Cover

Ο Αλκίνοος ή ο Αννίδης

Οι:

Βαγγέλης Μαμανέας και Παναγιώτης Φωτόπουλος

 

 

 

 

Παρουσιάζουν το πρώτο αληθιστόρημα

βασισμένο σε ψευδή γεγονότα*

 

 

 

 

 

 

Ο Αλκίνοος ή ο Αννίδης

 

 

 

 

 

 

 

*Αγανακτισμένοι από τα μυθιστορήματα, βασισμένα σε πραγματικά γεγονότα.

 

Όταν θέλεις κάτι πολύ

όλο το σύμπαν συνωμοτεί

...για να πεις κλισέ ατάκα!

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Αντί προλόγου:

Ονομάζομαι Ιάσονας. Η ιστορία που ακολουθεί δεν αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας. Είναι γραμμένη από προσωπικές μου εμπειρίες και από όσα μου περιέγραψε ο φίλος μου Αλκίνοος σε μια πολύ ιδιαίτερη φάση της ζωής και των δυο μας. Μια φάση τόσο ιδιαίτερη, που μπορεί να φανεί σχεδόν εξωπραγματική, σχεδόν αδύνατη να συμβεί. Μπορεί να βάλει τον αναγνώστη σε σκέψεις, μπορεί να γελάσει, μπορεί και να κλάψει (πιθανότατα από τα γέλια). Όπως και να έχει, ήταν μια φάση που μας άλλαξε και τους δύο. Προς το χειρότερο ή προς το καλύτερο, ακόμα δεν έχω καταλήξει, όπως είμαι σίγουρος πως δεν έχει καταλήξει ούτε ο φίλος μου Αλκίνοος.

Στην ιστορία που πρόκειται να αφηγηθώ υπάρχουν προσωπικές μου τοποθετήσεις για την κοινωνία. Αν μέσα από αυτήν την ιστορία κάποιος νιώσει ότι θίγεται ή προσβάλλεται, πραγματικά δεν με νοιάζει. Απλώς ας μην τη διαβάσει. Αν πάλι άλλος νιώσει ότι ταυτίζεται, ή ακόμα ότι βρίσκει κοινά σημεία σκέψης, συμπεριφοράς ή συναισθημάτων με μένα ή τον Αλκίνοο… πάλι δεν με νοιάζει. Γιατί κατά πάσα πιθανότητα δεν θα το μάθω ποτέ. Ο σκοπός που την παραθέτω είναι για λόγους ψυχικής κάθαρσης, να τη βγάλω από μέσα μου, να φύγει το βάρος κάποιων γεγονότων από τους ώμους μου. Να περιγράψω όσο καλύτερα μπορώ τι είχε γίνει εκείνες τις παράξενες μέρες. Όχι για να δικαιολογήσω τις πράξεις μας. Αυτές έγιναν και δεν ξεγίνονται. Μα για να προσπαθήσω να τις εντάξω στα πλαίσια μιας λογικής αλληλουχίας γεγονότων, να εξηγήσω γιατί κάναμε αυτά που κάναμε. Για να μην τρελαθώ.

Όμως πιστεύω πως ήδη πρόδωσα πολλά για το τι μπορεί να επακολουθήσει. Δέχομαι αξιωματικά πως τα συμπεράσματα ανήκουν πάντοτε στον αναγνώστη. Καλή ανάγνωση!

 

_____________________________________________________________

 

 

Ο Αλκίνοος είχε μόλις βγει από το φοιτητικό του σπίτι και πήγαινε προς τη στάση του λεωφορείου. Στα αυτιά του ήταν περασμένα δυο μαύρα ακουστικά, ίσα που φαίνονταν, μπλεγμένα μες στα μακριά σγουρά μαλλιά του. Άκουγε, τι άλλο; Τον συνονόματό του. Άλλοτε να τραγουδάει για καθρέφτες, άλλοτε για κοράκια, άλλοτε για προσκυνητές, τις περισσότερες φορές όμως για πράγματα ακαταλαβίστικα. Ο Αλκίνοος της ιστορίας αυτής ήταν πεπεισμένος πως μόνο αυτός ήταν αρκετά ευαίσθητος ώστε να καταλάβει, να πιάσει τα λεπτά νοήματα πίσω από τους στίχους του Κύπριου τραγουδοποιού. Πίστευε πως υπήρχε ένα είδος ντετερμινισμού που μόνο εκείνος κατείχε. Δεν ήταν τυχαίο, έλεγε μέσα του, που μοιράζονταν το ίδιο όνομα με τον αγαπημένο του τραγουδιστή. Γι’ αυτό μπορούσε να καταλάβει και τους πιο βαθυστόχαστους στίχους του κάθε φορά που τον άκουγε. Υπήρχε μια μυστική συμφωνία μεταξύ των συνονόματων, ένας κώδικας μόνο γι’ αυτούς. Και μιας που το όνομα «Αλκίνοος» είναι αρκετά σπάνιο, ο ήρωας της ιστορίας αυτής ένιωθε όλο και πιο ιδιαίτερος που το κουβαλούσε.

Απορροφημένος στις σκέψεις της ιδιαιτερότητάς του, έφτασε στη στάση. Το μάτι του πήρε τη διαφημιστική ρεκλάμα που βρισκόταν στο πλάι του. Απεικόνιζε μια ημίγυμνη ξανθιά καλλονή να κρατά χαμογελαστή ένα αστραφτερό κινητό. Τς τς τς, έκανε σχεδόν φωναχτά. Τι κατάντια, να ευτελίζεται έτσι η ανθρώπινη ύπαρξη, για μια ρεκλάμα που θα δει κάποιος φραγκάτος χαρτογιακάς καπιτάλας περνώντας με τη Μερσεντές του και θα πάει την επόμενη να τα σκάσει αδρά για να αγοράσει το κινητό, πιστεύοντας πως έτσι θα ρίξει στο κρεβάτι του και μια ανάλογη ξανθιά σεξοβόμβα. Τι κατάντια και τι τραγωδία, που πιθανότατα μπορεί όντως έτσι να γίνει.

Αηδιασμένος με την εικόνα ενός χοντρού φρεσκοξυρισμένου με αναψοκοκκινισμένα μάγουλα να ιδρώνει πάνω σε μια καλλίγραμμη αψεγάδιαστη γυναίκα, σαν αυτή της αφίσας, φορώντας μόνο το πανάκριβό του Rolex ως σύμβολο εξουσίας πάνω της, ο Αλκίνοος έστρεψε το βλέμμα του σε έναν ισχνό κουστουμαρισμένο συνομήλικό του εκεί γύρω στα 25, με επιμελώς χτενισμένη χωρίστρα και ένα χαρτοφύλακα υπό μάλης. Για δες, πού θα δουλεύει και τούτος για να ’ναι ντυμένος έτσι; Σε καμιά τράπεζα άραγε; Σε καμιά από αυτές τις πολυεθνικές που σε στύβουν μέχρι να μη μείνει ούτε το κουκούτσι; Μπα, τότε τι δουλειά έχει στη στάση του λεωφορείου ένας τέτοιος; Εκεί που ο Αλκίνοος ζύγιζε το «θύμα» που είχε δίπλα του, έχοντας κλειδώσει τελικά στη σκέψη ότι θα είναι απ’ αυτούς που οι μεγάλες εταιρείες εκμεταλλεύονται για ένα κομμάτι ψωμί, κι έχοντας αρχίσει να τον λυπάται τον φουκαράκο, ο τύπος σηκώνει το χέρι του και σταματάει ένα ταξί. «Κηφισιά», πρόλαβε να ακουστεί καθώς ο κουστουμαρισμένος νέος έκλεινε την πόρτα του ταξί πίσω του. «Δεν πας στο διάολο βρωμογιάπη…» είπε φωναχτά νομίζοντας πως είναι μόνος του. Μια γιαγιά που είχε έρθει και είχε καθίσει αθόρυβα στο παγκάκι αριστερά του, του έριξε μια διαπεραστική ματιά που τον έκανε να ντραπεί και να στρέψει το βλέμμα στα πόδια του αμήχανος.

Τα μαύρα του σταράκια ήταν επιμελώς ξεφτισμένα σε μερικά σημεία. Τα κορδόνια δεμένα πρόχειρα, ίσα για να συγκρατούν τα παπούτσια στα πόδια του. Τον ενοχλούσαν οι δύο τρύπες κοντά στη σόλα γιατί έμπαιναν συχνά νερά, αλλά του ήταν αδύνατο να βρει να του αρέσει άλλο παπούτσι. Ντρεπόταν που στα σχολικά του χρόνια είχε καταδεχθεί να φορέσει κάτι πανάκριβα Nike με αερόσολα που του είχαν πάρει δώρο γενεθλίων οι γονείς του. Αλλά τότε ήταν μικρός και αφελής για να καταλάβει την καλοστημένη καπιταλιστική κομπίνα που κρυβόταν πίσω από ένα φαινομενικά αθώο ζευγάρι παπούτσια που είχαν στις σόλες τους αέρα κοπανιστό. Πού να ήξερε ότι τα έφτιαχναν ανήλικα παιδάκια στο Βιετνάμ για ένα δολάριο τη μέρα;

Έμεινε για λίγο να χαζεύει την αντανάκλασή του στο τζάμι της αφίσας με την καλλονή. Από εκεί που στεκόταν δεν έβλεπε καν την ενοχλητική, προκλητική της φιγούρα. Παρά μόνο τον εαυτό του. Το ξεκούμπωτο τζιν πουκάμισο που είχε χρόνια, τη μαύρη φανέλα με τον ξεχειλωμένο γιακά και το λιτό, απέριττο παντελόνι του με τις μεγάλες πλαϊνές τσέπες. Στα χέρια του ένα μεγάλο συνονθύλευμα από λογής-λογής χαϊμαλιά, δέρματα και χάντρες. Στο λαιμό του ήταν περασμένο ένα κρεμαστό που κατέληγε σε μια φαγωμένη πένα κιθάρας, λάφυρο από τη συναυλία των Madrugada πριν από μερικά χρόνια.

 

_____________________________________________________________

 

Ήταν πραγματικά ωραίος τύπος ο Αλκίνοος. Η εμφάνιση που είχε διαλέξει ίσως τον αδικούσε λίγο ως προς τα χαρακτηριστικά του γιατί είχε ωραία χρώματα, και καθαρό πρόσωπο. Από μακριά ίσως θύμιζε τον Άσιμο, αλλά στην πλυμένη εκδοχή του. Η διαφορά είναι πως είχε μια λάμψη, σαν αυτή του Χριστού. Πώς θα μπορούσε όμως κάποιος να πει κάτι τέτοιο; Αφού κανείς δεν έχει δει τον Χριστό και ταυτόχρονα μπορεί να μας το μεταφέρει. Ίσως είναι καλύτερα να πω πως είχε την λάμψη και την ευγένεια με τον ηθοποιό που ενσάρκωσε τον Χριστό, τον Ρόμπερτ Πάουελ. Ειδάλλως, θα ήταν σαν να άφηνα τον υπαινιγμό πως η λάμψη του Αλκίνοου οφειλόταν σε κάποιο φωτοστέφανο, εφόσον δεν μπορώ να φανταστώ τον ίδιο τον Χριστό να περπατά στα παζάρια και να λάμπει εμφανισιακά, έτσι στα καλά του καθουμένου, απλά και μόνο επειδή λέει ότι είναι ο Χριστός, αρνούμενος πρώτα-πρώτα και ο ίδιος με ένα «Συ είπας» ότι είναι βασιλιάς. Στον ουρανό τον έψαχναν, αλλά στην γη τον βρήκαν. Γι' αυτό και οι αγιογράφοι και το Hollywood έπρεπε να κάνουν εξαιρετικά λεπτή επεξεργασία. Ομολογουμένως την έκαναν! Θέλει δουλειά κάποιος για να γίνει Θεός. Ειδικά αν θέλει να πάρει την θέση ενός άλλου, ή αν δεν είναι όπως τον περιμένουν. Όπως δεν γίνεται από την μια στιγμή στην άλλη κάποιος που έχει ταλέντο στην φωνή να γίνει επιτυχημένος και γνωστός τραγουδιστής, έτσι και αν κάποιος έχει ταλέντο στο να γίνει Θεός, δεν γίνεται μπαμ και κάτω.

Καταρχάς, χρειάζεται το κατάλληλο background. Αινιγματικό, μυστηριώδες, που να αφήνει τα περισσότερα στην φαντασία. Οι ειδικοί τα ξέρουν καλύτερα αυτά. Μια ωραία μέρα χτυπάει το τηλέφωνό τους, δέχονται την παραγγελία, τα τεχνικά χαρακτηριστικά (πώς τον θέλετε ας πούμε τον Θεό σας. Οργισμένο; Συγκαταβατικό; Να αγαπά αλλήλους; Και τα λοιπά.) Παράλληλα, δίνουν και διάφορα hints. Ας πούμε, ο τωρινός κάνει και ανακύκλωση χαρτιού γιατί αγαπάει το περιβάλλον. Είναι μια έξυπνη επέκταση της εντολής να αγαπάς τον άλλον. Τώρα και σε περιβάλλον. Οπότε συμφέρει, και ο κόσμος τον προτιμά. Φαίνεται κάτι ασήμαντο, αλλά κάνει φοβερή διαφορά! Μάλιστα έμαθα πρόσφατα πως στην Αμερική ετοιμάζεται και σχετικό τηλεοπτικό show. Το “Pray story”. Επειδή κατανάλωσαν μπόλικο χριστιανισμό και έπειτα βουδισμό που ήταν της μόδας, ύστερα πέρασαν στην σαϊεντολογία αλλά ξεθώριασε γρήγορα, βαρέθηκαν, και η τελευταία τάση της πίστης όπως λένε οι ειδικοί είναι στο «Φτιάξ’ τον μόνος σου». Κάθε εβδομάδα ο υποψήφιος Μεσσίας θα πρέπει να ολοκληρώσει μια σειρά από τεστ και κάθε Κυριακή θα έχει θεία ψηφοφορία, όπου είτε θα επιλέγεται και θα βγαίνει στην αγορά προς κατανάλωσιν ή θα απορρίπτεται μέσα σε ένα φαντασμαγορικό σόου, που είτε θα τον σταυρώνουν, είτε θα τον καίνε... εξαρτάται από το κοινό που θα έχει εξοπλιστεί με την εφαρμογή στο κινητό του «Σταύρωσέ τον μόνος σου» και θα επιλέγει εκείνο τι θέλει. Αυτόματα θα κληρώνεται και θα «μετα»-λαμβάνει «στρώμα» και «δέρμα» Χριστού, δηλαδή ένα στρώμα Λάτεξ, ανθεκτικό, χωρίς ελατήρια, σε ημίδιπλο μέγεθος, ή κάποιο χρηματικό έπαθλο. Θα έρθει και στην χώρα μας άκουσα. Εννοείται! Κεντρικός παρουσιαστής ο Σπύρος Σούλης (να σου φτιάξει φάτνη ο Σπύρος Σούλης με φανταχτερά χρώματα και υλικά από ΙΚΕΑ , να την ζηλέψει ο Κουάο Λανγκ της Ταυλάνδης), με συμπαρουσιαστή -ποιον άλλον- τον Αρναούτογλου. Πώς θα μπορούσε να λείπει ο Θεός της βλακείας από τέτοιο σόου.

Με λίγα λόγια αγαπητέ μου, δεν αρκεί το ταλέντο. Δες με να σου κάνω θαύματα τώρα δα μπροστά σου, και δεν θα με πιστέψεις. Δες με στην τηλεόραση όμως, και θα πέσεις γονατιστός μπροστά μου. Δεν θα γράψω κάτι παραπάνω αν και το θέλω, γιατί θα πρέπει να αρχίσω να ειρωνεύομαι. Αλλά ποτέ δεν το κάνω σε όσα πιστεύουν οι άλλοι. Είπαμε, περιγράφω μόνο τα γεγονότα οπότε και θα παραμείνω σε αυτά.

Επιστρέφω πάλι πίσω στον Αλκίνοο, γιατί ξέφυγα με τα κοινωνικά δρώμενα. Πέρα από τις λάμψεις και τα εξωτερικά χαρακτηριστικά του, εμένα προσωπικά, και μόνο εμένα, μου θύμιζε τον Γιοκαρίνη, στην γκροτέσκο εκδοχή του. Πάντα με έκανε να γελάω όταν το σκεφτόμουν. Μάλιστα μένουν και στην ιδία περιοχή και έτυχε μια φορά να συναντηθούν και στον δρόμο αντικριστά.

Ο Αλκίνοος ήταν πανέξυπνος τύπος, όμορφος και πολύ διαβασμένος. Και όταν λέω διαβασμένος εννοώ ΔΙΑΒΑΣΜΕΝΟΣ. Είχε εμπεριστατωμένη γνώση και γνώμη για τα πάντα, βαθειά, με κύρος. Μπορούσε να πείσει για το οτιδήποτε. Συζητούσε μέχρι και με τον εαυτό του σε έναν καταιγισμό από επιχειρήματα, και ήταν όλα σαν μουσική. Λες και έπαιζε σκάκι μόνος του και συνεχώς έκανε την καλύτερη κίνηση. Όσοι τον παρακολουθούσαν πίστευαν πως δεν υπάρχει απάντηση σε κάθε του επιχείρημα. Και τότε ως δια μαγείας εμφάνιζε μια ακλόνητη θέση σαν αντίλογο και όλοι ήταν πεπεισμένοι πως τίποτα στον κόσμο δεν μπορούσε να την αναιρέσει, και τότε πάλι ο ίδιος την αναιρούσε με ένα νέο επιχείρημα, και πάλι όλοι γύρω του δεν πίστευαν πως θα μπορούσε κάτι να σταθεί απέναντι σε αυτό το νέο επιχείρημα, και ου το καθεξής.

Είχε εκπληκτικά δημιουργική σκέψη. Αυτό τον έκανε να είναι πολύ διαφορετικός από όλους τους άλλους. Ακόμα και από μένα. Και το ήξερε πολύ καλά ότι ήταν διαφορετικός γιατί είχε φτύσει αίμα για να γίνει διαφορετικός. Ώρες επί ωρών να μελετήσει, να εσωτερικεύσει σκέψεις, να βασανίζεται ώστε να κατορθώσει να δημιουργήσει τον εαυτό του.

Σε αυτόν τον άνθρωπο λοιπόν, επιστρέφω πίσω στο συμβάν με τον Γιοκαρίνη, σε αυτόν τον άνθρωπο, τόλμησε ο υποφαινόμενος και ανυποψίαστος, καθώς περνούσε από δίπλα του να τον δείξει και να του πει «Έτσι, ίδιος ήμουν και εγώ στην ηλικία σου». ΤΙ;;;; Τι είχε πει μόλις; Δεν μπορεί να ξεστόμισε αυτούς τους συγκεκριμένους ήχους και συλλαβές. Δεν μπορεί να άρθρωσε αυτήν την πρόταση και να άφησε αυτό το συγκεκριμένο νόημα να εννοηθεί! Κι όμως! Είχε ακούσει καλά. Ο Αλκίνοος ήταν πολύ ωραίος τύπος ξαναλέω. Αυτό του το αναγνωρίζω εγώ και όλη η υπόλοιπη πολιτεία. Συγχωρούσε τα πάντα. Ψύχραιμος και ετοιμόλογος. Ο λόγος του ήταν πύρινος, μετρημένος, στο κέντρο απευθείας, ζυγισμένος για κάθε περίσταση. Μπορούσες να του βρίσεις την μάνα και ό, τι χειρότερο ακόμα. Θα σε συγχωρούσε.

Φυσικά, πριν το κάνει θα σε είχε στολίσει με όλο το εκλεπτυσμένο και μη, φρασεολόγιο, θα σε είχε ταπεινώσει τόσο βαθιά και μεθοδευμένα, με τον απόλυτο εξευτελισμό που μπορεί άνθρωπος να υποστεί χωρίς να πάει ύστερα και να αυτοκτονήσει. Και όσο θα το έκανε, θα απορούσες πως γίνεται κάποιος να ξέρει τόσα πολλά για έναν άγνωστο. Θα ένιωθες να είσαι απογυμνωμένος και πως αυτός που σε πυροβολεί ξέρει τα πάντα για σένα και δεν διστάζει πουθενά. Αφού θα έκανε αυτό το πράγμα, πάντα με ακρίβεια και ψυχραιμία, θα είχες όλον τον υπόλοιπο χρόνο της ζωής σου να μετανιώσεις που έβρισες την μητέρα του ή προσπάθησες να τον προσβάλεις. Ήταν σαν να κατέβαινε ο Βολταίρος, το πιο δραστήριο πνεύμα στην ιστορία, μονάχα για να σε βάλει στην θέση σου. Αργότερα λοιπόν θα σε συγχωρούσε και θα σε έβαζε κάτω από την φτερούγα του.

Μέχρι εδώ όλα καλά. Όμως ο Γιοκαρίνης δεν τον είχε προσβάλει. Όχι! Είχε διαπράξει το χειρότερο σφάλμα. Ατίμωση λέγεται; Μαγάρισμα; Δεν ξέρω. Πάντως το είχε κάνει. Το μοναδικό θανάσιμο αμάρτημα στο μυαλό του Αλκίνοου. Τον είχε παρομοιάσει με κάποιον άλλον. ΙΔΙΟΣ; Ποιος είναι ίδιος ή ήταν ή θα είναι ποτέ με τον Αλκίνοο; Ο Γιοκαρίνης; Ίδιος; Όχι, δεν έχετε καταλάβει καλά. Δεν θα ανεχόταν ότι είναι ίδιος ούτε με τον Τζίμη Πέιτζ - επειδή ο Αλκίνοος λατρεύει την ροκ μουσική- και ακόμα πιο πάνω, ούτε με τον Χέντριξ, και ακόμα πιο πάνω, ούτε με τον ίδιο τον Αλκίνοο Ιωαννίδη (ή ‘Αλκιωννίδη’ όπως συνήθιζε να λέει και να γελάει μόνος του). Αλλά εδώ που τα λέμε, ε, δεν είναι ο Ιωαννίδης πιο πάνω από τον Χέντριξ, υπερβολικός είσαι ρε Αλκίνοε σε αυτό το σημείο. Φυσικά δεν τόλμησα ποτέ να του το πω. Αυτός είναι ικανός να αποδείξει πως όντως ο Αλκίνοος Ιωαννίδης είναι πιο θρυλικός από τον Πέιτζ. Είναι ικανός να αποδείξει στον ίδιο τον Πέιτζ ότι ο Ιωαννίδης είναι θρυλικότερός του και να τον δεις κάποτε να τραγουδά: τα βουνά περνάω και τις θάλασσες περνώ κάποιον αγαπώ.

Για να γίνω πιο συγκεκριμένος όμως. Δεν είναι ίδιος ούτε με τον θεό. Αν ο θεός του έλεγε ότι είναι ίδιος μαζί του, θα τον εσταύρωνε ξανά και ξανά και ξανά και ας του έλεγαν ότι είναι παρωχημένη η ιδέα να ξανασταυρώσεις τον θεό ύστερα από την δεύτερη φορά -αναφέρομαι στο έργο του Καζαντζάκη. Αλλά εδώ που τα λέμε, αυτό δεν είχε πει ο θεός με το γνωστό κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν; (Αν είναι έτσι, ας είναι η εικόνα HIGH DEFINITION τουλάχιστον. Αν είναι να τρώμε τον θεό στην μάπα, ας τον βλέπουμε σε καλή ανάλυση). Ας είχε όμως τα κότσια να το πει ο ίδιος μπροστά στον Αλκίνοο. Να του πει «Ξέρεις κάτι; Είσαι κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσίν μου». Εάν το έκανε θα αντιμετώπιζε ίσως τον Σπινόζα αυτήν την φορά και με την επιχειρηματολογία γεωμετρικής ακριβείας, πρόταση-πρόταση, παραδοχή την παραδοχή, από την αρχή μέχρι το τέλος, θα κατέληγε πως ακόμα και αυτός είναι υπεράνω θεού -ο Αλκίνοος. Θα έπειθε τον θεό ότι δεν υπάρχει θεός εάν χρειαζόταν.

Φαίνονται υπερβολικά όλα αυτά; Δεν είναι. Δεν το κρύβω ότι ούτε εγώ θα το πίστευα αν το άκουγα αλλά πραγματικά, μα την Παναγία, ήμουν μπροστά σε πολλά σκηνικά που απλώς ο Αλκίνοος ζωγράφιζε με την γλώσσα. Ο άνθρωπος ήταν ΚΑ-ΤΑ-ΠΛΗ-ΚΤΙ-ΚΟΣ. Κεντάει που λένε. Έχαιρε τον απόλυτο σεβασμό. Δικαιωματικά. Είχε βέβαια και αυτός το ελάττωμα του. Σημαντικό ελάττωμα για άνδρα. Θα το αναλύσουμε αργότερα όμως.

Τι είχε λοιπόν τολμήσει να του πει μόλις ο Γιοκαρίνης; Ότι είναι ίδιος; Καμία εγκράτεια σε αυτήν την προσβολή. Καμία ψυχραιμία. Τώρα ήταν άπλα Τούρκος. Μάλιστα. Ωραία. Και του απαντάει λοιπόν: Τι λες ρε φτωχομπινέ!... Εσύ ίδιος με μένα; Που το νύχι στο πόδι σου ρε λεχρίτη είναι μεγαλύτερο από το πουλί σου; ( Σημείωση: δεν έχουμε σαφείς αναφορές για το μήκος στο πουλί του Γιοκαρίνη, όποτε φανταστείτε πόσο μεγάλο ήταν όντως αυτό το νύχι). Γιατί δεν πας να βοσκήσεις τίποτα άλλες βουβάλες ρε γίδι; Είσαι εσύ νοσταλγός του ροκ εντ ρολ, ρε ξιπασμένο μίασμα, λεχρίτη, γαμημένο βρωμόσκυλο, που πας και τραβάς τσιμπούκια στο fame story (Ανακρίβεια πάνω στον πυρετό της μάχης. Δεν ήταν το Fame story, αλλά το X-factor), για να πάρεις δέκα ευρώ να πιεις μια μπύρα; Άντε γαμήσου ρε κωλόγυφτε, που ήσουν εσύ ποτέ ίδιος μαζί μου. Κινούμενη γελοιότητα. Τράβα να πλύνεις τα χέρια σου, σίχαμα. Αστοδιάλο από ‘δω χάμω. Γαμώ την Παναγία σου - πάντα η επίκληση στα θεία δίνει άλλη αίγλη στα λεγόμενα κάποιου. Ειδικά στο τέλος μια πρότασης, πως να το πω, αφήνει μια ωραία γεύση πληρότητας. Όπως όταν έχεις φάει ένα ωραίο φαγητό και κάθε τόσο το ρεύεσαι και σου ξανάρχεται αυτή η αίσθηση στο στόμα. Και ποιος ξέρει, αν είσαι και λίγο μερακλής μοιράζεσαι αυτήν την αίσθηση με τους γύρω σου. Από τις λίγες φόρες που η ανάγκη σου να μοιραστείς κάτι δικό σου δεν θα εκτιμηθεί όσο θα ήθελες από τον περίγυρο όμως. Δεν θα πει κάποιος ας πούμε «Πω πω, τι ανιδιοτελής άνθρωπος» αλλά αξίζει την προσπάθεια.

Τι θα μπορούσε να κάνει λοιπόν ο Γιοκαρίνης περά από το να σκύψει το κεφάλι και να φύγει όπως-όπως; Αυτό έκανε. Δεν ήθελε βέβαια ο κακομοίρης να τον προσβάλει. Αστειευόμενος το είπε, με κάθε καλή διάθεση. Καθώς περνούσε από μπροστά του, γυάλισαν τα νύχια των ποδιών του Γιοκαρίνη στα μάτια του Αλκίνοου και τον τύφλωσαν για λίγο. Του ήρθε να τον φτύσει. Αλλά δεν το έκανε. Έφτυσε από την άλλη.

Αυτός ήταν λοιπόν ο διάολος του Αλκινόου. Αν του είχε βρίσει την μάνα όπως είπα, τίποτα δεν θα είχε γίνει, φιλικά μεταξύ σοβαρού και αστείου θα τον ταπείνωνε και τέλος. Όλα καλά. Όμως ποτέ μην του πεις ότι είναι ίδιος με κάποιον άλλον. ΠΟΤΕ! ΠΟΤΕ ΤΩΝ ΠΟΤΩΝ!

Έκανα μια μεγάλη παρένθεση για να δώσω ένα μικρό δείγμα του ποιος περίπου είναι ο Αλκίνοος. Ο πιο ιδιαίτερος άνθρωπος που γνώρισα ποτέ.

Ήταν λοιπόν στην στάση και περίμενε το λεωφορείο για να πάει στο πανεπιστήμιο. Τι δουλειά είχε στο πανεπιστήμιο κοτζάμ μαντράχαλος ο Αλκίνοος; Καλή ερώτηση. Σε καμιά περίπτωση μην θεωρηθεί ότι δεν μπορούσε να περάσει τα μαθήματα του. Ίσα-ίσα. Ήταν διάολος. Χωρίς διάβασμα, έτσι άπλα εμφανιζόταν όποτε ήθελε και έγραφε 8αρια 9 αριά, 7αρια, άπλα επειδή μπορούσε. Εάν συγκεντρωνόταν σε κάτι, αυτοστιγμής με αφαιρετική σκέψη έβρισκε την καρδιά του θέματος και γοήτευε με τα γραπτά του. Το θέμα είναι ότι δεν ήθελε να τελειώσει το πανεπιστήμιο. Του άρεσε να πηγαίνει και να γυρνοβολαει συζητώντας και κάνοντας επίδειξη ισχύος σε διάφορες κουβέντες που αναπτύσσονταν γύρω του. Ένιωθε σαν τον Σωκράτη, έλεγε, που εγκυμονούσε μέσα του όλη την γνώση και την σοφία του κόσμου. Και απ’ ο, τι ξέρω, αν εξαιρέσει κάνεις κάτι εργασίες και γραπτά εξετάσεων, όντως δεν νομίζω πως άφησε κάποιο γραπτό πίσω του.

Στο πανεπιστήμιο έχαιρε ιδιαίτερης εκτίμησης από όλους και φυσικά δεν ανήκε σε καμία παράταξη. Καμιά ιδεολογία δεν ήταν αρκετή για αυτόν γιατί όλες είχαν κάποιο σφάλμα, κάποια παραδοχή που κατά την γνώμη του αναιρούσε όλο το οικοδόμημα. Συμπαθούσε όμως πολύ τους Κνίτες. Ήταν γραφικοί σε βαθμό αηδίας, αλλά μέσα στην αφέλειά τους είχαν κάτι αυθεντικό και αυτό του άρεσε. Τους συμπαθούσε τόσο πολύ μέχρι που κάποιες φορές κολλούσε και ο ίδιος αφίσες ή μοίραζε φυλλάδια στον δρόμο, ή πήγαινε σε συλλαλητήρια για να διασκεδάσει με όσα λέγονταν, έτσι για πλάκα. Άλλοι λέει δίνουν σκισμένα μπλουζάκια που δεν χρειάζονται στους φτωχούς και το λένε φιλανθρωπία, εγώ κάνω αυτό. We are even. Αλλά δεν είχε θέμα με κανέναν από οποιαδήποτε παράταξη και αν ήταν. Ήταν όλοι για αυτόν το ίδιο φυλακισμένοι. Η διάφορα ήταν η έξης : Ενώ οι μεν νοιάζονται για το προσωπικό τους συμφέρον, οι δε νοιάζονται για το συμφέρον των άλλων. Το οποίο καταλήγει να είναι και αυτό προσωπικό. Αυτή είναι η διαφορά μεταξύ δεξιών και αριστερών. Το ίδιο πράγμα δηλαδή. Μπορεί ένα νόμισμα να είναι δέκα λεπτά από την μια και είκοσι από την άλλη; Όχι. Το ίδιο νόμισμα είναι.

Κανείς όμως, και όταν λέω κανείς, κανείς δεν άνοιγε αντιδικία μαζί του. Μιλούσε με τους δεξιούς, τους κατατρόπωνε με επιχειρηματολογία αριστερού. Μιλούσε με αριστερούς, τους κατατρόπωνε με επιχειρηματολογία δεξιού. Δεν τον ένοιαζε. Έπαιζε απλά μαζί τους. Και ήταν τόσο σαφώς ανώτερος όλων που και οι ίδιοι τον παραδέχονταν σε αυτό. Ήξεραν ότι δεν ανήκει πουθενά και ότι απλά σαχλαμαρίζει. Και πολλές φορές εκνεύριζε, αλλά άντε πες εσύ σε αυτόν τον τύπο ότι είναι σαχλαμάρας. Μην το κάνεις! Πραγματικά! Απόλυτος σεβασμός λοιπόν στο πανεπιστήμιο και επειδή δεν ήθελε να τελειώσει ο ίδιος, βοηθούσε τους άλλους να τελειώσουν. Κάθε φορά που έγραφε μάθημα ο Αλκίνοος όλοι αρίστευαν γύρω του. Σαν Ήλιος ήταν που φεγγοβολούσε. Χαριτολογώντας θα μπορούσε να πει κανείς ότι άπαξ και καθόσουν δίπλα του, ακόμα και αν δεν το ήθελες, θα αρίστευες. Εγώ όταν τον σκέφτομαι, τον έχω στο μυαλό μου σαν τον Αριστοτέλη σε πνεύμα, τον φωτεινό πάτερα όλων και σκέφτομαι εκείνο το ωραίο που είχε πει ο Νίτσε, πως ο Ζαρατούστρα φεγγοβολά και το φως του είναι τύραννος γιατί δεν ρωτάει αν το θέλει εκείνος που φωτίζεται. Κάπως έτσι τέλος πάντων.

Θυμάμαι μια φορά που περνούσε έξω από μια αίθουσα και άκουσε δυο φοιτητές να συζητούν. Έλεγε ο ένας για το ότι οι προλετάριοι δεν έχουν τίποτα να χάσουν πάρα μόνο τις αλυσίδες τους, και εκείνος που το είπε νόμιζε ότι είπε κάτι τρομερά ψαγμένο, τόσο ψαγμένο που το βρίσκει ο καθένας στο οπισθόφυλλο οποιουδήποτε βιβλίου ή ιστοσελίδα με ρήσεις και γνωμικά από μεγάλους φιλοσόφους. Σαν να είπε κάποιος ότι το μονό που ξέρει είναι ότι δεν ξέρει τίποτα και να περιμένει τον θαυμασμό από τους άλλους, να αυτοκτονούν από την δύναμη αυτής της αληθείας και αλλά τέτοια. Γέρνει και του λέει ο Αλκίνοος : Σταματά βρε με τα τσιτάτα σου, μπούμπη. Αυτός ο μπούμπης ήμουν εγώ. Τι ντροπή! Έτσι τον είδα για πρώτη φορά και υστέρα άρχισα να ρωτάω για αυτόν και να μαθαίνω διάφορα. Ο άνθρωπος αυτός δεν είχε τελειώσει το πανεπιστήμιο γιατί απλώς ήταν πανεπιστήμιο ο ίδιος. Απλώς δεν τον ένοιαζε. Όπως ο Τέσλα που είπε πως δεν τον ενδιαφέρει να πάρει το Νομπέλ γιατί οι μηχανές που εφευρίσκει θα φέρουν το όνομα του που θα αξίζει περισσότερο από το όνομα του Νόμπελ. Πώς λες τέτοιο πράγμα ρε γαμώτο; Και πολύ περισσότερο, πως το λες και ισχύει κιόλας; Γιατί να το πεις είναι εύκολο. Να ορίστε! Το είπα μόλις και εγώ. Και υστέρα συνέχισα να βλέπω Φερεντίνο στη δορυφορική (Ουάου!!!).

