Cover

ΤΟ ΠΕΡΑΣΜΑ ΤΟΥ ΑΝΕΜΟΥ

ΤΟ ΠΕΡΑΣΜΑ ΤΟΥ

ΑΝΕΜΟΥ

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Ερατώ Γιαλαμούδη

 

 

Κοπεγχάγη

2015

Κάτι σαν πρόλογος

 

Η συλλογή ποιημάτων που τώρα κρατάτε στα χέρια σας, συγκεντρώθηκε σε σώμα την άνοιξη του 2015, στην Κοπεγχάγη.

 

Τα ίδια τα ποιήματα όμως γραφόντουσαν αυθόρμητα και συλλεγόντουσαν σε σκόρπια κομμάτια χαρτιού, περίπου από το 2002 έως και το 2013. Συνήθως μεταμεσονύκτιες ώρες, χωρίς αυτό να αποτελεί βεβαίως κανόνα.

 

Ως εκ τούτου, αντιπροσωπεύουν την διαύγεια της συγγραφέως καθ’ όλο αυτό το διάστημα, και αντικατοπτρίζουν τα βιώματα της τα 11 αυτά χρόνια· ή καλύτερα, εκείνες τις εμπειρίες και τις συνεπακόλουθες εμπνεύσεις που αυτές πυροδότησαν.

 

Η παρούσα συλλογή αποτελεί το δεύτερο δημοσιευμένο έργο της. Προηγήθηκε λίγο καιρό πριν το διήγημα Νυχτερινή Ομίχλη, επίσης ως ebook στην BookRix.

 

Με την ειλικρινή ελπίδα να απολαύσετε και εσείς τα περιεχόμενα, κλείνω εδώ αυτή την εισαγωγή. Είμαι σίγουρος ότι σύντομα ένα δεύτερο σώμα θα συγκροτηθεί, από (ακόμη) ένα βουναλάκι χαρτάκια που τώρα ήδη συγκεντρώνεται μπροστά μου.

 

Απολαύστε το!

 

I.GE.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Περιεχόμενα

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 ΤΟ ΠΕΡΑΣΜΑ ΤΟΥ ΑΝΕΜΟΥ

 

Φυσάει

Κάποιος πέθανε

Ο αέρας μαζεύει τις ψυχές

Και τις πηγαίνει σε έναν άλλο κόσμο

Και αυτές παρακαλάνε κλαίγοντας να τις αφήσει

 

Όμως ο αέρας είναι άπονος

Τις τραβάει απ τα μαλλιά κ τις σέρνει ξωπίσω του

Προσπαθούν να κρατηθούν απ τα κλαδιά των δέντρων

Και τα παρασέρνουν για λίγο μαζί τους

Μάταια προσπαθούν

 

Τα σύννεφα τρέχουν φοβισμένα

Μακριά απ τον αγριεμένο άνεμο

Τα λουλούδια σκύβουν το κεφάλι λυπημένα

Και τα πούλια κρύβονται στις φωλιές τους

Δεν πρέπει να βρεθεί κανείς στο δρόμο του άνεμου

 

Στάζουν τα δάκρυα των ψυχών

Στο απαίσιο χώμα

Που αχόρταγα ρουφάει τον πόνο

Ύστερα φεύγουν μακριά

Μένει μόνο σιωπή

 

Σιωπή

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 2006

 

Ένα πιάνο σκονισμένο και στραβό

και καναπέδες σκεπασμένοι με τρύπια σεντόνια

φοβισμένο σε μια γωνία κρύβετε το φως

κανείς δε πρόκειται να διακόψει τούτη τη κηδεία

 

Τα ροζιασμένα τους δάχτυλα απλώνουνε τα γέρικα δέντρα

χωρίς να ξέρουν ποιον παρακαλάνε και γιατί

μάταια υπάρχουν και ικετεύουν

μέχρι η πνοή τους να γίνει αγέρας

 

Ομίχλη δακρυσμένη τρέχει σαν τρελή

ξεμαλλιασμένη από τον πόνο της σιωπής

δεν υπάρχει τίποτα πια έμεινε μόνο ένα έρημο κενό

έμεινε μόνο ψυχή μας

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 ΚΗΔΕΙΑ

 

Πικραμένη σκεπάζει ομίχλη

Το γκρίζο σκυθρωπό ποτάμι

Πλημμυρισμένο από το πόνο των ψυχών

Που αποχαιρετούν τη πεθαμένη τους ζωή

 

Απλώνουνε απελπισμένα τα χέρια

Ψάχνουνε μανιασμένα κάπου να γραπωθούν

Μα όσο κι αν λυγίζουν οι ιτιές

Τα χέρια μένουν απλωμένα και φεύγουν μακριά

 

Ουρλιάζουν οι ψυχές κι ακούγεται το κλάμα τους

Σα γάργαρο νερό

Τα δέντρα γέρνουν το κουρασμένο τους κορμί

Και ξεψυχούνε απαλά

 

Αργά και φοβισμένα πέφτουν τα δάκρυα

Πάνω στα σκοτωμένα φύλλα που ματώνουν

Μια αγκαλιά κι ένα φιλί που δε θα ξανασμίξουν

Μια αγάπη που χάθηκε στη δίνη της αβύσσου

 

