντερνετ ερμηνείες ονείρων. Γι’ αυτό ξεκίνησα να γράφω. Ίσως καταγράφοντας όλες αυτές τις πληροφορίες να μπορέσω να ξεχωρίσω τις σημαντικές από τις ασήμαντες και τις λογικές από τις παράλογες. Γι’ αυτό γράφω, για να πνίξω τα φίδια που παίζουν με το μυαλό μου και πλέον αποπροσανατολίζουν και την έρευνα μου. Δεν ξέρω αν θα με βοηθήσει. Πάντως εκείνη τη στιγμή δεν μου ερχόταν να γράψω. Το μόνο που μου ήρθε στο μυαλό ήταν η συμβουλή του ξαδέρφου μου.

«Όταν έχεις στρες δες μια τσόντα».

Είχε δίκιο. Όπως έχει πάντα, τουλάχιστον σε αυτά τα θέματα. Αν και δεν προβλέπεται, εγώ θα δώσω το ιστορικό πίσω από το όνομα σαν να γράφω διήγημα, γιατί ίσως κάποτε πράγματι να αναγκαστώ να το γράψω. Όταν η ακαδημαϊκή μου καριέρα θα έχει καταστραφεί, κάτι που το βλέπω πολύ πιθανό, το χρονικό της τρέλας μπορεί να αποτελέσει ένα ωραιότατο μυθιστόρημα για όσους δεν πιστεύουν εύκολα.

Ο Μάικ λοιπόν, όπως είπα, είναι ο γιος της Παολίνα και είμαστε αχώριστοι από τότε που θυμάμαι. Ήταν ένα τεράστιο και δυνατό παιδί, με πανύψηλα πόδια, τρομαχτικούς μυς, και, ευτυχώς για μένα, όχι ιδιαίτερα έξυπνος στα μαθήματα. Έχει ιδιαίτερα ανεπτυγμένη την συναισθηματική ευφυΐα όμως κι έτσι από μωρά είχαμε αναπτύξει μια αμοιβαία ωφέλιμη σχέση. Εγώ τον βοηθούσα όπου υστερούσε κι εκείνος με προστάτευε. Και χρειαζόμουν προστασία. Για κάποιο λόγο που ποτέ δεν κατανόησα πλήρως, τα παιδιά του σχολείου ήθελαν να μου κάνουν την ζωή δύσκολη. Λες και δεν ήταν ήδη αρκετά επίπονη. Ο Μάικ δεν με προστάτευε μόνο σωματικά αλλά και πνευματικά. Περισσότερο ενστικτώδης παρά σκεπτόμενος, έχει ακόμα και σήμερα, την ικανότητα πολύπλοκα πράγματα να τα παρουσιάζει απλά. Αν δεν ήταν αυτός δεν ξέρω πως θα είχα αντιμετωπίσει την ιστορία με τον Καπετάνιο. Ήταν ο μόνος που έδειχνε να με καταλαβαίνει, αν και σε γενικές γραμμές έδειχνε να τους καταλαβαίνει όλους. Δεν είχε ταμπού κι όλα τα έκρινε από συναισθηματική σκοπιά. Και εκείνος τον έβλεπε σαν τον άνθρωπο που άφησε έγκυο τη μάνα μου, την παράτησε και μετά γύρισε με το θράσος και την εξουσία του χρήματος. Τον έβλεπε έτσι αλλά δεν θεωρούσε ότι υπήρχε κάποιο πρόβλημα σε αυτό. «Και λοιπόν;» ρωτούσε. «Ο καθένας διεκδικεί αυτό που θέλει με όποιο τρόπο μπορεί». Κι ενώ εγώ ορκιζόμουν πως δεν θα έχω ποτέ τίποτα κοινό μαζί του, ο Μάικ ήθελε να του μοιάσει. Το ομολογούσε έμμεσα με τον ενθουσιασμό που περιέγραφε την φήμη του Καπετάνιου, την ομορφιά του και την επιτυχία του στους ανθρώπους.