Να εξηγήσω όμως κάτι. Ωραία όλα αυτά. Πώς γίνεται όμως αυτός ο πολύ γαμάτος τύπος, ο Αλκίνοος, να ζει έτσι; Δουλειά; Χρήματα; Κοπέλα; Έχει κενά θα αναρωτηθεί κάποιος. Σιγά! Ένα-ένα. Ο Αλκίνοος έχει λεφτά. Δεν τον νοιάζει. Αυτό είναι ένα δεύτερο ελάττωμα. Κάνει την ζωή που κάνει επειδή δεν χρειάζεται να ζοριστεί. Δεν λέω. Αν έχεις χρόνο σπάνια αναλώνεσαι σε μελέτες και διαβάσματα. Συνήθως πίνεις καφέδες, κλάιν μάιν. Αυτό το αναγνωρίζω, είναι δύσκολο με τόσο ελεύθερο χρόνο να κάνεις χρήσιμα πράγματα για τον εαυτό σου. Η απόλυτη ελευθερία είναι κοφτερό μαχαίρι. Η απόσταση ανάμεσα σε έναν άνθρωπο και ένα βιβλίο είναι την περισσότερη ώρα της ημέρας μηδαμινή. Ένα τσακ κάνεις και το πιάνεις το διαολεμένο. Πώς γίνεται όμως το τηλεκοντρόλ πάντα να είναι ακριβώς όσο χρειάζεται ώστε να το φθάνεις χωρίς καν να ανασηκώσεις την ράχη σου από τον καναπέ; Νόμος του Μέρφυ, που μάλλον του διέφυγε. Κάποτε ο Αλκίνοος ισχυρίστηκε πως είχε τόσο πολύ ελεύθερο χρόνο που δεν του έμενε επαγγελματικός καθόλου. Πως δεν ήταν ευλογημένος σαν όλους τους άλλους με το να πνίγεται, να τρέχει, και να μην σκέφτεται. Έλεγε πως στα σχολεία η ώρα του επαγγελματικού προσανατολισμού είναι η πιο χρήσιμη και το μοναδικό ενθαρρυντικό στοιχείο στο εκπαιδευτικό σύστημα. «Είναι υποχρεωμένοι οι καθηγητές να σε προσανατολίσουν επαγγελματικά. Να ψάξουν μαζί με τον μαθητή την χώρα στην οποία θα πάει να βρει δουλειά και να ζήσει μια αξιοπρεπή ζωή. Θα’ ναι η Αγγλία, η Γαλλία, η Γερμανία, ο Καναδάς; Δεν έχει σημασία. Εξαρτάται από την ιδιοσυγκρασία του μαθητή. Αλλά ακόμα και αυτήν την άγια ώρα, την έχουν κάνει διάλειμμα και καφέ. Ύστερα φθάνει η ώρα να συμπληρώσουν το μηχανογραφικό τους, που δεν είναι μηχανογραφικό, αλλά «μηχανορραφικό» με τόση δολοπλοκία και ραδιουργία στις πλάτες των νέων, και καταλήγουν να περνούν σε σχολές που δεν έχουν αντίκτυπο στην κοινωνία γιατί οι δομές απουσιάζουν. Οι αριθμοί ευημερούν και οι κοινωνίες δυστυχούν», έλεγε μια φορά σε ένα πλήθος φοιτητών. «Τί ψήφισες εσύ αν έχεις την καλοσύνη;» ρώτησε μια κοπελίτσα. «Σύ...σύριζα, αλλά δεν έχω πρόβλημα να βγει και η Νέα Δημοκρατία» απάντησε διστακτικά, χαζογελώντας στην διπλανή της. Δεν ήταν σίγουρη η καημένη για την σωστή απάντηση και θέλησε να τους ικανοποιήσει όλους. «Βρε χαϊβάνιμπαλ που τρως κουτόχορτο, εδώ μιλάμε για το μέλλον μας, όχι για τον αγώνα Παναθηναϊκός- Άρσεναλ, που παίζεις στοίχημα στην Άρσεναλ για να πληρωθείς, αλλά δεν σε νοιάζει κι αν κερδίσει η ομάδα σου! Αϊντέέέέ! «Εσύ τι σπουδάζεις;» σε ένα παλικάρι παραπέρα. «Κοινωνική πολιτική» του απάντησε. «Social πώληση (policy), δηλαδή, ωραία. Γιατί ρε φίλε; Σε έπιασε ο πόνος για την κοινωνία; Αφού δεν σε νοιάζει και θα φύγεις για να αναζητήσεις δουλειά στην Σουηδία, καημένε μου. Άντε μια ώρα αρχύτερα να γλιτώνουμε από τους λεκέδες. Έχετε ξεπουλήσει τα πάντα πια. Α! Και πού ’στε; Αν πάτε προς το Σύνταγμα, εσείς αγανακτισμένοι, ρίξτε μια επαναστασούλα πάνω σας. Κάνει ψόφο απόψε».

Περισσότερο μιλούσε έτσι για να κάνει ντόρο. Αλλά ήμουν σίγουρος πως δεν ήταν αυτός που ήθελε να δείχνει. Ο τόσο άνετος και κυνικός χιουμορίστας.

Τέλος πάντων. Κουταμάρες. Η αλήθεια είναι ότι ο Αλκίνοος είχε βρει έτοιμα τα πάντα. Τονίζω πως δεν μπορείς να του την πεις ούτε σε αυτό. Ότι είναι τεμπέλης ας πούμε. Θα έλεγε οποιαδήποτε κουλαμάρα του ερχόταν, δεν ξέρω, από Λαφάργκ μέχρι Θορό, και οτιδήποτε αναρχικοτιδήποτε και θα το παρουσίαζε με φοβερή ισχύ που όλα θα λύγιζαν. Οκ και με αυτό. Δεν την λες ποτέ στον Αλκίνοο. Πάει.

Είχε λοιπόν λεφτά γιατί ο πατέρας του ήταν μεγάλος δικηγόρος. Ο πατέρας του, ήξερε ότι ο γιος είχε τρομερό ταλέντο, και του έλεγε πολλές φορές να τελειώσει το πανεπιστήμιο και να δουλέψουν μαζί, να φτιάξουν το καλύτερο δικηγορικό γραφείο στην Ευρώπη. Και μάλλον θα είχε δίκιο πως έτσι θα γινόταν. Τον είχε πρήξει κανονικά. Αλλά δεν μπορούσε να του κόψει και τα χρήματα που του έδινε. Ήταν τόσο γοητευτική παρουσία ο Αλκίνοος, που ακόμα και αν ήξερες ότι σε δουλεύει, ήθελες να είναι εκεί, να το κάνει με τον πιο γλυκό τρόπο. Να γουστάρεις να σε κάνει περίγελο στον ίδιο σου τον εαυτό. Να σε γεμίζει που ασχολείται μαζί σου. Ούτε ο πατέρας του μπορούσε να του αντισταθεί. Στα λόγια δεν ήταν τόσο καλός, προφανώς.

«Εγώ πάτερα δεν έχω σκοπό να γίνω δικηγόρος», κατέληξε στο τέλος. «Εάν οι άνθρωποι είχαν μέσα τους αυτό που λέμε αίσθημα δικαιοσύνης και ελευθερίας, δεν θα χρειάζονταν οι νόμοι και οι προασπιστές τους, οι δικηγόροι. Όσοι περισσότεροι νόμοι και δικηγόροι τότε τόση μεγαλύτερη αδικία. Δεν είναι προφανές; Όπου γίνεται πολύς λόγος για κάτι υψηλό, μάλλον αυτό το υψηλό απουσιάζει. Εάν όπως θέλουμε να πιστεύουμε έχουμε αυτήν εσωτερική παρόρμηση για ιδανικά, τότε τι χρειάζομαι τους νόμους; Οι δικηγόροι μου θυμίζουν τους καλικαντζάρους, κάτι άσχημα πλάσματα μισερά, αποκρουστικά, ψάχνουν τρόπος να ξεφύγουν, να ξεγελάσουν. Οι δικηγόροι και οι νόμοι είναι η καταφανής απόδειξη του πόσο έχει αποτύχει ο άνθρωπος να φέρεται σαν κάτι περισσότερο από κτήνος. Και ο σκουπιδιάρης μαζεύει τα σκουπίδια μας αλλά δεν θέλουμε να το κάνει μπροστά μας, έτσι δεν είναι; Πόσο μάλλον να γίνει το παιδί μας σκουπιδιάρης. Ωραία σχέδια έχεις για το παιδί σου. Ναι, κάποιος πρέπει να το κάνει, σίγουρα. Αλλά δεν είμαι εγώ αυτός. Πόσο περίεργο να θεωρείται τόσο αξιοπρεπής και αποδεκτός ένας δικηγόρος στις μέρες μας; Αλλά τι να πεις. Τον 17ο αιώνα ήταν ντροπή να είναι κάποιος μαθηματικός. Ότι μας καυλώσει δηλαδή.»

«Εμένα θα μου μιλάς καλυτέρα», του είπε ο πατέρας του. «Γιατί;» τον ρώτησε. «Γιατί είμαι ο πατέρας σου». Είχε κουραστεί με αυτήν την ατάκα ο Αλκίνοος όμως. Όπου και αν πήγαινε αυτό άκουγε. Στο σπίτι; «Θα με ακούς γιατί είμαι ο πατέρας σου» (Βιολογικό επιχείρημα). Στην εκκλησία; «Θα με ακούς γιατί είμαι ο πατέρας σου» (Κοσμολογικό επιχείρημα). Τηλεόραση; «Θα με ακούς γιατί είμαι η πατέρας σου» (Αστρολογικό επιχείρημα, άμεση αναφορά στο κατεστημένο Λίτσα Πατέρα που δεν επιτρέπει στην νέα γενιά να ασκήσει το ταλέντο της στην απάτη και την κοροϊδία). Οι κουβέντες πατέρα-γιου ήταν αυτές πάντα, πάνω-κάτω και μέσες-άκρες.

Επειδή ξέφυγα πάλι όμως, επιστρέφω στο ότι ο Αλκίνοος όδευε προς το πανεπιστήμιο. Μπήκε στο λεωφορείο και κοιτούσε έξω από το παράθυρο σκεφτόμενος πως όλο και κάποιο πλήθος από Κνίτες θα είχε δημιουργηθεί στο πανεπιστήμιο στο οποίο θα μπορούσε να παρεισφρήσει και να κάνει το καλαμπούρι του.

Καθώς έκανε την συνηθισμένη του διαδρομή λοιπόν προς το πανεπιστήμιο, κοίταξε πίσω του και βρήκε μια όμορφη κοπέλα. Όπως είπα, είχε χάρισμα στο λέγειν. Αλλά δεν μπορούσε να προσελκύσει κοπέλα ερωτικά. Εκεί έχανε την μπάλα. Έσβηναν όλα. Πάει η δημιουργικότητα και η φαντασία. Πάνε όλα. Ήθελε να πλησιάσει, εννοείται. Ποιος θέλει να γυρίζει σπίτι και να επιδίδεται σε κατά μόνας ηδονές κάθε βράδυ; Είναι φορές που το προτιμά κανείς, δεν λέω. Είναι μια αξιοπρεπής διέξοδος από την μοναξιά. Η πιο σύντομη διαδρομή προς την πληρότητα. Και γεωμετρικά αν το σκεφτώ δηλαδή, μεταξύ δύο σημείων, εμού και της κοπέλας, η μαλακία είναι ο πιο σύντομος δρόμος και όχι η ευθεία. Αλλά πριν από την μαλακία πάντα πιστεύεις πως μπορείς και καλύτερα. Σαν καταλήξεις σε αυτήν όμως, αν μη τι άλλο πέφτεις στην ζέστη αγκαλιά μιας αρχέναης θαλπωρής και παρηγοριάς. Μην την απαρνηθείς ποτέ. «Γιατί αυτή σ’ έδωσε το ωραίο ταξείδι». Πάνω από όλα όμως είναι ασφαλής. Και σε γλιτώνει από σκοτούρες και τρεχάματα. Αλλά ο σύγχρονος κόσμος το έχει καταστρέψει και αυτό παρατηρώ. Υπερκαταναλωτισμός φίλοι μου. Για αυτό και θέλει προσοχή. Όχι γιατί είναι αμαρτία να αφήσεις τον σπόρο σου να πέσει κάτω. Όχι, καμία σχέση. Απλώς πρέπει να αποτελεί μέρος της επιμέλειας του εαυτού. Αλλά όχι εξ ολοκλήρου. Ο Ουίλιαμ Μπλέηκ είπε πως ο δρόμος της υπερβολής οδηγεί στο παλάτι της σοφίας. Προσοχή φίλοι μου με τέτοιες ρήσεις. Αν την παίζεις από το πρωί μέχρι το βράδυ δεν θα αναγνωριστείς ως ο πλέον σοφός άνθρωπος. Προχωράμε, χωρίς όμως σπατάλες. Εγώ είμαι ένας πιστός καταναλωτής. Για να ξεπιάνομαι πιο πολύ. Ενταγμένο σε ένα πλαίσιο γυμναστικής τακτικό και εύρυθμο.

Όπως και να έχει, η σχέση του Αλκίνοου με το άλλο φύλο ήταν το μεγάλο του ελάττωμα όπως είπα στην αρχή. Όμως ο Αλκίνοος δεν μπορούσε. Τον έτρωγε μέσα του να της μιλήσει. Έλα, σκέψου, βρες κάτι, είπε από μέσα του. Δεν είναι ανάγκη να είναι κάτι δύσκολο, οι γυναίκες άλλωστε δεν ασχολούνται με υψηλά νοήματα. Τις ενδιαφέρει η εύκολη συγκίνηση. Βρες να πεις κάτι καθημερινό, κάτι απλό. Του ήρθε. Μα πώς δεν το είχε σκεφτεί τόση ώρα; Σε λεωφορείο μέσα είναι, θα ρωτήσει κάτι για τη διαδρομή! «Με συγχωρείς, ξέρεις αν περνάει από πλατεία Ζωγράφου;» ρώτησε τελικά. Καμία απάντηση για δέκα αργά, βασανιστικά δευτερόλεπτα που του φάνηκαν σαν αποδοκιμασία της κοπέλας για την ηλίθια αφορμή συζήτησης που είχε επιλέξει να πιάσει-μέσα σ’ αυτά τα δέκα δευτερόλεπτα μάλιστα πρόλαβε να ευχηθεί για πρώτη φορά στη ζωή του να ήταν κάποιος άλλος. Στο ενδέκατο δευτερόλεπτο, η κοπέλα έβγαλε αργά τα ακουστικά από τα αυτιά της –γι’ αυτό δεν απάντησε, βλάκα! υπάρχει ελπίδα ακόμα- και ρώτησε τον Αλκίνοο «Ορίστε; Δεν σε άκουσα.». Ο Αλκίνοος είχε πάρει ανάσα για να επαναδιατυπώσει την ερώτησή του, αλλά μια φωνή από πίσω του τον διέκοψε. Ήταν ένας παππούς με τσιγκελωτό μουστάκι και παιχνιδιάρικα μάτια. Στα παχουλά του χέρια κρατούσε έναν μικρό πίνακα ακουαρέλας που απεικόνιζε, μάλλον ελαφρώς άτεχνα, μια βάρκα καταμεσής του πελάγους, ονόματι «Η ωραία Κρήτη». Στο κεφάλι του δέσποζε ένας μπερές φορεμένος λοξά, κάτι που μαρτυρούσε κατά πάσα πιθανότητα πως ο παππούς ήταν και ο καλλιτέχνης που είχε φιλοτεχνήσει τον πίνακα. «Απού Κατεχάκ’ πάει αυτού, πάνου, απού Καρέα. Δεν μπαίν’ Ζωγράφου παλικάρ’…» πρόλαβε να του απαντήσει. Γύρισε και του χαμογέλασε με ένα πικρό χαμόγελο, μέσα του βράζοντας. Δεν φτάνει που έχουν έρθει όλοι οι μπαστουνόβλαχοι από τα χωριά τους στην Αθήνα, τούτος ο κοντοπίθαρος που μοιάζει σαν άρρωστη διασταύρωση του Ελ. Βενιζέλου με το Μαμαλάκη θα μας κάνει και χαλάστρα! Τι; Όχι, ο Αλκίνοος Αθηναίος είναι. Από τη μεριά του πατέρα του είναι από χωριό. Δηλαδή η καταγωγή του. Αυτός μόνο τα καλοκαίρια πήγαινε για κανένα μπάνιο ως παιδί, τώρα έχει να πατήσει εκεί, ουουου, χρόνια. Κι η μάνα του από ένα μέρος λίγο παραέξω από ένα χωριό κοντά στο Αγρίνιο. Ε, ναι Αθηναίος είναι δηλαδή. Εδώ μεγάλωσε, τι δουλειά έχει με τα χωριά;

Και τότε, ανάμεσα στις βλαστήμιες που ψέλλιζε νοητικά στον αναιδή, πολυλογά γέρο, έγινε το θαύμα. Η κοπέλα του απηύθυνε ξανά το λόγο! «Στις σχολές θέλεις να πας; Αν είναι πάμε μαζί, κι εγώ εκεί πάω». «Ν… ναι. Στις σ… σχολές. Εκεί» απάντησε, σαν χαλασμένος παπαγάλος. «Σπουδάζεις;» συνέχισε εκείνη. «Ναι. Τελειόφοιτος είμαι. Στο κοινωνικών επιστημών. Ε… εσύ;» ξεστόμισε με τρεμάμενη φωνή. «Εγώ νομική δεύτερο έτος. Αλλά τώρα πάω να δω μια φίλη μου που είναι στο θεολογικό». Νομική; Θεολογία; Οι δύο επιστήμες που απεχθανόταν ο Αλκίνοος, για το τι υπηρετούσαν η καθεμία. Το άδικο από τη μια, και τα παραμυθάκια για μικρά παιδιά από την άλλη. Μα αυτές δεν θα έπρεπε να είναι καν επιστήμες! Από πότε το να σε μαθαίνουν να λες ψέματα έγινε επιστήμη. Άρχισε πάλι να φουντώνει μέσα το αίμα του. Να γεννιούνται ιδέες επανάστασης, λάβαρα με το σήμα της αναρχίας να ανεμίζουν, από πίσω να παίζει το Imagine του Λένον με τη Γιόκο Όνο δεύτερα φωνητικά.

Αλλά προσπάθησε να καταλαγιάσει τη μάνητα μέσα του, πείθοντας τον εαυτό του ότι η κοπέλα που είχε μπροστά του ίσως να μην ήταν των ιδεών του κατεστημένου, μπορεί απλά να την είχε πιέσει ο πατέρας της, όπως είχε επιχειρήσει να πιέσει και τον ίδιο ο δικός του πατέρας. Μπορεί η κοπέλα να μην είχε τη δύναμη του λόγου που είχε ο Αλκίνοος –αυτό ήταν σίγουρο δηλαδή- να αντιμιλήσει στον πατέρα της. Μπορεί. Ας μην την καταδίκαζε ακόμα. Άλλωστε η σκέψη της μοναξιάς τα βράδια τον τρόμαξε μέχρι τα μύχια της ψυχής του, κάτω από τη βουβωνική χώρα. Παραμερίζοντας όλες του τις ιδεολογικές αναστολές και μαζεύοντας με θάρρος και αυτοσυγκέντρωση τις σκέψεις του, αποφάσισε ότι θα κάνει ό, τι ήταν δυνατό για να καταφέρει να πετύχει μια επικοινωνία με την όμορφη κοπέλα, τη φοιτήτρια νομικής.

  • Ωραία… είπε μόνο ξερά.

  • Τι πράγμα ωραία; ρώτησε εκείνη.

  • Π… που σπουδάζεις δηλαδή… απάντησε διστακτικά και αμέσως το μετάνιωσε.

  • Ε, ευχαριστώ, ξέρω γω.

  • Και… σου αρέσει η νομική;

  • Τρελαίνομαι. Από μικρή είχα όνειρο να γίνω δικηγόρος.

  • Δεν… δεν σε πίεσαν οι δικοί σου; Γιατί σε πολλούς συμβαίνει.

  • Καμία σχέση. Ο πατέρας μου έλεγε πάντα «Κορίτσι μου, ο, τι θες εσύ να κάνεις».

  • Μάλιστα.

  • Εσύ;

  • Τι πράγμα εγώ;

  • Να, πώς το αποφάσισες για κοινωνικές επιστήμες;

  • Με ενδιέφερε κι εμένα από μικρό πώς να αλλάξω την κοινωνία.

  • Γιατί να την αλλάξεις; Δεν σ’ αρέσει όπως είναι;… ρώτησε χαμογελαστά η κοπέλα.

  • Χα, πλάκα κάνεις; Τι να μ’ αρέσει! Το σύστημα που βγάζει ανθρώπους για να…

  • Ωπ, σόρρυ αλλά εδώ κατεβαίνουμε. Εσύ πας αριστερά κι εγώ συνεχίζω δεξιά μετά.

  • Α… ναι… Ωραία. Χάρηκα που σε γνώρισα. Και… βασικά να…

  • Ναι κι εγώ χάρηκα. Άντε, τα λέμε.

  • Ε… ναι οκ ρε συ, τα λέμε.

  • Α, κάτσε, πώς σε λένε; Αν είναι να σε κάνω add στο facebook.

  • Δεν έχω facebook.

Η κοπέλα χαμογέλασε γέρνοντας λίγο στο πλάι το κεφάλι της, σαν να εξεπλάγη με την απάντηση του Αλκίνοου για το μέσο κοινωνικής δικτύωσης. Του έγνεψε γεια, ανταπέδωσε και μετά χάθηκε μέσα στον κόσμο. Αυτό ήταν, ό, τι πιο κοντινό σε σεξ είχε κάνει εδώ και μήνες. Παρόλα αυτά, facebook δεν θα έκανε ποτέ. Τόσο χαμηλά είχε υποσχεθεί στον εαυτό του ότι δεν θα έπεφτε. Χίλιες φορές youporn, αγκαλιά με τη μοναξιά του, παρά facebook, να δίνει στο πιάτο τα προσωπικά του δεδομένα σε μια γκάμα ατόμων από το γείτονά του μέχρι τους μπάτσους, μόνο και μόνο για να αποκτήσει μια εικονική, ψηφιακή φιλία. Όχι.

Κλώτσησε μια πέτρα που βρέθηκε στο διάβα του για να εκτονώσει κάπως τα νεύρα που του προκάλεσαν οι σκέψεις του. Περπάτησε λίγα βήματα και αντίκρισε τις πρώτες αφίσες που ήταν σημάδι καλωσορίσματος στη σχολή, όπως πάντα. Οι πρώτες ήταν της ΔΑΠ, οργάνωνε κάποιο από τα ετήσια πάρτυ της και με μεγάλα γράμματα είχε το όνομα Τάμτα, για κράχτη. Με μικρότερα ακριβώς από κάτω ακολουθούσαν «Πετρέλης, Οικονομόπουλος, Νίνο, Φουρέιρα». Ο Αλκίνοος κάγχασε ειρωνικά για το συνονθύλευμα αυτό καλλιτεχνών που θα «ψυχαγωγούσαν» τον κόσμο των πλουσιόπαιδων της ΔΑΠ.

Ακριβώς δίπλα του πέρασε ένας αφισοκολλητής της ΚΝΕ, παλιός γνώριμος του Αλκίνοου, για να κολλήσει κι αυτός το δικό του αφισάκι -πιο σεμνό, πιο ταπεινό, λιγότερο πομπώδες, τυπωμένο σε απλό χαρτί Α4 και φυσικά ασπρόμαυρο. Ο τυπάκος, ένας ξερακιανός 20άρης με μια μικρή κοτσίδα λαδωμένη σαν ποντικοουρά, γυαλάκια ολοστρόγγυλα με σκελετό από το ΙΚΑ να κρύβουν τα αθώα, εξίσου ολοστρόγγυλα κουταβίσια μάτια του, τεντώθηκε για να βάλει όσο πιο ψηλά μπορούσε την αφίσα και από το μανίκι της χιλιοφορεμένης μπλούζας του ξεχύθηκε ένα άρωμα σαν χαλασμένο κύμινο από τον ξινισμένο πλέον ιδρώτα που βρισκόταν παγιδευμένος μέρες στη δασύτριχη μασχάλη του. Μόλις τα κατάφερε, έριξε μια κλεφτή ματιά στο πλάι που βρισκόταν ο Αλκίνοος. Τον είδε να κοιτάει την απαστράπτουσα αφίσα της ΔΑΠ και έτσι ο Αλκίνοος άνοιξε το στόμα του και έβαλε δυο δάχτυλα μέσα, σαν χειρονομία ότι ξερνούσε μ’ αυτά που έβλεπε, έτσι, προς αποφυγή παρεξηγήσεων. Ώρες είναι τώρα να τον περάσουν για ΔΑΠίτη. Ο αφισοκολλητής χαμογέλασε όλο νόημα κάτω από τη μαδημένη απόπειρα μουσιού που κοσμούσε το σαγόνι του, συνεχίζοντας το έργο του με αφοσίωση.

Όταν τελείωσε, ο Αλκίνοος πλησίασε να δει τι είχε να αντιπροτείνει η αριστερά για τη διασκέδαση των φοιτητών. Συναυλία διαμαρτυρίας για την ψήφιση του 8ου μνημονίου και των νέων μέτρων που θα επιβάλει η κυβέρνηση. Θα τραγουδήσουν Παπακωνσταντίνου, Πλιάτσικας, Θηβαίος, Γαργανουράκης, Αρβανιτάκη και… Γιοκαρίνης;!!! Ε όχι! Αυτό πήγαινε πολύ! Όχι αυτός ο άθλιος! Ο Αλκίνοος κρατούσε το μίσος του άσβεστο για τον Γιοκαρίνη από την αποφράδα μέρα εκείνης της τυχαίας τους συνάντησης στα Εξάρχεια. Το χειρότερο γι’ αυτόν ήταν ότι έμοιαζε φατσικά σε κάποιον άλλον βέβαια. Αλλά και σε ποιον άλλο! Έναν που είχε πουλήσει την ψυχή του στο διάβολο για μερικά ψωροευρώ, ο ξεφτίλας! Που όχι μόνο αυτό, αλλά είχε ξεπουλήσει μια ολόκληρη ροκ ιδεολογία στο βωμό του εύκολου κέρδους! Για ένα πουκάμισο αδειανό, για μιαν Ελένη, που έλεγε κι ο ποιητής. Τουλάχιστον είχε τον Αλκίνοό του ακόμα. Ήταν σίγουρος πως ο συνονόματός του δεν θα τον πρόδιδε ποτέ με τέτοιο τρόπο. Ποτέ.

«Να δούμε τι άλλο θα δούμε σήμερα» είπε σιγανόφωνα. Μπήκε στο κυλικείο, πήρε έναν φραπέ και έκατσε σιωπηλός σε ένα τραπέζι, κάνοντας αργές κυκλικές κινήσεις με το καλαμάκι του πάνω στον αφρό του καφέ. Βυθίστηκε αμέσως σε σκέψεις. Πόσα στραβά είχε ο κόσμος. Πόσο πολύ ήθελε να είναι όλα διαφορετικά. Είναι δυνατόν κανένας άλλος να μην το βλέπει; Αυτή η κατάντια του δυτικού πολιτισμού, που έχει μετατρέψει το σύγχρονο άνθρωπο σε μια απλή καταναλωτική μαριονέτα δίχως βούληση, δίχως προσωπικότητα και καλλιέργεια πνεύματος, όλη αυτή η παρακμή δεν ενοχλούσε κανέναν άλλον;

Κοίταξε τριγύρω του ψάχνοντας για έναν υποψήφιο συνομιλητή, κάποιον να μοιραστεί μαζί του την αγανάκτηση που βίωνε. Ο καφετζής του κυλικείου. Ήταν ένας μεσόκοπος ανθρωπάκος, αδύνατος, με μια καραφλίτσα γυαλιστερή που προσπαθούσε ανεπιτυχώς να καλύψει με την τακτική του αντιδάνειου (άφηνε μια τούφα από τα εναπομείναντα μαλλιά στο πλάι να μακρύνει τόσο, ώστε να τη φέρνει ως την άλλη άκρη για να συναντήσει τα απέναντι εναπομείναντα μαλλιά, σκεπάζοντας όλο το ενδιάμεσο καραφλό διάστημα. Γνωστή τακτική που απορούσες πώς ήταν τόσο διαδεδομένη, εφόσον ήταν τόσο κατάφωρα αποτυχημένη). Ο άνθρωπος αυτός είχε και ένα μουστάκι δύο χρωμάτων. Άσπρο στις άκρες και κίτρινο στη μέση, λόγω προφανώς των τσιγάρων που κατανάλωνε ο ιδιοκτήτης του. Αλλά τέλος πάντων, για τρίχες θα μιλάμε;

Δεν φάνηκε στον Αλκίνοο τούτος εδώ σαν κατάλληλος αποδέκτης των σκέψεών του, ωστόσο το επιχείρησε να του ανοίξει κουβέντα. Θα τον ρωτούσε αρχικά κάτι για να κερδίσει το ενδιαφέρον του, κάτι φερ’ ειπείν για τη δουλειά του, προφανώς εκείνος θα είχε παράπονα να κάνει αφού είμαστε εν μέσω κρίσης. Έτσι θα το προχωρούσε για την οικονομία, τη σάπια κοινωνία και τα υπόλοιπα θα έβγαιναν νεράκι ακολουθώντας.

  • Πώς πάει το μαγαζί; Οι δουλειές καλά;

  • Δόξα τω Θεώ παιδί μου. Δόξα τω Θεώ. Παράπονο δεν έχω, κάτι γίνεται.

  • Ε, τώρα όμως φαντάζομαι με την κρίση θα έχει δυσκολέψει το πράγμα. Κάθε πέρσι και καλύτερα που λένε όλοι οι μαγαζάτορες.

  • Δεν ξέρω τι λένε οι άλλοι, εμείς πάντως μια χαρά τα πάμε. Ας είναι καλά και οι σχολές, κάθε μέρα έχουμε σταθερά πολύ κόσμο. Μάλιστα φέτος τα πήγαμε καλύτερα από πέρυσι. Βρήκαμε και πιο φθηνούς προμηθευτές για τον καφέ, κι έτσι ρίξαμε κι εμείς τις τιμές. Γι’ αυτό ο κόσμος μας προτιμάει.

  • Ναι αλλά… πήγε να συνεχίσει ο Αλκίνοος, αλλά τον διέκοψε ο μαγαζάτορας.

  • Ωωω! Κοίτα γκολάρα ο τύπος! Τους πέρασε όλους λες και δεν υπήρχαν! Παιχταράς είναι ο άτιμος.

  • Εεε… ναι.

  • Εσύ τι ομάδα είσαι παιδί μου; Για Ολυμπιακό σε κόβω!

  • Μπα, τίποτα. Δεν ασχολούμαι με ποδόσφαιρο.

  • Ναι αλλά τι ομάδα είσαι;

  • Σας είπα, δεν ασχολούμαι. Ούτε βλέπω, ούτε ξέρω τι γίνεται. Το θεωρώ τουλάχιστον παιδαριώδες το να βλέπω 22 ενήλικες να τρέχουν πάνω-κάτω και να κλωτσούν ένα τόπι, σαν καθυστερημένα δεκάχρονα παιδάκια. Αλλά ακόμα χειρότεροι είναι όλοι αυτοί οι ανόητοι, αυτή η μάζα που πάει και τους βλέπει και φανατίζεται για το ποιος μαντράχαλος κλώτσησε το τόπι πιο δυνατά και αν κάποιος τον έσπρωξε. Αυτοί, μα την πίστη μου, είναι οι χειρότεροι! Γιατί να σας πω και κάτι; Οι ποδοσφαιριστές το κέφι τους κάνουν και πληρώνονται αδρά γι’ αυτό. Λεφτά που δεν θα δούμε εμείς οι κοινοί θνητοί ούτε σε 2 ζωές. Οι άλλοι όμως, οι «οπαδοί», αυτά τα γελοία θύματα που πάνε να τους δουν, κάθονται και πληρώνουν από πάνω για το «θέαμα»! Για το θέαμα κύριέ μου! Αντί να πάρουν να διαβάσουν κανένα βιβλίο σαν άνθρωποι να καλλιεργήσουν το πνεύμα τους, πάνε και τα δίνουν για να δουν «θέαμα», τα ζώα! Μα τι λέω, τα ζώα πολύ πιο έξυπνα είναι από δαύτους…

Ο Αλκίνοος είχε αναψοκοκκινίσει καθώς μιλούσε, το αίμα είχε ανέβει όλο στο κεφάλι του. Το ξέσπασμά του δεν ήταν φυσικά μόνο για το ποδόσφαιρο, αλλά για όλα τα προηγούμενα που σκεφτόταν και του ήρθαν μαζεμένα σαν νεύρα. Και βρέθηκε να κράζει τον ανθρωπάκο στο κυλικείο.

  • Καλά παιδάκι μου. Με συγχωρείς. Εγώ πάντως έχω διαρκείας για την ΑΕΚ και πάω με το γιό μου κάθε φορά που παίζουν. Ίσα που τέλειωσα το σχολείο, δεν σπούδαξα όπως εσείς. Και να, αυτό που μου δίνει χαρά είναι να πηγαίνω στο γήπεδο με τον μικρό, να ξεχνιέμαι από τα καθημερινά προβλήματα.

Είχε κατορθώσει να κάνει τον φτωχούλη αυτό μεροκαματιάρη να του απολογηθεί γιατί πήγαινε στο γήπεδο. Μπράβο Αλκίνοε! Καλά τα κατάφερες. Έδωσες μια ισχυρή γροθιά στο κατεστημένο μ’ αυτόν τον τρόπο. Του έκανες τη μούρη κρέας. Είσαι φοβερός, μπράβο. Δεν αντάλλαξαν καμιά άλλη κουβέντα με τον καφετζή, ο ένας μη μιλώντας από φόβο για τα χειρότερα, ο άλλος από ντροπή που του τα είχε πει.

Στο βάθος στο τραπεζάκι καθόταν μια κοριτσοπαρέα από κάτι χοντρές μεταλούδες, μάλλον πρωτοετίνες. Να πήγαινε να τους μιλήσει; Κατά πάσα πιθανότητα αν το έκανε, θα του πετούσαν τίποτα τσιτάτα από τα 2,5 βιβλία που έχουν διαβάσει στη ζωή τους (ο ‘Άρχοντας των Δαχτυλιδιών’ είναι ένα βιβλίο χωρισμένο σε τρεις τόμους, λυπάμαι αλλά δεν πιάνεται για τρία διαφορετικά, αγαπημένες μεταλούδες. Άσε που την ‘Επιστροφή του Βασιλιά’ θα τη διαβάσατε ως τη μέση. 2,5 βιβλία είπαμε. Οι στατιστικές είναι στατιστικές), θα κατάφερναν μέσα σ’ αυτά να κολλήσουν και μια τραυματική εμπειρία που παραλίγο να τους κοστίσει τη ζωή όπως κάθε καλή μεταλού που σέβεται τον εαυτό της (κατά προτίμηση κάποιο τροχαίο, αλλά οι πιο ευφάνταστες μπορεί να έβαζαν μέχρι και απαγωγή από ορκς καθώς βρίσκονταν σε τροχιά γύρω από τη Σελήνη καβάλα στον μαύρο τους μονόκερο. Άσχετα που η σκληρή αλήθεια κατά πάσα πιθανότητα θα ήταν πτώση από ποδήλατο σε ηλικία πέντε ετών), συνεχίζοντας με το να ερμηνεύουν γιατί η ζωή είναι μαύρη και ο θάνατος η μόνη λύτρωση, με αποτέλεσμα να σπάσουν χειρότερα τα νεύρα του φίλου μας που θα ήθελε πολύ να ανοίξει εκείνη τη στιγμή το στόμα του και να τους πει «ίσως αν ντυνόσασταν σαν κανονικές γυναίκες και πετούσατε τα μαύρα κουρέλια της Μαλέφισεντ που σκεπάζουν τις φαρδιές σας κωλάρες, χάνατε καμιά 20αριά κιλά και βρίσκατε κανέναν απελπισμένο να σας ξανανοίξει το μ… που έχει πλέον επουλωθεί, τότε ίσως να μπορούσαμε να συζητήσουμε σαν φυσιολογικοί άνθρωποι». Αλλά δεν ήθελε να τις κάνει να νιώθουν κι άλλο άσχημα για την ύπαρξή τους. Η μητέρα φύση είχε φροντίσει άριστα γι’ αυτό.

Έστρεψε το βλέμμα του ξανά στον καφετζή, που ήταν ο μόνος άλλος ζωντανός οργανισμός τριγύρω. Σαφώς και θα υπήρχαν εκατομμύρια βακτήρια, μικρόβια, μικροοργανισμοί γύρω τους, αλλά τι κρίμα που δεν μπορούσε να επικοινωνήσει μαζί τους. Σίγουρα θα είχαν να του πουν πολύ πιο ενδιαφέροντα πράγματα από τον περίγυρό του εκείνη τη στιγμή. Η σκέψη αυτή τον διασκέδασε. Φαντάστηκε να συνομιλεί με ένα κολοβακτηρίδιο και να ανταλλάσσουν απόψεις για τη ζωή, τη ματαιότητα, την ύπαρξη, την Εσερίχια κόλι και άλλα όμοια. «Λες ότι εσύ έχεις περάσει δύσκολα ψηλέ; Δεν έχεις μπει στο παχύ έντερο τύπου με διάρροια μάλλον γι’ αυτό το λες». Μα την αλήθεια, τι ωραία συζήτηση που θα έκαναν!