Ένας καημός βγαίνει σαν ανάσα

Και χάνετε μέσα στη καταχνιά

Η ομίχλη πήρε τα αρώματα από τα λουλούδια των τάφων

Και τα σκορπίζει απ’ άκρη σ’ άκρη

 

Ανατριχιαστική ησυχία

Καθώς περνάει η απόκοσμη ακολουθία

Το ποτάμι δακρυσμένο συνεχίζει να κυλά

Αντίο

 

 

 

 

 

 

 

ΟΙ ΓΥΦΤΟΙ

 

Η μοναξιά γίνεται θλίψη

Κι η θλίψη μουσική

Μουσική που πέφτει στις τσίγκινες παράγκες

Και σκοτώνει τις νότες της

 

Στις παράγκες μέσα

Σκυμμένα κεφάλια σιωπηλά

Τυλιγμένα σε τρύπια κουρέλια

Τουρτουρίζουν μουσκεμένα

 

Μουσκεμένη μελαγχολία

σβήνει τη φωτιά

μεγαλώνουν τα μάτια στα σκοτεινά κεφάλια

το δακρυσμένο θάνατο να δουν

 

 

 

 

 

ΤΟ ΚΕΡΙ

 

Η χαιρέκακη φλογίτσα

Βασανίζει με κακία το κερί

Πριν το κάνει να λιώσει

Απ’ το πάθος του γι αυτήν

 

το πάθος του κεριού

όμως η φλογίτσα διώχνει

και το κάνει γκρίζο καπνό

δίχως αγάπη δίχως οίκτο

 

θέλει πια να μείνει μόνη

το κερί έχει όλο λιώσει

τώρα μόνο καταλαβαίνει

ότι κι η δίκια της ζωή έχει τελειώσει

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ

 

Θέλω να κάνω μια παύση

Από τη ζωή που τόσο με έχει κουράσει

Να κοιμηθώ και να ονειρευτώ

Πως είναι να χαμογελάς

 

Θέλω να πάρω μια ανάσα

Και να βουτήξω στα κρυστάλλινα νερά της νιότης

Να κολυμπήσω σε μια γαλάζια ευτυχία

και να μη μαζευτούν πάλι γκρίζα σύννεφα

 

Θέλω να κλείσω τα αυτιά μου

να μην ακούω τίποτα παρά μονάχα τη ψυχή μου

να χορέψω μια χαρούμενη μελωδία

και να μη πάψει η μουσική

 

Θέλω να απλώσω μακριά τα χέρια μου

να αγγίξω τα όρια της καρδιάς μου

να φύγουν οι έγνοιες

και να παίξω πάλι σα παιδί

 

Θέλω να γκρεμιστούν οι σκέψεις

που μ’ έχουν φυλακίσει

θέλω να ζήσω μες τα’ όνειρο μου

να μη ξανά ξυπνήσω ποτέ

 

 

 ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Μαύρες τάφροι, βαθιές χαράδρες, γκρίζοι γκρεμοί

και τρύπες που οδηγούν στο πουθενά

γυμνές κορφές ,βουνά που καρφώνουν

ένα τίποτα κρυμμένο στο ποτέ

 

Μένω μετέωρος για λίγο στο σκοτάδι του κενού μου

και πέφτω

 

Πέφτω μες τη φουρτουνιασμένη σκοτεινή θάλασσα

και παλεύω να σώσω τα όνειρα μου

απ΄τα γεμάτα μίσος πελώρια κύματα

 

Λυσσασμένοι αφροί των κυμάτων, γκρίζα σύννεφα

αγριεμένοι γλάροι ορμούν κατά πάνω μου

ένα θυμωμένο χτικιό χορεύει στην άκρη των βράχων

 

Νοιώθω να πνίγομαι

το νερό μπαίνει μέσα μου παντού

βουλιάζω

και χάνομαι στη άβυσσο

 

Είμαι ξαπλωμένος στη χλόη

ακούω μια μέλισσα

ανοίγω α μάτια μου

και βλέπω λευκό φως

 

 

 ΕΓΩ

 

Έμεινα μόνη με τον πεθαμένο εαυτό μου

Να με κοιτάει στα μάτια

Προσπαθεί να πάρει μια σταλιά ζωής

Όμως δε μπορεί να τη βρει σ’ εμένα

Η ψυχή μου χύνεται σιγά

απ΄τα μάτια

όμως δε τη παίρνει και χάνεται σα συννεφιά

έμεινα μόνη με το βλέμμα

να κοίτα τη χυμένη ψυχή μου

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 ΘΕΑΤΡΟ

 

Η πόρτα τρίζει καθώς ανοίγει

Οι βρώμικες σκάλες οδηγούν στα καμαρίνια

Τρύπια χαλιά ριγμένα στο κρύο πάτωμα

Φανταχτερά κοστούμια πεταμένα στις μπαλωμένες πολυθρόνες

Και η μελαγχολία σιγοκαίεται στο μαγκάλι μπρος μου

 

Ανοίγω τη κουρτίνα και χορεύω μόνος στη σκηνή

Μπρος από τα άδεια καθίσματα και τα άδεια θεωρία

Το ξύλο της σκηνής κλαψουρίζει θλιμμένο

Εκκωφαντική η μελωδική σιωπή

Του αόρατου κρυμμένου κόσμου

 