Μία επιτυχία που πλέον δεν την αποδίδω στα λεφτά, αλλά στην επιμονή του. Την επιμονή που μου περιέγραψε η θεία μου, την βίωσα κι εγώ μετά από εκείνο το τηλεφώνημα. Για βδομάδες ολόκληρες, κάθε μεσημέρι, με περίμενε έξω από το σχολείο για να μου μιλήσει. Τις περισσότερες φορές προσπαθούσα να τον αποφύγω, κάποιες άλλες προτιμούσα να τον αγνοήσω επιδεικτικά. Έστελνα τον Μάικ να δει που έχει παρκάρει το υπερπολυτελές αμάξι του και όταν έβγαινα είτε έφευγα προς την αντίθετη κατεύθυνση προσποιούμενος ότι δεν τον είδα είτε τον κοιτούσα, να δει ότι τον βλέπω, πήγαινα προς το μέρος του αργά και σταθερά, και τη στιγμή που τον έβλεπε ότι ήταν έτοιμος να ανοίξει το στόμα του να μου μιλήσει, γύριζα το κεφάλι μου προς άλλη κατεύθυνση.

Μ’ άρεσε να νιώθω την απογοήτευση του. Ένιωθα νικητής. Όμως τα ωραία διαρκούν λίγο, και έτσι ο αέρας της νίκης σταμάτησε να φυσάει ένα μεσημέρι που καθίσαμε μετά το μάθημα για να παίξουμε ποδόσφαιρο με τα παιδιά της μεγαλύτερης τάξης. Ο Καπετάνιος είδε φαίνεται ότι δεν έβγαινα και αποφάσισε να μπει μέσα να με ψάξει. Το γήπεδο του σχολείου μου ήταν καινούριο τότε, δωρεά κάποιου πλουσίου για τα παιδιά των μεταλλωρύχων της Ατακάμα. Το είχαν περιφράξει με συρματόπλεγμα για να το προφυλάξουν από τους βανδαλισμούς. Ο Καπετάνιος το κράταγε με τα χέρια του και με το κεφάλι σχεδόν ακουμπισμένο πάνω στο σύρμα περίμενε να με δει να παίζω. Έπαιζα πάντα άμυνα, στο ποδόσφαιρο και στη ζωή, και θυμάμαι πόσο με είχε αποσπάσει η παρουσία του.

Ήταν η πρώτη φορά που τον έβλεπα από τόσο κοντά και η ομοιότητα μας ήταν εκπληκτική. Το ίδιο σχήμα κεφαλιού, το ίδιο έντονο πηγούνι, ο ίδιος κοντός λαιμός και φυσικά τα ίδια ανοιχτόχρωμα μάτια. Είδα τα μάτια του να λάμπουν από μακριά και ένιωσα τα τεράστια μυωπικά γυαλιά μου να καλύπτουν το πρόσωπο μου. Πως να παίξω καλά με αυτή τη στραβομάρα; Τα πόδια μου άρχισαν να τρέμουν και τα χέρια μου να ιδρώνουν. Ο Μάικ, που έπαιζε επίθεση, τον είδε και μου φώναξε ενθαρρυντικά «Δείξε τι αξίζεις!»

Η ενθάρρυνση ήταν τόση που έτρεξα βίαια προς την μπάλα, και σε μία μαγική στιγμή την έριξα στα δίχτυα. Τα χέρια μου άνοιξαν προς τους ουρανούς θριαμβευτικά αλλά πριν προλάβω να αναφωνήσω, ένιωσα ένα γερό χτύπημα στη μύτη. Τα γυαλιά μου έπεσαν στο έδαφος και τα μάτια μου δάκρυσαν από τον πόνο. Ζαλίστηκα τόσο που δεν θυμάμαι τι ακολούθησε, θυμάμαι όμως τις φωνές του Μάικ με τον συμπαίχτη που με χτύπησε. «Το καθυστερημένο σου έβαλε αυτογκόλ» φώναζε ο Μάρκος. Όταν συνήλθα ο Καπετάνιος δεν ήταν πια εκεί. Σκέφτηκα ότι πρέπει να απογοητεύτηκε πολύ από αυτό που είδε, αλλά αυτή δεν ήταν μια απογοήτευση που ήθελα να του δώσω.