Χαμογελώντας με αυτές τις σκέψεις, το μάτι του έπιασε τη Φλοξ, το αδέσποτο σκυλάκι της σχολής που εμφανιζόταν πάντα από το πουθενά, έτρωγε ό, τι μπορούσε να βρει και εξαφανιζόταν μετά πάλι στο πουθενά από όπου και είχε έρθει. Ήταν μια διασταύρωση γκριφόν με… γκέκα… με… ποιμενικό … ίσως και με τσακάλι. Πραγματικά απροσδιόριστη η ράτσα της Φλοξ. Όμως είχε τον πιο γλυκό χαρακτήρα από κάθε άλλο ζωντανό πλάσμα είχε γνωρίσει ο Αλκίνοος. Συμπεριλαμβανομένου και του κολοβακτηριδίου, που ήταν λιγάκι φαφλατάς και ψευταράκος. Της σφύριξε δυο φορές. Γύρισαν πρώτες οι μεταλούδες. «Ναι, θα θέλατε!» ψιθύρισε ο Αλκίνοος και έτεινε το χέρι του να χαϊδέψει τη συμπαθή σκυλίτσα. Εκείνη κούνησε δυο φορές την ουρά της ελαφρώς βαριεστημένα, μύρισε το χέρι του μπας και υπήρχε κρυμμένη εκεί καμιά μπουκιά, τον ευχαρίστησε με ένα καλό γλείψιμο για το χάιδεμα πίσω από τα αυτιά που της πρόσφερε και απομακρύνθηκε πάλι στις σκιές κάτω από τις σκάλες.

 

_____________________________________________________________

 

Ήμουν πρωτοετής στο πανεπιστήμιο και ολίγον τι ψάρακας όπως λένε. Δεν είχα την αντιμετώπιση που έχει ένας ψάρακας στον στρατό βέβαια, αλλά οι μεγαλύτεροι - όχι όλοι φυσικά - σε κοιτάνε λίγο αφ’ υψηλού. Λες και έχει τόση μεγάλη σημασία να ξέρεις ποιο κυλικείο πουλάει την φθηνότερη τυρόπιτα, ποια σκάλα οδηγεί συντομότερα σε ταράτσα καβάντζα για να πιεις το τσιγαράκι σου και ποιο πολιτικό «κώμα» είναι καλύτερο από τα υπόλοιπα. Εγώ δεν ανήκα σε μια παράταξη παρότι με είχαν πλησιάσει και μου είχαν τάξει ένα σωρό. Θα περνάς τα μαθήματα χαλαρά, θα έχεις σημειώσεις, τα θέματα θα τα έχεις δέκα λεπτά νωρίτερα, θα έχεις έκπτωση στα πάρτι, θα παίζεις Pro με τους τελειόφοιτους, και ποιος ξέρει, ίσως να γνώριζες και κάνα γκομενάκι. Too much όλα αυτά να τα ακούει κάποιος και ομολογώ πως είχα εντυπωσιαστεί. «Έλα ρε φίλε» είπα από μέσα μου. «Εδώ με αγαπάνε πραγματικά». Την υπογραφή μου δεν την έβαλα όμως και ώσπου να καταλαγιάσει η φάση με έπαιρναν τηλέφωνα να με ψήσουν, με καλούσαν μαζί τους και άλλα τέτοια. Ούτως ή άλλως δεν ήμουν ποτέ της φάσης αυτής και δεν με πολυένοιαζε. Θέλω να πω πως αν έβρισκα κοπέλα να μου αρέσει και για να την αποκτήσω έπρεπε να γραφτώ απλά σε ένα κομματάκι θα το έκανα. Δεν θα ασχολιόμουν ποτέ με καμία από τις δραστηριότητες και ο, τι άλλο απαιτούμενο, απλώς θα υπήρχα φαντάζομαι σαν εγγεγραμμένο μέλος. Οκ. Στ’ αρχίδια μου μετά συγχωρήσεως.

Και για να πω την αλήθεια αυτά έτσι έγιναν. Βρέθηκα γραμμένος σε ένα κόμμα από αδιαφορία και μόνο για μια κοπέλα. Από αδιαφορία κάνω όλα τα πράγματα στην ζωή μου. Δεν αισθάνομαι εγκλωβισμένος πουθενά και από τίποτα. Τι; Έχει ωραίο κώλο; Παρέα με τον Κατσούλα και όλα τα καλά παιδιά να κάνουμε θυσίες στον σατανά προκειμένου να τον πιάσω. Υπερβάλλω φυσικά και χαριτολογώ, απλώς θέλω να δείξω πως δεν με νοιάζει κανείς τι πιστεύει για μένα γιατί εγώ ξέρω καλυτέρα.

Έτσι λοιπόν κυλούσε η ζωή περίπου στα φοιτητικά μου χρόνια. Έλα στις εκλογές μου έλεγαν, έλα να ψηφίσεις μου έλεγαν, έλα να πάρεις τηλέφωνα μου έλεγαν κτλ. Ρε δεν πάτε στον διάολο έλεγα εγώ. Εντάξει, έκανα την εντύπωση μου αλλά μην με πρήζετε κιόλας. Δεν θα ξεχάσω όταν μετά από πολλά γραψίματα που τους είχα ρίξει και μετά από πολλά χρόνια με πηρέ τηλέφωνο ο ίδιος ο πρόεδρος του κόμματος. Με σοβαρή μπάσα φωνή και επίσημο ύφος άρχισε να με μαυλίζει για να πάω να μιλήσουμε. Τι γλίτσες θεέ μου. Είναι ποτέ δυνατόν; Όταν πέρασε λιγάκι ο καιρός άρχισα να μετανιώνω την απερισκεψία μου αυτήν. Αλλά όπως είπα η απερισκεψία είναι το χαρακτηριστικό μου. Ευτυχώς για μένα ήταν όμως λες και το έγραφε στο μέτωπο μου και έτσι πάντα την γλίτωνα. Λες και όλοι ήξεραν ότι «Α! Ο Αννίδης;(ποτέ κανείς τους δεν με αποκαλούσε με το μικρό μου όνομα, άγνωστο το γιατί. Μόνο ο Αλκίνοος. Ήμουν και ο πρώτος στη σειρά στον κατάλογο, οπότε όταν έβγαιναν οι βαθμοί σε κάνα μάθημα, το πρώτο που διάβαζε κανείς ήταν το επίθετό μου. Ίσως γι’ αυτό.) Εντάξει μωρέ είναι καλό παιδί, μαλακίζεται. Άκακος εντελώς». Έτσι ό, τι και αν έκανα, ό, τι και αν έκανα όμως, πάντα με συγχωρούσαν. Είχα και τον τρόπο μου φυσικά. Είμαι μαλαγάνα, που λένε. Αλλά το ορκίζομαι πως δεξιός, αριστερός και μέσος δεν υπήρξα ποτέ και πραγματικά είμαι καλό παιδί.

Θυμάμαι είχα πάει να δανειστώ ένα βιβλίο από την βιβλιοθήκη του πανεπιστημίου και βγαίνοντας με πλησίασε μια γύφτισσα. Έλα σε παρακαλώ, μου λέει, δώσε κάτι. Με συγχωρείς πολύ αλλά βιάζομαι, της είπα. Έλα σε παρακαλώ, για το παιδάκι μου λίγο γάλα, συνέχισε. Όλοι ξέρουμε πως δεν δίνουμε χρήματα, γιατί καταρχάς ψέματα. Κατά δεύτερον αυτοί έχουν μεγαλύτερη περιούσια από τους περισσότερους. Και είναι και γύφτοι. Ποιος χωνεύει τους γύφτους; Όσο να είναι αυτά αρκούν και δεν τα αμφισβητεί κανείς γιατί βολεύουν. Η Αγία Μενεγάκη, προστάτιδα των νοικοκυρών τα λέει. όχι εγώ. Τούτα λοιπόν, σε γλιτώνουν από το να βάλεις το χέρι στην τσέπη που είναι επώδυνο, και είσαι και καλυμμένος κοινωνικοηθικά. Η φιλανθρωπία είναι τυποποιημένη πλέον. Δεν μπορείς να κάνεις του κεφαλιού σου. Ένα Like σε σελίδα facebook, ένα χιλιομπαλωμένο παπούτσι, ένα πακέτο ρύζι...έτσι γίνεται. Δεν χρειάζεται να στερηθείς κάτι. Και το σημαντικότερο; Δεν χρειάζεται να στερηθείς ούτε εκείνο που δεν χρειάζεσαι. Ειδάλλως χαλάς την πιάτσα. Ενώ είναι όλα τόσο εύκολα και ηθικά... Οι καιροί που ζούμε είναι ό, τι πρέπει για καθαρές συνειδήσεις. Δεν άργησε στην γειτονιά μου να ανοίξει και ένα πλυντήριο συνειδήσεων. Είχαν και ένα σλόγκαν για να θυμούνται οι παλιοί. Παράφραση: 29 κατασκευαστές συνειδήσεων συνιστούν sleep... αυτοί ξέρουν”. Όλοι εκείνοι που δεν μπορούσαν να κοιμηθούν καλά το βράδυ, αφού διαπίστωσαν πως η απουσία μαξιλαριών από αλόη δεν ήταν η αιτία κακού ύπνου, μπορούσαν να τα πάνε στο ειδικό καθαριστήριο και να βρουν την υγειά τους. Και το θαύμα εγένετο. Πράγματι! Δεν ξανασηκώθηκαν από τα κρεβάτια. Γιατί πλέον είχαν γίνει και ηθικοί και ακόμα περισσότερο χωρίς να χρειάζεται να κάνουν κάτι για αυτό. Οι εντολές το λένε ξεκάθαρα. Μην...Μην...Μην...και ούτω καθεξής. Οπότε ξαπλωμένοι μια ζωή κατάφερναν να είναι ηθικοί και δια νόμου. Τι άλλο να ζητήσει κανείς! Αν και υποψιάζομαι πως για να είναι κανείς ηθικός πρέπει να είναι θετικός, να δρα, και να στερείται πραγμάτων, να εξισώνεται και να διαλύει την ανισότητα και την αδικία πρώτα-πρώτα ο ίδιος. Φαντάζομαι τι θα γινόταν εάν ο Θεός πρόσταζε πως ο μόνος ηθικός τρόπος ζωής προς τους αστέγους πρέπει να είναι η παραχώρηση της κατοικίας από εκείνον που την κατέχει. Α πά πά πά! Ούτε να το σκέφτομαι δεν θέλω. Και τόσα ρούχα που δεν χρειάζομαι, τόσες φιλανθρωπικές στοίβες που θα τις βάλω; Δεν το κρύβω πως λυπάμαι για όλα αυτά. Αλλά από την άλλη, εάν μπει κανείς στο τριπάκι της λύπησης και του οίκτου την πάτησε. Διότι πλέον δεν ξέρω πού να πρωτολυπηθώ. Μια η Αφρική, μια η Γαλλία, μια ο πρεζάκιας, μια ο ένας μια ο άλλος. Οχούούού! Το ξέρω πως είναι της μόδας να λυπάσαι. Δεν λέω. Αλλα αυτήν την δουλειά θα κάνουμε; Δεν σου μένει χρόνος ούτε να βάλεις ένα κομμάτι ψωμί στο στόμα σου με τόση λύπηση. Τέλος πάντων.

Αν όμως ήταν όντως για ένα παιδάκι το γάλα που μου ζητούσε η γύφτισσα; Άνθρωπος είμαι. Όταν είμαι μακριά από ένα περιστατικό μπορώ και το περιφρονώ. Αλλά όταν είναι δίπλα μου; Όταν μπορώ να κάνω κάτι; Τα αντανακλαστικά μου με προδίδουν. Γι' αυτό πιστεύω πως το “κακό” είναι θέμα απόστασης. Λέει ο φιλόσοφος “Πέρα(ν) του καλού και του κακού”. Ναι εντάξει. Αλλά δεν μπορεί να πάει λίγο ακόμα πιο πέρα γιατί με ενοχλεί να μπλέκεται στα πόδια μου και με αναγκάζει να παίρνω θέση;

Πόση κοροϊδία θα ήταν όμως να της πάρω πράγματι ένα γάλα; Και ας μην ήταν για παιδάκι. Ας ήταν για έναν γέρο. Ένα γάλα πάντα είναι καλό γαμώ το σπίτι μου. Παρ’ το, το γαμημένο. Κάνε μια πράξη ας την ονομάσουμε για την σύμβαση «καλή». Πάντα ντρέπομαι να δίνω χρήματα. Δεν είναι ότι δεν έχω ψιλά. Αλλά δεν είναι ότι έχω κιόλας. Όταν δεν δίνω, πάντα ζητώ συγγνώμη γιατί πιστεύω πως φταίω και εγώ σε ένα μικρό ποσοστό για αυτήν την αδικία στον κόσμο. Όχι ότι μπορώ να κάνω κάτι, απλώς και μόνο επειδή φέρω την αμαρτία, μόνο και μόνο επειδή είμαι άνθρωπος, επειδή ανήκω σε αυτό το γένος. Από αυτήν την άποψη το λέω. Αλλά δεν είναι δουλειά και αυτή. Έλα μωρέ, σου λένε, δώσε κάτι, δεν είναι τίποτα πενήντα λεπτά. Ναι, ρε μεγάλε δεν είναι κάτι. Αλλά πενήντα λεπτά για τις σαρδέλες που υποφέρουν στις ακτές της Σάμου θέλει η Greenpeace, ένα ευρώ στον Σαμίρ που δεν μπορεί να πάει πενθήμερη, δυο ευρώ για την καλλιέργεια tulipus lipus στο Λαύριο, ε κάτσε, είναι και παραείναι κάτι στην τελική.

Επιστρέφω στο γαλατάκι της γύφτισσας. Οκ, ένα γαλατάκι είναι, καν’ το. Παιδάκι είναι. Το χρειάζεται. Ήθελα να συμμετάσχω και εγώ σε αυτήν την ντροπή. Πάμε, της είπα και με έπιασε από το μπράτσο και με έσουρε κανονικά στο σουπερ μάρκετ. Άνοιξα το ψυγείο και πριν προλάβω να το καταλάβω είχα και εγώ δεν ξέρω ποσά μπουκάλια γάλα. Και τότε κατάλαβα πως μονό δυο καρπούζια δεν χωράνε σε μια μασχάλη. Από μπουκάλια Δέλτα χωράνε και δύο και τρία και τέσσερα μην σου πω. Έλα, πάρε μου και ένα baby doll, δεν το έπιασα καλά αυτό τι ήταν, αλλά εκεί που είχαμε φτάσει λέω άντε παρ’ το και αυτό. Μου έραψε ένα κουστούμι η γύφτισσα 25 ευρώ. Γαμώ το ξεσταύρι σου, είπα από μέσα μου, χαλάλι σου. Μέσα στην ντροπή μου ένιωσα μια αλάφρωση, δεν ξέρω. Ότι όντως έκανα κάτι καλό εκείνη την στιγμή. Και ντράπηκα τόσο πολύ που επί της ουσίας δεν είχα ανοίξει παρά μια τρύπα στο νερό, που αποφάσισα πως ή θα έπρεπε να σώσω όλον τον κόσμο ή να μην ξανακάνω κάτι τέτοιο. Γιατί το να κάνεις μια τέτοια πράξη δεν είναι κάτι. Δεν μου στοίχισε τίποτα μπροστά στο ποσό καθαρή ένιωσα την συνείδηση μου και αυτή είναι η πραγματική ντροπή. Ξαναέκανα τέτοια πράξη; Αρκεί να κοιτάξει κανείς αν σώθηκε ο κόσμος, θα έχει πάρει την απάντηση. Δεν θα το αναλύσω άλλο γιατί δεν έχει και νόημα. Αυτό που ήθελα να πω είναι πως είμαι καλό παιδί. Ευαίσθητο. Ακόμα και όταν λέω «όχι» στον πακιστανό που έρχεται να μου πλύνει το τζάμι, το λέω από ντροπή, χαμηλώνω το κεφάλι και ζητάω συγνώμη. Έχει και αυτό κάποια ηθική σημασία. Αλλά πάνω από όλα είναι θέμα παιδείας. Να εξηγήσω τι εννοώ με ένα παράδειγμα.

Είναι φορές που πραγματικά δεν καταλαβαίνουν με τίποτα. Βρε καλέ μου, βρε χρυσέ μου, να του λες, χαμπάρι να μην παίρνει αυτός. Έχουν και η λύπηση και ο οίκτος τα όρια τους όμως. Δεν θα ξεχάσω όταν κάποτε είχα πάρει ένα βιβλίο και γυρνώντας προς το σπίτι, είχα τόση ανυπομονησία που σε ένα φανάρι εξαιρετικά βραδυκίνητο το άνοιξα και άρχισα να το διαβάζω. Πλησιάζει ο πακιστανός να μου πλύνει τα τζάμια. Πολιτισμένα την πρώτη φορά κουνάω υποτιμητικά το χέρι όπως όταν έχω μύγα στην σαλάτα μου. Δεν φεύγει. Πολιτισμένα την δεύτερη φορά απαξιώ και υποκρίνομαι ότι δεν τον βλέπω. Κάνω μάλιστα και το αμάξι ένα εκατοστό πιο μπροστά –πόσο πιο πολιτισμένα;-. Ε, την τρίτη ρε παιδιά, δεν άντεξα και όπως άνοιξα το παράθυρο ο αέρας πήρε μαζί του τους καθωσπρεπισμούς και όλη μου την ανωτερότητα. « Ρε φιλαράκο, δεν βλέπεις γαμώ το κέρατό μου ότι προσπαθώ να διαβάσω ένα δύσκολο δοκίμιο πάνω στην φιλανθρωπία, τους λαθρομετανάστες, την ανισότητα και την ένδεια; Τι μου πρήζεις και δεν φεύγεις τόση ώρα από μπροστά μου; Σου είπα ότι δεν θέλω. ΔΕΝ ΘΕΛΩ! Πως το λένε στην βρωμόγλωσσά σου;» Όσο κι αν προσπάθησα μετά δεν κατάφερα να συγκεντρωθώ και άναψε και το φανάρι. Γι’ αυτό λέω πως είναι θέμα παιδείας. Αν δεν υπήρχε αδικία στον κόσμο εγώ τώρα θα είχα διαβάσει μια ώρα αρχύτερα το βιβλίο μου. Δεν φταίει η παιδεία για την ανισότητα οπότε, αλλά το ανάποδο.

Πάμε παρακάτω. Ήμουν απερίσκεπτος λοιπόν μια ζωή. Απερίσκεπτος, αλλά πολύ παρατηρητικός. Είμαι ο άνθρωπος που είναι λιγότερο εγωιστής από οποιονδήποτε άλλον έχω γνωρίσει. Όχι με την καλή ή την κακή έννοια. Ίσως με την κακή βασικά γιατί είμαι δειλός. Κοιτώ τους άλλους και φαντάζομαι πώς αισθάνονται. Ξέρω τι θέλουν να ακούσουν. Ξέρω τι θέλουν να τους πω για να μου δώσουν την απάντηση που θα τους ικανοποιήσει, και το κάνω. Κρυφά με διασκεδάζει πολύ. Δεν τους περιφρονώ όμως. Είμαι παρατηρητής αλλά όχι κουτσομπόλης. Τα συμπεράσματα είναι δικά μου. Φιλοσοφικά, ερευνητικά πιο πολύ. Είμαι περίεργος.

Ένα άλλο στοιχείο μου είναι ότι ενώ δεν εντυπωσιάζομαι εύκολα, το ενδιαφέρον μου όμως ενεργοποιείται για το τίποτα. Κολλάω το βλέμμα μου πάνω στους ανθρώπους. Βλέπω τις αντιδράσεις τους. Έχω διαβάσει και κάποια βιβλία για την γλώσσα του σώματος και την επικοινωνία. Ξέρω τι πρέπει να κάνω, πώς πρέπει να το κάνω για να φανώ όπως θέλω. Και το αναγνωρίζω στους άλλους όλο και ευκολότερα. Πολλές φορές βρίσκομαι σε μπελάδες όμως όταν κάποιος με βλέπει πως παρακολουθώ. Αν είναι κοπέλα εντάξει, πιστεύει πως μου αρέσει. Ποτέ δεν ισχύει αυτό. Ανεξάρτητα αν είναι όμορφη ή όχι. Όταν είναι άντρας όμως, τι στα κομμάτια θέλει αυτός και με κοιτάζει. Ομοφυλόφιλος δεν είμαι αλλά δεν έχω πρόβλημα με όσους είναι. Έχω πρόβλημα με το υπερβολικό και επιδεικτικό όμως. Διότι άλλο πούστης και άλλο ομοφυλόφιλος. Αν κυκλοφορεί ο άλλος σαν την πουστάρα του ελέους, κίναιδος κανονικός, και το κάνει επίδειξη, δεν θα κάνω πως δεν το βλέπω για να μην χαρακτηριστώ ρατσιστής. Όπως και αν δω κάποιος υπερμάτσο να υπερηφανεύεται για το ποσό μεγάλη μπούτσα έχει και πόσες τρίχες έχει στην μασχάλη, πάλι δεν θα κρατηθώ και θα το σχολιάσω. Αλλά αν πρέπει να διαλέξω, θα διαλέξω τον κίναιδο. Γιατί τουλάχιστον αυτός δεν βρωμάει μασχαλίλα και γιατί όχι, αρχιδίλα κάποιες φορές. Εκείνος, ο κίναιδος, πάντα αποπνέει μια μυρωδιά από λεβάντα, λεμόνι, μαύρη ορχιδέα. Το προκλητικό με πειράζει. Αυτό είναι όλο. Αισθητικά πάντα μιλάω. Δεν έχω κάποια κρυφή επιθυμία να πάθουν κάτι όλοι αυτοί.

Όπως δεν εντυπωσιάζομαι με τίποτα λοιπόν, έτσι και δεν επηρεάζομαι από κάτι άσχημο. Απλώς μου κινούν το ενδιαφέρον τα πάντα. Θέλω να μπω μέσα τους και να τους κάνω στα ματιά μου ανοικτό βιβλίο. Πολλές φορές γίνομαι ήρωας γι’ αυτό. Σαν άλλος Σέρλοκ Χολμς, με μια μου ατάκα ξαφνικά κερδίζω τον θαυμασμό επειδή έπιασα έναν χρωματισμό στον αέρα.

Θυμάμαι μια φορά που είχε έρθει ένας φαφλατάς και ήταν χαζόγελα όλη την ώρα, τρελούτσικος τύπος στα μέσα και στα έξω και από ‘δω και από ‘κει, και πως θα μπορούσα να αντισταθώ και να μην τον παρατηρήσω. Δεν μου ήταν ξένη και η γλώσσα του σώματος όπως είπα, οπότε τον πλησίασα, τον έπιασα από το μπράτσο και του είπα, εμένα δεν με ξεγελάς φίλε μου, βλέπω στα ματιά σου μια βαθειά θλίψη, είσαι καλά; Πάντα μ’ αρέσει να μιλώ και ποιητικά και έχω και την φυσιογνωμία που δημιουργεί συμπάθεια εάν το θέλω. Όταν δεν το θέλω δημιουργεί μεγάλη αντιπάθεια. Ε, εκείνο το βραδύ δεν με άφησε από πάνω του. Μου ξεφούρνισε τα πάντα. Είχε γυναίκα και παιδιά. Η γυναίκα του τον κεράτωνε και τον είχε παρατήσει, αυτός είχε στραφεί σε μια φιλοσοφία του Κρίσνα που έψαχνε την αλήθεια και έκανε ένα κάρο καραγκιοζιλίκια μέσα στο μεθύσι του, δήθεν ότι θα αυτοκτονούσε έχοντας ανέβει πάνω σε ένα ψηλό πεζούλι και αλλά τέτοια. Πήδα ρε, του λέω. Όποιος θέλει να αυτοκτονήσει το κάνει, δεν το λέει. Και απλά κάτι μέσα μου ήθελε να τον δει να πηδά, ενώ κάτι άλλο προφανώς δεν ήθελε να τον δει να πηδά. Δεν ξέρω. Πάντως δεν πήδηξε τελικά. Προφανώς. Γι’ αυτό είπα στην αρχή ότι είναι φαφλατάς. Να αυτοκτονήσεις να υπάρχει λόγος ρε μαλάκα. Να αυτοκτονήσεις επειδή είσαι απλώς μαλάκας; Χωρίς καν να έχεις κάνει έστω μια μαλακία που να δικαιολογεί την πράξη σου; Ε όχι. Να είσαι μαλάκας, δεν λέω. Αλλά να φέρεσαι σαν τέτοιος. Αυτό εννοώ εγώ ειλικρίνεια. Εγώ που είμαι απερίσκεπτος και δειλός φέρομαι ως τέτοιος. Και είμαι καλά. Όχι ψευτομαγκιές όμως. Το λέω και ξαλαφρώνω.

Γιατί τα λέω όλα αυτά; Για να δώσω ένα δείγμα περίπου του ποιος είμαι και τι καθορίζει την συμπεριφορά μου όπως την αντιλαμβάνομαι εγώ και μόνο εγώ, και όσο μπορώ να μιλώ για μένα με ειλικρίνεια. Όπως είπε και ο Ρεμπώ, εγώ δεν είμαι εγώ, είμαι ένας άλλος. Λοιπόν, απερίσκεπτος - φουλ απερίσκεπτος -, δειλός -αλλά όχι πάντα δειλός, όταν η περίσταση το σηκώνει και όλοι είναι δειλοί, πάντα εγώ βγάζω το φίδι από την τρύπα-. Είμαι δειλός αλλά σε ελεύθερη κατάσταση. Αν χρειαστεί, ξεπερνάω την δειλία μου. Τέλος, παρατηρητικός σε τρόπους συμπεριφοράς - οποιουδήποτε πράγματος, σε σημείο που με κουράζει και εμένα τον ίδιο. Το να κοιτάς μια μύγα για μια ώρα όσο να είναι καταντάει κουραστικό. Ειδικά αν κολλάς και δεν μπορείς να πάρεις τα ματιά σου από πάνω της.

Πάντα ήμουν μια μετριότητα σε όλα τα πράγματα. Δεν είναι ότι δεν είχα ταλέντο. Αντιθέτως, ό, τι κι αν έκανα το έκανα καλά, απλώς βαριόμουν ύστερα. Κάτι άλλο μου τραβούσε την προσοχή. Αυτό ήταν όλο. Το αποτέλεσμα ήταν όμως πως παρέμενα σε όλα τα πράγματα μετριότητα. Στο σχολειό, στις δραστηριότητες, στα αθλήματα, σε όλα. Δεν είναι κακό. Ειδικά αν δεν σε νοιάζει. Αν είσαι και ευχαριστημένος κιόλας...ζωάρα κάνεις. Και ήμουν ευχαριστημένος. Απολαμβάνω την ομορφιά των πραγμάτων και ύστερα μόλις πάρω την γύρη, πετώ -τσουπ- σε άλλο λουλουδάκι.

Ήμουν πρωτοετής λοιπόν στο πανεπιστήμιο και χαμένος μέσα στα χιλιάδες πρόσωπα που πηγαινοέρχονταν. Σκόρπιες κουβέντες από δω και από κει. Και από όλα αυτά που μου είχαν τραβήξει την προσοχή, μόνο ένας ήταν αυτός που πραγματικά μου είχε εξάψει το ενδιαφέρον. Ποιος άλλος; Δεν θα το αναφέρω καν. Με είχε πει και μπούμπη μια φορά που μιλούσα με έναν συνάδελφο, όπως είπα παραπάνω. Παρεξηγήθηκα, το ομολογώ, αλλά δεν αντέδρασα. Δεν εξαπολύω ποτέ κατά μέτωπον επίθεση, γιατί αυτό διαιωνίζει την έχθρα. Δεν ξέρω. Ίσως κάποιο σκασμένο λάστιχο να επανέφερε την ισορροπία, κάποιο σπασμένο τζάμι ίσως... δεν ξέρω. Αλλά ποτέ δεν έκανα τίποτα τέτοιο. Θα ήθελα όμως να αποδίδω δικαιοσύνη με τους δικούς μου όρους και χωρίς αντιδράσεις. Για παράδειγμα: πάω να παρκάρω και έρχεσαι από πίσω και λίγο βιάζεσαι, λίγο είσαι νευρικός, λίγο σκας δίπλα στο παράθυρο και μου την λες επειδή αργώ και λίγο είσαι μαλάκας γενικά; Οκ. Με συγχωρείς φίλε μου εννοείται, να τώρα παρκάρω. Αλλά τι κρίμα εκεί που το άφησες να έχεις φάει κλήση και τι κρίμα να τύχει να την δω και να στην πάρω ώστε να μην ξέρεις ότι έχεις φάει κλήση και οπότε να υποστείς τις συνέπειες που δεν την πλήρωσες έγκαιρα και τα σχετικά. Αυτό είναι όλο. Δίκαιο δεν φαίνεται; Θα το τσεκάρω και καρμικά σε κάποια φάση, αν πετύχω στον δρόμο κάποιο καρματζή-παπατζή και θα το διαπιστώσω. Μέχρι τότε μου φαίνεται μια χαρά. Για μένα πάντα.

Είχα πειραχτεί λοιπόν που με είχε πει μπούμπη και σκεφτόμουν διάφορα. «Θα του γαμήσω του μουνιού που τόλμησε να..» σιγά! Τι θα του κάνεις; Κάτι του έκανα τελικά. Δεν θα μπορούσα ποτέ να το φανταστώ αυτό που του έκανα βέβαια, παρά μόνο στα πιο τρελά όνειρά μου. Γι’ αυτό είναι νωρίς να το αποκαλύψω ακόμα. Ένα είναι το μόνο σίγουρο όμως. Πως το χρέος του ξεπληρώθηκε σε υπέρτατο βαθμό και βρέθηκα αποζημιωμένος σαν να είχα κερδίσει το λαχείο. Έτσι νόμιζα τουλάχιστον...

Anyway, ήμουν προσβεβλημένος όπως και να έχει τότε, οπότε εκείνη την ήμερα πηγαίνοντας στο πανεπιστήμιο και κατευθυνόμενος να πάρω τον καφέ μου (δεν πήγαινα για να παρακολουθήσω, γιατί ήταν περίοδος εξεταστικής και έδινα ένα μάθημα οικονομίας στο οποίο δεν τα κατάφερνα καλά, τι κρίμα γιατί έμαθα αργότερα πως το είχαν περάσει όλοι επειδή ο καθηγητής έβγαινε στην σύνταξη, γαμώ την γκαντεμιά μου και ύστερα πήρε το μάθημα ένας κωλοπαράξενος και μας άλλαξε τα φώτα). Δεν πήγαινα να πάρω τον καφέ μου όπου κι όπου. Εκεί δηλαδή που πήγαιναν mainstream τύποι και τύπισσες και που από τις δυο το μεσημέρι και μετά, για κάποιο ασαφή λόγο γινόταν μπουζούκια η φάση και χόρευαν πάνω στα τραπέζια. Ρε παιδιά, πανεπιστήμιο ρε παιδιά είναι εδώ. Οκ, μην μπείτε στο μάθημα, πηγαίντε για καφέ να κοινωνικοποιηθείτε, εννοείται, αλλά μπουζούκια στις δυο το μεσημέρι; Σε καφετέρια σχολής; Πάμε καλά; Δεν περνούσα ούτε από έξω. Αν και τις λίγες φορές που έτυχε να περάσω όλο και κάποιος τελειωμένος μεθυσμένος από μπύρες και τσίπουρα από την ΔΑΠ μου έκανε νεύμα. Μην με χαιρετάς τώρα ρε γελοίε. Δεν είμαι μαλάκας εγώ σαν εσένα. Είμαι διαφορετικός. Γι’ αυτό λέω ότι μετανιώνω την απερισκεψία μου ώρες-ώρες. Αλλά στα αρχίδια μου στην τελική. Είναι θανάσιμο αμάρτημα η απερισκεψία; Αν όχι, ίσως θα έπρεπε. Δεν το συζητάμε άλλο όμως αυτό.

Εγώ πήγαινα να πάρω τον καφέ μου από ένα τύπου παρακμιακό καφενεδάκι που είχε και γαμώ τους καφέδες, ωραία ταπετσαρία, ησυχία (πολύ σημαντικό), μια μικρή βιβλιοθήκη που όμως κανείς δεν χρησιμοποιούσε ποτέ. Ντρέπομαι που το λέω αλλά το λέω, «δανείστηκα» ένα βιβλίο για τις δίκες της Μόσχας και τον Στάλιν γιατί το ήθελα και δεν το επέστρεψα ποτέ. Κλέφτης; Αυτό είναι άλλη κουβέντα. Δεν είμαι κλέφτης. Μου ταιριάζει καλυτέρα θα έλεγα η ηθική του Αριστοτέλη. Ο καλύτερος αυλός στον καλύτερο αυλητή, σε εκείνον που θα το χρησιμοποιήσει και θα φτάσει το αντικείμενο στον καλύτερο εαυτό του. Το βιβλίο ήταν σκονισμένο για καιρό και σκέφτηκα, πως εγώ είμαι ο καλύτερος «αυλητής» στην δεδομένη φάση. Παρ’ το μωρέ, μην σε νοιάζει. Είχα σκοπό να το επιστρέψω κάποτε, αλλά ύστερα από τα αναπάντεχα γεγονότα που άλλαξαν τις ζωές μας, δεν είχε κανένα μα κανένα απολύτως νόημα να το κάνω. Εάν υποθέσουμε πως θα το έκανα όμως, θα ήταν σαν να ήμουν ο μοναδικός τίμιος άνθρωπος στον κόσμο. Ο μοναδικός!

Παραγγέλνω τον καφέ μου λοιπόν, και εκεί ήταν που είδα τον Αλκίνοο να κάθεται μόνος του και ένα σκυλί να φεύγει από κοντά του. Τον έπιασα με την άκρη του ματιού μου για την ακρίβεια και τον παρακολουθούσα από τις αντανακλάσεις μια τζαμαρίας. Διακριτικά φυσικά. Για να δούμε, τι τύπος είναι τελικά αυτός για τον οποίο όλοι λένε πόσο φοβερός και πόσο έξυπνος είναι. Γενικά, ακούγονταν πολλά. Και κακά ακούγονταν αλλά κανείς δεν του τα έλεγε μπροστά του. Εκεί ήταν σούζα όλοι. Οπότε ακόμα και αν ακουγόταν κάτι αρνητικό, ήταν σαν τον απόηχο αντίστασης στην εξουσία. Σαν τον λαγό που βρίζει το λιοντάρι και που όταν εμφανίζεται όμως το λιοντάρι υποχωρεί πειθήνια. Ήταν φοβερό. Μου είχε εξάψει το ενδιαφέρον ρε γαμώτο αυτός ο τύπος. Ποιος ήταν εντέλει; Τι έκανε; Με τι ασχολιόταν πραγματικά; Τον σκεφτόμουν πολλές φορές μέσα στην μέρα. Φανταζόμουν τι μπορεί εκείνος να έκανε στην θέση μου κάποιες φορές, ή τι να έλεγε κ.τ.λ. Είχε αρχίσει να μπαίνει μέσα μου -με την καλή έννοια πάντα-. Με είχε προσβάλει, αλλά με το να με αγνοεί, με το να μην με αναγνωρίζει λόγω αμελητέας ποσότητας - ακόμα χειρότερο δηλαδή. Αλλά όπως είπα πολλοί μου φέρονταν έτσι. «Έλα μωρέ, ο Αννίδης, σιγά, μην του δίνεις σημασία.» Ώρες - ώρες μου ’ρχεται να τους σκοτώσω όλους. Αλλά μέχρι εκεί.