Τριγυρίζω μόνος στο άδειο θέατρο

Αυτό που κάθε βράδυ ζωντανεύει

Γεμίζει κόσμο μουσικές

Κι ύστερα η παράσταση τελειώνει το θέατρο πεθαίνει

Κι εγώ μένω πάλι μόνη να προσπαθώ

Να ζεστάνω τα χέρια μου στο μισοσβησμένο μαγκάλι

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ 2006

 

Περπατώ μες στο σκοτάδι

Δίχως φεγγάρι, δίχως αστέρια

Τα καμώματα θυμάμαι του Άδη

Και τα σταυρωμένα σου χέρια

 

Όλα ήταν απλά καθημερινά

Συμβάντα της κάθε ημέρας

Ξεχωριστά όμως ήταν τα σημερινά

Την ψυχή σου την σκόρπισε ο αγέρας

 

Δε θα μπορέσω ποτέ να σε ξαναδώ

Στη χαζή θνητή ζωή μας

Δε με νοιάζει όμως πια το κει και το εδώ

Γιατί μαζί διάλεξε να ‘ναι η ψυχή μας

 

 

 

 

 

 

 

 

ΑΝΕΜΟΣ

 

Θύμωσε ο άνεμος με τον ήλιο που νίκησε

Και ξέντυσε τον άντρα

Θύμωσε και παίρνοντας μαζί του τους πιστούς του ακολούθους

Φεύγει απ’ το παλάτι

 

Παίρνει μαζί του μαύρα άλογα

Και γκρίζους καβαλάρηδες

Και με τσουβάλια σκόρπισε στον ουρανό την μολυβόσκονή του

Και σε μαύρη φυλακή έκλεισε τον ήλιο και τα άσπρα του άλογα.

 

Και μες τη γκρίζα σκοτεινιά

Την τρομερή αντάρα

Όλο αγριάδα ορμά μπροστά

Ο μέγας βασιλιάς

 

Στο πέρασμά του σκύβουν τα πουλιά

Τα δέντρα προσκυνούνε

Και πάνω στο άρμα του ο άνεμος του ήλιου του φωνάζει

Τώρα ποιος είναι νικητής;

Εσύ ο ήλιος απαντά

Και ο άνεμος ουρλιάζει

 

 

 

 

 

ΜΥΡΙΟΚΑΛΗ

 

Με ένα ξεκούρδιστο βιολί

Παίρνω ανήλιαγα σοκάκια

Και θυμάμαι τα βραδάκια

Που σου τραγουδούσα Μυριοκαλή

 

Μέσα στους δρόμους περπατώ

Και πικραμένα τραγουδώ

Για τα γαλάζια σου τα μάτια

Και τα ξανθά σου τα μαλλιά

 

Περίεργα με κοιτάζουν του δρόμου τα χαμίνια

Να κλαίω πάνω απ’ το άσπρο μνήμα

Και να παίζω παλιά τραγούδια

Με το ξεκούρδιστο μου το βιολί

 

Έχει αρχίσει να βραδιάζει

μα δε με νοιάζει

δε θα υπάρξουν πια τα βραδάκια

που σου τραγουδούσα Μυριοκαλή

 

 

 

 

 

 

 

Ο ΤΟΙΧΟΣ

 

Χτίζω μόνος μου έναν τοίχο

Έναν τοίχο γερό και ψηλό

Κανείς δε μπορεί να περάσει

Μονάχα ο τρόμος και η οργή

 

Χτίζω μόνος μου έναν τοίχο

Κλείνω τον κόσμο απ’ έξω

Θέλω να ζήσω μονάχος

Τις λιγοστές στιγμές της ζωής

 

Χτίζω μόνος μου έναν τοίχο

Έναν τοίχο ολότελα δικό μου

Οι πέτρες του είναι η ψυχή μου

Που πασχίζει ένα πέρασμα να βρει

 

Χτίζω μόνος μου έναν τοίχο

Και ίσως ποτέ να μη δραπετεύσω

Μονάχα αν εγώ το θελήσω

Ο τοίχος για πάντα θα εξαφανιστεί

 

 

 

 

 

 

 

 

 ΚΗΔΕΙΑ ΙΙ

 

Έριξα την τελευταία χούφτα δακρυσμένο χώμα

Και τώρα όλα τελείωσαν;

Απάντησέ μου αγέρα που μυρίζεις θλιμμένη θάλασσα

Και ‘σύ γκρίζα αμμουδιά απάντησέ μου

 

Ο θάνατος είναι παντού

Είναι κάτω απ’ τις πέτρες και μέσα στα μαραμένα λουλούδια

Όταν την απ’ την άβυσσο βγαλμένη ρίξει στάχτη

Μήτε με νερό μήτε μ’ αγάπη ξεπλένεται

 

Η θλίψη έχει ύστερα σειρά τους ζωντανούς να πάρει

Και η μοναξιά είναι φρουρός, κανείς να μη ξεφύγει

Το χώμα και τα σύννεφα δε θα ξανασυναντηθούνε

Τώρα πια όλα τελείωσαν

 

 

 

 

 

 

 

 

 

  ΝΕΚΡΗ ΖΩΗ

 

Ένα κενό που στροβιλίζεται είναι η ζωή μου

Σ’ ένα ναυάγιο οδηγούν τα βήματά μου

Μες τα συντρίμμια κυνηγώ τα όνειρά μου

Και στα χαλάσματα ψάχνω μια ελπίδα

 