Όταν βγήκαμε έξω και τον είδα να με περιμένει μέσα στο αυτοκίνητο του, ομολογώ ότι ανακουφίστηκα. Για πρώτη φορά τον άφησα να με ρωτήσει αν ήθελα να με πάει σπίτι. Η φωνή του μου φάνηκε κάπως λαϊκή και σαν να μην ταιριάζει στην υπόλοιπη εικόνα του. Πριν προλάβω να του αρνηθώ ο Μάικ με σκούντηξε και μου έδειξε την Σόφι που στεκόταν πιο δίπλα. Η Σόφι ήταν το ομορφότερο κορίτσι του σχολείου. Και το πιο σνομπ επίσης. Είχε εντυπωσιαστεί με το τεράστιο μαύρο αμάξι του Τζωρτζ και κοίταζε μία αυτό μία εμένα. Δεν σκέφτηκα πολύ. Με πρησμένη μύτη αλλά περίσσια άνεση της έκλεισα το μάτι, και κάθισα στο πίσω κάθισμα.

«Ξεκίνα!» του είπα δυνατά .

Ο καπετάνιος χαμογέλασε από τον καθρέφτη του οδηγού κι έβαλε μπροστά.

«Όμορφο κορίτσι» μου είπε.

«Όλες ίδιες μου φαίνονται» του απάντησα. «Κι όλες θέλουν ένα πράγμα μόνο: τα λεφτά».

«Μην τις κατηγορείς επειδή είναι πιο πρακτικές από εμάς τους άντρες. Είναι γεννημένες μάνες, και οι μάνες πρέπει να φροντίζουν για το μέλλον των παιδιών τους». Δεν μίλησα. Όσο θυμωμένος και να ήμουν με την μητέρα μου δεν ήθελα να το συζητήσω μαζί του. Έπιασε ένα πακέτο χαρτομάντιλα από το ντουλαπάκι του συνοδηγού και μου τα έδωσε χωρίς να γυρίσει να με κοιτάξει. «Ποτέ δεν κατάλαβα αυτά τα ομαδικά αθλήματα, όπως το ποδόσφαιρο» μου είπε. «Ειδικά το ποδόσφαιρο το απεχθάνομαι».

«Εμένα μ’ αρέσει. Μόνο στους θηλυπρεπείς δεν αρέσει το ποδόσφαιρο» του είπα κοφτά, σκουπίζοντας τα αίματα από την μύτη μου.

«Λες; Και ποιοι είναι οι θηλυπρεπείς;»

«Αυτοί που δεν τους αρέσει το ποδόσφαιρο». Αντί να προσβληθεί, ξέσπασε σε γέλια.

«Μάλιστα, με συγχωρείς δεν γνώριζα τον κανόνα. Φαντάζομαι, σ’ αρέσει σαν σπορ. Δεν σκοπεύεις να γίνεις επαγγελματίας, ή σκοπεύεις;»

«Όχι εγώ, ο ξάδερφος μου. Εγώ θα πάω στο Σαντιάγκο να σπουδάσω»

«Το Σαντιάγκο είναι πολύ ακριβό μέρος. Έχεις σκεφτεί τι θα κάνεις; Πως θα τα βγάλεις πέρα;»

«Θα δουλεύω παράλληλα».

«Αυτό θα κάνει κακό στους βαθμούς σου.»

«Θα τα καταφέρω»

«Γιατί δεν μ’ αφήνεις να σε βοηθήσω;» Ο ξεδιάντροπος τρόπος με τον οποίο πουλούσε την αναγκαιότητα του στην ζωή μου με έβγαλε εκτός εαυτού.