Είπα λοιπόν τότε να μετρήσω και εγώ τον Αλκίνοο και όπως κρατούσα τον ζεστό καφέ που είχα πάρει, γύρισα προς το μέρος του, τον πλησίασα και του είπα «επιτρέπεται;» ζητώντας δηλαδή να καθίσω μαζί του. «Βεβαίως» μου είπε «φίλε μου, κάθισε». Ευγενικός πολύ. Δεν το περίμενα. Και έχω θέμα με την ευγένεια. Σου συγχωρώ τα πάντα, αν είσαι ευγενικός. Τα πάντα. Η ευγένεια είναι κάλπικο νόμισμα και είναι πολύ φαιδρός εκείνος που τσιγκουνεύεται ένα ψεύτικο νόμισμα. Πράγματι, έτσι είναι. Έχεις τόσα να κερδίσεις προσφέροντας, επί της ουσίας ένα τίποτα, και όμως είναι σαν να τάζεις έναν ολόκληρο, ιδανικό κόσμο. Από την άλλη η ευγένεια λειτουργεί σαν την ζέστη στο κερί. Τον πλάθεις τον άλλον και τον κάνεις όπως θέλεις. Χρειάζεται μαεστρία φυσικά. Ευγενέστατος λοιπόν, τόσο στα λόγια, όσο και στις κινήσεις. Ανοιχτές παλάμες, ορθάνοικτα μάτια, ειλικρίνεια. Σκέφτηκα πως για να χάρηκε και να ξαφνιάστηκε που έκανα τέτοια κίνηση ίσως να βρήκα ένα αδύνατο σημείο. Μπορεί να μην ήμουν τόσο έξυπνος όσο αυτός, αλλά έχω και εγώ τα ταλέντα μου και είμαι επιθετικός παίκτης. Τώρα, είχα απλά κάτι στο οποίο μπορούσα να πατήσω και έτσι συνέχισα την γνωριμία. «Με αποκάλεσες μπούμπη ρε φίλε τις προάλλες και πραγματικά στενοχωρήθηκα γιατί δεν σε ξέρω και δεν με ξέρεις». Προχώρησα με ειλικρίνεια και ευθύτητα, εφόσον είχα πάρει όλα τα δείγματα πως θα ανταποκρινόταν. «Δεν στα λέω αυτά για να σου την πω, απλώς μιας και βρεθήκαμε θέλησα να το μοιραστώ». Με κοίταξε απορημένος. Θα αστειεύεσαι, σκέφτηκα. Δεν με θυμάται καν; Τόσο ποταπός είμαι για εκείνον; Έχει νιώσει κανείς πως είναι κάποιος να τον κοιτά και να μην τον βλέπει; Πολύ ταπεινωτικό. Δεν το έχω κάνει ποτέ. Νομίζω. Αλλά αν το είχα κάνει, δεν θα τον είχα δει, οπότε δεν θα μπορούσα να το πω τώρα. Ελπίζω να μην το έχω κάνει γιατί είναι άσχημο. «Να σου πω την αλήθεια» μου απάντησε «πραγματικά δεν το θυμάμαι, αλλά φαίνεται σαν κάτι που θα έλεγα. Μην το πάρεις προσωπικά. Πίστεψέ με δεν ήθελα να σε στενοχωρήσω όπως είπες, απλώς θα μαλακιζόμουν. Οκ; Να σε κεράσω μια τυρόπιτα;» Αυτό το είπε για να με κοροϊδέψει, πάλι στο ίδιο κλίμα που είναι η φάση του. Δεν το έδειξε όμως. Ήθελε να το περάσει σαν κάτι που εννοούσε, αλλά γελούσαν μέχρι και τα μουστάκια του. Οπότε του απάντησα θετικά. «ΝΑΙ! Μια τυρόπιτα θα ήταν ό, τι πρέπει. Ευχαριστώ». Πράγμα όχι και τόσο ψέμα. Εγώ δεν είχα την πολυτέλεια να τρώω κάθε μέρα τυρόπιτα από το τύπου καφενεδάκι. Αλλά αυτό είναι άλλη κουβέντα. Και φυσικά όχι τέτοια σε μένα. Εγώ είμαι αυτός που θα σου πάρει το τελευταίο κομμάτι πίτσας όταν την κρατάς και περιφέρεσαι γύρω-γύρω προσφέροντάς την και ελπίζοντας πως, από ευγένεια και ντροπή θα σου το αρνηθούν όλοι. Όχι φίλε μου. Την πάτησες. Αν το θέλεις, παρ’ το. Για μένα κομμάτι της ντροπής δεν υπάρχει.

Σηκώθηκε με προσποιητή χάρη γιατί προφανώς δεν το περίμενε πως πράγματι θα δεχόμουν, και νομίζω πως και οι δύο το διασκεδάσαμε πολύ αυτό το μικρό θεατράκι που παίχτηκε μεταξύ μας. Ύστερα ξανακαθίσαμε. Πραγματικά, δεν υπήρχε κάτι να κάνουμε από το να καθόμαστε μαζί δύο ξένοι και να παίζουμε τέτοια χαζά παιχνίδια; «Δεν σε έχω δει ποτέ να κάνεις παρέα με κάποιον. Ειλικρινά σε ρωτάω και χωρίς παιχνίδια» του είπα, «έχεις φίλους;». Ρώτησα κοιτώντας τον στα μάτια και θέλοντας να περάσω μια κουβέντα όλο ειλικρινές ενδιαφέρον. Το εννοούσα ενώ παράλληλα έκανα και μια κίνηση ακόμα. Και χτύπησα φλέβα χρυσού. Κοίτα να δεις που τελικά έπιασα κάτι καλό, σκέφτηκα. Διότι με κοίταξε απορημένος και ύστερα το βλέμμα του έπεσε κάτω και πριν προλάβει να απαντήσει -όλα αυτά κράτησαν ένα δευτερόλεπτο- συνέχισα. «Σε έχω δει να μιλάς με όλους, το ξέρω, αλλά εννοώ πραγματικούς φίλους, δικούς σου. Γιατί ξέρω ότι λέγονται διάφορα για σένα και εσύ τα ξέρεις, εννοείται, αλλά αν φέρεσαι σε όλους σαν να είναι μπούμπηδες, τότε λογικό να μου πεις ότι δεν έχεις φίλους. Απλώς σε ρωτάω.» Το ξέρω ότι το είχα πάει μακριά. Διακινδύνεψα πολύ και ρίσκαρα. Επιτέθηκα χωρίς λόγο. Δεν ξέρω. Απλώς με πήγε η ορμή μου. Φοβόμουν τόσο πολύ να τον αφήσω να μου απαντήσει. Φοβόμουν τι θα μου έλεγε. Πόσο αδιάβαστο θα με έπιανε. Αν θα μου την έλεγε και θα με έκανε ξεφτίλα. Οπότε προχωρούσα εγώ, αλλά όσο προχωρούσα, αυτά που έλεγα, από κεκτημένη, δεν τα έπιανα, με προλάβαιναν. Έβγαιναν πριν να θελήσω όντως να τα πω. Σαν να στεκόμουν σε ύψος πέντε μέτρων και πηδώντας να ήθελα να διανύσω μόνο το πρώτο. Αλλά κάτι τέτοιο δεν γίνεται. Αν πηδήξεις θα τα μετρήσεις όλα μέχρι κάτω και θα υποστείς και την πρόσκρουση.

«Παρ’ όλα αυτά» μου είπε, «ναι, βέβαια, έχω φίλους, αλλά είναι από το χωριό, δεν τους ξέρεις. Πέραν αυτών όμως, δεν έχω facebook, οπότε καταλαβαίνεις...και οι φίλοι είναι περιορισμένοι. Είμαι παιδί ενός κατώτερου διαδικτύου». Πάλι ειρωνευόμενος ή ό, τι άλλο ήθελε να μου δείξει. Κουραστικός είχε αρχίσει να γίνεται. Και άρχισα να πιστεύω πως δεν θα έβγαζα άκρη μαζί του. «Τι θα κάνεις σήμερα» τον ρώτησα, «Τι λέει το πρόγραμμα;». «Θα δείξει» μου απάντησε και σηκώθηκε. «Και πάλι φιλαράκι», συνέχισε, «με συγχωρείς για το ”μπούμπη”, Οκ;» «Και εγώ ευχαριστώ για την τυρόπιτα» του είπα. «Άντε, τα λέμε.» Και έφυγε.

Έμεινα για λίγο ακόμα στο τύπου καφενεδάκι -που ήταν όλα τέλεια και δεν ξέρω γιατί το λέω «καφενεδάκι» ακόμα και όχι κάτι άλλο, λιγότερο μίζερο-. Δεν πέρασαν αρκετά λεπτά όμως και αφού τελείωσα την τυρόπιτά μου, σηκώθηκα και βγήκα έξω. Σκεφτόμουν αν θα μπω στο επόμενο μάθημα που έδινα. Ψιλοδιαβασμένος ήμουν μωρέ, ‘ντάξει, είχα και κάτι κωλοσκονάκια στην τσέπη, όλο και κάποιος καλοθελητής θα καθόταν ίσως δίπλα, κάτι θα έβγαινε. «Γάμησέ το!», είπα, παρά ήταν καλοί οι οιωνοί για να πάω. Συνήθως πας με τέτοιες προοπτικές και κάθονται όλες οι στραβές. Ενώ σκας κατά λάθος μια άλλη μέρα και ξαφνικά περνάς το πιο δύσκολο μάθημα από το πουθενά. Και εκεί είναι που λες «Άντε στο διάολο, δεν ξαναδιαβάζω μάθημα ποτέ». Καταπληκτικός συλλογισμός, σωστά;

Δεν πήγα λοιπόν στο μάθημα και ξεκίνησα να φύγω. Συνάντησα κάτι γνωστούς μου στον δρόμο οι οποίοι είχαν σχηματίσει έναν κύκλο όλο κρυψίνοια και άλλαζαν χέρι ένα τσιγάρο. Πλησίασα και –Ώ, τι ντροπή- ρούφηξα μερικές. Δεν έκατσα πολύ όμως , ίσα-ίσα για την φάση. Τους βαριέμαι πάρα πολύ. Καλά παιδιά, δεν λέω, αλλά μέχρι εκεί. Άλλο καλό παιδί, άλλο Καλό Πάσχα. Είμαι που είμαι και ξεδιάντροπος συμφεροντολόγος...Σιγά το κακό. Τους το είπα μια φορά μάλιστα. Αλλά τέτοια δόση ειλικρίνειας είναι αφοπλιστική. Δυστυχώς, δεν είχαμε την ίδια άποψη και δεν ξαναμιλήσαμε. Δεν πειράζει. «Να μην γίνει νόμιμο ποτέ ρε μουνιά!!!» Τους φώναξα. Αλλά δεν το εννοούσα. Ήθελα μόνο να τους πικάρω γιατί έδιναν και αυτοί τις δικές τους μάχες.

Αφού έκανα λοιπόν μερικές τζουρίτσες και αφού είδα τον Αλκίνοο που είχε κοντοσταθεί φεύγοντας κάπου και μιλούσε, μου ήρθε μια ιδέα. Ήταν που ήμουν και λίγο ζαλισμένος (Ρε πούστηδες; Πάλι σκανκ;), είναι και της ιδιοσυγκρασίας μου...αποφάσισα να τον παρακολουθήσω. Τι κάνει αυτό το παιδί μέσα στην μέρα του; Τι κάνει όταν είναι μόνος; Έτσι κι έκανα. Δεν ήταν και τίποτα τρομερό, το ξέρω. Είναι περίεργο πως με τις λέξεις δημιουργούμε συναισθήματα. Ξαφνικά, ένιωσα λες και έκανα κάτι παράνομο. Ένιωσα μάλιστα μια ανατριχίλα και η ζάλη μου προφανώς διογκώθηκε.

Μπήκε στο λεωφορείο και εγώ από πίσω με ταξί. Δεν ήξερα γιατί το έκανα αλλά με είχε συνεπάρει. Ποιος είναι, τι κάνει...Διότι δεν διέκρινα στην συναναστροφή μου μαζί του καμία οξυδέρκεια και ευφράδεια και όλα τα ευ του κόσμου που λένε. Τόσο μυστήριος ήταν; Ή τους είχε κοροϊδέψει όλους; Αν είχε κάνει κάτι τέτοιο, και πάλι θα ήταν θεός. Αλλά δεν μπορείς να τους κοροϊδεύεις για πάντα μεγάλε. Οπότε φανταζόμουν τι θεός που θα ήμουν αν εγώ σκότωνα τον Τζέσε Τζέυμς. Αν εγώ ανακάλυπτα την «αλκίνειο πτέρνα».

Λεωφορείο αυτός, ταξί εγώ. Κατέβηκε πλατεία Εξαρχείων. Και εγώ το ίδιο. Λίγο πιο κάτω βέβαια. Κίνησε προς ένα στενό από πίσω...στο κατόπι και εγώ. Το κεφάλι του κάτω. Αυτό παρατήρησα. Όσο έφευγε από το πανεπιστήμιο, δηλαδή όσο απομακρυνόταν, τόσο συρρικνωνόταν η ζωντάνια του. Έσβηνε το φως του, δεν ξέρω πως να το περιγράψω. Μέχρι που, όταν τελικά μπήκε μέσα σε μια πολυκατοικία, δεν είχε μείνει παρά ένας τύπος γύρω στο 1,80 ύψος. Τίποτα άλλο. Λες και το πανεπιστήμιο ήταν για αυτόν πηγή ενέργειας, και απομακρυνόμενος έχανε την θεϊκή του φορεσιά και έμενε απλά ένας ακόμα άνθρωπος. Τολμώ να πω πως είχα ακόμα περισσότερο ενθουσιαστεί, αν και έμεινα στα κρύα του λουτρού όταν κατάλαβα ότι τον είχα χάσει αφού πήγε σπίτι του. Είχα μείνει απλά μπαφιασμένος, σύξυλος, κάπου στα Εξάρχεια. Μπράβο μαλάκα Ιάσονα. Πάρε να φας άλλη μια τυρόπιτα τότε. Κάπου εκεί ήταν που είχα την αίσθηση πως στις φλέβες μου δεν κυλούσε πλέον αίμα, αλλά τυρόπιτα κουρού.

Ίσως να αναρωτηθεί κάποιος τον λόγο που είχα ενθουσιαστεί, αφού είχε χάσει το «φως» του ο Αλκίνοος. Διότι ήταν ντυμένος με τόσα ωραία και εγκωμιαστικά λόγια, όσα είχα ακούσει δηλαδή, και είχε μια μυστηριώδη ευφυΐα που πολλαπλασιαζόταν μέσα μου λόγω αυτού του πέπλου. Τον έβλεπα σαν μια επίγεια ιδιοφυία. Όχι σαν εκείνη που αλλάζει τον κόσμο. Αλλά σαν την ιδιοφυία που είναι πανούργα, που ό, τι κι αν κάνει είναι υψηλότατο, ακόμα και αν φοράει απλώς σταράκια και ξεχειλωμένα μπλουζάκια. Γήινη ιδιοφυία. Αυτό θαύμαζα, ναι. Έσκαγε από το πουθενά και χωρίς λόγο ή πτυχία ή οτιδήποτε άλλο, απλώς επικρατούσε των πάντων. Αυτό ήταν που με ερέθιζε και με ζάλιζε περισσότερο κι από το τσιγάρο που έκανα πριν. Σκεπτόμενος έτσι, έπαιρνα και προσωπικά κάποιες ελπίδες. Πως και εγώ δηλαδή μπορούσα να είμαι φοβερός και τρομερός. Αρκούσε μόνο να μάθω το μυστικό του.

Δεν θα άφηνα την προσπάθειά μου να πάει χαμένη. Ήμουν αποφασισμένος. Είχα όλον τον χρόνο του κόσμου. Απέναντι από το σπίτι του είχε διαδοχικά γκαραζόπορτες, βρώμικες και κλειστές, εννοείται. Αποφάσισα να κάτσω και να περιμένω μέχρι να συμβεί κάτι σημαντικό ώστε να τροφοδοτήσει την παρακολούθηση και να την ανανεώσει. Να βγει, να ξαναμπεί...δεν ξέρω...κάτι.

Είδα στον πρώτο όροφο να ανάβει ένα φως και για μια στιγμή η φιγούρα του κοντοστάθηκε στο παράθυρο. Το διαμέρισμα το ενοικίαζε με τα χρήματα του πατέρα του και έμενε μόνος. Στην αρχή δεν έβλεπα τίποτα, καθότι είχε ήλιο και πραγματικά είχα την υπομονή να καθίσω εκεί πολλές ώρες -ρε τι σου κάνει ένα μπαφάκι-, αλλά και όταν νύχτωσε και πέρασε η επίδραση του τσιγάρου αφήνοντας μόνο μια ελαφριά χαλάρωση και μια λιγούρα διόλου ευκαταφρόνητη, το μόνο που έβλεπα ήταν κάτι σκιές να γυρνούν μέσα στο δωμάτιο, αλλά πολύ σπάνια και χωρίς αποτέλεσμα ή ενδιαφέρον.

Είχα αρρωστήσει από την σκέψη να τον ξεσκεπάσω. Δεν ήξερα τι έκανα πλέον. Συνέχισα να κάθομαι χωρίς σκέψη και αμφιβολία. Ρίγος ένιωθα; Ζάλη; Παραζάλη; Πεντοζάλη; Δεν ξέρω πως να το πω και ζορίζομαι να εξηγήσω αυτές τις πράξεις μου, γι’ αυτό θέλω να γίνουν αποδεκτές απλώς σαν πράξεις. Έγιναν. Τέλειωσε. Και εγώ παρατηρητής του εαυτού μου ένιωθα. Οι ώρες περνούσαν κενές. Νηστικός; Ναι. Κουρασμένος; Ναι. Καιρός για άλλη μια τυρόπιτα; Ίσως. Αυτήν την φορά χωρίς πλάκα. Ο φούρνος στην πλατεία είχε ήδη ανοίξει. Σταφιδόψωμο είναι αυτό; Ο παράδεισος ο ίδιος για μένα. Όσο και αν το ήθελα όμως δεν μπορούσα να κουνηθώ. Λες και δεν μπορούσα να αποχωριστώ την σαπίλα μου. Κάνε κάτι και καν’ το καλά. Μην πας για φαγητό και αυτός σου διαφύγει. Θα μπορούσα να γράψω για τις σκέψεις και τα συναισθήματά μου, αλλά δεν έχουν σημασία. Το μόνο που έχει σημασία είναι πως κάθισα για πολλές ώρες και περίμενα. Περίμενα...περίμενα...μέχρι που πέρασαν κατά πολύ τα μεσάνυχτα. Ήμουν εκεί πάνω από οχτώ ώρες.

Και τότε...όταν πλέον κατέρρεα μέσα μου σιγά-σιγά...τότε και μόνο τότε... που λύγιζα και άρχιζα να συνειδητοποιώ την ανοησία των πράξεών μου και που ίσως σε λιγάκι καταπτοημένος και απογοητευμένος από τον εαυτό μου να έφευγα...τότε ήταν που συνέβη! Και αυτό που είδα...αυτό που συνέβη παρακάτω...με δικαίωσε για όλη την ταλαιπωρία που είχα περάσει. Με δικαίωσε τόσο πολύ, που ένιωσα ξαφνικά τόσο πλήρης ώστε ούτε πεινούσα, ούτε νύσταζα, ούτε ήμουν κουρασμένος πια. Κάθε άλλο...

 

_____________________________________________________________

 

Ας βάλω εδώ μια άνω τελεία. Έτσι, για το σασπένς βρε αδερφέ. Αλλά και για έναν ακόμα πολύ σημαντικό λόγο. Πριν χωθώ πολύ βαθιά στην πλοκή τούτης εδώ της ιστορίας, είναι απαραίτητο να σας πω τι περνούσε από το μυαλό του Αλκίνοου τις ίδιες εκείνες ώρες της «επίσημης» πρώτης μέρας της γνωριμίας μας. Όπως καταλάβατε, τον είχα κάνει θεό εγώ τον τύπο, μέσα από όλο αυτό το σούσουρο γύρω απ’ το όνομά του. Θεό με την έννοια της Στανίση. Μια φορά να τον δω και τα ρέστα. Όμως εκείνος τι πίστευε για μένα; Συνέχιζα να είμαι ένας από τους πολλούς μπούμπηδες που είχε συναντήσει; Ή μήπως του είχα κεντρίσει κι εγώ το δικό του ενδιαφέρον; Θα σας πω αμέσως τι μου είπε ο ίδιος, κάμποσο καιρό αργότερα.

«Τι γαϊδούρι που είμαι. Ούτε το όνομά του δεν ρώτησα του παιδιού. Βέβαια θα ήταν μεγαλύτερη μαλακία να του πω ότι δεν τον θυμάμαι. Και ήθελε τόσο να μάθει για μένα, για το αν έχω φίλους… Ήθελε να του ανοιχτώ. Ή μήπως να με ψαρώσει; Γιατί υπάρχουν και τέτοιοι. Βέβαια είχε καθαρή ματιά ετούτος, αλλά ποτέ δεν ξέρεις από πού να φυλάγεσαι. Κι εγώ βρήκα να τον κεράσω μια τυρόπιτα για να αποφύγω τη συζήτηση. Δεν τον χάλασε βέβαια. Μα πώς μου ήρθε; Εδώ που τα λέμε, μου ήταν ένας άγνωστος. Κι αν μια φορά τον είχα πει ‘μπούμπη’ πού να θυμάμαι τώρα. Μπορεί και να του άξιζε τότε, για να το είπα. Άσε που το λέω συχνά. Αλλά δεν μ’ ένοιαζε να με ψυχαναλύσει ένας τυχαίος τυπάκος στην καφετέρια της σχολής. Είχα άλλα πράγματα να βγάλω από μέσα μου. Είχα θυμό, αγανάκτηση. Δεν με ένοιαζε ο εαυτός μου εκείνη την ώρα, με αυτόν τα είχα καλά. Ήταν όλοι οι άλλοι που ήθελα να αλλάξω. Αν καθόμασταν να πιάσουμε τα άλλα του τύπου «γιατί δεν έχεις φίλους» δεν θα τελειώναμε ούτε αύριο και δεν θα οδηγούσε πουθενά. Στην κατάστασή μου, ο μόνος που θα δεχόμουν να παίξει με το μυαλό μου και να με ψυχαναλύσει, θα ήταν ο Χάνιμπαλ Λέκτερ. Να του τα πω κι αυτουνού ένα χεράκι, να δούμε τι θα είχε να απαντήσει. Μετά θα του έδειχνα κανέναν από όλους αυτούς τους τιποτένιους βδελυρούς ανόητους ανθρωπάκους που με περιστοιχίζουν και θα του έλεγα ‘φάε ένα μαλάκα’. Βέβαια υπήρχε ο κίνδυνος ακόμα κι ο Χάνιμπαλ να αρνιόταν, λέγοντάς μου ‘δεν τρώω junk food’…»

Όλα αυτά σκεφτόταν ο Αλκίνοος καθώς γύριζε σπίτι με προοδευτικά όλο και πιο σκυφτό το κεφάλι, λες και βάραινε συνεχώς από τις σκέψεις που έσκαγαν σαν ατομικές βόμβες μέσα στο μυαλό του, ισοπεδώνοντας οποιαδήποτε δικαιολογία για τα καμώματα των παρηκμασμένων ομοίων του. Ήθελε να γευτεί μπαρούτι και καπνό, τη χάλκινη γεύση του αίματος στον ουρανίσκο του. Οραματίστηκε τον εαυτό του σαν κανένα εξώφυλλο Manowar, να κραδαίνει ένα σπαθί ματωμένο, ημίγυμνος με ένα δερμάτινο βρακί, πατώντας πάνω στα κουφάρια όλων αυτών που σιχαινόταν. Έναν σωρό πτωμάτων που όλα τους είχαν διαπράξει από ένα τουλάχιστον θανάσιμο αμάρτημα - κατά τη δική του λίστα θανάσιμων αμαρτημάτων. Για παράδειγμα δίπλα στην αλαζονεία θα ήταν η σύγχρονη εκδοχή της, ο καγκουρισμός. Ο νεοπλουτισμός. Η αυταρέσκεια χέρι-χέρι με τη λαγνεία. Και δεν είχε τελειωμό η λίστα εκείνη. Ήξερε μέσα του πως το είχε παρακάνει, αλλά αυτός ο παροξυσμός που τον είχε κυριεύσει ένιωθε πως ήταν η μόνη διέξοδος για να εκτονώσει την ψυχή του που κόχλαζε σαν καζάνι.

Περπατώντας προς το σπίτι του, συνάντησε το γνώριμο πρεζάκι της γειτονιάς του, το Μπάμπη. Δεν είναι σίγουρος πως τον έλεγαν βέβαια Μπάμπη, είχε ακούσει κάτι άλλους μια φορά να τον φωνάζουν Γιώργο. Μια άλλη μέρα ένας τον φώναξε Θάνο. Θυμήθηκα τώρα τη Φλοξ, τη σκυλίτσα στο κυλικείο. Είχε κι αυτή κάμποσα ονόματα. Ανάλογα με την παρέα που θα έμπαινε και δεν ήξερε την ιστορία της σκυλίτσας, θα της έδινε και ένα διαφορετικό όνομα. Λίζα, Τζίνα, Λάσι, μέχρι και Τζακ την είχε βαφτίσει ένας που νόμιζε πως ήταν αρσενική. Έτσι κάπως και ο Μπάμπης. Ένας αδέσποτος άνθρωπος, καμένος από τα χρόνια που έμεινε μακριά από τον κόσμο, κλεισμένος στο παλάτι του μυαλού του (που πια μάλλον θα φάνταζε με ένα ρημαγμένο, ετοιμόρροπο χαμόσπιτο), είχε χάσει πια το χάρισμα της επικοινωνίας με άλλους συνανθρώπους του. Το μόνο που ψέλλιζε ήταν «λεφτά…α..πά(ρ)ω μια τυ(ρ)όπιτα…ε φίλε» κάθε φορά. Το αληθινό του όνομα είχε χαθεί μαζί με τη σχέση του με την πραγματικότητα. Λες και ήταν ένα λεπτό φύλλο χαρτί που γλίστρησε από τη χαραμάδα κάτω από την πόρτα και το πήρε ο αέρας. Έτσι άκουγε σε οτιδήποτε τον αποκαλούσαν, αν επρόκειτο να του δώσουν λίγα λεφτά.

Ο Μπάμπης, ή Γιώργος, ή Θάνος… η ακόμα και Τζακ –με τα σωστά λεφτά ίσως και Φλοξ ή Λίζα- ήξερε καλά τον Αλκίνοο. Ίσως ήταν ο μόνος που του είχε μιλήσει τα τελευταία χρόνια. Και εννοώ να του μιλήσει κανονικά, όχι να τον χλευάσει ή να τον κατηγορήσει για την κατάντια του, ή να του πουλήσει κήρυγμα για αυτό που κάνει ότι δεν είναι σωστό και άλλες τέτοιες χαζομάρες. Ο Μπάμπης ήταν αυτός που ήταν. Ποτέ δεν ζήτησε από κανέναν να αλλάξει, ή να κατηγορήσει κανέναν ότι ήταν υπερβολικά καθαρός, ή υπερβολικά ατσαλάκωτος, υπερβολικά νηφάλιος, υπερβολικά μαλάκας ή υπερβολικά υποκριτής. Όχι. Ο Μπάμπης ήταν ο πιο καλός και φιλόξενος οικοδεσπότης. Δεν σε έφερνε ποτέ σε δύσκολη θέση. Δεν σου υπενθύμιζε ποτέ ότι είναι ώρα να φύγεις. Ή ότι παραφέρεσαι. Ο Μπάμπης ήταν από τις πιο ευγενικές ψυχές είχε ποτέ συναντήσει ο Αλκίνοος. Μπορεί να μη μιλούσε πολύ, αλλά πάντα απευθυνόταν στον άλλο σαν «φίλο». Ούτε καν το κοινό όνομα όλων, το «μαλάκα» δεν είχε χρησιμοποιήσει.

Έτσι κάπως ξεκίνησε και η σχέση του με τον Αλκίνοο. Ήταν ένα φθινοπωρινό απόγευμα και ο Αλκίνοος γυρνούσε στο σπίτι του μετά από έναν έντονο καυγά με τον πατέρα του για τα γνωστά θέματα. «Και τι θα κάνεις με τη ζωή σου. Έχεις φτάσει 25 χρονών κι ακόμα δεν έχεις τελειώσει με τη σχολή σου. Πότε θα σοβαρευτείς» και τα ρέστα. Ήταν λοιπόν φουντωμένος πολύ ο φίλος μας. Έτσι καθώς περνούσε δίπλα από τον Μπάμπη, εκείνος τον ρώτησε με τη γνωστή τρεμάμενη φωνή που λίγο διέφερε από ψίθυρο «λεφτά…α..πά(ρ)ω μια τυ(ρ)όπιτα…ε φίλε». «Α παράτα με ρε μαλάκα κι εσύ!» τον έκοψε απότομα ο Αλκίνοος. Και τότε τον είδε με τα μάτια του να κάνει ένα βήμα πίσω και να δακρύζει. Χωρίς πλάκα, εκείνο το πρεζάκι που κανείς δεν λογάριαζε για άνθρωπο, που όλοι του φέρονταν σαν ένα σκουπίδι που συναντάς στο δρόμο, στεκόταν εκεί μπροστά του και έκλαιγε. Ο Αλκίνοος γύρισε και τον κοίταξε. Ένα μαχαίρι διαπέρασε την καρδιά του. Η έκφρασή του άλλαξε. Ξέχασε με μιας τους καυγάδες με το γέρο του, την ρημάδα την κοινωνία και τα πάντα. Είχε προκαλέσει έναν άνθρωπο να κλαίει, εκεί μπροστά του. (Μπορεί να το είχε κάνει άπειρες φορές στο παρελθόν, αλλά πάντα προσχεδιασμένα, πάντα με χειρουργική ακρίβεια, πάντα με το γάντι. Τόσο που στην αρχή το «θύμα» δεν καταλάβαινε τι συνέβη. Και μόλις ο Αλκίνοος απομακρυνόταν, τότε ο πόνος γινόταν αντιληπτός. Για να το δώσω σε εικόνα ώστε να γίνει καλύτερα κατανοητό, είναι σαν εκείνο το τέχνασμα που χρησιμοποιούν σε πολλές ταινίες δράσης. Ο πρωταγωνιστής κάνει μια απότομη κίνηση χτυπώντας με ένα σπαθί τον αντίπαλό του, περνούν μερικά δευτερόλεπτα που κανείς τους δεν κινείται, λες «αστόχησε;»… και μετά ο αντίπαλος πέφτει κομμένος στη μέση από το χτύπημα. Ε κάπως έτσι ήταν και ο Αλκίνοος με τις κοφτερές σαν ξυράφι ατάκες του. Πάντα θανατερές, σε έσφαζαν σαν το γλυκό κόψιμο που κάνει το κοπίδι. Στην αρχή τίποτα, λες είμαι καλά. Και μετά αρχίζει να κυλάει το αίμα και ο πόνος.)

Όμως αυτή τη φορά δεν είχε τέτοια πρόθεση. Και ξαφνιάστηκε που τα λόγια του πόνεσαν τόσο έναν άνθρωπο ο οποίος φαινόταν να μην επικοινωνεί καλά-καλά με το περιβάλλον. Πήγε κοντά στο Μπάμπη, τον έπιασε από το μπράτσο απαλά. Αυτός έκανε άλλο ένα βήμα πίσω. Τον άφησε. «Κοίτα ρε φίλε… Συγγνώμη. Τι να πω, δεν ήξερα ότι θα το πάρεις έτσι… Συγγνώμη, πραγματικά.». Εκείνος συνεχίζοντας να κλαίει με ένα παράπονο που σου σπάραζε την καρδιά, ψέλλισε μέσα από τα λιγοστά δόντια του «μια τυ(ρ)όπιτα (ρ)ε φίλε…γιατί μ…μου μιλάς έτσι;… με ξες (ρ)ε φίλε;». Ο Αλκίνοος ήταν έτοιμος να δακρύσει και ο ίδιος. «Έχεις δίκιο φίλε μου. Με συγχωρείς. Κοίτα, έχω κάτι προβλήματα και γι’ αυτό μου βγήκε και ξέσπασα τώρα πάνω σου.». «Γιατί…ε…εγώ (ρ)ε φίλε… (δ)εν έχω π(ρ)οβλήματα εγώ;». Ήταν αφοπλιστικό σαν επιχείρημα. «Καλά, κοίτα. Περίμενε μια στιγμή εδώ κι έρχομαι. Μη φύγεις» του είπε ο Αλκίνοος και έτρεξε απέναντι στο φούρνο. Γύρισε με μια αχνιστή τυρόπιτα στο χέρι. Του την πρόσφερε. «Έλα φίλε μου, ορίστε. Για σένα.» Στην αρχή ο Μπάμπης στάθηκε δύσπιστος και δεν έκανε τίποτα. Μετά από δυο λεπτά άπλωσε το χέρι του και πήρε την τυρόπιτα. Δεν είπε τίποτα. Απλά με ένα ελαφρύ χαμόγελο δάγκωσε μια μπουκιά και κούνησε το κεφάλι, ενώ με το άλλο χέρι χτύπησε το στήθος του κάνοντας μια ανεπαίσθητη υπόκλιση, λέγοντας ευχαριστώ.

Ο Αλκίνοος ένιωσε ένα βάρος να φεύγει από πάνω του. «Κοίτα φίλε, εγώ εδώ κοντά μένω, στη γειτονιά. Αν τύχει και ξαναβρεθούμε πουθενά και έχω λεφτά, θα σου δίνω. Ή θα σου παίρνω κάτι να φας. Αλλά είμαι φοιτητής, πολλά φράγκα δεν έχω. Ό, τι μου δίνουν κι εμένα. Απλά να ξέρεις, όταν μπορώ θα σε βοηθάω. Δεν χρειάζεται να μου ζητάς καν. Είμαστε οκέι; Σύμφωνοι;». Έγνεψε ναι με το κεφάλι, το χαμόγελό του πλέον είχε φτάσει μέχρι τ’ αυτιά, αποκαλύπτοντας μερικά κιτρινισμένα δόντια και ψίχουλα από την τυρόπιτα ολόγυρα στα χείλη του.

Αυτή ήταν η συμφωνία που είχαν κάνει με τον Μπάμπη/Γιώργο/Θάνο και ο Αλκίνοος φρόντιζε να την τηρεί. Όμως κι όταν δεν είχε λεφτά να δώσει, ο Μπάμπης σωστός κύριος. Απλά του χαμογελούσε, κάνοντας πάντα μια μικρή υπόκλιση καθώς περνούσε από μπροστά του. Έτσι και σήμερα. Καημένε Μπάμπη μου, σήμερα η τυρόπιτά σου κεράστηκε αλλού, συγχώρα με, αλλά την είχα κι εγώ ανάγκη. Ο Μπάμπης δεν φάνηκε να ενοχλείται καθώς αντάλλαζαν χαμόγελα με τον Αλκίνοο, χωρίς τίποτα άλλο.

Πουτάνα κοινωνία, να έχεις μια τέτοια ευγενική ψυχή στους δρόμους, να παραπαίει μεταξύ επιβίωσης και θανάτου, ενώ την ίδια στιγμή να ταΐζεις με τα χρυσά σου μαχαιροπήρουνα τον πανάχρηστο γιόκα κάθε καρεκλοκένταυρου λαμογιολάγνου χαραμοφάη πολιτικού. Άτομα με μόρφωση, με καλλιέργεια, κουλτούρα, με σπουδές, περγαμηνές ολόκληρες που θα μπορούσαν να ντύσουν ολόκληρο το σινικό τείχος πτυχία, να ψάχνουν για καμιά δουλειά του 500άρικου και να φιλάνε κατουρημένες ποδιές ακόμα και για να την αποκτήσουν. Κι από την άλλη εκείνοι, οι μισητοί μπούμπηδες (εγώ εξαιρούμαι), οι άξεστοι νεόπλουτοι (νεόπτωχοι στο πνεύμα), που δεν έχουν κάτσει ποτέ τον κώλο τους κάτω να κολλήσουν ένα τίμιο ένσημο, να κυκλοφορούν με τα πανάκριβά τους ρούχα, μες στα πανάκριβά τους αυτοκίνητα, να μιλάνε στα πανάκριβά τους τηλέφωνα και να δίνουν εντολές στους προηγούμενους, τους οποίους ούτε στο μικρό δαχτυλάκι δεν είναι άξιοι να φτάσουν.

Μ’ αυτά και μ’ αυτά ο Αλκίνοος ξεκλείδωσε και μπήκε σπίτι του. Ανοίγοντας την κουρτίνα σαν να είδε κάτω στο δρόμο σε μια σκιερή γωνιά μια γνώριμη φιγούρα. Έμοιαζε με τον τυπάκο που είχαν μιλήσει στο κυλικείο, αυτόν με την τυρόπιτα. Ούτε το όνομά μου φυσικά ήξερε όπως είπα. Αλλά μπα… Τι να έκανε εκείνος εδώ πέρα; Και γιατί να κάθεται σε μια γωνιά του δρόμου; Του είχα φανεί ένα απλό, άκακο τυπάκι. Αλλιώς θα του είχα εντυπωθεί στη μνήμη του Αλκίνοου. Γι’ αυτόν ήμουν απλά λίγο μπούμπης. Χαχα, γέλασε μόνος του με αυτή τη σκέψη μες στη σιγαλιά του διαμερίσματός του και το γέλιο του αντήχησε στους τοίχους. Όταν άκουσα αυτό το χαρακτηριστικό του γέλιο, μέσα σ’ αυτό το ίδιο σπίτι, μέρες αργότερα, οι συνθήκες ήταν πολύ διαφορετικές. Και τώρα που το ανακαλώ στη μνήμη μου, μου σηκώνεται η τρίχα. «Τελικά όντως παίζει να τον είχα πει μπούμπη τότε!» μονολόγησε. Όπως και να’ χει, ήταν σίγουρος πως δεν πρέπει να ήμουν εγώ αυτός ο τύπος εκεί κάτω.