Στάλα στάλα χύνεται η ευτυχία

Και μένει άδειο το ποτήρι της ψυχής μου

Σέρνομαι στην κίτρινη καυτή έρημο

Κι η δίψα μου ολοένα δυναμώνει, μα δε σβήνει

 

Ένα κρεβάτι μ’ απαλά μαύρα σεντόνια

Με κοιμίζει και με νανουρίζει με ψαλμωδίες θανάτου

Ξυπνώ και τρέχω απελπισμένα να ξεφύγω

Μα το νανούρισμα είναι τόσο γλυκό…

 

Καληνύχτα

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΠΑΡΑΚΛΗΣΗ

 

Ω φασαριόζικη σιωπή

Που το νου των ανθρώπων τρελαίνεις

Σταμάτα πια τους σκοτωμένους κατακρεουργημένους ήχους

Στη μουσική μου πάνω να ρίχνεις

 

Και σεις τρελαμένοι άγγελοι

Που τα ξανθά μαλλιά σας απ’ το σκότος μαύρισαν

Μην αφήνεται τις κακές, άσχημες σκέψεις σας

Να καταστρέφουν τα μικρά μου παραμύθια

 

Και συ παντοδύναμη μοναξιά

Που γκριζοκόκκινη μπογιά στάζει απ’ τα παλιά σου πινέλα

Μην καις με την καυτή σου αναπνοή και μη μακριά μου διώχνεις

Τους λιγοστούς φίλους που μου απέμειναν

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 ΤΟ ΒΑΛΣ ΤΗΣ ΒΡΟΧΗΣ

Η νύχτα θλιμμένη και το φεγγάρι σιωπηλό

Οι ψιχάλες χορεύουν χορό τρελό

 

Τα λογικά τους έχουν χαμένα, είναι σαλεμένοι

Πανικόβλητοι τρέχουν οι άνθρωποι οι καημένοι

Φοβούνται να λικνιστούν στο βάλς της βροχής

Είναι παλιό και δεν ακολουθεί τους μοντέρνους ρυθμούς της εποχής

 

Όποιος θέλει ας χορέψει ας μη ντραπεί

Σήκω και διώξε την κοσμοχαλάστρα αστραπή

 

Τι μίζερος κόσμος, τι αφανής!

 

Τα λογικά τους έχουν χαμένα, είναι σαλεμένοι

Πανικόβλητοι τρέχουν οι άνθρωποι οι καημένοι

Φοβούνται να λικνιστούν στο βάλς της βροχής

Είναι παλιό και δεν ακολουθεί τους μοντέρνους ρυθμούς της εποχής

 

Ξυπνήστε άνθρωποι! Ξυπνήστε!

Χορέψτε πριν η μουσική τελειώσει και σβήσει για πάντα

Χορέψτε ανόητοι άνθρωποι! Χορέψτε!

 

 

 

 

 

 Η ΕΥΧΗ

 

Νύχτα μαγική

Τ’ αστέρια πέφτουν

Μα το αστέρι που έχει τη δικιά μου ευχή

Ούτε καν φέγγει ακόμα

 

Οι ελπίδες μου γλιστράν

Απ’ τον ουράνιο θόλο

Και χάνονται στο σκοτάδι της νύχτας

Που κρύβει ότι δε θες να δεις

 

Τα όνειρά μου τα παρασέρνει ο άνεμος

Τα στροβιλίζει και τα παίρνει μακριά μου

Χάθηκαν πια και γίναν θολή ανάμνηση που έπεσε

Σε μια γωνιά του μυαλού μου που θα μείνει για πάντα κρυφή

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΠΙΡΟΥΕΤΑ

 

Τα δάχτυλα ματώνουν τα πόδια σου πονάνε

Ο ιδρώτας τρέχει και στάζει στο πάτωμα

Και συ ακόμα προσπαθείς να τελειώσεις

Μια μισοπεθαμένη πιρουέτα

 

Το γερασμένο ξύλο στο πάτωμα τρίζει

Μα άστο να φωνάζει’ ποιος νοιάζεται;

Ο ήλιος κρύβεται πίσω απ’ τις γκρίζες πολυκατοικίες

Και συ γίνεσαι πλέον μια σκιά που χορεύει

 

Μυρίζει ο υγρός αέρας βρώμικη θάλασσα

Η μαγεμένη μουσική τριγυρίζει στην αίθουσα

Τα δάκρυα μουσκεύουν τα μάτια σου και κυλάνε στο λαιμό

Άχρηστο πλάσμα! Ηλίθιο σώμα! Δε θα μπορέσεις ποτέ σου να τελειώσεις αυτή την πιρουέτα!

 

Άσ’ την να πεθάνει λοιπόν’ όμως όχι δε θέλεις

Για άλλη μια φορά λυγίζεις το κορμί σου

Κι ύστερα γυρνάς’ τα κατάφερες!