«Δεν θέλω τα λεφτά σου!» ούρλιαξα και σε μια στιγμή αναλαμπής δήλωσα ότι «θα πάω στην Αμερική για διδακτορικό. Εκεί σε πληρώνουν για να κάνεις έρευνα». Δεν ξέρω καν από πού ξεφύτρωσε αυτή η ιδέα και την είπα κιόλας.

«Ώστε θες να γίνεις ακαδημαϊκός. Πολύ ωραία! Μαθηματικά ή Φυσική;.. τα ανήσυχα μυαλά ασχολούνται με την φυσική. Οι υπόλοιποι γίνονται δικηγόροι.» Ο Τζωρτζ ήταν πολύ πιο καλλιεργημένος από τους γονείς μου. Είχε γνώσεις, είχε αυτοπεποίθηση, είχε τα πάντα εκτός από συνέχεια. Κι ήμουν αποφασισμένος να μην του την προσφέρω και αυτή. Θα παρέμενα για πάντα ο γιος του Αλβάρο που πέρασε μια ολόκληρη ζωή να αναζητάει ένα ανύπαρκτο Alicanto στην έρημο.

«Άσε με εδώ. Δεν θέλω να μας δει ο μπαμπάς μου». Τόνισα τις δύο τελευταίες λέξεις αρκετά, ώστε ο Καπετάνιος να ταραχτεί και να φρενάρει απότομα.

«Πριν φύγεις θέλω να σου πω ένα δυο πράγματα κι αν θες κράτα τα. Γύρισα για την μητέρα σου αλλά ήταν αργά. Δεν ήσουν ατύχημα. Μέσα στο αδιέξοδο μου, φάνηκε να είναι ο μόνος τρόπος να την κρατήσω για πάντα. Δεν περιμένω να καταλάβεις, προσπάθησε όμως να μην με κρίνεις. Όλοι οι άνθρωποι αργά ή γρήγορα βιώνουμε τα ίδια συναισθήματα. Έτσι το έχει κάνει ο Θεός».

«Δεν υπάρχει Θεός! Τον Θεό τον εφηύραν οι άνθρωποι για να έχουν κάποιον να ρίχνουν τις ευθύνες τους. Μείνε μακριά μου και μείνε μακριά και από τη μητέρα μου. Αλλιώς...» δεν ολοκλήρωσα την φράση μου. Μέχρι να φτάσω σπίτι είχα σπάσει ότι μπορούσε να σπάσει. Μαζί και το χέρι μου. Στην μητέρα μου είπα ότι το έσπασα στο ποδόσφαιρο μαζί με την μύτη μου. Δεν ξέρω αν με πίστεψε, πάντως δεν είπε τίποτα. Απλά με πήγε στο νοσοκομείο.

Τα επόμενα τρία χρόνια διάβαζα ασταμάτητα. Δεν κατάφερα να πάω Αμερική αμέσως, γιατί δεν είχα λεφτά ούτε για τις αιτήσεις, αλλά το 1981, την εποχή των μεγάλων μεταρρυθμίσεων του Πινοσέτ, με δέχτηκε το τμήμα Χημείας και Βιολογίας στο Πανεπιστήμιο του Σαντιάγκο. Ο Τζωρτζ είχε δίκιο. Ήταν πολύ δύσκολο να δουλεύω και να σπουδάζω παράλληλα. Ευτυχώς στο τρίτο έτος, με εισήγηση ενός σπουδαίου καθηγητή, μου δόθηκε μερική υποτροφία, ενώ στο τελευταίο έτος των προπτυχιακών σπουδών μου με ζούσε αποκλειστικά ο Μάικ, ο οποίος είχε έρθει στο Σαντιάγκο, όχι ως φοιτητής αλλά ως επαγγελματίας ποδοσφαιριστής. Έβγαζε αρκετά και για τους δύο

Impressum

Verlag: BookRix GmbH & Co. KG

Tag der Veröffentlichung: 24.04.2015
ISBN: 978-3-7368-9154-8

Alle Rechte vorbehalten

Nächste Seite
Seite 1 /