Έκατσε στον καναπέ, άνοιξε την τηλεόραση να παίζει σε ένα τυχαίο κανάλι που έλεγε ειδήσεις και έστριψε ένα τσιγάρο. Το διαμέρισμά του ήταν ένα μικρό, λίγο χαμηλοτάβανο δυαράκι. Είχε τα απολύτως απαραίτητα για την επιβίωσή του εκεί μέσα. Ένα ξύλινο κρεβάτι ημίδιπλο, (τα ξύλινα κρεβάτια τα λέγανε παλιά καριόλες στα μέρη μου. Αυτή λοιπόν ήταν μια καριόλα και μισή) ένα κομοδίνο, ένα τραπέζι με 2 καρέκλες, έναν καναπέ ξεχαρβαλωμένο από τα φοιτητικά χρόνια του πατέρα του, και 2 μεγάλες βιβλιοθήκες, τίγκα στα βιβλία. Βιβλία μέχρι εκεί που έπιανε το μάτι. Δεν χωρούσαν πλέον στις βιβλιοθήκες και τα είχε στοιβαγμένα σε σωρούς που άγγιζαν από το πάτωμα μέχρι το ταβάνι. Και αν πιστεύετε ότι δεν θα μπορούσε να βρει κανείς άκρη αν έψαχνε κάποιο βιβλίο μέσα σ’ αυτό το χαμό, τότε έτσι ακριβώς ήταν. Μόνο ο Αλκίνοος μπορούσε να σου πει πού ήταν ανά πάσα στιγμή το κάθε τι, από το μηδαμινό σε όγκο «Άκου Ανθρωπάκο» μέχρι την τεράστια εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα που του είχε κάνει δώρο η γιαγιά του όταν ακόμα ήταν στο σχολείο (τότε δεν υπήρχε ακόμα η Βικιπαίδεια, αν και, ακόμη και σήμερα ο Αλκίνοος εμπιστεύεται την παλιά κλασσική εγκυκλοπαίδεια. Ήταν παιδί των 80s και των 90s, που τότε ακόμα το ίντερνετ ήταν ένας δύσχρηστος και φτωχός τόπος, με πρόσβαση μόνο από λίγους. Τι να λέμε, πρώτα φεύγει το χούι του ανθρώπου και μετά η ψυχή του).

Μια μισάνοιχτη ντουλάπα φιλοξενούσε όλα τα ρούχα του Αλκίνοου. Μπορούσες εύκολα να σχηματίσεις τις πενήντα αποχρώσεις του γκρι αν τα έβαζες στη σειρά. Στην ουσία όλα αυτά τα ρούχα ήταν κάποτε μαύρα, που με τον καιρό και τη χρήση ξέβαψαν, άλλα περισσότερο κι άλλα λιγότερο. Τα μοναδικά χρωματιστά ρούχα ήταν ένα κόκκινο πουλόβερ και ένα άσπρο πουκάμισο, και τα δύο δώρα μιας πρώην του που είχε βαλθεί να τον ντύσει σαν χίπστερ.

Τι κορίτσι κι εκείνο. Καστανόξανθη, με σγουρά μαλλιά, χλωμή επιδερμίδα με μικρές φακίδες και μελί μάτια. Δεν την έλεγες όμορφη, μάλλον γλυκιά. Ντυνόταν πάντα με πολύχρωμα ρούχα, φορούσε κορδέλες στα μαλλιά και ενώ δεν βαφόταν γενικά, φορούσε πάντα έντονο κόκκινο κραγιόν στα χείλη της. Την είχε γνωρίσει σε ένα μπαράκι στην πλατεία Καρύτση. Βασικά μην πάει ο νους σας ότι την είδε ο Αλκίνοος και πήγε να της μιλήσει. Καμία σχέση. Είπαμε ότι στο θέμα γυναίκα εκεί μεταμορφώνεται σε ένα φοβισμένο παιδάκι που χάνει τα λόγια του, δεν ξέρει να αρθρώσει έστω μια κουβέντα και παραλύει από φόβο. Του τη γνώρισε ένα παιδί που έκαναν τότε παρέα, δευτεροετείς ήταν, τώρα μ’ αυτόν χάθηκαν τελείως, αποφοίτησε, γύρισε στην πόλη του και πια μπορεί να ανταλλάξουν κανένα μήνυμα στη χάση και στη φέξη. Αλλά τότε έκαναν αρκετή παρέα. Ήταν ο μόνιμος συνοδός του Αλκίνοου σε ό, τι συναυλία ήθελε να πάει. Βλέπετε είχαν ταιριάξει απόλυτα στα μουσικά γούστα. Κατά τα άλλα, κανένα κοινό σημείο.

Τέλος πάντων, εκείνη την ημέρα στην Καρύτση είχαν έρθει αυτός παρέα με δυο φίλες της ξαδέλφης του που σπούδαζαν οικονομικά στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς. Η Βέτα, έτσι την έλεγαν, είχε δείξει από την αρχή ενδιαφέρον για τον Αλκίνοο. Και παρόλο που την πρώτη φορά στην ουσία δεν κατάφεραν να σταυρώσουν μια κανονική κουβέντα, εξαιτίας των «εεεε» και «χμμμμ» και «αααααα» του Αλκίνοου, εκείνη επέμεινε. Και βγήκαν και δεύτερη φορά. Και τρίτη. Ε, στην τέταρτη φορά πια έγινε το μοιραίο. Λύθηκε ο Αλκίνοος, και να της λέει λόγια που δεν είχε ξανακούσει ποτέ. Και τι δεν είπαν στο τέταρτο εκείνο ραντεβού. Από φιλοσοφίες μέχρι ποίηση. Από τη διαλεκτική του Σωκράτη μέχρι τον πεσιμισμό του Σοπενχάουερ κι από την Κόλαση του Δάντη μέχρι το «παλιό μου παλτό» του άλλου Δάντη. Εκείνη είχε και ένα κρυφό όνειρο όταν θα τελείωνε το πανεπιστήμιο, να παρακολουθήσει μαθήματα υποκριτικής και γιατί όχι, να γίνει ηθοποιός. Της έκανε χιούμορ. «Α, ωραία. Θα μου έρθεις και πιο οικονομικά.» της είπε. «Όταν θα σου κάνω πρόταση γάμου, θα έχω μαζί μου ένα μονόπρακτο, αντί για μονόπετρο!». Στο τέλος της απήγγειλε και ένα κομμάτι από Ελύτη που είχε αποστηθίσει και εκεί έλιωσε η Βέτα. Βούτυρο έγινε στα χέρια του Αλκίνοου. Ε βέβαια! Αυτό είναι χιούμορ! Όχι σαν κάτι κρυάδες δικές μου. Ήμουν με μια κοπέλα και πηγαίναμε θάλασσα αλλά δεν είχαμε καταλήξει σε ποια. «Προτιμώ κάποιον στενό κόλπο, που να μην έχει πάει πολύς κόσμος» μου είπε, «Κι’ εγώ...» της απάντησα όλο υπονοούμενο. «Τελικά άνδρες και γυναίκες τα ίδια ψάχνουμε». Μπρρρρρ!!!! Είμαι ηλίθιος, το ξέρω. Δεν την γνώριζα καλά όμως. Δεν είχε περάσει καλά-καλά το τεστ της παραλίας. Τόόόσο πολύ δεν την γνώριζα. Οπότε δεν με ένοιαζε. Καταλήξαμε τελικά καβούρι σε μια καβάντζα. Τελειώνω την εγκατάσταση ομπρέλας ενώ εκείνη ξαπλώνει στην πετσέτα της και βγάζει βιβλίο. «Μια χαρά» σκέφτηκα. «Για να δούμε τι διαβάζει...ίσως να έχω καμιά ατακούλα να πω». Και τι να δω...». “Bill Clinton, my life”. Ποιος διαβάζει τέτοιο βιβλίο ρε παιδιά; Μα την παναγία τώρα! «Εντάξει. Όταν φτάσεις στο τσιμπούκι, σκούντα με!» της είπα. Αυτό ήταν καλό! Είπαμε, δεν είμαι πάντα κρυόκωλος, αν και αντιλαμβάνομαι πως δεν έχω κλίση στα αστεία. Όχι πως δεν σκέφτομαι αστεία πράγματα, απλώς δεν μπορώ να αποδώσω.

Θυμάμαι μια φορά που ήμουν στο μετρό και ήταν δίπλα μου μια ηθοποιός η οποία είχε μια τσάντα περασμένη στον ώμο της και μέσα ήταν ένα σκυλάκι. Δεν θα το πρόσεχα εάν καθώς κρατιόμουν από την μπάρα δεν ένιωθα μια ξεδιάντροπη γλωσσίτσα να με γλείφει. Γυρνάω κοιτάω να δω τι συμβαίνει και βλέπω αυτό το μικρό σκυλάκι στο μπράτσο μου. Η κοπέλα μου ζήτησε συγνώμη και εγώ φυσικά της είπα πως δεν υπάρχει κανένα απολύτως πρόβλημα. Επίσης της είπα «Η τσάντα είναι ειδική για σκύλους; Μήπως είναι «Σκυλουί Βιτόν;» Με κοίταξε απαθής, μου απάντησε «όχι» και γύρισε από την άλλη. Σοβαρά τώρα. Δεν ήταν καλό; Δεν ήταν αστείο; Γύρεψα το γέλιο, ένα μειδίαμα, ένα κατιτίς ρε γαμώτο, ένα τόσο δα μικρό ανεπαίσθητο γελάκι στον κόσμο που ήταν μέσα στο μετρό και άκουσε το έξυπνο και ετοιμόλογο λογοπαίγνιο. Κανείς! Ένιωσα μαλακάς. Ενώ άλλοι, απλώς και μόνο επειδή κάνουν μια γκριμάτσα ξεκαρδίζουν τον κόσμο. Και τι φάση είναι πάλι αυτή με τα ζωάκια. Λυσσάνε και βρίσκονται σε παράκρουση και παροξυσμό μιλάμε. Έτσι; Όλοι δεν ασχολούνται με κάτι άλλο παρά μόνο για το πόσο λυπούνται για αδέσποτα. Τους βάζουν λόγια στο στόμα, λυπηρές φωτογραφίες...δεν παίζονται με τίποτα. Λες και λύσαμε τα θέματα με τους ανθρώπους και τα ζώα μας έμειναν. Δεν λέω. Τα αγαπάμε τα ζώα. Εννοείται. Αλλά αυτοί είναι ικανοί να βλέπουν έναν άστεγο και δίπλα ένα σκύλο και να ασχολούνται με τον σκύλο. Ε βέβαια. Τον άστεγο τον έχουμε συνηθίσει. Δεν τον βλέπουμε καν. Άσε που δεν κουνάει ουρά. Τι ουρά ρε μαλάκα; Ολόκληρο χέρι σου κουνάει. Σου μιλάει κιόλας. Λέει ακριβώς τι θέλει. «Θέλω πενήντα λεπτά για να φάω». Ξεκάθαρα πράγματα. Δεν είναι μόνο το ότι είναι αδέσποτα όμως. Έχει εκτάσεις το θέμα με τους φιλόζωους. Οι ηλίθιοι, πουλάνε ακόμα και την ίδια τους την μάνα για να δείξουν πόσο πονάει ένα ζωντανό. Θα σου βάλουν τα αρχίδια του σκύλου στην μάπα εάν χρειαστεί για να δεις πόσο πολύ υποφέρει από τα σπυράκια που κόλλησε. Και από κάτω χιλιάδες τα σχόλια των σφιχτόκωλων κυρίως κοπελίδων του στυλ «Αχ! Αγάπη μου. Τι έπαθε η κωλοσουφρίτσα σου αχ αχ αχ!». Αυτό το καταλαβαίνω. Δεν μπορώ να φανταστώ πως θα συγκινούσε ούτε έναν άνθρωπο να έβλεπε αντίστοιχα τον κώλο του βρωμιάρη ζητιάνου(διότι ο σκύλος δικαιούται να είναι βρώμικος και παρ’όλα αυτά γλυκούλης, ενώ ένας άνθρωπος, δεν πα να μένει στον δρόμο; Πρέπει να είναι καθαρός για να αξίζει την λύπηση και τον οίκτο, τα στοιχειώδη έστω) ή τα άρρωστα φλυκταινιασμένα αρχίδια του και να έλεγε το ίδιο. Δηλαδή: «Αχ! Αγάπη μου. Τι έπαθαν τα αρχίδια σου αχ αχ αχ!». Βέβαια αυτό το κύμα έχει και άλλες προεκτάσεις. Φθάνει στην νεκροφιλία, το «νεκρ-elfie” αν έχετε ακουστά, αλλά αυτό θα το αναφέρω παρακάτω. Ένα πράγμα καταλαβαίνω από όλα αυτά. Και το είχα διαβάσει παλαιότερα. Πως οι καλοί και οι δίκαιοι ήταν πάντα η αρχή του τέλους γιατί η βλακεία τους είναι απροσμέτρητα έξυπνη. Πάμε παρακάτω.

Στο πρώτο τους ραντεβού, ο Αλκίνοος πήγε την Βέτα σε ένα μικρό φαγάδικο της περιοχής του με ονομασία «Ντοστογεύσεις». Ήταν πολύ κουλτουριάρικο υποτίθεται και ήταν το αγαπημένο του. Όλα τα πιάτα ήταν ένας ευφάνταστος τίτλος γνωστών βιβλίων, με μια ζωηρή περιγραφή από κάτω. Εκείνος παρήγγειλε «Φρίντρηχ σνίτσελ», ένα φιλοσοψημένο κομμάτι χοιρινό, ενώ εκείνη το σπέσιαλ «Εμίλ μπριζολά». Για επιδόρπιο συμφώνησαν στον «Τελευταίο πειρασμό», ένα προφιτερόλ. Όλα πήγαιναν εκπληκτικά. Χάρμα!

Ο Αλκίνοος και η Βέτα διατήρησαν την σχέση τους περίπου 10 μήνες. Στο διάστημα αυτό η Βέτα είχε βαλθεί να βάλει λίγο χρώμα στη μουντή ζωή του. Κυριολεκτικά. Τον έπεισε να πάνε να αγοράσουν διάφορα διακοσμητικά για το σπίτι, από κεράκια μέχρι λουλούδια. Πήρε στένσιλ για τους τοίχους και έκανε χαρούμενα σχεδιάκια στο σαλόνι και στην κουζίνα. Μέχρι που έβαψε τις κουρτίνες στο χρώμα που μισούσε. Λιλά. Ένας θεός ξέρει τι είναι το λιλά. Ή μάλλον, γράψτε λάθος. Ούτε ο θεός ξέρει. Εκτός αν ο θεός είναι γυναίκα. Αλλά, τρελά καψούρης και ο φίλος μας, δεν έβγαλε κιχ. Τότε ήταν που του είχε πάρει κι εκείνα τα ρούχα που λέγαμε. «Θέλω όταν βγαίνουμε έξω να είσαι πιο κόσμιος. Όχι σαν να πας σε συναυλία μέταλ. Να σε βλέπουνε και να λένε ‘αχ τι κούκλος είναι τούτος’.» Με τα λίγα και με τα πολλά, τον έπεισε. Το τι δούλεμα βέβαια είχε φάει τότε από κάτι φιλαράκια του στη σχολή δε λέγεται! «Μέχρι και μουστάκι θα σε βάλει να ξυρίσεις!» του έλεγαν και του χάιδευαν επιδεικτικά το μουστάκι. Αλλά ο Αλκίνοος να είναι τόσο καψούρης, που να μην τον νοιάζει. Μέσα στο ροζ συννεφάκι του (μπορεί να ήταν και λιλά εδώ που τα λέμε), να σκάνε καρδούλες με βελάκια γύρω του. Αποχαυνωμένος. Μακάριος. Αυτή ήταν ίσως και η μοναδική φορά που τον είδε κανείς να μην είναι… ο Αλκίνοος.

Άσχημο τέλος είχε δυστυχώς όμως εκείνη η σχέση. Του κόστισε πολύ του Αλκίνοου. Τόσο, που όταν πια τελείωσε, εκείνος κλείστηκε σε ένα σκληρό καβούκι και δεν το άνοιγες ούτε με μέγγενη, για πολύ καιρό. Ίσως ακόμα να μην έχει ξεπεράσει τελείως εκείνο τον χωρισμό. Και πώς έγινε; Η Βέτα είχε πάρει την απόφαση να πάει για Εράσμους στην Πορτογαλία. Το είχε όνειρο από τότε που πέρασε πανεπιστήμιο, αν της δινόταν η ευκαιρία να το κάνει. Παρά την επιμονή του Αλκίνοου να τη μεταπείσει, εκείνη ήταν αποφασισμένη να πάει ο κόσμος να χαλάσει. Τον καθησύχασε ότι τίποτα δεν πρόκειται να συμβεί, λίγους μήνες θα έλειπε και μετά θα γύριζε πίσω, θα περνούσε γρήγορα ο καιρός, θα μπορούσε κι εκείνος να πάει να τη δει όταν έβρισκε χρόνο και τέτοια. Τον παρακάλεσε να μην ανησυχεί. Του πήρε μάλιστα δώρο και τον Μικρό Πρίγκιπα του Εξυπερύ και του είπε να τη σκέφτεται όπως ο πρίγκιπας το τριαντάφυλλό του. Σε άλλη περίπτωση ο Αλκίνοος θα είχε φέρει στο κεφάλι όποιον τολμούσε να του κάνει δώρο αυτό το βιβλίο. Όπως κάθε φυσιολογικός άντρας, το σιχαινόταν όσο οποιαδήποτε γλυκανάλατη λογοτεχνική κουράδα είχε αφοδευθεί ποτέ στην ιστορία της ύπαρξης της γραφής. Όμως ήταν τόσο πολύ καψούρης μέχρι τα μπούνια, που συγκινημένος είπε κι ευχαριστώ.

Πού να ήξερε ότι αυτή θα ήταν η τελευταία φορά που θα έβλεπε τη Βέτα. Όταν πήγε στη Λισαβόνα, στο πανεπιστήμιο πάνω στο μήνα γνώρισε έναν Πορτογάλο, τον Αρμάντο, αγαπήθηκαν παράφορα, εκείνη έμεινε έγκυος, παντρεύτηκαν στους 5 μήνες, και απ’ ο, τι έμαθε ο Αλκίνοος αργότερα, τώρα πια ζουν σε ένα παραλιακό σπιτάκι στο Πόρτο με τα 3 τους παιδιά, μια ντουζίνα γάτες και κάποια αδέσποτα σκυλιά.

Του κόστισε πολύ. Πάντα στεναχωριόταν με τον τρόπο –και τον τόπο- που χώρισαν. Να μου πεις, δεν υπάρχει ωραίος τρόπος να χωρίζεις. Σίγουρα κάποιος, ή και οι δύο, πληγώνονται. Αλλά να γίνει ο, τι έγινε; Ε, αυτό δεν μπορούσε να το συλλάβει. Ήταν τότε που είχε κλονιστεί η πίστη του στο ανθρώπινο είδος γενικότερα. Δεν μιλούσε σε κανέναν, δεν έβγαινε, δεν διασκέδαζε, δεν παρακολουθούσε τα μαθήματα, ούτε καν διάβαζε. Πράγμα αδιανόητο για εκείνον. Μόνο έπινε. Γονείς και φίλοι είχαν ανησυχήσει για εκείνον. Μέχρι που μια μέρα είχε γίνει τόσο πολύ χώμα, που πήγε τρεκλίζοντας μέχρι το μπάνιο να κάνει εμετό, ζαλίστηκε, έχασε τις αισθήσεις του και ξύπνησε το επόμενο πρωί κατουρημένος, μέσα σε μια λίμνη από ξερατά και αίματα. Πέφτοντας είχε χτυπήσει το κεφάλι του στη γωνία του νιπτήρα και είχε σκίσει ελαφρά το φρύδι του.

Κι όμως, μέσα από όλες αυτές τις ακαθαρσίες, σηκώθηκε πια γαλήνιος. Σαν να είχε βγάλει το δηλητήριο που έτρωγε την ψυχή του τόσον καιρό μετά το χωρισμό και κείτονταν σε μια λίμνη μπροστά του. Καθάρισε το σπίτι, πλύθηκε, ξυρίστηκε και έβαλε ένα μικρό τσιρότο στο φρύδι του. Φόρεσε τα αγαπημένα του ρούχα, αυτά που τον έκαναν να νιώθει καλά, κοιτάχτηκε στον καθρέφτη και βγήκε έξω. Αυτή ήταν η πρώτη μέρα που ο Αλκίνοος επανήλθε στη χώρα των ζωντανών. Σαν άλλος Λάζαρος.

Ενώ δεν σκεφτόταν πια τη Βέτα, τα ρούχα που είχε απομεινάρια από εκείνη την αποφράδα εποχή είχαν συγκεντρώσει σαν τοτέμ μια έντονη αρνητική ενέργεια με την οποία δεν ήθελε τη δεδομένη χρονική στιγμή να έρθει αντιμέτωπος. Σηκώθηκε κι έκλεισε τη ντουλάπα. Τότε άκουσε την εκφωνήτρια των ειδήσεων να αναγγέλλει με σοβαρή φωνή: «Νεκρός βρέθηκε 53χρονος, κάτοικος Θεσσαλονίκης, απαγχονισμένος μέσα στο ίδιο του το διαμέρισμα, που όπως όλα δείχνουν πρόκειται για αυτοκτονία. Ο άτυχος άνδρας φαίνεται να έθεσε τέλος στη ζωή του ύστερα από αλλεπάλληλα οικονομικά προβλήματα που αδυνατούσε να αποπληρώσει, όπως μαρτυρούν άτομα από το στενό οικογενειακό του περιβάλλον. Τραγικές φιγούρες της ιστορίας η γυναίκα και ο 12χρονος γιός του αυτόχειρα, που αντίκρισαν το φρικτό θέαμα κατά την ώρα που γύρισαν στην οικία τους, το απόγευμα της ίδιας μέρας. Στον τόπο θανάτου έχει προαγγελθεί διεξαγωγή ιατροδικαστικής εξέτασης.»

Όχι ρε γαμώτο, όχι. Την ώρα που εσύ πίνεις αμέριμνος και σε πλήρη άγνοια τον μεσημεριανό σου καφέ, σε κάποιο άλλο μέρος ένας άνθρωπος βάζει τέλος στην ίδια του τη ζωή. Πόσο τον τάραξε αυτή η ιδέα. Ένα ρίγος τον διαπέρασε και έκανε τις τρίχες στο σβέρκο του να σηκωθούν. Και πόσο άδικα να πάει κανείς. Για τα γαμημένα τα λεφτά. Στο νου του πέρασε φευγαλέα η εικόνα ενός τύπου που είχε γνωρίσει σ’ ένα πάρτυ πριν λίγα χρόνια. Ούτε καλά-καλά θυμόταν τη φάτσα του. Απλά ότι ήταν ένας ψηλός, γεροδεμένος τύπος που έκανε όλο πλάκες και γελούσε δυνατά. Λίγο βλακάκος του είχε φανεί μάλιστα. Ε λοιπόν ο ίδιος αυτός τύπος, ο έξω καρδιά και χαχα χουχού, το ίδιο βράδυ είχε αποπειραθεί να αυτοκτονήσει. Θυμήθηκε που είχε βγάλει το ένα του πόδι έξω από το κάγκελο του μπαλκονιού και έκλαιγε φωνάζοντας κάτι για μια «πουτάνα». Αλλά εκείνος σίγουρα δεν έμοιαζε με το στυλ του ανθρώπου που όντως θα αυτοκτονούσε. Φαινόταν όλο λόγια. Σκύλος που γαβγίζει αλλά δε δαγκώνει. (Ναι, όπως αποδείχθηκε ήμασταν στο ίδιο πάρτυ με τον Αλκίνοο. Αλλά τότε δεν είχα ακόμη ακούσει τίποτα για εκείνον. Αλλιώς, σιγά μην ασχολούμουν με τον εν λόγω επίδοξο αυτόχειρα).

Συνέχισε να βλέπει το δελτίο μήπως ακούσει τίποτα περισσότερο. Αλλά η δημοσιογράφος είχε περάσει ήδη σε άλλα νέα. «Και τώρα μια ευχάριστη είδηση. Η αποψινή κλήρωση του τζακ-ποτ του Λόττο ανέδειξε έναν υπερτυχερό, ο οποίος θα λάβει το αστρονομικό ποσό των 15 εκατομμυρίων ευρώ. Ποιος είναι ο χρυσός νικητής της μεγάλης κλήρωσης; Ο Φίλιππος Νιάρχος, γιος του γνωστού εφοπλιστή Σταύρου Νιάρχου, του οποίου η περιουσία ξεπερνά τα 2 δισεκατομμύρια δολάρια. Σε καλή μεριά του ευχόμαστε».

«Δεν είναι δυνατόν!» στρίγκλισε ο Αλκίνοος, ανήμπορος να συγκρατηθεί. «Δεν γίνεται αυτό που συμβαίνει, όχι. Κανένας δεν μπορεί να αντέξει άλλη τέτοια αδικία! Φτάνει!» Τεντώνοντας το χέρι του ψηλά με την χούφτα του σφιγμένη σε γροθιά, «Εσύ εκεί πάνω τα βλέπεις αυτά; Τα βλέπεις και δεν κάνεις τίποτα; Αν υπάρχεις ρε γεροξούρα, εδώ σε θέλω! Εδώ ρε! Κάνε το θαύμα σου, δεν ξέρω τι σκατά θα κάνεις, ποτέ δε με απασχόλησαν οι ‘σοφοί’ σου τρόποι. Αν έχεις όντως τη δύναμη κάνε κάτι για να αντιστραφεί αυτή η αδικία ρε! Όλα τα βλέπεις που λένε; Άνοιξε τα γκαβά σου και κοίτα τι γίνεται εδώ χάμω! Κάνε κάτι ρε παρτάκια κωλόγερε, κάνε ΚΑΤΙ!!!»

 

Ούρλιαξε ο Αλκίνοος. Ούρλιαξε μέχρι που τα πνευμόνια του δεν είχαν άλλη ανάσα και ο λαιμός του μάτωσε. Μετά, ούρλιαξε λίγο παραπάνω. Κατέβασε θεούς και δαίμονες. Βρισιές άγνωστες στον μέσο Έλληνα, που μόνο ο Ζουράρις ή κάποιος πολύ δυσαρεστημένος λιμενεργάτης θα μπορούσε να σκαρφιστεί. Κι εκεί ακόμα δεν πιανόταν στην ευφράδεια. Μετά, αποκαμωμένος και ζαλισμένος από τη λύσσα αυτή που άφησε επιτέλους να βγει προς τα έξω, κατέρρευσε πάνω στον καναπέ και αποκοιμήθηκε έναν ύπνο βαθύ, δίχως όνειρα. Σχεδόν.

 

_____________________________________________________________

 

Εγώ, ο Ιάσονας, και το λέω αυτό γιατί νοώ τον εαυτό μου, όπως και κάθε άλλον άνθρωπο, ως ανεξάρτητη οντότητα -ως επί το πλείστον- δεν έχω θρησκευτικό κίνητρο. Γι’ αυτόν τον λόγο δεν πιστεύω πως υπάρχει θεός. Πολλές φορές με ακούει να λέω διάφορες σκέψεις μου γύρω από οντολογικά και κοσμολογικά ζητήματα, αλλά εκείνος -ο Αλκίνοος-είναι σχεδόν πάντα ακροατής. Αναρωτιέμαι τι μπορεί να σκέφτεται για όσα λέω. Τις βρίσκει υπερβολικά παρωχημένες και απλοϊκές; Δεν έχω ιδέα. Ίσως. Διότι μια φορά που τον ρώτησα τι πιστεύει για ένα τέτοιο ζήτημα ο ίδιος και κατάφερα να αποσπάσω σοβαρή κουβέντα, και όχι μια ειρωνική απάντηση -λες και απαξιεί πάντα να μιλήσει σοβαρά, αλλά που η πλάκα και η ειρωνεία του κρύβουν από πίσω μεγάλη σοφία και γνώση-, όταν λοιπόν μια φορά κατάφερα κάτι τέτοιο, χωρίς να είμαι σίγουρος για το ακριβές περίγραμμα των λεγομένων του (αν υπήρχε κάτι τέτοιο), μου απάντησε πως δεν πίστευε στην ύπαρξη ενός θεού αλλά παρ’ όλα αυτά θα μπορούσε να παρέμβει στα του κόσμου-ο θεός-. «Μα καλά, για να παρεμβαίνει κάποιος, δεν προϋποτίθεται η ύπαρξή του;». «Όχι, ο θεός» είπε, «ήταν μια πιθανότητα που κάποιες φορές πραγματώνεται και κάποιες όχι. Ο θεός υπάρχει μόνο κατά την στιγμή της παρέμβασης και ύστερα ξαναχάνεται στην ανυπαρξία». Συμπλήρωσε και κάτι ακαταλαβίστικα για κβάντα και τα λοιπά και ύστερα τον έχασα. Αυτό ήταν όλο. Για να είμαι ακριβής τώρα που το γράφω, δεν είμαι σίγουρος αν εν τέλει με ειρωνευόταν για άλλη μια φορά. Πολύ περίπλοκο για να είναι αληθινό μου φάνηκε.

Εγώ σκέφτομαι τα πράγματα πιο απλά. Η σκέψη μου είναι όμορφη σαν τα σόλο των Pink Floyd. Κάποιοι προτιμούν τις πολυπλοκότητες των Dream Theater. Δεκτό.

Για να μάθω πράγματα για τον θεό, δεν κοιτώ σε θεωρίες περί ύλης και άλλα τέτοια αρρωστημένα παιχνίδια που υφαίνει η αράχνη που λέγεται λογική μέσα στο κεφάλι μας. Εγώ παρατηρώ τις γυναίκες. Η γυναίκα είναι ότι πιο κοντινό σε θεό μπορώ να αντιληφθώ. Για μένα ο θεός είναι γυναίκα. Μία πολύ συγκεκριμένη περίπτωση γυναίκας όμως, και εδώ είναι η μεγάλη μου καινοτομία. Ο θεός είναι γκόμενα – για να μην πω γκομενίτσα- και όπως όλες οι γκόμενες, θέλει φτύσιμο για να κολλήσει. Με αυτόν τον τρόπο του φέρομαι και μπορώ να πω ότι πιάνει.

Ακριβώς επειδή ο θεός είναι γκόμενα λοιπόν, είναι παράλογος και παραλογίζεται. Ας το παραδεχτούμε. Γιατί οι βουλές του να είναι τόσο άγνωστες σε μας εν τέλει; Δεν είμαστε όποιοι και όποιοι στην τελική. Στο φεγγάρι έχουμε πάει, και ακόμα παραπέρα. Κι όμως δεν μπορείς να τον πιάσεις πουθενά. Τσάμπα οι φιλόσοφοι αναλώνονταν και αναλώνονται σε θεωρίες, αν και τελευταία έχουν εγκαταλείψει τις προσπάθειες και τα συστήματα. «Παιδιά δεν πάει άλλο, δεν βγάζουμε άκρη. Βγάλτε εσείς το φίδι από την τρύπα» είπαν στους επιστήμονες, αποδεικνύοντας την σοφία τους περίτρανα. Οι επιστήμονες από την άλλη έχουν όλα τα φώτα για να φέρουν θετικά αποτελέσματα. Έμαθα πρόσφατα κάτι που με χαροποίησε και μου έδωσε κουράγιο για την πορεία του κόσμου. Κάποια ερευνητική ομάδα στην Ελβετία κατάφερε να κλωνοποιήσει ένα πορτοφόλι με ολόκληρο τον βασικό μισθό στην θήκη του. Εγχείρημα που έλαβε χώρα εν μέσω κρίσης έτσι ώστε να βοηθηθούν οι πληγέντες από την οικονομία συμπολίτες μας. Κωδική ονομασία του εγχειρήματος “The πορτο-ντόλυ project”. Αυτά είναι νέα!

Έλεγα λοιπόν πως ο θεός είναι γκόμενα. Και πράγματι...οι γκόμενες είναι τόσο παράλογες που μόνο έτσι αντιλαμβάνομαι τι εννοούσε ο Αλκίνοος. Είναι ικανές ώστε να έχουν δίκιο και να γίνεται το δικό τους, την μια στιγμή να υπάρχουν και την άλλη όχι. Πράγμα έκδηλο και ολοφάνερο, γιατί την στιγμή που γκρινιάζουν και κυρίως οι λόγοι για τους οποίους το κάνουν είναι λες και εμφανίζονται από το πουθενά. Εκεί, στα καλά του καθουμένου, ΜΠΑΜ!, απλώς την γάμησες και δεν υπάρχει γυρισμός. Είναι να τρελαίνεσαι. Και επειδή όλοι έχουμε, λίγο πολύ, σχέση με γκόμενες, νομίζω πως άνετα μπορούμε να συνεννοηθούμε ως προς τον παραλογισμό. Ακόμα και ο ίδιος ο Φρόυντ φερ’ ειπείν, ομολόγησε ύστερα από πενήντα χρόνια εργασίας πως δεν μπορούσε να διατυπώσει ούτε μια αλήθεια για αυτές.

Εδώ χρειάζεται να γίνω πραγματικά ο δικηγόρος του διαβόλου. Ο διάβολος, ή Σατανάς, ή όπως αλλιώς, τι είναι στην τελική; Είναι αυτός ο καημένος νεαρός, που όμως τόλμησε να εκφράσει την γνώμη του μπροστά στην θεό σχετικά με το δένδρο της γνώσης. Από την καλή του την καρδιά σκέφτηκε πως δεν ήταν σωστό να είναι απαγορευμένο ένα μηλαράκι μια στα τόσα. Αυτό είναι όλο. Δεν είναι κακός, δεν διαβάλλει, δεν έχει μίσος ο κακομοίρης. Αντιθέτως, το δίκιο του ψάχνει τόσους αιώνες μόνο. Έναν θεό λογικό να συζητήσει και να συνεννοηθεί. Και επειδή δεν τον βρίσκει έχει στραφεί προς τους ανθρώπους. Πόσο απελπισμένος πρέπει να είναι ο δύσμοιρος. Αλλά με τόση προπαγάνδα εναντίον του τι να κάνει...Τον νιώθω τόσο πολύ...Όλοι μας θα έπρεπε. Όλοι μας έχουμε τσακωθεί με γκόμενα. Κάναμε κάτι κακό όλες τις φορές; Όχι, τις περισσότερες δεν είχαμε κάνει απολύτως τίποτα. Αντιθέτως! Είχαμε κάνει το σωστό και λογικό. Κι όμως, και υποστήκαμε την γκρίνια, και ανεχτήκαμε το παράλογο σε όλο του το μεγαλείο και στο τέλος ζητήσαμε και συγγνώμη. Συγγνώμη για κάτι που δεν είχαμε κάνει και που δεν ήταν λάθος. Δεν ήταν καν κάτι. Δεν ήταν. Βγήκαμε οι κακοί στο τέλος; Χωρίς αμφιβολία. Οι χειρότεροι του κόσμου. Και όταν αργότερα μας έβλεπαν οι καλές φίλες της γκόμενας τι ήμασταν; Αυτοί οι κακοί και απαράδεκτοι τύποι. Το έχουμε βιώσει όλοι. Μέχρι και ο Διάβολος. Ο καημένος έχει φτάσει μέχρι το έσχατο σημείο να τάζει νιάτα, χρήματα και δόξα για λίγη παρέα. Κοψοχρονιά μιλάμε! Με αντάλλαγμα τι; Μια ψυχή...Τίποτα δηλαδή. Ψίχουλα. Μόνο και μόνο για να μην χάσει την αίγλη του – μάθαν ότι γαμιόμαστε, πλακώσανε και οι γύφτοι-. Για τα μάτια του κόσμου. «Έτσι συμβολικά για να μην νομίζουν, να δώσε κάτι...την ψυχή σου» λες και μπορεί όντως να πάρει μια ψυχή, και άντε και την πήρε...τι να την κάνει. Ούτε τις βασανίζει, ούτε τις καίει στο πυρ το εξώτερον εις το άπειρον...τίποτα...κακόβουλα ψέματα και προπαγάνδα. Όσο-όσο, αρκεί να βρει κάποιον να τον ακούσει. Φανταστείτε τι θα γινόταν εάν ξαφνικά ξεσκεπαζόταν η κομπίνα του και όλοι έτρεχαν να κάνουν συμφωνία μαζί του. Καταστροφή!