Και τώρα τι κατάλαβες; Τόσος κόπος για μια πιρουέτα.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

2008

Τα όνειρα σου πνίγονται στη λάσπη της αδιαφορίας

Και συ κάθεσαι και τα κοιτάς από μακριά

Γιατί φοβάσαι μη λερώσεις το καινούργιο σου πεντακάθαρο κοστούμι

 

Τα γκρίζα σύννεφα κρύβουν τις λιγοστές σου ελπίδες

Και στο δικό σου κουτί της Πανδώρας

Μείνανε μόνοι φόβοι και μαύρες κακομούτσουνες νεράιδες

 

Βγαίνουν νεράιδες απ’ το όμορφο κουτί

Γυρίζουν γύρω σου τα απαίσια χτικιά

Και με τα σκοτεινά τούλια των φουστανιών τους τυλίγουν την ψυχή σου

 

Με τα καυτά σου δάκρυα προσπαθείς να ξεπλύνεις τη θλίψη

Πάνω απ’ τις αθώες σου αναμνήσεις

Όμως αρκεί ένα παραπάνω δάκρυ για να τις κάψει

 

Ω μα φύγε πια απ’ το νεκροταφείο των ονείρων

Και μη βιάζεσαι να θάψεις την άρρωστη ψυχή σου

Φύγε όσο είναι καιρός και ίσως καταφέρεις να σωθείς

 

Φύγε’ μα μη ξεχάσεις να μου αφήνεις που και που ένα δακρυσμένο λουλούδι

 

 

 

 

 

 

 ΧΩΡΙΣ ΤΙΤΛΟ ΙΙ

 

Μοναξιά.

 

Το μελάνι αμαυρώνει το χαρτί καθώς

Γεμίζει με μαύρες σκέψεις

Το λευκό του όνειρο

Όμορφα γράμματα με τις χαμογελαστές τους ακρίτσες

Περιγελούνε το χρόνο

Λέξεις, λέξεις, λέξεις δίχως νόημα

Μάταια προσπαθούνε να γεμίσουν το κενό

 

Κλείσε το τετράδιο’ πρέπει να ντυθείς

Ένας ένας οι προβολείς κλείνουνε

Έφυγαν κι οι τελευταίοι θεατές

Συζητώντας ζωηρά μεταξύ τους

Φώτα γέλια χειροκροτήματα

Τώρα τελείωσαν

 

Πάλι έμεινες τελευταία

Πρέπει να φύγεις’ μα που να πας;

Κοιτάς μια τελευταία φορά το άδειο καμαρίνι

Και απομακρύνεσαι βιαστικά

Δύσκολος ο αποχωρισμός

Γυμνά σκαλιά σ’ οδηγούν στην έξοδο

 

Είσαι έξω πια

Ο υγρός αέρας δυσκολεύει την ανάσα

Μυρίζει σάπια φύκια και θάλασσα

Δεν υπάρχει κανείς για να σε περιμένει

Πλησιάζεις τη μαύρη σκοτεινιασμένη θάλασσα

Και προχωράς δίπλα της για συντροφιά

Άθλιο το τσιμέντο που την περιορίζει

Πως μπορούν να πληγώνουν κάτι τόσο άγρια περήφανο;

Γι’ αυτό είναι θλιμμένη τώρα

 

Περπατάς χωρίς να ξέρεις που θα σε βγάλουν τα βήματά σου

Μια ξεχασμένη χορογραφία στην άκρη του μυαλού

Που και που φέγγει αχνά κάποια ξεχασμένη λάμπα

Ένα ζευγάρι περνάει αγκαλιασμένο

Κάποιος κοιμάται στο παγκάκι

Και εσύ;

Περπατάς, περπατάς ….

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΤΟ ΓΙΑΣΕΜΙ

 

Το γιασεμί μυρίζει θάνατο

Το ξέρω τα λουλούδια του πέθαναν

Θα ξαναζωντανέψουνε ποτέ;

Όχι πέθαναν! Δεν υπάρχουν πια

 

Μα εσύ είπες πως ο θάνατος είναι αέρας

Είναι αέρας που μαζεύει τις ψυχές

Και που τις πάει;

Δεν ξέρω ακόμη μη ρωτάς δεν κάνει

 

Γιατί δεν κάνει για τον θάνατο να μάθω;

Είσαι παιδί ακόμη. Δεν είναι ο καιρός σου

Και η αδελφή μου ήταν παιδί όμως έμαθε

Εσένα δεν είναι ο καιρός σου

 

Η μαμά και ο μπαμπάς που είναι;

Μαζί με τα λουλούδια του γιασεμιού

Μόνο εγώ έμεινα λοιπόν

Μη φύγεις. Δε σ’ αρέσουν τα γιασεμιά το ξέρω

 

Φυσάει και φοβάμαι, που είσαι;

Μη φεύγεις σου λέω. Γύρνα πίσω. Που είσαι;

Το γιασεμί μυρίζει θάνατο

Το ξέρω. Τα λουλούδια του πέθαναν

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΧΩΡΙΣ ΤΙΤΛΟ ΙΙΙ

 

Το χώμα σφράγισε το τέλος της τελευταίας ελπίδας

Ο αγέρας της αβύσσου έκανε τα φύλλα να ανατριχιάσουν

Ένα μαύρο κοράκι πέταξε και έκρωξε κοροϊδεύοντας το θάνατο

Το χωματένιο βουναλάκι σκεπασμένο με λουλούδια και δάκρυα

Είναι το μόνο που έμεινε από ένα χαμόγελο

Φυσάει

Ο άνεμος παρασέρνει τη φοβισμένη ψυχή και τη σκορπίζει

Στο μολυβένιο ουρανό

Σιωπή

Ένα μακρόσυρτο κλάμα, βουβό σαν ουρλιαχτό

Ενώνεται με την ησυχία των νεκρών

Ένα πονεμένο μοιρολόι

Πάλι σιωπή

Το στόμα μένει ανοιχτό βγάζοντας μια απελπισμένη κραυγή

Τόσο άγρια και τόσο ανήμπορη συνάμα

Τίποτα δε μπορεί να αλλάξει πια

Όλα τελείωσαν

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΧΩΡΙΣ ΤΙΤΛΟ IV

 

Ένα μαύρο χτικιό

Κάθε μέρα μου τρώει την ψυχή

Μαύρο αίμα στάζει απ’ τις πληγές μου

 

Ένα ανόητο ψέμα μου είπαν για τη ζωή μου

Μα με ξεγέλασαν και τώρα φυλακίστηκα

Σε κάτι που δε θα ‘πρεπε να είναι δικό μου

 

Θέλω να ουρλιάξω μα μου κλείνουν το στόμα

Θέλω να φύγω μα τα δεσμά μου είναι σκληρά

Το αίμα τρέχει και μου κλείνει τα μάτια

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

  ΞΗΜΕΡΩΜΑΤΑ

 

Είναι κείνη η ανατριχιαστική ώρα

Που η νύχτα γίνεται σκοτεινότερη

Αλλά η μέρα δεν έχει φέξει ακόμα

 

Είναι κείνη η ανατριχιαστική ώρα

Που ξέρεις ότι κάτι το απόκοσμο συμβαίνει

Και ακόμη και το φεγγάρι δεν τολμά να μιλήσει

 

Είναι κείνη η ανατριχιαστική ώρα

Μου ξεμαλλιασμένες μαύρες σκιές περπατάνε η μία πίσω απ’ την άλλη

Σιωπηλές, ανέκφραστες, ανήμπορες

 

Είναι κείνη η ανατριχιαστική ώρα

Που ο αέρας φέρνει μυρωδιές απ’ άλλο κόσμο’

Βρεγμένο χώμα και δακρυσμένα λουλούδια

 

Είναι κείνη η ανατριχιαστική ώρα

Που η νύχτα γίνεται πιο σκοτεινή απ’ το θάνατο

Και η ησυχία πιο απόκοσμη απ’ τη σιωπή

 

Είναι κείνη η ανατριχιαστική ώρα

Που μαύρα πέπλα χορεύουν πάνω στους άσπρους τάφους

Και τρελαμένα ουρλιαχτά μαχαιρώνουν το φεγγάρι

 

Είναι κείνη η ανατριχιαστική ώρα

Που νιώθεις το δροσερό αεράκι του θανάτου να σου φυσάει τα μαλλιά

Και ξέρεις πως πρέπει να φύγεις

 

 

 

 

 

 

 

 

ΧΩΡΙΣ ΤΙΤΛΟ V

 

Δεν υπάρχει τίποτα να κάνω στον κόσμο τούτο

Τίποτα που να μπορώ να αντέξω

Δίχως απ’ τον πόνο να ματώσω και να πέσω

 

Δεν υπάρχει τίποτα για να θελήσω να ανασάνω

Παρά μονάχα θολός αγέρας

Που παρατείνει την αγωνία του υπάρχω

 

Δεν υπάρχει τίποτα που να αξίζει να ακούσω

Μόνο ο θόρυβος του κόσμου

Που ουρλιάζει για κάτι που δεν ξέρει

 

Ας με αφήνανε μονάχο μου να σβήσω

Να γλιτώσω απ’ την οργή και από τον πόνο

Ας με αφήνανε να κοιμηθώ

Να μη νιώθω τίποτα απ’ το παράλογο χάος του κόσμου

Ας με αφήνανε απλά να σταματήσω

Να τρέχω πίσω απ’ ότι προστάζει η ζωή

Ας με αφήνανε

Απλά ας με αφήνανε

 

 

 

 

 ΖΩΓΡΑΦΙΑ

 

Μίσος, οργή, απελπισία

Ένα κουβάρι από σκέψεις

Παίρνω αίμα απ’ την καρδιά μου

Και ζωγραφίζω κόκκινη τη ζωή μου

 

Κόκκινη σαν την αγάπη και το μίσος

Κόκκινη σαν τη ζωή και το θάνατο

Στάζει το πινέλο την ψυχή μου

Στάζει το μαχαίρι μου μπογιά

 

Ο πίνακάς μου ακόμα στάζει

Και λερώνει την γκαλερί του κόσμου

Μόνος του στο υπόγειο είναι τώρα ο καμβάς μου

Γιατί ενοχλούνταν απ’ το θέαμα μια κυρία

 

Στο πάτωμα έχει χυθεί η ζωή μου

Μαυροκόκκινο παλιό κρασί

Εβίβα! Λοιπόν συνάνθρωποί μου

Ας πιούμε κι ας γελάσουμε για τούτη τη γιορτή

 

 

 

 

 

 

 

  ΝYXTA

 

Ανατρίχιασε η νύχτα και σιώπησε

Σιώπησε κι ολόκληρη η πλάση

Τα άτακτα άστρα κρύφτηκαν

στου ουρανού το μεταξωτό μανδύα

δυο συννεφάκια μικρά περαστικά

αναστέναξαν και χάθηκαν στο χρόνο

το φεγγάρι ξεχασμένο δίχως ρόλο

περιμένει καπνίζοντας στα παρασκήνια

 