Αυτή είναι εν ολίγοις η ιστορία του Διαβόλου. Του πιο παρεξηγημένου πλάσματος στα χρονικά. Σπαράζεται η καρδιά μου!

Το κρίμα είναι πως δεν υπάρχει Ανδρέας Μικρουτσίκος και Τένια Μακρή στα ουράνια να βγει να τα πει να ξεσπάσει. Αλλά κι αν υπήρχαν, είναι να τους εμπιστεύεται κανείς; Κωλοφάρα. Όπως και οι δημοσιογράφοι. Το φαινόμενο «Χαρτζιλικολάου» μαστίζει το κοινωνικό γίγνεσθαι. Το φαινόμενο κατά το οποίο οι δημοσιογράφοι παίρνουν το χαρτζιλίκι τους, το κατιτίς τους για να διαστρεβλώνουν την πραγματικότητα. Αρκετούς αιώνες πριν ο Ντεκάρτ τα ήξερε αυτά. Είχε μιλήσει για τον δαίμονα που μας παραπλανά. Δεν μπορεί να κρυφτεί όμως πλέον. Τώρα ξέρουμε ποιος είναι. Και που ξέρουμε, μήπως τον βγάζουμε από την ζωή μας όμως; Από την άλλη, παρατηρώ και όλη αυτήν την μάχη για άρθρα και σχόλια που με τρομάζει. Ο καθένας έχει την θεωρία του, που φυσικά είναι καλύτερη από των άλλων, και δώσ’ του τσακωμοί επί τσακωμών στις σελίδες κοινωνικής δικτύωσης...δι-κτήνωσης...διένεξης; Δεν έχω καταλάβει ακριβώς πώς λέγονται. Πάντως πρόκειται για ρινγκ κανονικό. Χαμός! «Ναι, φυσικά και μπορείς να είσαι διαφορετικός από μένα, αλλά για να σεβαστώ την γνώμη σου, βασική προϋπόθεση είναι να είσαι το ίδιο διαφορετικός με μένα, ειδάλλως δεν γίνεται δουλειά». Τα άρθρα λοιπόν και τα κείμενα έχουν, για κάποιον λόγο χάσει την σαφήνειά τους και έχουν γίνει ακαταλαβίστικα. Γιατί αν κάποιος δεν έχει κάτι ουσιαστικό να πει, θα το περιτυλίξει με ένα κάρο κορδέλες για να φαίνεται ότι είναι σημαντικό. Λεκτικοί ακροβατισμοί, δυσνόητες λέξεις, μακροσκελείς προτάσεις, νοήματα κρυφά...Πώπώπώ! Τι «θεαρθράλε» είναι αυτό! Τέλος πάντων.

Για να μην ξεφύγω όμως, το ζήτημα είναι, όπως έλεγα παραπάνω, πως η γκόμενα αυτή – ο θεός - θέλει φτύσιμο. Ακόμα και όταν τα πράγματα φαίνονται δύσκολα και είναι πολύ εύκολο να λυγίσει κανείς και να ζητήσει βοήθεια. Δεν το έχω κάνει ποτέ. Πάντα σταθερός. Όπως χρειάζεται δύναμη, λένε, για να μην δαιμονιστείς από το «κακό», έτσι χρειάζεται θάρρος να μην υποκύψεις στο «καλό». Μέσα σε μια στιγμή, εκεί που πάει να γίνει η αναποδιά και είμαι στα πρόθυρα να επικαλεστώ τα θεία, εκεί είναι που φέρνω την επανάσταση. Τι εννοώ! Το κυριότερο χαρακτηριστικό μιας γκόμενας είναι, αν μη τι άλλο, η ζήλια. Και ποιον ζηλεύει περισσότερο από κάθε τι μια γκόμενα; Την φίλη της! Εκείνη την δύσκολη στιγμή λοιπόν, αντί για «Αχ θεέ μου βόηθα», το προκλητικό «Αχ Παναγιά μου, βόηθα», είναι που κάνει όλη την διαφορά. Οι θρησκευόμενοι, και όχι μόνο, δεν καταλαβαίνουν αυτήν την λεπτή απόχρωση και νομίζουν ότι είναι το ίδιο. Αμ δε...Ολόκληρη φιλοσοφία ζωής κρύβεται από πίσω...

Διατηρώ αυτήν την στάση κατά πρώτον ως αντίδραση στο παιδαριώδες, κατά την γνώμη μου, στοίχημα του Πασκάλ. Κατά δεύτερον, δεν θέλω να κάνω σχέση γιατί ξέρω πως όταν τα είχε με τον Ιώβ – και το πήγαιναν σοβαρά το θέμα, όχι αστεία- τον είχε το σιγουράκι της και έπαιζε μαζί του. Τι τράβηξε ο άνθρωπος. Και δεν ξενοκοίταξε ο άτιμος ούτε μια φορά. Για να τον πειράξουν οι φίλοι του, του άφησαν στο κρεβάτι το πορνό της εποχής. Την απαγορευμένη μυθολογία των αρχαίων ελληνίδων θεών. Άρτεμις, Ήρα, Αφροδίτη, Αταλάντη, Αμαζόνες...όλα τα καυτά κορίτσια. Τον έπιασε καθώς τα ξεφύλλιζε γιατί και αυτός δεν ήξερε περί τίνος επρόκειτο. Πώ-πώ ζήλια μιλάμε... Εκεί ήταν που άρχισε το κακό. Και όχι όπως λένε για να δοκιμάσει την πίστη του. Πάντως αν ζούσα εγώ τότε, με αφορμή μια βόλτα, θα τον έβγαζα από το σπίτι του και θα τον πήγαινα στα «κωλόμπαρα» της εποχής. Δεν μπορεί να μην υπήρχαν κακόφημα μέρη όπου θα ανέβαζαν τα βράδια οι συγγραφείς φθηνά έργα όπως «Καυλ-αίας» του Σοφοκλή, ή «Πόρνηθες» του Αριστοφάνη, ή «Ιφιγένεια εν καυλίδι» ή “Οιδίπους επί κώλο no.1, no.2, no.3» και άλλα τέτοια. Τι πλάκα! Ναι ναι, ξέρω. Προσβάλλω τους αρχαίους υμών (τους δικούς σας) προγόνους. Είμαι ξεδιάντροπος κ.λπ. Χέστηκα! Δικοί μου πρόγονοι είναι; Τι σχέση μπορεί να έχω εγώ με τους αρχαίους Έλληνες πέρα από μια κουτσουρεμένη κατακρεουργημένη υπεραπλουστευμένη σκιά της γλώσσας τους και μια Ακρόπολη να με γεμίζει δάκρια υπερηφάνειας και αφελή ενθουσιασμό; Καμία! Αυτά είναι για σας. Τους αχρείους υμών (των αρχαίων Ελλήνων) απογόνους. Τι έχει να γίνει εάν κάνει κάνα αστείο και γκρεμιστεί ο Παρθενώνας... Δεν θα έχουμε τίποτα να αναρριγώμαστε μεταξύ μας και να θαυμάζουμε για το ποιοι είμαστε. Και τελικά...ποιοι είμαστε;

Βέβαια όσα του στέρησε – η θεός του Ιώβ- του τα έδωσε όλα πίσω, αλλά εγώ ελεημοσύνη ούτε από τον θεό δεν θέλω, πόσο μάλλον από μια γκόμενα. Άσε που δεν είμαι να τραβάω τίποτα λαχτάρες. Πού ξέρω ότι επειδή το έκανε μια φορά θα το επαναλάβει όλες τις επόμενες. Άσε ρε. Προτιμώ να διατηρήσω αυτό το ερωτικό ενδιαφέρον μαζί του/της, αυτό το πήγαινε –έλα, το μπρος-πίσω, το σου κάθομαι και δεν σου κάθομαι. Μάλιστα, επειδή είμαι και αντιδραστικός και κάποιες φορές με πνίγει η αδικία, κάθισα και ζωγράφισα τον δικό μου εσταυρωμένο. Έναν μεγάλο πίνακα, επιβλητικό, βαρύγδουπο έργο! Τον πήρα και τον πήγα στο Σύνταγμα και το έστησα δίπλα από τον άγνωστο στρατιώτη. «Μνημείο στον άγνωστο εσταυρωμένο», το ονόμασα. Διότι πολλοί σταυρώθηκαν, αλλά ένας πήρε όλη την δόξα. Κι αν σιχαίνομαι ένα πράγμα, αυτό είναι οι βεντέτες. «Όχι δεν είναι ο Χριστός!» «Όχι δεν είναι έκθεση ζωγραφικής» «Όχι δεν θέλω χρήματα» να λέω στον κόσμο αλλά εκείνος να μην καταλαβαίνει με τίποτα. «Φόρος τιμής είναι άνθρωποί μου, φόρος τιμής». Τίποτα όμως εκείνοι, με το ζόρι να φιλανθρωπίσουν, με το ζόρι να δώσουν τα ψιλά τους, ντε και σώνει να καθαρίσουν την συνείδηση τους, λες και συμμετέχουν σε κάποιο λυσσαλέο διαγωνισμό για την καλύτερη πράξη της ημέρας. Γαμώ το κέρατό μου δηλαδή. Και να πω πως δεν είχα γράψει υπότιτλο στο έργο; -Αυτός, δεν είναι ο Ιησούς-, με επιρροές από Ρενέ Μαγκρίτ. Ύστερα από λίγο, ήρθαν οι μπάτσοι και με έδιωξαν.

Αδιαφορώ λοιπόν για τα του θεού, απλώς κρατάω μικρό καλάθι γιατί ποτέ δεν ξέρεις. Ένα plan b, σε περίπτωση που υπάρχει δηλαδή, να είμαι καλυμμένος. Καλό και κακό δεν υπάρχουν. Το μόνο που υπάρχει είναι μια γκόμενα εν κατακλείδι. Μια κοινή αρπακτικότητα και τίποτα άλλο. Γι’ αυτό και σε θέματα ηθικής και αισθητικής μοιάζουμε λιγάκι με τον Αλκίνοο. Ο καθένας έχει την δική του. Δεν την μοιράζεται με κανέναν άλλον. Μοιάζουμε λόγω διαφορετικότητας. Για παράδειγμα, κανείς από μας δεν έχει τατουάζ και ούτε θα έκανε ποτέ. Όσο και αν μας αρέσει το μανιχαϊστικό σύμβολο, δεν θα το τραβήξουμε τατουάζ πάνω μας. Όχι γιατί δεν μπορούν να είναι ωραία τα τατουάζ, αλλά γιατί έχουν όλοι πλέον από ένα, σαν την πούτσα και την γνώμη. Και όταν κάτι το έχουν όλοι παύει να είναι ωραίο. Είναι απλά της μόδας. Και την μόδα την σιχαινόμαστε γιατί είναι ένα ορμητικό ρυάκι που παρασέρνει τα πάντα.

Είναι απίστευτο να συνειδητοποιώ όλα αυτά τα πράγματα που έγραψα παραπάνω και να συμπεραίνω πως οι άνθρωποι προτιμούν να πιστεύουν το τίποτα από το να μην πιστεύουν τίποτα. Για μας υπάρχει μόνο η αισθητική. Η ηθική είναι μία από τις εκφάνσεις της. Είναι ωραίο και όμορφο να κάνεις κάτι; Τότε θα το κάνεις, ειδάλλως κανένα άλλο κίνητρο δεν σε ωθεί για οτιδήποτε. Σήμερα δίνεις χρήματα στον Μπάμπη ή Γιώργο ή Τάκη, επειδή είναι ωραίο για σένα. Δεν εδραιώνεται πουθενά αυτή η πράξη. Σε κανένα καλό ή κακό ή φιλάνθρωπο ή άλλο κωλοσυναίσθημα ή ευθύνη ή ή ή. Χεστήκαμε!!! Και οι δύο μας είμαστε έτσι –Γι’ αυτό γαμάμε-(δεν ξέρω γιατί το έγραψα αυτό).

Όλο τέτοια σκεφτόμουν εκείνο το βράδυ που περίμενα μπας και συμβεί κάτι στο σπίτι του Αλκίνοου. Είμαι επιρρεπής σε τέτοιους μονολόγους όταν μένω μόνος. Σε λεωφορείο, ας πούμε. Βασανιστήριο πραγματικό. Στροφή προς τα μέσα και φυλακή. Άααααα! Μου έρχεται συχνά να φωνάξω. Σκάσε πια. Δεν θέλω να σε ακούω άλλο. Όλα αυτά δεν είναι άσχετα, αντιθέτως. Θέλω να δείξω τι είδους άνθρωποι είμαστε ο Αλκίνοος και εγώ, και γιατί ταιριάξαμε. Βέβαια, αυτά δεν θα μας έφερναν ποτέ κοντά. Χρειάζεται και ένα συμβάν. Το οποίο ήρθε εκείνο το βράδυ όπως είπα παραπάνω.

Καθώς περίμενα λοιπόν κάτω από το σπίτι του μέσα στα σκοτάδια, είδα δύο τύπους να έρχονται και έλεγε ο ένας στον άλλον. «Ρε φίλε δεν μπορείς να βγεις σε αυτήν την πίστα κρατώντας αυτό το σπαθί και χωρίς ένα ξόρκι, θα εκτεθείς στην υπόλοιπη ομάδα, μην το κάνεις, μαλακία είναι, πας καλά;». Και του απαντάει ο φίλος του «Άμα είναι να εκτεθείς γι’ αυτόν τον λόγο, που να πάρεις και καμιά πίπα τι θα γίνει». Όπως πέρασαν από μπροστά μου, δεν με είδαν στα σκοτεινά, αλλά πρόσεξα ότι ο ένας κρατούσε κάποιο βιβλίο και έκανε να το πετάξει στον σκουπιδοτενεκέ αλλά ο φίλος του τον έπιασε από το χέρι όπως-όπως, το γράπωσε κανονικά για να τον σταματήσει. «Τι κάνεις ρε μαλάκα;», του είπε. «Τι κάνω ρε συ;». «Πας να πετάξεις το βιβλίο; Πας καλά;». «Γιατί ρε συ, και τι έγινε;», «Τι τι έγινε ρε φίλε. Ποτέ δεν πετάμε τα βιβλία, είναι ό, τι μας έχει απομείνει». «Τι εννοείς;». «Τα βιβλία ρε γκασμά είναι τα καλύτερα mouse pads». «Πω! Καλά που μου το θύμησες ρε φίλε», και χάθηκαν μέσα στο σοκάκι όλο περισυλλογή.

Ύστερα από λίγο τρία τυπάκια ήρθαν ανάποδα αυτήν την φορά και μου έκαναν εντύπωση γιατί φορούσαν φαρδιά ρούχα και κρατούσαν τα κινητά ψηλά γιατί άκουγαν ραπ. Και ακριβώς όπως περνούσαν από μπροστά μου έφτυσαν κάτι ρίμες και αναγκάστηκα να κάνω στο πλάι για να μην λερωθώ. Άστο διάολο, και δεν γουστάρω καθόλου την φάση.

Αυτά τα δύο περιστατικά μου έδωσαν δύναμη και συνέχισα να περιμένω. Σκέφτηκα πως ήταν περίτρανη απόδειξη πως υπάρχουν και χειρότερα. Ίσως να ήταν μια από τις παρεμβάσεις του θεού. Πρόλαβε να χαθεί πάλι στην ανυπαρξία; Α ρε μουνάκι, μια φορά δεν θα σε πιάσω...Είναι περίεργος ο λόγος για τον οποίο κάθισα τόσες ώρες και νομίζω πως με παρακινούσε κάτι για το οποίο δεν μπορώ να κάνω λόγο. Κάτι βαθύτερο. Κάτι σαν θεό. Δεν ξέρω. Μια ανώτερη δύναμη. Ίσως να λέω και βλακείες. Πολύ ανοίχτηκα. Πάντως δεν μπορώ να το εξηγήσω. Το μόνο που μπορώ να αντιληφθώ είναι πως ένιωθα ένα ρίγος και έναν ταυτόχρονο θαυμασμό. Πως ένιωθα βρώμικος και παράνομος για την ίδια την πράξη της παρακολούθησης. Σαν μια μυστική αποστολή μόνο για μένα. Όπως όταν μικροί ίσως κλέβαμε μια κάρτα πανίνι από το ψιλικατζίδικο, που ενώ κανείς δεν νοιαζόταν είχαμε την εντύπωση πως όλοι ήταν στραμμένοι με καχυποψία για αυτήν την βδελυρή πράξη. Ή αν τυχόν ρουφούσαμε μια τζούρα από το τσιγάρο του πατέρα μας στα δώδεκα ή δεκατρία μας χρόνια και νιώθαμε εξωφρενικά αλήτες και outlaws για αυτήν την πράξη, που μας προκαλούσε ζάλη. Έτσι ένιωθα. Βίωνα την πράξη που ήταν ταυτόχρονα ιερή και ανόσια, σαν κλανιά σε κηδεία. Με ερέθιζε αυτό το πράγμα, το να μπαίνω στα χωράφια ενός άλλου, να παραβιάζω την προσωπική του ζωή. Ακόμα κι αν το μόνο που έκανα ήταν να στέκομαι απέναντι από το σπίτι του. Αυτός ήταν ο λόγος που μπορούσα να αντιληφθώ, αιτιοκρατικά και με την λογική μου, γιατί έμεινα περιμένοντας μέσα στα σκοτάδια τόσες ώρες.

Φυσικά μου διέφευγαν τα πάντα. Όπως συμβαίνει πάντα και σε όλους. Λες και αυτό που ονομάζουμε εμείς αλήθεια, δεν είναι παρά μια μόνο συγκεκριμένη περίπτωση της γενικότερης πλάνης, με ένα τεράστιο φορτίο από ενστικτώδη παίγνια που μας διαφεύγουν ολοκληρωτικά. Έβγαλα μάλιστα εκείνες τις ώρες και ένα τετράδιο από την τσάντα μου και σημείωσα ορισμένες σκέψεις γιατί μου φάνηκαν ενδιαφέρουσες. Από ένα σημείο και ύστερα είχα τόσο ξεδιάντροπα να αντιμετωπίσω τον εαυτό μου και την μοναξιά του που έπαψαν να έχουν συνοχή οι λέξεις μου. Εκεί έκλεισα το τετράδιο και το ξαναέβαλα μέσα στην τσάντα.

Εκείνο το βράδυ αποκαλύφθηκε μπροστά μου ίσως ο αληθινός εαυτός του Αλκίνοου. Ούτως ή άλλως δεν θα μπορούσε να είναι αυτό που όλοι πίστευαν. Σίγουρα κάτι κρυβόταν από πίσω. Ποτέ δεν εμπιστεύομαι αυτό που βλέπω στην συμπεριφορά κάποιου που ξέρει ότι τον κοιτάζουν. Περισσότερο κοντά έρχομαι όταν τον βλέπω στην φαινομενική μοναξιά του. Έτσι όπως δηλαδή προσπαθούσα να δω εγώ εκείνη την ημέρα τον Αλκίνοο. Και έτσι όπως πιθανόν ταυτόχρονα κοιτούσα και τον ίδιο μου τον εαυτό εκείνες τις ίδιες ώρες. Άρα και όποιος διαβάζει αυτήν την εξομολόγηση.

Τις σκέψεις μου διέκοψε ένας ζητιάνος που πέρασε από μπροστά μου λίγο μετά τα μεσάνυκτα όπως είπα, και φώναζε «Πεινάάάάώώώ! Θέλω χρήματα να φάάάάώ! Δεν τα θέλω για πρέέέζά. Για να φάάάάώώώ τα θέλώώώ! Είμαι νηστικός από χθέέέέές!» Είχε πολύ περίεργο τονισμό στις καταλήξεις και μου άρεσε μπορώ να πω. Μου ήρθε στο μυαλό ένας άλλος που είχα συναντήσει μέσα στον ηλεκτρικό κάποτε, ο οποίος και πήρε ένα καλό φιλανθρωδώρημα, γιατί ήταν εξαιρετικά πρωτότυπος. Για μένα πήρε βραβείο καινοτομίας και άνοιξε νέους ορίζοντες στο θέμα ζητιανιά. Γιατί ενώ όλοι θέλουν να συγκινήσουν με τις λέξεις και τα κείμενα με τις περίεργες καταλήξεις και τους περίεργους χρωματισμούς και τόνους, εκείνος σε αντίθεση, μας έφερε σε επαφή αμέσως με την ψυχή του. Γιατί μπήκε μέσα στον ηλεκτρικό και μας ξάφνιασε όλους. Ενώ όλοι ξινισμένοι κοιταχτήκαμε και είπαμε με τα μάτια μας, «Άντε πες το ποίημά σου και δίνε του», εκείνος άρχισε να κλαίει. Για την ακρίβεια να κλαίγεται. Αυτό! Άρχισε να περιφέρεται μέσα στο τρένο κλαιγόμενος. Ούτε λέξη δεν έβγαλε. Απλώς ανοιγόκλεινε το στόμα «Αου Αου ΆΆΆΆ ΟυΟυΟυΟυ», όπως είναι μια κλάψα κανονικά. Ε! Το άξιζε. Έκανε την διαφορά. Πήρε χρήματα αρκετά από τι είδα και χάρισε και άφθονο γέλιο σε κάτι νεαρούς μέσα στο βαγόνι. Όταν αποβιβάστηκε σταμάτησε βέβαια. Ύστερα πάλι τα ίδια. Δεν ήταν αυθόρμητο αλλά ήταν δουλεμένο καλά. Ωραίος τύπος. Έξυπνος. Και άσε τους άλλους να βγαίνουν στα πρωινά σχολεία του Παπαδάκη και της Μενεγάκη. Εκείνος την ζητιανιά την είχε μάθει στο πεζοδρόμιο, όχι στα σαλόνια, όπως είναι η τάση της εποχής. Άλλη κουλτούρα. Γι’ αυτό άλλωστε και έκανε τόσο καλή μπάζα.

Τέλος πάντων, αυτό μου θύμισε ο ζητιάνος εκείνο το βράδυ και γι’ αυτό δεν έδωσα τίποτα. Στην ζωή μου πάντα θέλω το κάτι παραπάνω, το κάτι διαφορετικό. Να με συνεπάρει. Να μου δείξει πως υπάρχουν πραγματικοί άνθρωποι που αγαπούν αυτό που κάνουν. Που το λέει η περδικούλα τους βρε αδελφέ!!!

Εκείνη την στιγμή ήταν λοιπόν, που ξεκίνησε το πράγμα να γίνεται ενδιαφέρον. Γιατί ενώ είχα απογοητευτεί με τον εαυτό μου, ξαφνικά είδα κίνηση στο διαμέρισμα του Αλκίνοου. Αρχικά μια φιγούρα σκιάς στον τοίχο και ύστερα τον ίδιο τον Αλκίνοο κοντά στο παράθυρο, όρθιο σαν εξαγριωμένο να φωνάζει και να κάνει κάτι παλαβά με τα χέρια του. Από τι είχα συμπεράνει πρέπει να ήταν μόνος στο διαμέρισμα αλλά δεν ήμουν και σίγουρος. Ύστερα σιγουρεύτηκα. Τον άκουσα να φωνάζει ενώ έβλεπα έντονο φως να πέφτει πάνω του λες και γυάλιζε. Προφανώς στεκόταν μπροστά από την τηλεόραση. «Α, καλά» είπα μέσα μου. «Τηλεορασάκιας και αυτός. Μπαλίτσα; Μπαλίτσα; Εγώ δεν γουστάρω τηλεόραση, ούτε μπαλίτσα, εκτός και αν πρόκειται για κάνα πραγματικά καλό ματσάκι. Δεν μπορώ ούτε να υποψιαστώ την ευχαρίστηση που αντλεί κάποιος με το να βλέπει ελληνικό πρωτάθλημα, καραστημένο, σικέ, Παναθηναϊκός - Παναργολιδιακός. Το θεωρώ μέγιστη ηλιθιότητα. Αλλά εντάξει. Τον άκουγα λοιπόν να φωνάζει αλλά δεν μπορούσα να καταλάβω γιατί ήταν κλειστά τα τζάμια και σε μένα έφτανε μόνο ένας υπόκωφος ήχος. Τίποτα ευδιάκριτο. Πάντως σίγουρα κάτι έλεγε. «Α ρε πούστη» είπα. Τέντωσα τα αυτιά μου όσο μπορούσα αλλά δεν κατάφερα τίποτα περισσότερο. Πέρασε και ένα κωλομηχανάκι εκείνη την ώρα και το έστειλα στον διάολο. Ύστερα από αυτό πάλι σιωπή. Η τηλεόραση συνέχισε να φέγγει αλλά ο Αλκίνοος με μιας εξαφανίστηκε από το οπτικό μου πεδίο λες και πήδησε σε λαγούμι μονομιάς και χάθηκε. Ξενέρωσα. Παρ’ όλα αυτά είχα ένα απειροελάχιστο δείγμα πως και αυτός, ε, δεν ήταν δα και τόσο ιδανικός και ιδεατός όσο ήθελε να πιστεύουμε. Σηκώθηκα λίγο να ξεπιαστώ, να κάνω κάνα βήμα, να τεντώσω τα πόδια μου.

Τότε ήταν που έγινε αυτό το οποίο μέχρι σήμερα δεν μπορώ να ονοματίσω και μάλλον δεν θα μπορέσω ποτέ. Είχε περάσει μια ώρα από την στιγμή που έπεσε ησυχία μέσα στο διαμέρισμα του Αλκίνοου και τώρα, εντελώς ξαφνικά, είδα να ανοίγει το παράθυρο του και να βγαίνει έξω στο πολύ μικρό μπαλκονάκι. Οι κινήσεις του ήταν μηχανικές και το ύφος του κορδωμένο, αποφασισμένο. «Ω ρε γαμώτο» είπα, με είδε. Τόση ώρα με είχε δει και το ήξερε. Κοιτούσε προς το μέρος μου. Για την ακρίβεια ήταν καρφωμένος στο μέρος μου, με ένα περίεργο βλέμμα, προσηλωμένο. Προχώρησε προς τα καγκελάκια του μπαλκονιού και εγώ με τόση ντροπή που ξεμπροστιάστηκα τόσο έκδηλα, βγήκα από την μικρή σκιά που ήμουν καταχωνιασμένος και ψιθύρισα προς το μέρος του «Ψιιιτ, Αλκίνοε...», από το να ήταν αυτός που θα μου μίλαγε πρώτος, ας ήμουν εγώ. Ίσως να μπορούσα να υπερασπιστώ πως ήθελα να με δει, πως ήθελα να γίνει έτσι, πως... οτιδήποτε...δεν ξέρω. «Εεε Αλκίνοε», συνέχισα με λίγο πιο δυνατή φωνή από πριν, αλλά και πάλι χαμηλόφωνα. Εκείνος αφού στάθηκε με μάτια ορθάνοικτα, έγειρε πάνω στα κάγκελα και τότε κατάλαβα ότι ίσως και να μην είχε δει τίποτα, ίσως και να μην είχε ακούσει καν που τον φώναζα. Κάτι δεν πήγαινε καλά. Έκανα ένα βήμα πιο κοντά στο μπαλκόνι του και τότε εκείνος, δεν ξέρω πως, σαν να παραδόθηκε στην βαρύτητα, έπεσε με την κοιλιά του στο πάνω μέρος των κάγκελων και κρεμάστηκε απ’ έξω. Εγώ έτρεξα και στάθηκα από κάτω με ένα άδειασμα στο στήθος.

«Τι στον διάολο συμβαίνει ρε μαλάκα;». Το μπαλκόνι του δεν ήταν πολύ ψηλό για πρώτο όροφο, αλλά ούτε και πολύ χαμηλό. Αν έπεφτε από εκεί, δεν κινδύνευε τρομερά να χάσει την ζωή του αλλά δεν ορκίζομαι πως δεν θα την έχανε. Φυσικά εξαρτάται πως θα έσκαγε κάτω. Δυστυχώς, μόνο στις ταινίες έχουν από κάτω σακούλες σκουπιδιών. Στα βιβλία συνήθως υπάρχει άνθρωπος. Κοίταξα χαμένος δεξιά αριστερά και κάτι ψέλλισα για βοήθεια. Τι βοήθεια να ζητήσω. Ο τύπος κρεμόταν από το μπαλκόνι και δεν είχε ιδέα ότι κρεμόταν από το μπαλκόνι. What the fuck??? Μάλιστα έπεσαν και λίγα σαλάκια από το στόμα του καθώς κρεμόταν και το πρόσωπό του είχε γίνει κατακόκκινο.

«Αλκίνοεεεεε» του φώναξα πολύ δυνατά πλέον γιατί τα αστεία είχαν τελειώσει και είχα χεστεί απάνω μου. Έβαλα τις παλάμες μου στο πρόσωπο ακουμπώντας τα μάγουλα μου καθώς κοιτούσα προς τα πάνω, δεξιά αριστερά, δεν ξέρω και εγώ τι έκανα. Τα είχα χάσει εντελώς. «Παναγία μου» μονολόγησα. Βλέπετε; Δεν υπέκυψα. Stick to the plan.

Εκείνη την στιγμή όμως δεν ήξερα τι να κάνω. Ο τύπος κρεμόταν αναίσθητος. Ήταν εντελώς σάπιο το σκηνικό. «Ρε Αλκίνοε» του φώναξα, «μ’ ακούς; Τι κάνεις ρε μαλάκα; ΕΕ! ΕΕΕΕ! ΕΕΕΕΕΕΕ!!;» Εκείνος μίλησε κάτι τύπου «εσύ να δω εκεί το τοίχος μαααα τοοο ν...». Ε; Δεν κατάλαβα τίποτα. Όπως κουνιόταν έπεσε από την τσέπη του πανωφοριού του το κινητό του και παραλίγο να σκάσει στο πρόσωπο μου. Δεν έγινε κομμάτια όμως. Το μάζεψα αμέσως. Και με το που γυρίζω να δω τι κάνει, λες και κάποια αόρατη δύναμη τον έσπρωξε; Δεν ξέρω, έγειρε μπροστά και τώρα ήταν σίγουρο πως θα έπεφτε από το μπαλκόνι.

Μια σωρός το κορμί του. Ήταν σαν υπνωτισμένος. Με ολύμπια ηρεμία άπλωσα τα χέρια όπως κρατά ο γαμπρός την νύφη για να τον πιάσω -χοντρός δεν ήταν, αλλά ήταν ψιλογομάρι- και όπως πέφτει, όπως-όπως εγώ λύγισα πόδια, έβαλα δύναμη στα χέρια -τώρα έπρεπε να το κάνω να δουλέψει, είπα μέσα μου, πιάσ’ τον καλά Ιάσονα, τώρα είναι η στιγμή που πρέπει να σταθείς θαρραλέος- και εκείνος πέφτοντας χτύπησε το κεφάλι του σε μια προεξοχή της πολυκατοικίας, έναν προεξέχοντα σωλήνα, και εγώ έχοντας βάλει τα χέρια μου σε κατάλληλη θέση, κατάφερα να ανακόψω την φόρα από την πτώση και εν τέλει προσγειώθηκε ανώμαλα στο πεζοδρόμιο αλλά με την ελάχιστη πρόσκρουση που θα μπορούσε να υποστεί.

Αν δεν ήμουν εγώ θα είχε σκάσει με το κεφάλι. Πιθανόν να ήταν πολύ άσχημα τα πράγματα. Τώρα είχαμε γλιτώσει τα αγλίτωστα που λένε. Τον έπιασα και προσπάθησα να τον μεταφέρω. Κοίταξα ψηλά, τριγύρω να δω αν κάποιος είχε θορυβηθεί ή ενδιαφερθεί από τις φωνές μου. Κανείς! Υποθέτω είναι συνηθισμένοι σε τέτοια σοκάκια να ακούγονται διάφορα- και που να μπλέκεις-. Καταλαβαίνω. Τι να έκανα; Έβγαλα το κινητό του από την τσέπη και έψαξα στις επαφές. Τηλεφώνησα στον πατέρα του και σε λίγο ήταν εδώ, και ο ίδιος αλλά και ένα ασθενοφόρο. Τι θα μπορούσα να εξηγήσω για τον λόγο που ήμουν εδώ; Ό, τι πιο απλό μπορούσα να πω φυσικά είπα. «Περνούσα τυχαία». Ο πατέρας του ήταν χλωμός, κατάχλωμος. Του είπα τι είχα παρατηρήσει και εκείνος δεν εξήγησε τίποτα μόνο είπε «Πάλι; Και το είχα πει στην μάνα του γαμώ την παναγία μου γαμώώώώ. Το έχει ξαναπάθει, το έχει ξαναπάθει άλλη μια φορά όταν ήταν μικρός γαμώ την παναγία τους. Τα έλεγα εγώ, τα έλεγα».

Επρόκειτο για κάποια διαταραχή λόγω στρες, άγχους, κανείς δεν ήξερε ακριβώς, κατά την διάρκεια του ύπνου. Κάτι σαν υπνοβασία, αλλά δεν κατάλαβα καλά. Πάντως ταίριαζαν απόλυτα όσα μου είπαν πως είχε πάθει μικρός με όσα είχα δει. Φύγαμε και πήγαμε στο γενικό νοσοκομείο Αθηνών. Ο πατέρας του έλυνε και έδενε στο νοσοκομείο. Προφανώς θα τον ήξεραν. Γιατί είχε την μεγαλύτερη και καλύτερη μεταχείριση, και γιατί όχι άλλωστε, το παιδί του είχε πέσει από το μπαλκόνι. Έλεος γαμώ την Ελλάδα μου. Μέχρι και σε αυτό το σημείο πρέπει να επικροτήσουμε την καλή μεταχείριση; Εξυπακούεται. Για όνομα του Θεού! Ώπα; Να τα. Την πάτησα. Είναι δύσκολο να είσαι πάντα άθεος. Λίγο αν αφαιρεθείς...

Απολογισμός: Μόλις είχα σώσει τον Αλκίνοο από τον θάνατο; Παίζει; Πως γίνεται κάποιος ύστερα από αυτό να νιώθει νύστα και πείνα; Όλα έγιναν πολύ γρήγορα και αν κάτσω να τα σκεφτώ ίσως καταφέρω να ανακαλέσω εκατό σελίδες περιγραφής. Αλλά δεν έχει νόημα. Γιατί το περιέγραψα όσο μπορούσα μέσα στον παραλογισμό και το ξάφνιασμα της στιγμής. Συν της άλλης, τελικά τι με είχε οδηγήσει ως εδώ; Κι αν εγώ δεν ήθελα να τον ακολουθήσω; Κι αν δεν έπινα εκείνο το τσιγάρο με τα παιδιά στην σχολή; Και πιο πίσω ακόμα. Κι αν δεν έτρωγα εκείνη την τυρόπιτα; Κι αν εν τέλει δεν με είχε αποκαλέσει μπούμπη; Είναι ποτέ δυνατόν να πιστέψω πως το ότι με αποκάλεσε μπούμπη ήταν αυτό που τον έσωσε; Και αυτό που εγώ είχα ζήσει; Γιατί ορισμένες φορές νιώθω ευγνώμων ΕΓΩ για το ότι ήμουν εκεί. Μήπως δηλαδή θα έπρεπε στην τελική να του πω εγώ ευχαριστώ για το ότι με είχε αποκαλέσει μπούμπη; Είναι γελοίο, το ξέρω. Αλλά όλα είναι γελοία στο κάτω-κάτω. Ό, τι κι αν τον είχε οδηγήσει σε αυτό το σημείο, δεν το ξέρω. Η πιθανότητα να βρίσκομαι εκεί ήταν, ένας θεός ξέρει πόσο απειροελάχιστη. Και τώρα ήμουν εγώ αυτός που του είχε σώσει την ζωή; Είναι ποτέ δυνατόν; Το σκέφτομαι, το ξανασκέφτομαι και δεν το χωράει ο νους μου. Πάντως πλήρης ένιωσα, ένιωθα, νιώθω και θα νιώθω για πάντα. Εννοείται. Αλλά τι βρωμερό παιχνίδι παίχτηκε δεν θα μάθουμε ποτέ. Ήταν από τις στιγμές που ο θεός παρενέβη; Ήταν καθαρά θέμα τύχης; Τι στον πούτσο ήταν;

Παράνοια το να προσπαθείς να συντάξεις μια σειρά στα γεγονότα. Ναι ξέρω. Το φτερούγισμα της πεταλούδας στην Αμερική προκαλεί ανεμοστρόβιλο στην Κίνα. Στα παπάρια μου. Δεν μου είπες τίποτα. Εγώ το είχα μπροστά μου το σκηνικό, το έζησα. Εσύ, ακαδημαϊκέ, τράβα να μου φέρεις την συγκεκριμένη πεταλούδα που προκάλεσε τον συγκεκριμένο ανεμοστρόβιλο, αλλιώς πάψε να λες αερολογίες φιλοσοφικού περιεχομένου. Γι’ αυτά έχω τον Αλκίνοο, που είναι και γαμάτος.