Ασάλεφτα και μουδιασμένα μένουν τα φύλλα

στα δέντρα που αρνούνται πια να ζήσουν

έπαψε πεισματικά ν' ανασαίνει ο αέρας

κανείς δε διαβάζει πια

τις κιτρινισμένες φυλάδες των αιώνων

μοναδική κληρονομιά του σαπισμένου παρελθόντος

στάλα στάλα χύνεται ο χρόνος

από το αιθέρινο κανάτι της απεραντοσύνης

κι ύστερα φυλάει το χώμα

και κοιμούνται μια αγκαλιά στην αιωνιότητα

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 ΧΡΟΝΟΣ

 

Να 'χα δύο λέξεις για να πω

Ένα μικρό στιχάκι

Δυο ζουλιγμένες νότες να σκεφτώ

Κι ένα τραγουδάκι

 

Σμήνη πετάνε τα πουλιά

Στα σύννεφα αιώνων

Γίνονται εργάτες σιωπηλοί

Των δύστροπων χειμώνων

 

Σ ένα παγκάκι χαμηλό

Κάθεται γερασμένη μια κυρία

Το χρόνο σιωπηλά παρακαλώ

Για άλλη μια ευκαιρία

 

Το δάκρυ γίνεται νερό

Που τρέχει στις χουφτίτσες

Μια φορά κι ένα καιρό

Χάδια και αγκαλίτσες

 

Σ ένα παγκάκι χαμηλό

Ένα φτερό πεσμένο

Εδωθε κοίτεται νεκρό

Το κορμί το γερασμένο

 

 

 

 

 

 

 

 

 4-12-2007

 

Ανατιχιαστικη

Η σιωπη των λουλουδιων

Καθως πεθαινει ο ηλιος

Μεσα στη σκοτωμενη θαλασσα

 

Οι πολλες ευχες των ανθρωπων

Σκοτωσανε το τελευταιο αστερι

Κι εμεινε μονο το φεγγαρι

Να κρυβεται φοβισμενο πισω από τα συννεφα

 

Ο αγερας θρηνει τα σκοτωμενα ονειρα

Κι ένα δακρυ σταλμενο απ την αβυσσο

Κυλαει αργα αργα

Και χανετε στην αιωνιοτητα

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 ΝΥΧΤΑ ΣΙΩΠΗΣ

 

Μικρη νυχτερινη σιωπη

Κρυφογελαει στα σκοταδια σα παιδι

Και τριγυρναει στα σοκακια η ομιχλη

 

Σαν αντιγονη τραγικη

Στεκει μοναχη μια σκια

ασαλευτη σα πεθαμενη

 

Δακρυζει ο ουρανος γεματος αστρα

και φευγει προδωμενο το φεγγαρι

πισω απ τα θυμωμενα συννεφα

 

Θα ξημερωσει παλι απερισκεπτα

κι η νυχτα θα πεθανει ξεχασμενη

κι ο κοσμος θα ξυπνησει αδιαφοροντας

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 ΑΠΟΧΩΡΙΣΜΟΣ

 

“Το τρενο αναχωρει σε 5 λεπτά”

Πεντε λεπτα που σωπαινουν

Πεντε λεπτα που υπαρχεις ακομα

Κι υστερα το παρων θα γινει αναμνηση

 

Πεντε λεπτα που τρομαγμενα παγωσαν

Καθως ο χρονος σφυριζει το τελος

Βαραινει στο στηθος η παρακληση

που διωγμενη κρυβεται στη καρδια

 

Πεντε λεπτα ανημπορα

δε θελω να σ αφησω να φυγεις

όμως ο χρονος μας τραβαει απ τα μαλια

και μας σερνει ζωντανα κουφαρια στο πατωμα

 

Πεντε λεπτα. Τικ τακ τικ τακ

ακουσε τα πως γελανε απολαμβανοντας το πονο

ουρλιαζει ο μισος μου εαυτος

καθως συνθλιβεται κατω πτ το τρενο

 

Το τρενο αναχωρησε

Να φυγουν οι παρισακτοι παρακαλώ

Το ρολοι ακομη γελαει

Δινω τα χερια μου για χειροπεδες

Κι η μοναξια που τοση ωρα υπομονετικα περιμενε

Με οδηγει στο κελι μου

 

Καλο ταξιδι!

 

 

 

 ΠΑΡΑΜΥΘΙ

 

Δεν υπαρχουνε πια τα παραμυθια

Μαγισσες, νάνοι, δέντρα που μιλανε

Η καλη νεράιδα είναι μια ηληθια

Και οι πριγκιπες στις μπυραριες ξενυχτάνε

 

Της ευτύχια δεν χτυπανε οι καμπανες

Της χρυσής λύρας δεν ακουγετε οι αρια

Οι δρυαδες πια γίνανα πουτάνες

Και περιμένουνε στα κόκκινα φανάρια

 

Μισόγυμνες οι μοΙρες μεθυσμένες

Δεν ξέρουν πια να κάνουν μάγια

Στα παγκάκια γέρνουν κουρασμένες

Και χύνονται στο δρόμο τα μαργαρητάρια

 