Τέλος πάντων. Απίστευτο. Πραγματικά απίστευτο. Και μαζί με τον Αλκίνοο που το σκεφτόμασταν, απορούσαμε. Αλλά εκείνος δεν έδειχνε τόσο προβληματισμένος. Ναι, είναι ευγνώμων, φυσικά. Ευγενέστατος, το έχουμε πει. Αλλά δεν θέλει να το δείχνει για να μην χάσει την εξουσία του πάνω μου. Ποια εξουσία μωρέ Αλκίνοε; Την ζωή σου έσωσα εκείνη την ημέρα. Αν θέλεις να υποτάξεις κάποιον, μου είχε πει, μην γελάσεις ποτέ με τα αστεία του, όσο αστεία κι αν είναι. Μου το είχε εξηγήσει, και φυσικά μου φάνηκε πανέξυπνη τακτική αλλά δεν θα αναφερθώ παραπάνω.

Αυτό ήταν το συμβάν εκείνης της νύχτας. Δικαιώθηκα; Και λίγα λέω. Γίναμε κολλητοί; Ε, αυτό έλειπε. Ευτυχώς δεν είχε πάθει τίποτα, το χτύπημα στο κεφάλι ήταν απλά ένα χτύπημα και με προσοχή θα επανερχόταν, ούτε διάσειση, ούτε εσωτερική αιμορραγία, άγιο είχε; Δεν ξέρω τι είχε. Πάντως έτσι και έχω δίκιο και ο θεός είναι όντως γκόμενα, (και αυτό ταιριάζει με συμπεριφορά γκόμενας), μα την παναγία δηλαδή, δεν θα ξανανοίξω βιβλίο φιλοσοφίας ποτέ ξανά.

Μόνο που αυτό που συνέβη εκείνην την νύχτα δεν ήταν το τελευταίο περίεργο που είδα να συμβαίνει. Όταν συνήλθε άλλα γεγονότα άρχισαν να διαπλέκονται λες και ο κόσμος είχε διαρρηχθεί. Λες και τα πάντα σηκώθηκαν και επανατοποθετήθηκαν. Ή απλά άλλη μια θεϊκή παρέμβαση είχε μόλις πραγματοποιηθεί. Αυτό, δεν το μάθαμε ποτέ. Και πώς θα μπορούσαμε άλλωστε...

 

_____________________________________________________________

 

Όταν λοιπόν κόπασε η «καταιγίδα», οι γονείς του Αλκίνοου έφυγαν σχετικά καθησυχασμένοι ότι ο γιός τους ήταν σώος και όταν ο τελευταίος γιατρός και νοσοκόμα έκαναν «όλες τις απαραίτητες εξετάσεις για να αποκλείσουμε το ενδεχόμενο της επιληψίας ή κάποιας εγκεφαλικής βλάβης μετά το χτύπημα», όπως αρέσκονταν να λένε οι ασπροφορεμένοι κύριοι με το περισπούδαστο ύφος, μείναμε στο δωμάτιο μόνοι μας. Ο Αλκίνοος και εγώ. Το άτομο που του είχε σώσει τη ζωή. Μου χαμογέλασε ζεστά και κομμάτι αμήχανα. Ζεστά γιατί ήθελε να μου εκφράσει τη βαθιά του ευγνωμοσύνη που βρέθηκα –αλήθεια πώς να του εξηγήσω ότι βρέθηκα εκεί- στο σωστό σημείο τη σωστή στιγμή, αμήχανα δε γιατί… ακόμα δεν ήξερε το όνομα του σωτήρα του. Εγώ τον κοιτούσα με ένα βλέμμα συμπόνιας και… κάτι ακόμα. Περιέργειας. Άλλωστε ήμουν δικαιολογημένος να τον κοιτάω όπως θέλω. Είχα δει τον Αλκίνοο σε μια από τις χειρότερες και συνάμα πιο περίεργες φάσεις της ζωής του. Να κρέμεται από το μπαλκόνι με το στόμα μισάνοιχτο, σε πλήρη αποχαύνωση. Ανασηκώθηκε λίγο στο κρεβάτι για να μπορούμε να μιλήσουμε καλύτερα. Έπρεπε να μάθει το όνομά μου, αλλά έπρεπε να το παίξει έξυπνα. Σε τα μας όμως; Στην κατσίκα που δεν μασάει ταραμά;

  • Καλά ρε Τάσο που ήσουν κι εσύ εκεί.

  • Ιάσονας… Του απάντησα με ένα χαμόγελο ειρωνικό, για να μην τον βγάλω από τη δύσκολη θέση που δεν ήξερε το όνομά μου.

  • Συγγνώμη ρε Ιάσονα. Ακόμα το μυαλό μου είναι κουρκούτι, δεν έχω συνέλθει τελείως.

  • Καλά, άστα αυτά. Απλά δεν το ήξερες. Αλλά δεν πειράζει. Δεν σε κατηγορώ. Κοτζάμ Αλκίνοος, γιατί να ξέρεις το όνομα ενός μπούμπη… συνέχισα με παιχνιδιάρικη παρά επιθετική διάθεση πλέον.

  • Δεν είναι έτσι ρε μπούμπη! μου απάντησε ο Αλκίνοος, μπαίνοντας κι αυτός στο κόλπο.

Ξεσπάσαμε κι οι δύο σε τρανταχτά γέλια. Από την άλλη άκρη του δωματίου ένας ασθενής που κείτονταν στο απέναντι κρεβάτι κάτι μουρμούρισε, σαν να μας έκανε παρατήρηση να ησυχάσουμε. Γυρίσαμε και τον κοιτάξαμε. Ήταν ένας τύπος από πάνω μέχρι κάτω καλυμμένος με γάζες και στο πόδι του ένα χοντρό κομμάτι γύψος άφηνε εκτεθειμένα μόνο τα δάχτυλα. Δεν μπορούσες να πεις με σιγουριά πόσο μεγάλος ήταν. Ούτε κατά προσέγγιση. Έφερα το δάχτυλο μπροστά στα χείλη μου. «Σσσσς, πιο σιγά ρε συ. Ενοχλήσαμε τον Μάμ-ρα». Νέο ξέσπασμα σε γέλια, αυτή τη φορά πιο πνιχτά για να μην καταλάβει ο φασκιωμένος ασθενής. Και όσο πιο απαγορευμένο είναι ένα γέλιο, ως γνωστόν, τόσο πιο δύσκολο να το σταματήσεις. Πνιχτά «χάχά χούχού» ανέβαιναν στο λαιμό μας και με μεγάλο μόχθο προσπαθούσαμε να τα συγκρατήσουμε εκεί μέσα εγκλωβισμένα. Νιώθαμε ένα ένοχο δέσιμο να αναπτύσσεται μεταξύ μας. Το δέσιμο εκείνο δύο συνενόχων που τους πιάνουν επ’ αυτοφώρω να κάνουν κάποια διαβολοδουλειά. Ο Αλκίνοος, σαν δεκάχρονο παιδάκι, έκανε πως κραδαίνει ένα αόρατο ξίφος στα χέρια του, στρέφοντάς το προς τον ασθενή και φωνάζοντας «Θάντερ, θάντερ, θάντερκατς! Χοοο!». Και οι δύο ξεκαρδιστήκαμε στα γέλια με τη μαλακία που μας έδερνε. Αλλά ήταν ευεργετική. Κάθε έκρηξη γέλιου έδιωχνε μακριά τις αρνητικές σκέψεις που είχαν οδηγήσει τον Αλκίνοο σε αυτή την παρανοϊκή κατάσταση να βουτήξει από το μπαλκόνι εκείνο το ίδιο βράδυ. Κάθε χαχανητό με έκανε κι εμένα να έρχομαι πιο κοντά στην πραγματικότητα, μετά από αυτή την άρρωστη παρόρμηση να τον ακολουθήσω κρυφά. Δεν έπαψα να σκέφτομαι όμως στο πίσω μέρος του μυαλού μου ότι ήμουν ένας από μηχανής θεός για τον Αλκίνοο. His own, personal Jesus, που τραγουδούν και οι Depeche Mode.

Μετά από λίγες ώρες μπήκε στο θάλαμο ο γιατρός με κάτι χαρτιά στα χέρια. Στ’ αλήθεια, αν πάρεις τα χαρτιά από τα χέρια ενός γιατρού, είναι μισός γιατρός. Του κόβεις ένα εργαλείο της δουλειάς του. Είναι κάτι το κλισέ, σαν την άσπρη ρόμπα ή το στηθοσκόπιο. Και δεν έχει σημασία τι είδους γιατρός θα είναι αυτός. Απλά παθολόγος, ακτινολόγος, οφθαλμίατρος ή χειρουργός. Ας είναι και ο Δόκτωρ Φρανκενστάιν, ή ο Δόκτωρ Χάους. Αν τους πάρεις τα χαρτιά, τη ρόμπα ή το στηθοσκόπιο, απλά δεν είναι γιατροί πλέον. Ο δικός μας γιατρός ήταν ένας πολύ «προβλεπέ» τυπάκος. Με τα στρογγυλά γυαλάκια του, την καραφλίτσα του, τη ρόμπα, το στηθοσκόπιο, τα στυλό στην τσέπη και φυσικά τα χαρτιά που προαναφέραμε. Όλα τσεκ.

«Νεαρέ μου, όλες οι αιματολογικές σου βγήκαν πεντακάθαρες. Η μαγνητική δεν έδειξε κι εκείνη κάτι το ανησυχητικό. Είχες μόνο ελαφρώς αυξημένη την αρτηριακή πίεση, αλλά είναι φυσιολογικό μετά από το σοκ που υπέστη ο οργανισμός με την πτώση. Θα σου συνιστούσα ξεκούραση για σήμερα, άφθονα υγρά και καλύτερα να αποφύγεις την κατανάλωση αλκοόλ και καπνού. Αν νιώσεις ζαλάδα ή οποιαδήποτε δυσφορία, σου γράφω μερικά χάπια τα οποία θα πάρεις με γεμάτο στομάχι και αμέσως τηλέφωνο εδώ. Λογικά όμως θα είσαι μια χαρά. Σε μια ώρα θα είναι έτοιμο το εξιτήριο, μπορείς να πας σπίτι σου». Ο γιατρός έτεινε το χέρι στον Αλκίνοο χαμογελώντας. Του έσφιξε το χέρι εγκάρδια. Μπα, σε ευγενικό γιατρό πέσαμε σήμερα, σκέφτηκα. Αυτό είναι από τα άγραφα. Συνήθως αν δεν τους τα στάξεις, σε γράφουν εκεί που δεν πιάνει μελάνι. Ποιος ξέρει, ετούτος εδώ μπορεί να είναι καινούργιος. Ή μπορεί να είχε σπουδάσει τίποτα εξωτερικό. Ευχάριστη έκπληξη πάντως.

«Τι λέει εσύ Ιάσονα, τι θα κάνεις σήμερα;» ρώτησε ο Αλκίνοος. «Δεν έχει τίποτα το πρόγραμμα για σήμερα φίλε. Μάθημα δίνω πάλι αύριο. Τίποτα, απλά θα αράξω. Εσύ;», «Άκουσες το γιατρό, ξεκούραση για σήμερα… Ρε συ, αν θες πέρνα από το σπίτι να κάτσουμε παρέα, να τα πούμε, να παραγγείλουμε και κάνα σουβλάκι. Τι λες; Ψήνεσαι;» με ρώτησε. Ομολογώ χάρηκα πολύ με την πρόταση του Αλκίνοου. «Από τυρόπιτα πήγαμε σε σουβλάκι ακούω; Τι λέει Αλκίνοε; Μήπως προχωράμε πολύ γρήγορα τη σχέση μας; Χαχα! Ναι ρε, εννοείται. Μέσα.» Ήμουν λοιπόν όντως ο προσωπικός του θεός, που αντί για εκατόμβες σφαχτών ως θυσία, μου απέτινε τιμή με ένα σουβλάκι. Είσαι τυχερός που είμαι λιγόφαγος ρε μπαγάσα, σκέφτηκα.

Εκείνη την στιγμή μπήκε μέσα ένας νεαρός που κρατούσε τα απαυτά του και προχωρούσε λες και είχε κινητικό πρόβλημα. «Ρε παιδιά, ξέρετε που έχει τουαλέτα εδώ κοντά;» «Ναι» του απάντησε ο Αλκίνοος αμέσως. «Λοιπόν, όπως βγεις θα πας όπως ο Τσίπρας και θα πέσεις ντουγρού». Τον κοίταξε απορημένο το παλικάρι. Το ίδιο και εγώ. «Δεν κατάλαβες;» συνέχισε με ύφος αστειευόμενο, «θα βγεις και θα πας αριστερά και αμέσως όόόλο δεξιά. Πρόσεξε όμως. Μην παρασυρθείς και πας τέρμα δεξιά στον διάδρομο, γιατί εκεί είναι που πετάνε οι σκουπιδιάρηδες, τα σκουπίδια, και βρωμάει πολύ. Μην κολλήσεις και τίποτα γιατί πολλά κυκλοφορούν». Ο νεαρός πέταξε ένα «ευχαριστώ» στον αέρα και έφυγε εσπευσμένος. Πρέπει να ήταν όντως ανάγκη!

«Γιατί ρε Αλκίνοε; Έχεις κανένα πρόβλημα με τους σκουπιδιάρηδες» τον ρώτησα. «Όχι ρε συ, κανένα. Την δουλειά τους κάνουν οι άνθρωποι. Όπως και τα ΜΑΤ. Βαράνε συνταξιούχους, σκοτώνουν παιδιά, ρίχνουν χημικά στον κοσμάκη...την δουλειά τους λένε πως κάνουν και αυτοί. Μ’ αυτούς έχω πρόβλημα, όχι με τους σκουπιδιάρηδες». «Γιατί εσύ δεν πας σε πορείες και σε διαδηλώσεις ρε Αλκίνοε; Που ζεις εσύ; Εδώ δεν ζεις; Δεν σε αφορούν όλα αυτά εσένα, ούτε σε επηρεάζουν;» «Άσε ρε Ιασονάκο τώρα που θέλεις τέτοια κουβέντα τέτοια ώρα σε παρακαλώ». «Γιατί ρε Αλκινοάκο; Εκλογές έχουμε» και διέκοψα μέχρι να πιάσω το τηλεκοντρόλ και να ανοίξω την τηλεόραση να δούμε την αναμέτρηση «Εσύ δεν ψηφίζεις; Μην μου πεις ότι είσαι έξω από το σύστημα και τέτοιες παπαριές τώρα ρε φίλε. Έλα σε παρακαλώ! Έχω πολύ καλό φίλο που μαζί με την κοπέλα του ζουν στην Τουρκία. Αν εσύ είσαι έξω από το σύστημα, τότε αυτοί τι είναι ρε Αλκίνοε; Άσε μας σε παρακαλώ τώρα». «Κοίταξε Ιάσονα... επειδή μου έσωσες την ζωή δεν σημαίνει πως σε ό, τι λες θα συμφωνώ. Η διαλεκτική αγόρι μου, έχει προχωρήσει πάρα πολύ για να ανέχομαι να λειτουργώ δια αντιπροσώπου. Η ελευθερία μας είναι εντελώς πλασματική και στα λόγια, και η δημοκρατία μας έχει αποτύχει ολοσχερώς. Η δημοκρατία της μάζας, η δημοκρατία του δημοκόλακα και της προπαγάνδας...καμία αξία και καμία σταθερά. Το εκλογικό σύστημα αναμασά τον εαυτό του συνεχώς και συνεχώς...τα ίδια και τα ίδια...με εκλογές ποτέ δεν άλλαξε τίποτα. Μήπως ο Γκάντι βγήκε με εκλογές και ελευθέρωσε την Ινδία; Μήπως από τα φέουδα μέχρι σήμερα, με εκλογές άλλαξαν ριζικά τα πράγματα; Άσε μας ρε Ιάσονα τώρα. Πρέπει να αμφισβητήσουμε το ίδιο το εκλογικό σύστημα. Κανείς να μην πάει να ψηφίσει. Και βλέπουμε...γιατί περισσότερο πιθανό είναι να ψηφιστεί την Κυριακή βράδυ νέος λαός, παρά νέα πολιτική κατεύθυνση. Κανονικά όλοι αν είχαν μια στιγμή ηθικής επιφοίτησης θα έπρεπε να αυτοκτονήσουν διαμιάς. Όταν απορρίπτεις τα πάντα, τότε εκείνο που μένει, όσο παράλογο κι αν φαίνεται, πρέπει να είναι η αλήθεια είπε ο Σέρλοκ Χολμς. Πρέπει κι εμείς να επιδείξουμε το ίδιο θάρρος στην σκέψη, και με παρρησία να κάνουμε κάθε δευτερόλεπτο που περνά κριτική οντολογία για το ποιοι είμαστε. Τις προάλλες είχαν διαδήλωση στο Σύνταγμα για τα νέα μέτρα που επέβαλε η ίδια κυβέρνηση που πριν τις εκλογές κατέβαινε σε διαδήλωση διαμαρτυρίας κόντρα στα ίδια μέτρα της προηγούμενης κυβέρνησης. Το καταλαβαίνεις; Η κυβέρνηση διαδηλώνει ενάντια στην κυβέρνηση. Είναι σχιζοφρενής πολιτική. Κι εσύ μου λες για εκλογές. Τέλος πάντων, θα τα δεις όλα γραμμένα στο βιβλίο μου “Συνέντευξη από έναν δημοκόλακα”, έχω κάνει καλή δουλειά». «Ε καλά ρε Αλκίνοε, αν είναι κάθε δευτερόλεπτο να κάνουμε κριτική οντολογία, δεν θα μας μένει χρόνος να πάμε ούτε για έναν καφέ. Αυτήν την δουλειά θα κάνουμε;» Τα λόγια μου ήταν εντελώς χιουμοριστικά γιατί το μόνο που δεν ήθελα ήταν να κάνω τέτοια κουβέντα και να έρθω σε αντιδικία με τον Αλκίνοο.

Όσο τον κοιτούσα να μιλάει, τόσο φούντωνε μέχρι που άρχισε να κοκκινίζει από την κάψα του. Δεν τον ξεσυνερίστηκα παραπάνω. Όχι πως δεν είχα επιχειρήματα, αλλά στην κατάστασή του δεν ήθελα να τον τσιγκλάω. Δεν είχα και καμιά όρεξη βασικά. «Αλλά βέβαια» συνέχισε εκείνος αφού έδειχνε να τον πνίγει το δίκιο του. «Αλλά βέβαια, όλος ο κόσμος έχει γεμίσει σεφ, personal trainers, barista και ηλεκτρονικά τσιγάρα. Που να κάτσει να σκεφτεί για όλα αυτά. Για το πως διαρθρώνονται οι γνώσεις...για τις αβλακώσεις της σκέψης...για...για...για...». «Έλα ρε συ, ηρέμησε. Όλα καλά θα πάνε» του είπα εγώ και τον έπιασα από το χέρι. «Τι μου πιάνεις το χέρι ρε; Αδερφή είσαι; Δεν μου αρέσει να μου πιάνουν τα χέρια». «ΆΆΆ!!! Για να σου πω Αλκίνοε. Ξεκόλλα τώρα, έτσι;» του είπα θυμωμένος, γιατί και εγώ έχω νεύρα. «Είπαμε πως τελείωσε η κουβέντα. Ξεκόλλα το μυαλό σου». «Εντάξει, έχεις δίκιο» μου απάντησε και έδειχνε να το εννοεί, γιατί επανήλθε το χρώμα στο πρόσωπό του και μαλάκωσαν τα χαρακτηριστικά. «Πάντως» συμπλήρωσε «αν έχεις κάνα επιχείρημα, όσο και να το ακονίζεις στο υπόγειο του μυαλού σου και να το κάνεις αιχμηρό, πρέπει να το δοκιμάσεις στην μάχη για να δεις αν είναι δυνατό και αν δουλεύει. Το πιάνεις;» «Το πιάνω ρε Αλκίνοε, το πιάνω. Λοιπόν, πριν από όλα αυτά...θα πάμε τελικά να αράξουμε στο σπίτι σου;»

Μιάμιση ώρα αργότερα βρισκόμασταν στο σπίτι του Αλκίνοου. Και οι δύο από τη μέσα μεριά αυτή τη φορά. Ο Αλκίνοος πρώτα ρώτησε πώς έτυχε να βρίσκομαι από κάτω την ώρα του συμβάντος. Ε, του τα είπα όλα, από την αρχή. Για την κρυφή μου παρακολούθηση, για την περιέργειά μου να τον πιάσω σε μια «αδύναμη στιγμή», πράγμα που διασκέδασε ιδιαίτερα τον Αλκίνοο, για τη φρίκη που έφαγα μόλις τον είδα να βγαίνει στο μπαλκόνι με το βλέμμα του καρφωμένο στο υπερπέραν, για τα πάντα. Του είπα και για την εντύπωση που είχα για τον ίδιο πριν τον γνωρίσω, για το τι ακουγόταν για εκείνον στη σχολή, για ένα σωρό πράματα και θάματα που ο Αλκίνοος το έπαιζε Κινέζος «έλα ρε, έτσι νομίζουν για μένα;» με προσποιητή έκπληξη, ενώ ήξερε πολύ καλά τι ακουγόταν πίσω από την πλάτη του, αφού αυτός ο ίδιος το είχε επιδιώξει, απόλυτα εσκεμμένα, με απόλυτα μαθηματικούς υπολογισμούς. Μα χαιρόταν να επιβεβαιώνει την επιτυχία του σχεδίου του αυτού.

Κάτσαμε εκεί όλη την υπόλοιπη μέρα και όλη τη νύχτα, μιλώντας, μέχρι που μας πήρε ο ύπνος στο σαλόνι, τον ένα πάνω στον καναπέ και τον άλλο σε μια πολυθρόνα. Εκείνο το βράδυ ο Αλκίνοος είδε ένα πολύ παράξενο όνειρο, που μου το διηγήθηκε το επόμενο πρωί:

Ήταν λέει σε μια πόλη, περπατούσε στο δρόμο μόνος του, πρωί. Αριστερά και δεξιά από το δρόμο υπήρχαν δέντρα, πάνω στα πιο ψηλά κλαδιά τους ηχεία. Κι απ’ τα ηχεία έπαιζε «Απόγευμα στο δέντρο» του συνονόματού του, Αλκίνοου. Πιο κάτω εμφανίστηκαν ένα τσούρμο παιδία, που κρατούσαν στα χέρια τους πολύχρωμα μπαλόνια. Ένα λεωφορείο σταμάτησε μπροστά στα παιδιά και άρχισε να κατεβαίνει κόσμος, κουστουμαρισμένος σαν να πήγαινε στη δουλειά του. Κάθε ένας που έβγαινε από το λεωφορείο, πήγαινε προς το μέρος που ήταν τα παιδιά, έπαιρνε από ένα μπαλόνι και μετά το μπαλόνι τον πετούσε ψηλά στον ουρανό, μέχρι που χανόταν από τα μάτια του, πίσω από τη γραμμή του ορίζοντα.

Πιο κάτω στο δρόμο είδε τη φιγούρα ενός ανθρώπου να βαδίζει παράλληλα με ένα σκυλί. Καθώς πλησίαζαν, οι μορφές τους έγιναν ξεκάθαρες. Ήταν ο Μπάμπης και το σκυλί δίπλα του ήταν η Φλοξ. «Τι κάνετε εσείς εδώ;» τους ρώτησε. «Πάμε να δούμε που αναποδογυρίζουν την πυραμίδα» απάντησε η Φλοξ. «Έλα μαζί μας ως την πλατεία» συνέχισε ο Μπάμπης. Τώρα, πώς μιλούσαν με κανονική, ανθρώπινη λαλιά και ο ένας και ο άλλος, κανείς δεν ξέρει. Όνειρο ήταν όμως, όλα μπορούν να γίνουν εκεί.

Περπατώντας και οι 3 έφτασαν λέει σε μια πολύ μεγάλη πλατεία. Κι εκεί, καταμεσής της πλατείας, υπήρχε μια θεόρατη πυραμίδα, σαν αυτή του Χέοπα στην Αίγυπτο. Μυριάδες άνθρωποι στη βάση της πυραμίδας τραβούσαν την κορυφή της με σχοινιά. Σιγά-σιγά η γη άρχισε να σείεται. Η πυραμίδα ξεκόλλησε με ένα τρομερό βουητό από το χώμα, ανασηκωμένη από τη μια μεριά της βάσης της. Μετά, με ένα ακόμα δυνατό τράβηγμα από τα σχοινιά που ήταν δεμένη, αψηφώντας τους νόμους της φυσικής, γύρισε ανάποδα, η κορυφή της βουλιάζοντας στο χώμα και η βάση της ψηλά στον ουρανό. Όλοι άρχισαν να ζητωκραυγάζουν και να σφυρίζουν δυνατά. Χέρια τεντωμένα ψηλά, σε έκσταση. Ο Αλκίνοος έπιασε τον εαυτό του να κάνει το ίδιο…

 

«Τι ζήτω και ζήτω ρε μαλάκα; Ξύπνα λέμε, έχει πάει 10! Πρέπει να την κάνω». Του φώναξα για να τον διακόψω από τα παραμιλητά.

  • Ωπ, τι λέει ρε φίλε;

  • Εσύ να μου πεις ρε μαν! Τι φωνές είναι αυτές πάλι;

  • Φώναζα;

  • Μπα, ιδέα σου. Με τρόμαξες. Λέω ώρα είναι πάλι να βγαίνει σε κάνα μπαλκόνι αυτός να κάνει τα δικά του.

  • Χαχα, με συγχωρείς ρε συ. Χαμπάρι δεν πήρα. Και τι φώναζα;

  • Κάτι παλαβά, κάτι «ζήτω», κάτι «ναι», κάτι τέτοια. Τι έβλεπες στον ύπνο σου, καμιά συναυλία;

Μου τα είπε όλα, με πάσα λεπτομέρεια. Δεν το κρύβω, αγριεύτηκα. Αλλά προσπάθησα να μην του το δείξω και τον ανησυχήσω κι αυτόν. Λες τελικά μωρέ να είχε πάθει καμιά διάσειση και δεν την είδαν οι γιατροί;...

- Καλά, να σου πω; Εγώ πρέπει να την κάνω τώρα γιατί δίνω μάθημα σε λίγο. Θα περάσεις αργότερα από τη σχολή καθόλου;

- Μμμ, ναι. Ήθελα να ρωτήσω κάτι τη γραμματεία. Θα περάσω κατά το μεσημεράκι.

-Οκέι, τότε κάπου εκεί θα έχω τελειώσει κι εγώ, όπως το κόβω. Αν είναι ρίξε τηλέφωνο μήπως βρεθούμε. Κερνάω εγώ σήμερα.

-Ντάξει, θα σε πάρω.

-Άντε, τα λέμε ρε φίλε. Ευχαριστώ και για τη φιλοξενία και για το πιτόγυρο.

-Να ‘σαι καλά. Α, και να μην το ξεχάσω!

-Τι;

-Καλή επιτυχία μπούμπη!

-Άντε γαμήσου Αλκίνοε!

 

Κοντοστάθηκε σκεπτικός μπροστά από τον καθρέπτη του μπάνιου. Πέρα από ένα οδυνηρό καρούμπαλο που το κάλυπταν τα μαλλιά του, ο Αλκίνοος ένιωθε μια χαρά. Κάτι παραπάνω από μια χαρά. Σαν να είχε κουνηθεί το μυαλό του με αυτό το χτύπημα και είχαν πάει μερικά πράγματα σε άλλη θέση. Να ήταν η σωστή θέση άραγε; Τίποτα από όσα τον είχαν κάνει να φρικάρει τόσο άσχημα μόλις δυο μέρες πριν δεν βρισκόταν αυτή τη στιγμή στις σκέψεις του. Ένιωθε ξαναγεννημένος.

Μετά θυμήθηκε. Θυμήθηκε αυτό το αόρατο χέρι που τον πήρε και τον έσυρε μέχρι το μπαλκόνι. Που τον έσπρωξε να πέσει. Δεν ήταν καμιά θεϊκή παρέμβαση ή τίποτα τέτοιο. Ήταν ο ίδιος του ο εαυτός. Το μέρος του εαυτού του που είχε βρει τη λύση στα προβλήματα. Μα πώς είναι δυνατόν να ώθησε ο ίδιος τον εαυτό του στο κενό; Η αυτοκτονία δεν ήταν κάτι που σκεφτόταν. Ίσως να του είχε περάσει από το μυαλό μια φορά στην εφηβεία, όπως και αρκετούς συνομηλίκους του. Απλές ορμόνες. Χημεία. Ή μια ακόμη φορά μετά από την πρώτη μεγάλη ερωτική του απογοήτευση. Ετών 18. Άτιμες γυναίκες, τέρατα. Χημεία και τέρατα. Αυτές ήταν οι φορές που είχε φτάσει εκτός εαυτού στο παρελθόν, που έφτασε να σκεφτεί την αυτοκτονία. Έτσι μου είπε. Μα τώρα ήταν ένας ώριμος, κατασταλαγμένος άνδρας. Δεν τον κυνηγούσαν οι σκιές του παρελθόντος. Ήξερε τι ήταν, ποιος ήταν, τι ήθελε. Τότε; Τότε γιατί αυτό το χέρι ξεπήδησε από το υποσυνείδητό του σαν χέρι δαίμονα μέσα από το τίποτα, τον γράπωσε από το σβέρκο, τον σβάρνισε ως το μπαλκόνι και τον ανάγκασε να πέσει;

Όπως και να ‘χει, πες το θεϊκή παρέμβαση, πες το ανθρώπινη -άλλωστε και τα δύο από την πίστη του ανθρώπου πηγάζουν- από κάτω ήταν ο καινούργιος του φίλος, εγώ, ο Ιάσονας. Τον έπιασα γλιτώνοντάς τον από θάνατο. Ή από παράλυση. Ή το λιγότερο από μια σπασμένη μύτη και μερικά δόντια. Σαν να του δινόταν ένα μάθημα, ένα μάθημα εμπιστοσύνης. Να μάθει να εμπιστεύεται τους συνανθρώπους του. Είχε ξεφύγει από την περιγραφή του Αριστοτέλη για τον άνθρωπο. Κοινωνικό ζώο τον είχε ονομάσει ο φιλόσοφος. Κι ο Αλκίνοος αναλογιζόμενος την απομόνωση που είχε βάλει τον εαυτό του, αποστασιοποιημένος από φίλους και ποτέ του να μην ανοίγεται σε κανέναν, είχε καταφέρει να είναι απλά ένα ζώο. Ένα ζώο και μισό. Μα και τι να έκανε, όταν η κοινωνία είχε το μαύρο της το χάλι; Όταν όλοι σκέφτονταν τόσο πολύ την πάρτη τους και το ατομικό τους συμφέρον, σε βάρος του συνόλου; Όταν είχαν παρακμάσει τόσο πολύ και το μόνο που τους ένοιαζε ήταν τα λεφτά, ενώ δίπλα τους οι άλλοι πέθαιναν από την πείνα;

Κοίταξε το ρολόι, πλησίαζε μεσημέρι. Ντύθηκε βιαστικά κι αφηρημένα (τόσο αφηρημένα που έβαλε το άσπρο πουκάμισο και το κόκκινο πουλόβερ) και βγήκε στο δρόμο. Περπάτησε σκυφτός ως τη στάση. Περιμένοντας το λεωφορείο έπεσε το μάτι του στην αφίσα στο πλάι. Δεν απεικονιζόταν πια η ξανθιά καλλονή να μοστράρει το αστραφτερό κινητό. Αντίθετα, ήταν μια αφίσα για κάποια «συναυλία αγάπης» με μεγάλα ονόματα, μεταξύ αυτών και του συνονόματού του. Τι το ιδιαίτερο είχε όμως εκείνη η συναυλία; Δεν είχε λεφτά για είσοδο. Σιγά το πράγμα να μου πεις, δεν ήταν η πρώτη φορά. Είχε όμως ένα άλλο αντίτιμο που έπρεπε να δώσεις. Μια φιάλη αίμα. Η πρωτοβουλία ήταν του Ερυθρού Σταυρού, για να μπορέσει να συγκεντρώσει αρκετές ποσότητες αίματος για άτομα σε νοσοκομεία που τις χρειάζονταν. «Δώσε δέκα λεπτά από το χρόνο σου, σώσε μια ζωή και απόλαυσε τον αγαπημένο σου καλλιτέχνη» έγραφε. Του Αλκίνοου πολύ του άρεσε αυτή η πρωτοβουλία. Παρακάτω έγραφε ότι μπορούσες να «αγοράσεις» το εισιτήριό σου από μια σειρά νοσοκομείων που ήταν συμβεβλημένα σε μια λίστα, είτε έξω από το χώρο της συναυλίας απευθείας, όπου θα βρισκόντουσαν κινητές μονάδες αιμοδοσίας. Έγραψε σε ένα κομμάτι χαρτί τα νοσοκομεία που ήταν συμβεβλημένα και το έβαλε στην τσέπη του. Σκεφτόταν να μου προτείνει να πάμε.

Μετά από λίγο εμφανίστηκε στη στάση ένας νεαρός εκεί γύρω στα 25, με μακριά σγουρά μαλλιά, γκρίζο τζιν μπουφάν και παντελόνι στο ίδιο χρώμα, κάτι χιλιοφορεμένα σταράκια στα πόδια του και ένα μαύρο σακίδιο στην πλάτη. Του φάνηκε παράξενα οικείος φυσιογνωμικά. Κοντοστάθηκε απορροφημένος να διαβάζει την αφίσα της στάσης. Μετά βάλθηκε να ψάχνει κάτι στις τσέπες του. «Φίλε μου, μήπως σου βρίσκεται ένα στυλό ή μολύβι;» ρώτησε τελικά τον Αλκίνοο. Εκείνος, χωρίς να απαντήσει, έβγαλε το στυλό που μόλις είχε φυλάξει στην τσέπη του και το έτεινε προς τον νεαρό. «Ευχαριστώ πολύ». Έγραψε πάνω στο χέρι του τη λίστα των νοσοκομείων που θα του εξασφάλιζαν το εισιτήριο για τη συναυλία και επέστρεψε το στυλό στον Αλκίνοο, ευχαριστώντας τον ξανά.

Κοίτα να δεις που υπάρχει και καλός κόσμος τελικά. Δεν είναι όλοι εγωιστικά ρεμάλια. Με αυτές τις σκέψεις ο Αλκίνοος έμεινε να χαζεύει τον ορίζοντα, όταν η φιγούρα μιας μικροκαμωμένης γιαγιάς άρχισε να ξεπροβάλει. Το πρόσωπό της ήταν σουφρωμένο και τα χρόνια είχαν χαράξει βαθιές γραμμές στο μέτωπο και γύρω από τα μάτια της. Έμοιαζε σαν σταφίδα που περπατάει. Κι όμως, πόσο γρήγορα είχε φτάσει στη στάση. Το βήμα της ήταν γοργό, τα πόδια της θαρρείς δεν είχαν ξεχάσει την πρότερή τους νιότη. Τα ρούχα της σαν οποιασδήποτε γυναίκας στην ηλικία της, φαρδιά και σε σκούρες αποχρώσεις του καφέ και του λαδί. Το μόνο παράταιρο ήταν τα παπούτσια που φορούσε. Κάτι σούπερ-ντούπερ αθλητικά με αερόσολες και τα ρέστα. Και τουλάχιστον 5 νούμερα μεγαλύτερα. Σίγουρα της τα είχε χαρίσει κανένα εγγόνι που θα ήταν στην ανάπτυξη και δεν του έκαναν πια. Αλλά η γιαγιά, με χάρη που θα ζήλευε και ο Λεμπρόν Τζέιμς, ήταν άνετη και καμαρωτή καθώς ερχόταν με ανάλαφρα βήματα προς τη στάση.