Αλκολικοί ζητιάνοι είναι τώρα οι νάνοι

Στα σκουπίδια ψάχνουν για κουρέλια

Της χιονάτης βρήκαν το φουστάνι

Και δυό μικρά τρύπια βαρέλια

 

Ο σοφός παπούς πειράζει κοριτσάκια

Οι βασσιλοπούλες σα σερβιτόρες δωδεκάωρο δουλεύουνε

Δεν υπάρχουν πια παραμυθάκια

Είναι φρικαλέα ψεύτικα και δε μαγεύουνε

 

 

 

 

 

 

 

 

  ΜΙΑ ΣΤΙΓΜΗ

 

Μακάρι οι λέξεις να ητανε πουλιά

Και να ρχοταν εδώθε να κουρνιάσουν

Για να φυλακισω το χρόνο που περνα

σε μερικές αράδες

 

Μακάρι οι λέξεις να τανε δυό πεταλούδες

Κι ότι έχω πολύχρωμο να πω

Να το φυσούσα στα φτερά τους

Και να μενε για πάντα στον αγέρα

 

Μακάρι οι λέξεις να τανε νεράιδες

Κι αυτό που σιγοτραγουδώ

Να το χορεύανε ανάλαφρα

στου τετραδιου τις γραμμές

 

Μακαρι οι λέξεις να τανε μια αστραπή στο χρόνο

Και η στιγμη που άθελα μου προσπερνώ

Να γινόταν σ’ ένα δέντρο ρόζος

Που θα κοιτώ απ’ το παράθυρο μου

 

 

 

 

 

 

 

ΧΟΡΟΓΡΑΦΙΑ


Βημα πρωτο χαρουμενο περπατημα στη σκηνη
Βημα δευτερο περπατημα κ πεσιμο κ τριτο φοβος
Βημα τεταρτο θανατος

Ας χορεψουμε λοιπον. Ακολουθηστε τα βηματα
Παμε ένα, δυο πιρουετα...
Σταματηστε! Σταματηστε! Κλεισε τη μουσικη!
Η χορογραφια εμεινε στη μεση
Ο χορογραφος αλλαξε διαθεσειςκαι τους χορευτες του
διαταζει να ξεκινησουν παλι απτην αρχη

Παμε ένα, δυο και! ταμ παμ παμ,ταμ παμ παμ
Σταματηστε! Σταματηστε! Δε δινετε εμφαση στους τονισμους!
Δε μου αρεσει ο τροπος που χορευετε!
Δε μου αρεσει η μουσικη!
Δε μου αρεσει τιποτα απ ολο αυτο το “πραγμα”
Φυγετε! Φυγετε ολοι! Δε θελω να σας βλεπω!
Δεν ειστε ικανοι ουτε μια χορογραφια να εκτελεσετε σωστα!

Η νυχτα ηρθε απλα και αθορυβα οπως εφυγε η μερα
Ο χορογραφος καθεται μονος στη σιωπη μεσα στην αιθουσα χορου
“Όχι” φωναζει ξαφνικα “οχι δε φταινε οι χορευτες!”
οι καημενοι κανανε απλως οτι τους ελεγα
Εγω φταιω!
η χορογραφια ειναι λαθος
Η χορογραφια επρεπε να ειναι ετσι

βημα πρωτο χαρουμενο περπατημα στη σκηνη
βημα δευτερο περπατημα και πεσιμο και τριτο φοβος
βημα τεταρτο σηκωμα και ξεκινημα παλι απτην αρχη

 

 

 

 

Impressum

Tag der Veröffentlichung: 16.05.2015

Alle Rechte vorbehalten

Widmung:
Κάτι σαν πρόλογος Η συλλογή ποιημάτων που τώρα κρατάτε στα χέρια σας, συγκεντρώθηκε σε σώμα την άνοιξη του 2015, στην Κοπεγχάγη. Τα ίδια τα ποιήματα όμως γραφόντουσαν αυθόρμητα και συλλεγόντουσαν σε σκόρπια κομμάτια χαρτιού, περίπου από το 2002 έως και το 2013. Συνήθως μεταμεσονύκτιες ώρες, χωρίς αυτό να αποτελεί βεβαίως κανόνα. Ως εκ τούτου, αντιπροσωπεύουν την διαύγεια της συγγραφέως καθ’ όλο αυτό το διάστημα, και αντικατοπτρίζουν τα βιώματα της τα 11 αυτά χρόνια· ή καλύτερα, εκείνες τις εμπειρίες και τις συνεπακόλουθες εμπνεύσεις που αυτές πυροδότησαν. Η παρούσα συλλογή αποτελεί το δεύτερο δημοσιευμένο έργο της. Προηγήθηκε λίγο καιρό πριν το διήγημα Νυχτερινή Ομίχλη, επίσης ως ebook στην BookRix. Με την ειλικρινή ελπίδα να απολαύσετε και εσείς τα περιεχόμενα, κλείνω εδώ αυτή την εισαγωγή. Είμαι σίγουρος ότι σύντομα ένα δεύτερο σώμα θα συγκροτηθεί, από (ακόμη) ένα βουναλάκι χαρτάκια που τώρα ήδη συγκεντρώνεται μπροστά μου. Απολαύστε το! I.GE.

Nächste Seite
Seite 1 /