«Γεια σας παλικάρια» φώναξε μόλις είχε πλησιάσει αρκετά. «Γεια σας» της αποκρίθηκαν δειλά ο 25χρονος και ο Αλκίνοος. «Μήπως πέρασε το 232 όσο περιμένατε;» ρώτησε. «Ναι, το είδα να περνάει πριν 5 λεπτά» της αποκρίθηκε ο νέος. «Δεν με νοιάζει, γιατί εγώ το 171 περιμένω» αποκρίθηκε, εκπλήσσοντάς τους και τους δύο! Ένα σύντομο γέλιο ξέφυγε από το στόμα του Αλκίνοου. «Αααχ, πώς κατάντησε έτσι η Ελλάδα μας ρε παιδιά. Κοιτάξτε εδώ. Σκουπίδια, αυτοκίνητα, τσιμέντο, κακό. Τι ασχήμια… Αν το έβλεπε αυτό το χάλι κανένας αρχαίος Έλληνας ξέρετε τι θα έλεγε;» , «Τι;» ρώτησε περιπαιχτικά ο νεαρός. «Μα καλά, πώς διάολο μπορώ να δω στο μέλλον;» απάντησε η γιαγιά, αφήνοντας για άλλη μια φορά μαλάκα τον Αλκίνοο, σπάζοντας τα ‘γιαγιαδίστικα’ στερεότυπα που ήξερε! Άρχισε να τη συμπαθεί πολύ τούτη δω την τρελογιαγιά.

Μετά από 2 λεπτά ένα ταξί έτυχε να περνάει στο δρόμο. Η γιαγιά του έκανε σινιάλο να σταματήσει. «Πας Παγκράτι;» τον ρώτησε καθώς ο ταξιτζής άνοιγε το παράθυρο. «Ναι» της αποκρίθηκε. «Άντε, καλό δρόμο!», του απάντησε και απομακρύνθηκε από το τζάμι, αφήνοντας και τον ταξιτζή με τη σειρά του αποσβολωμένο. Έκανε μερικά βηματάκια σαν να χορεύει πάνω σε μια μελωδία που μόνο εκείνη άκουγε. Χαμένη μέσα σ’ έναν κόσμο ιδανικά πλασμένο από το δικό της το μυαλό. Ο Αλκίνοος σχεδόν τη ζήλεψε! Την περιεργαζόταν σκεπτικός χαϊδεύοντας το μούσι του να κάνει..αυτό το απροσδιόριστο πράγμα που έκανε. Καθώς τον πήρε με την άκρη του ματιού του να την περιεργάζεται, σταμάτησε άξαφνα, πήγε κοντά του και τον ρώτησε «Εσύ νεαρέ, ξέρεις τι τραγουδάνε οι έξυπνοι άνθρωποι κάθε πρωί που σηκώνονται απ’ το κρεβάτι;». «Τι;» , «Ε πού να ξέρεις!» του απάντησε ξεσπώντας σε ένα κακάρισμα σαν από μικρό κοριτσάκι που μόλις είχε πει κάτι πολύ πετυχημένο. Ο Αλκίνοος γέλασε κι αυτός δυνατά, αλλά παράλληλα σκέφτηκε πως ίσως να μην είχε και άδικο η τρελογιαγιά που τώρα δίπλα του έπαιζε κουτσό στις πλάκες του πεζοδρομίου. Ίσως να μην ήταν κανένας έξυπνος, όπως με αυταρέσκεια ήθελε να πιστεύει. Ίσως απλά είχε καταφέρει να ψαρώσει μερικούς από τους γύρω του στο να πιστεύουν κάτι τέτοιο. Και τούτη η γιαγιά μόλις τον είχε ξεσκεπάσει. Μόλις είχε δει μέσα και πίσω από τα μάτια του Αλκίνοου. Είχε δει τι βρίσκεται εκεί. Όπως και εγώ.

 

_____________________________________________________________

 

Εκείνο το βράδυ που περάσαμε μαζί με τον Αλκίνοο, ήταν για μένα κάτι πολύ πρωτόγνωρο. Αυτό που είχε συμβεί το γούσταρα αφάνταστα. Όχι ότι απολάμβανα την τραγωδία που ξετυλίχθηκε μπροστά μου, αλλά είχα μια περίεργη αίσθηση που δεν μπορώ να περιγράψω. Έγινε; Δεν έγινε; Τόσο γρήγορα και ξαφνικά διαδραματίστηκαν όλα και ξαφνικά βρέθηκα κάπως σαν ήρωας. Υπέθεσα πως, συν της άλλης, είχα και μια καλή γνωριμία τώρα σε περίπτωση που χρειαστώ κάτι. Γιατί να μην απευθυνθώ στον πατέρα του Αλκίνοου αν θελήσω ίσως κάποια δουλειά; Ουδέν κακό αμιγές καλού άλλωστε. Μηδέν άγαν. Μέτρον άριστον και το τερπνόν μετά του ωφελίμου. Όλα και όλα τα αποφθέγματα που ξέρω. Όπως και να έχει, είχα ξεχάσει στο σπίτι του Αλκίνοου την τσάντα μου με όλα τα απαραίτητα εργαλεία για το πανεπιστήμιο -μεγάλα χαρτάκια, αναπτήρα κ.τ.λ.- (Αστειεύομαι φυσικά)-Βιβλία, τετράδια, σημειώσεις- και δεν μπορούσα να πάω έτσι να δώσω μάθημα, οπότε παρ’ ότι είχα απομακρυνθεί, έσπευσα πάλι προς τα πίσω να τον προλάβω μπας και ανεβαίναμε μαζί προς το πανεπιστήμιο.

Αρχικά τον πήρα τηλέφωνο, αλλά δεν απάντησε οπότε...όποιος δεν έχει μυαλό έχει πόδια. Έφτασα, χτύπησα το κουδούνι αλλά δεν άνοιξε κανείς γι’ αυτό κατευθύνθηκα προς την στάση του λεωφορείου και τον πέτυχα να κάθεται. Τέλεια! Μόλις είχε διαδραματιστεί και το όλο σκηνικό με την γριούλα και το λεωφορείο φάνηκε να πλησιάζει από μακριά. «Αλκίνοε», του φώναξα. «Έλα ρε φίλε. Έχω ξεχάσει στο σπίτι σου την τσάντα μου, please, πάμε να την πάρουμε σε παρακαλώ μία; Είναι ανάγκη.» «Αχ, αχ, αχ, βρε Ιάσονα! Αχ!» Και δάγκωσε και καλά την γροθιά του σαν να μου λέει, «Α ρε μπαγάσικο. Επειδή μου έσωσες την ζωή θα μου κατσικωθείς;». «Ναι, εννοείται. Δίπλα είναι. Πάμε», μου είπε και προχωρήσαμε προς τα πίσω.

Καθώς προχωρούσαμε μου διηγήθηκε τι είχε δει το πρωί στην αφίσα της στάσης το οποίο τον χαροποίησε. «Η καλή μέρα από το πρωί φαίνεται» συμπλήρωσε. Όπως γυρνούσαμε λοιπόν, και ενώ εγώ ήμουν εντελώς ανίδεος τότε, στρίβει από την γωνία –ποιος; - ο Γιοκαρίνης! Τον ήξερα γιατί άκουγα μικρός με τον πατέρα μου μέσα στους Λάκη Παπαδόπουλο, Παύλο Σιδηρόπουλο, Λαυρέντη Μαχαιρίτσα, Διονύση Σαββόπουλο, Τζίμη Πανούση και τα λοιπά. Κάπου ανάμεσα σε αυτούς λοιπόν , έσκαγε και κάνα κομματάκι του Γιοκαρίνη. Έτσι για πλάκα. Του κάνω μια διακριτικά με τον αγκώνα και του λέω «Ψιτ, κοίτα ρε μαλάκα ποιος είναι αυτός». Γυρνάει με κοιτάει με ψιλοξινισμένη φάτσα και μου λέει «Έλα έλα πάμε, πρέπει να φύγουμε στα μπαμ. Ναι ξέρω ποιος είναι. Εδώ πιο κάτω μένει. Άσ’ τον τώρα αυτόν. «Σιγά ρε» του λέω, «δεν θα κάνω και τίποτα». Για την ακρίβεια ήθελα να του δώσω ένα χαρτάκι να υπογράψει. Πίστεψα πως θα άρεσε στον πατέρα μου να έχει και μια τέτοια υπογραφή της πούτσας. Έτσι για πλάκα. Του το είπα και μου απάντησε, «Εσύ κάνε ό, τι θες. Εγώ πάω να σου φέρω την τσάντα και έρχομαι. Μόνο κάνε γρήγορα, οκ;»

Και ενώ εκείνη την στιγμή έκανε να φύγει και είχαμε σχεδόν φτάσει δίπλα-δίπλα με τον νοσταλγό του Ροκ εν Ρολ, γυρνάει ο Γιοκαρίνης και λέει κοιτώντας τον Αλκίνοο. «Φιλαράκο μου συγνώμη. Σε θυμάμαι από την προηγούμενη φορά που συναντηθήκαμε και από τότε αισθάνομαι πολύ άσχημα. Δεν ήθελα σε καμία περίπτωση να σε κάνω να νιώσεις άσχημα και να σε προσβάλω. Μου μίλησες πολύ επιθετικά και εσύ, το ξέρω, γι’ αυτό θα εκτιμούσα και την δική σου συγνώμη, αλλά να ξέρεις η διάθεσή μου ήταν καθαρά χιουμοριστική και οι προθέσεις μου οι καλύτερες. Αισθάνομαι τόσο ωραία ανάμεσα σε νέους, αν και γέρος πλέον, και μην πιστεύεις πως είμαι υπερήφανος για όλα όσα έχω κάνει. Να ξέρεις πως εμάς μας έθαψε η μαζική κουλτούρα και η βιομηχανική παραγωγή. Έτσι ώστε αναγκάζομαι για να μπορώ να είμαι αξιοπρεπής ως προς τις υποχρεώσεις μου να εμφανίζομαι ακόμα και στα βρωμοκάναλα και να συναναστρέφομαι τους πιο γελοίους και υποκριτές ανθρώπους της σύγχρονης τέχνης -που μόνο τέχνη δεν είναι γιατί δεν αισθάνονται τίποτα για τα πονήματα τους. Δεν έχουν καμία τεχνοτροπία τα δημιουργήματα τους, αντιθέτως από «τεχνο-ντροπία» άλλο τίποτα.

»Ξέρεις τι επίπονο είναι για μένα να έρχομαι σε επαφή με αυτόν τον γελοίο τον Βλιάγκα που το παίζει και γνώστης επειδή έκανε μερικά χρονάκια στο γυμνάσιο μαθήματα πιάνο; Ο βουτυρομπεμπές ο ίδιος. Ήτανε λέει και σε πιάνο μπαρ. Ξεσκόνιζε τα όργανα και τώρα το παίζει βιρτουόζος. Τι να πω πια! Μήπως η κριτική επιτροπή είναι τίποτα αξιόλογο; Ούτε κατά διάνοια! Από που να το πιάσω; Από την καριολίτσα την Ασανίδου; Που έχει κάνει καριέρα αυτή και έχει γίνει ξαφνικά γνώστης μουσικής; Στο άλσος Νέας Σμύρνης; Την έχετε ακούσει ποτέ να τραγουδάει δεύτερο κομμάτι ρε παιδιά; Γιατί εγώ μόνο ένα έχω ακούσει. Κάτι για φιλιά που γεννιούνται εκεί στα χαμηλά. Μα την Παναγία δεν ξέρω αν έχει πει άλλο. Μόνο φήμες την θέλουν να έχει ολόκληρο δίσκο. Αυτοί είναι καλλιτέχνες των Single Demo. Τα έχουμε χάσει εντελώς. Όλοι νομίζουν πλέον ότι το να είσαι γνώστης μουσικής είναι το ίδιο με το να έχεις γνωστούς μουσικούς. Είναι γλωσσική η σύγχυση φίλοι μου. Ακούς εκεί χάμω...

»Ποιος άλλος; Ο Ρέμος; Ε εντάξει τώρα! Ο Ρέμος...που ακούει «μύχια» και καταλαβαίνει «νύχια» γιατί δεν έχει ούτε την στοιχειώδη παιδεία. Που επειδή δεν είχε στον ήλιο μοίρα, επειδή δεν είχε που να πάει, το έκανε τραγούδι και τώρα έχει κατσικωθεί στις πλάτες των άμοιρων νεαρών και κορασίδων και κάνει κουμάντο. Ξέρεις τι πλήγμα είναι να ακούς τον Ρέμο να λέει στα παιδάκια ότι θα τα ταξιδέψει στα μονοπάτια της Ροκ; Ποιος ρε παιδιά; Ο Ρέμος; Με τα «μα δεν γίνεται» και τα «κι’ όμως γίνεται;». Βόηθα Παναγιά μου, βόηθα, να μην λιποθυμήσουμε!

»Ο άλλος, ο Μιχάλης των Stavento; Αυτός δεν μπορεί να αρθρώσει κουβέντα. Αυτός είναι το αποκορύφωμα της βλακείας. Μάλιστα εμφανίστηκε και ένα παιδάκι – το καημένο- και ομολόγησε ότι έχει μεγαλώσει με τα τραγούδια του Μιχάλη των Stavento. Πότε πρόλαβε ρε παιδιά γαμώ το κέρατό μου να παιδαγωγήσει ολόκληρη γενιά ο καράφλας; Είναι δυνατόν; Οι γονείς τι κάνουν; Οι γονείς είναι το κοινό δεν έχουν χρόνο. Δεν τον έχω ακούσει να λέει κομμάτι αυτόν τραγουδιστά. Τόση μαγκιά πια... όλη την ώρα το μόνο που κάνει είναι...και...και...και...ναι...ναι...ναι...και το λέει ραπ αυτό και νομίζει ότι τραγουδάει. Ειλικρινά ποτέ δεν ξανάδα τέτοιο κοπρόσκυλο. Κοιτάει πως θα πηδήξει κάνα δεκαεξάχρονο μουνάκι μόνο, αλλά όταν έρθει η ώρα να πει την γνώμη του για μια φωνή το μόνο επιχείρημα που προβάλλει είναι: «έλα εδώ στο παιδί που γυαλίζει» ή «εμείς οι καράφλες ξέρουμε να σου βρούμε κομμάτια» ή «δεν ξέρω τι να πω έχω μείνει άφωνος» ή «δεν μπορώ να μιλήσω για αυτήν την φωνή γιατί είναι καταπληκτική» ή «δεν είμαι άξιος να μιλήσω για αυτόν»...ναι ρε μεγάλε, μην ανησυχείς, δεν σε περάσαμε για άξιο, μην ανησυχείς καθόλου, απλά πες κάτι ρε καραγκιόζη. Είσαι εκεί για να μιλάς. ΠΕΣ ΑΠΛΑ ΚΑΤΙ!!! Πληρώνεσαι ρε ρεμάλι για να λες. Κάνε τα πρόβα, δεν ξέρω! Τουλάχιστον ο Ρέμος έχει χάρισμα μέντιουμ, γιατί ακούει τις ψυχές των άλλων. Μονίμως αυτό λέει. «Ακούω την ψυχή σου και Ακούω την ψυχή σου». Άντε στο διάολο πια.

»Η άλλη, η Βανδή, έχω και για αυτήν ράμματα. Άιντε με την παιδούλα. Άπάπάπάπάπάπάπάπά, με την γελοία. Αλλά θα κρατηθώ γιατί είμαι ΑΕΚ και ορισμένα πράγματα τα σέβομαι. Πήγε και συνεργάστηκε με τον Σφακιανάκη που έχει σώμα φτιαγμένο από πυλό και μυαλό φτιαγμένο από μπετό. Τον έπιασαν τα εθνικιστικά του και νομίζει ότι όλοι θέλουν να μας αφανίσουν, ότι είμαστε, λέει, σαν τους Εβραίους και μας κυνηγάνε. Εβραίοι ημιτασιόν δηλαδή. Σημιτασιόν. Άιντε με τους ηλίθιους δεν μπορώ άλλο. Έναν μονάχα δεν θα ανεχόμουν με τίποτα, ακόμα και για όλα τα λεφτά του κόσμου. Τον Τσαλίκη. Αυτός μας έλειπε. Δόξα τον θεό! Όπου και να κοιτάξεις, όσοι μας κυβερνούν, σε όλα τα μήκη και πλάτη, είναι γελοίοι.

»Ο άλλος; Ο Ρουβάς; Αυτός τι έχει πάθει; Θέλει λέει να τραγουδήσει από Μίκη Θεοδωράκη μέχρι Μίκη Μάους! Έκανε και αυτός στροφή στην ποιότητα αλλά έπεσε σε αδιέξοδο. Ο ηλίθιος! Ο μόνος που ξέρω που έχει κάνει καριέρα σκίζοντας μπλουζάκια και σερνόμενος στα πατώματα μέχρι που έσπασαν. Δικά του λόγια. Δεν άντεξαν την ηλιθιότητά του. Έλεος! Τουλάχιστον ένας ράφτης κάτι κάνει; Αυτός τι κάνει γαμώ την κοινωνία μου; Τι; Τον παρομοίασαν και με τον Αλκιβιάδη της αρχαιότητας λόγω ομορφιάς. Μόνο που δεν έχει καθόλου μυαλό ο κακομοίρης αντίθετα με τον Αλκιβιάδη. Καταλαβαίνω την ομοιότητα γιατί και οι δύο είχαν ερωτικό και παιδαγωγό. Ο ένας τον Σωκράτη, ο άλλος τον Ψινάκη. Ναι, αλλά ο Σωκράτης ήπιε το κώνειο και έφυγε. Ο Ψινάκης αντί για κώνειο έχει το «ψώνιο» και όσο και να πιεί δεν πεθαίνει τίποτα, να πάει στον διάολο να πάει. Άμα πια...Άλλα έτσι είναι όμως. Τον έναν θα τον θυμούνται για την μαιευτική και τον άλλον για το σπαστό καλαμάκι. Βέβαια, δεν λέω, ο Ρουβάς είναι καταπληκτικός γιατί τραγουδάει εξαίρετα σε ΝΤΟ. Αλλά και σε ΜΙ. Μια φορά τον πέτυχα στα παρασκήνια και μου λέει όλο αφέλεια «Πες μου κάτι να σου τραγουδήσω σε ΜΙ». «ΜΗ ΤΡΑΓΟΥΔΗΣΕΙΣ!!!» του απάντησα. Ακόμα να το πιάσει.

»Να ήξερες τι έχω περάσει εγώ αλλά και άλλοι καλλιτέχνες σαν εμένα της παλαιάς κοπής για να μπορούμε να ζούμε σε αυτόν τον κυκεώνα κακογουστιάς. Μιας και σε πέτυχα αυτό ήθελα να σου πω γιατί είμαστε και γείτονες και μ’ αρέσεις. Άαααχ! Τα ‘πα και έφυγαν από πάνω μου γαμώ την κοινωνία μου!!! Πόσο μ’ αρέσει να είμαι με την νεολαία. Νιώθεις ξανά την φωτιά της νιότης στις φλέβες σου. Ε λοιπόν, ξέρετε κάτι παιδιά; Θέλω από δω και στο εξής να με φωνάζετε Γιολαρίνη. Γιατί μια φορά ζούμε μονάχα ρέέέέ! YOLO!!!!! Γιολαρίνης από δω και μπρος για τους νέους. Ένα με τους νέους! Φεύγω τώρα γιατί άναψαν τα λαμπάκια μου. Αντίο αγαπητοί μου και υπομονή».

Δεν προλάβαμε να χαιρετήσουμε και είχε γίνει ήδη καπνός. Είχαμε μείνει κάγκελο. Είχε πει όλα όσα σκεφτόμασταν αλλά που ποτέ δεν είχαμε μεταφράσει σε λέξεις. Ο Αλκίνοος τον κοίταγε σαν χάνος. Ήταν ακριβώς όσα πίστευε και θα έλεγε και ο ίδιος σε μια αντίστοιχη ευκαιρία. Ακριβώς! Με το ίδιο ύφος, την ίδια σειρά, την ίδια ζέση, τις ίδιες λέξεις, το ίδιο πάθος. Πέντε γεμάτα, ολόκληρα λεπτά καθόταν αποσβολωμένος και κοιτούσε προς την μεριά από όπου έφυγε ο Γιολαρίνης.

Το περίεργο δεν ήταν όμως μόνο αυτό. Ο ίδιος ο Γιολαρίνης σαν παρουσία ήταν διαφορετικός. Πιο λαμπερός, με ωραίο λουσμένο μαλλί, περιποιημένο μούσι και Ώ! μα τι μεγάλη τιμή...καινούρια σαγιονάρα και νυχάκι περιποιημένο. «Κοίτα να δεις» είπε εντυπωσιασμένος. «Άλλος άνθρωπος. Τι έπαθε ξαφνικά ο γεροξούρας; Βλέπεις αγαπητέ Ιάσονα να μαθαίνεις; Μπορεί να ήμουν αγενής μαζί του στην πρώτη μας συνάντηση αλλά αυτό λειτούργησε θετικά και μας έκανε ένα αξεπέραστο άνοιγμα ψυχής σήμερα. Ίσως ο λόγος μου να είναι ικανός μέχρι και να «αλλάξει» τον κόσμο». Το ύφος του ήταν όλο στόμφο και ανωτερότητα. Εκνευριστικός όσο δεν πήγαινε. Το αντιπαρήλθα. Εκείνος συνέχισε να κοιτάει προς το μέρος από όπου είχε φύγει ο Γιολαρίνης και ενώ ήξερε πως δεν θα τον άκουγε είπε τιμής ένεκεν, σηκώνοντας το χέρι του ψηλά σαν ηγέτης, «Και ποιος ξέρει αδερφέ μου, ίσως κάποια στιγμή γρατζουνίσουμε και μαζί καμιά κιθάρα. Να τζαμάρουμε ρε Γιολαρίνη μου, να τζαμάρουμε».

«Ρε τον Αλκίνοο...» σκέφτηκα από μέσα μου. Ο θαυμασμός μου για αυτόν όλο και μεγάλωνε. Δεν ξέρεις τι να περιμένεις από δαύτον. Μέσα σε όλα. Φοβερός! «Η μέρα προμηνύεται καταπληκτική», μου είπε «Δεν νομίζεις αγαπητέ Γουάτσον;». «Προχώρα Αλκίνοε και άσε τις μαλακίες. Άιντε! Πάμε να πάρουμε την καταραμένη την τσάντα μου». «Καλά, έχω τρομερή διάθεση σήμερα, έχεις δίκιο, πάμε...πάμε. Είσαι ο Σάντσο Πάντσα μου, ο πιστός μου φίλος και συνοδοιπόρος. Το νιώθω στον αέρα...»

Μέχρι εκείνη την στιγμή δεν είχα την παραμικρή ιδέα για το τι θα επακολουθούσε ή τι είχε συμβεί και έτσι δεν μου έκανε εντύπωση αυτό που συνέβη. Αν και ομολογώ ήταν πολύ παράξενο. Ούτε ένας Σέρλοκ Χολμς δεν θα μπορούσε να το καταφέρει τόσο νωρίς.

Ανεβήκαμε, πήρα την τσάντα μου και γυρίσαμε πίσω στην στάση όπου και περιμέναμε το λεωφορείο. Μπήκαμε και καθίσαμε πίσω, γαλαρία, χαλαροί και ωραίοι, με τα χέρια μάλιστα απλωθήκαμε και αγκαλιάσαμε το πάνω μέρος των διπλανών καθισμάτων, τόσο χαλαροί και ωραίοι ήμασταν. Μέχρι που συνειδητοποιήσαμε πως δεν είχαμε χτυπήσει εισιτήριο και μας κόπηκε η μαγκιά. Κάθε επιβάτης που έμπαινε ήταν πλέον κίνδυνος. Ύστερα από κάποιες στάσεις επιβιβάστηκαν τρεις άνδρες και μια όμορφη κοπελίτσα, λεπτεπίλεπτη, γλυκούλα. Ήρθε και κάθισε μπροστά μας. Κρατούσε μια διαφάνεια και είχε κάτι ακουστικά στα αυτιά της, πιθανότατα άκουγε μουσική. Τι άλλο. Δεν είπαμε τίποτα, ούτε κοιταχτήκαμε. Μου ήταν εντελώς αδιάφορο το θέαμα όταν ξαφνικά ένιωσα τον Αλκίνοο να με κοιτάει. «Τι είναι ρε;» του είπα, και μου έκανε νόημα με τα μάτια δείχνοντας προς την κοπέλα. «Ναι. Μία κοπέλα. Τι.» Ανταποκρίθηκε με μια κίνηση και μου σούφρωσε τα χείλια. Σαν να μου έλεγε «Πσσσσς, ωραίο μαναράκι». «Α καλά. Έχεις ορεξούλες σήμερα έτσι; Και τι θες ρε μαλάκα; Άντε μίλα της, τι μου το παίζεις μοιραίος. Άντε μωρή κοτούλα να δούμε τι ψάρια πιάνεις...». «Την είχα πετύχει και προχτές, πάλι στο λεωφορείο» μου είπε, «και της μίλησα! Πήγαινε στις σχολές κι αυτή ρε συ! Να δει κάτι φίλες της. Αλλά παίχτηκε μαλακία και δεν πήρα το τηλέφωνό της ρε γαμώτο.»

Κοίτα να δεις πώς χάνει την ευφράδειά του ο Αλκινοάκος μπροστά σε ένα ωραίο γκομενί! Εδώ θα πέσει γέλιο σκέφτηκα και τον παρότρυνα να πάει να της μιλήσει, αφού την είχε περάσει την κρυάδα της πρώτης γνωριμίας. Αλλά Αλκίνοος είναι αυτός, στο θέμα γυναίκα πρέπει να κρατάμε και μικρό καλάθι. Τέλος πάντων, χωρίς πολλά-πολλά και προς μεγάλη μου έκπληξη την πλησιάζει από πίσω –με το φυλλοκάρδι του να τρέμει, εννοείται, μέσα του- και της λέει διστακτικά. «Συγνώμη δεσποινίς! (δεσποινίς!?!, αλλά και τι να πεις; Κοπελιά; Δεν είναι ωραίο, είναι και λίγο βλαχουριά. Τέτοιες εκφράσεις καγκουρίστικες δεν του αρέσουν καθόλου) είχαμε συναντηθεί και τις προάλλες, με θυμάσαι;». Εκείνη όμως δεν απάντησε, δεν αποκρίθηκε καν, λες και δεν τον άκουσε. Τότε, γύρισε από την μπροστινή θέση ο ίδιος κυριούλης που ήταν και τις προάλλες στο λεωφορείο, τον κοίταξε πονηρά και πήγε να μιλήσει. «Ε άντε μου στον διάολο» σκέφτηκε ο Αλκίνοος. «Μην με γαμήσεις πάλι μωρή καρικατούρα. Γύρνα μπροστά και συνέχισε να ζωγραφίζεις την βάρκα σου και άσε μας ήσυχους.» Αλλά ο κυριούλης δεν μίλησε τελικά ο καημένος. Αντιθέτως. Του έδειξε τα αυτιά, ότι δηλαδή φορούσε ακουστικά η κοπέλα και ύστερα του έκλεισε το μάτι και ξαναγύρισε μπροστά. Είναι αλήθεια. Όντως συνέχισε να ζωγραφίζει. Όμως πλέον δεν ήταν βάρκα το αντικείμενό του.

Ο Αλκίνοος γύρισε και μου έκανε μια χειρονομία στο μέτωπο. «Πάλι καλά!». Άγγιξε απαλά στον ώμο την κοπέλα και όταν εκείνη έκανε να βγάλει το ένα ακουστικό και να γυρίσει να τον κοιτάξει, εγώ γύρισα από την άλλη. Δεν ήταν και ωραίο να παρακολουθώ. Το έπαιξα ότι δήθεν δεν συμβαίνει τίποτα, αν και πεθαίνω για τέτοια. «Συγνώμη» είπε εκείνη «δεν σε άκουσα». Τον κοίταξε για λίγο και μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου συνέχισε. «Α! Τι κάνεις; Πάλι εδώ βλέπω; Τακτικός πελάτης του ΟΑΣΑ! Στις σχολές πας και σήμερα; Και εγώ εκεί πάω, αν είναι πάμε μαζί.». Θα αστειεύεσαι, μονολόγησα. Θα ρίξει και γκομενάκι σήμερα ο θεός. «Ναι» απάντησε εκείνος «Πάμε μαζί, γιατί όχι».

Πέρασαν όλα από το μυαλό του για μια ακόμη φορά. Πως γούσταρε να γίνει δικηγόρος από παιδί, θύμα της φίρμας και της υποτιθέμενης «αίγλης» που φέρει η νομική. Πιστεύω πως όλα αυτά πέρασαν από το μυαλό του επειδή φοβόταν να προχωρήσει το θέμα. Περίμενε κάποιο αρνητικό σημάδι, έτσι ώστε να έχει δικαιολογία που δεν θα αναγκαστεί να κάνει κάτι μαζί της. Να γλιτώσει την αμήχανη στιγμή υποθέτω να έρθει όλο και πιο κοντά της, και τελικά να πλαγιάσει μαζί της. Μερικοί άνδρες φοβούνται να γαμήσουν. Είναι αλήθεια. Είναι τρομοκρατημένοι για διάφορους λόγους. Με εικόνες όπως τα προσόντα του Γάλλου παρτενέρ παντού, και την προστυχιά της Τσούλια Αλεξανδράτου, δεν θέλει και πολύ.

Σε αυτήν την περίπτωση ο Αλκίνοος, ίσως φοβόταν, ίσως ακόμα και μην ήταν έτοιμος μετά την Βέτα να ξαναεμπιστευτεί, ίσως και όλα αυτά μαζί. Ίσως και τίποτα. Μόνο που η κοπέλα δεν του έκανε την χάρη ( Όχι Αλκίνοε, ΘΑ γαμήσεις!), και ακολούθησε η παρακάτω συζήτηση:

 

  • Ωραία…

  • Τι πράγμα ωραία; ρώτησε εκείνη.

  • Π… που πας πάλι στις σχολές… είπε χαμογελαστά ο Αλκίνοος.

  • Ε, ευχαριστώ, ξέρω γω.

  • Και… Για να δεις τις φίλες σου πας;

  • Ε λοιπόν εντάξει, σου είπα ένα αθώο ψεματάκι την προηγούμενη φορά. Δεν πάω να δω τις φίλες μου. Για την ακρίβεια δεν ξέρω κανέναν από θεολογία.

  • Τότε γιατί πας; Ρώτησε εκείνος. «Κάνε να μην πάει για γκόμενο, κάνε να μην πάει για γκόμενο, κάνε να μην πάει για γκόμενο» επανέλαβε από μέσα του.

  • Έχω αρχίσει ένα μεταπτυχιακό στις κοινωνικές επιστήμες και πάω στο μάθημα.

  • Μα… Νόμιζα ότι σπουδάζεις νομική. Αν θυμάμαι καλά.

  • Εντάξει, δύο αθώα ψεματάκια. Χαμογέλασε εκείνη γέρνοντας το κεφάλι στο πλάι και ανασηκώνοντας ελαφρά τους ώμους της.

  • Και που έλεγες ότι ήταν όνειρό σου να γίνεις δικηγόρος; Δεν ισχύει;

Ο Αλκίνοος προσπαθούσε να κρύψει τη χαρά του κάτω από τα μουστάκια του.

  • Όχι, δεν μου αρέσει καθόλου. Για την ακρίβεια το απεχθάνομαι. Δεν θα μου ήταν δύσκολο βέβαια. Σιγά! Θα την τελείωνα στα τέσσερα χρόνια, έτσι, για να δείξω στους γονείς μου ότι μπορώ και για να μην έχουν να μου λένε διάφορα.

  • Σε πίεσαν οι δικοί σου δηλαδή να πας νομική;

  • Ναι πάρα πολύ. Από μικρή μου έλεγαν «Εσύ θα γίνεις δικηγόρος...εσύ θα γίνεις δικηγόρος σαν εμάς τους γονείς σου» και άλλα τέτοια. Ο πατέρας μου έλεγε πάντα «Κορίτσι μου, εσύ νομική θα σπουδάσεις. Πάει και τελείωσε. Θα σε βοηθήσω και εγώ». Για μια στιγμή σκέφτηκα να τους κάνω το χατίρι για να τους ξεφορτωθώ από τη μουρμούρα τους. Αλλά μετά λέω κάτσε, γιατί να το κάνω; Να πετάξω έτσι τέσσερα χρόνια για να ευχαριστηθούν αυτοί; Ε όχι! Έχω τη δική μου ζωή να ζήσω. Έχω τα δικά μου όνειρα.

«Τι λες ρε φίλε» σκέφτηκε ο Αλκίνοος. Πλάκα μου κάνεις. Ερωτεύτηκα! Αυτή είναι κοπέλα. Είναι ποτέ δυνατόν; Αυτή είναι σίγουρα η μέρα μου!

 

  • Δηλαδή εσύ τι θα ήθελες να κάνεις πραγματικά;

  • Εγώ θέλω να αλλάξω την κοινωνία από μικρή και θέλω να κάνω μεταπτυχιακό στις κοινωνικές επιστήμες ενώ παράλληλα θα απασχολούμαι σε κοινωνικές δράσεις όπως κάνω από τα δεκαέξι μου. Πραγματικά θα το κάνω, γιατί δεν αξίζει άλλος τρόπος ζωής εάν δεν βοηθάς να βελτιωθεί το περιβάλλον που θα φέρεις τα παιδιά σου. Ένα περιβάλλον που να αξίζει να ζεις. Καταλαβαίνεις έτσι; Εσύ;

  • Τι πράγμα εγώ;

  • Να, πώς το αποφάσισες για κοινωνικές επιστήμες;

  • Με ενδιέφερε κι εμένα από μικρό πώς να αλλάξω την κοινωνία.

  • Γιατί να την αλλάξεις; Δεν σ’ αρέσει όπως είναι;… ρώτησε χαμογελαστά η κοπέλα.

  • Χα, πλάκα κάνεις; Τι να μ’ αρέσει! Το σύστημα που βγάζει ανθρώπους για να… Αλλά τα ξέρεις, στα έχω πει και την άλλη φορά.

  • Ναι; Δεν πολυθυμάμαι να ολοκλήρωσες την κουβέντα σου τότε. Ωπ, σόρρυ αλλά εδώ κατεβαίνουμε.

  • Α… ναι… Ωραία. Χάρηκα που τα ξαναείπαμε. Και… βασικά να…

  • Ναι κι εγώ χάρηκα. Άντε, τα λέμε.

  • Ε… ναι οκ ρε συ, τα λέμε.

  • Α, κάτσε, πώς σε λένε;

  • Αλκίνοο, εσένα;

  • Αντιγόνη.

  • Πολύ ωραίο όνομα και φυσικά κόντρα στο κατεστημένο της εποχής.

  • Χαχαχα, ναι σωστά. Τίποτα δεν είναι τυχαίο

  • Θέλεις να βρεθούμε κάποια στιγμή να μιλήσουμε για τις τύχες αυτής της κοινωνίας;

  • Ναι θα το ήθελα. Αλλά δεν χρησιμοποιώ facebook. Για να κανονίσουμε θα πρέπει να το πάμε με τον πατροπαράδοτο τρόπο.

  • Πλάκα κάνεις τώρα!

  • Τι;

  • Την προηγούμενη φορά με είχες ρωτήσει για το προφίλ μου στο facebook! Και τώρα μου λες ότι δεν χρησιμοποιείς;

  • Χαχα, ένα τρίτο αθώο ψεματάκι, και τελευταίο, στο υπόσχομαι! Απλά είναι κάτι που λέω συνήθως για να ξεφορτώνομαι μερικούς. Μετά φυσικά δεν τους προσθέτω σε κανένα facebook, αφού μετά βίας έχω μέιλ. Και έτσι γλιτώνω! Σε βγάζει από τις δύσκολες καταστάσεις.

  • Δηλαδή ήθελες να με ξεφορτωθείς κι εμένα τότε;

  • Μα αφού δεν είχες ούτε εσύ facebook βρε! Και πάνω που περίμενα να με ρωτήσεις το τηλέφωνό μου, εσύ σηκώθηκες κι έφυγες. Δεν κάνουν έτσι σε ένα κορίτσι Αλκίνοε! Τς τς τς…

  • Εχμμμμναι…Εντάξει, mea culpa τότε, το παραδέχομαι… είπε ο Αλκίνοος κοκκινίζοντας και ξύνοντας αμήχανα το σβέρκο του.

  • Να δώσουμε από τώρα ένα ραντεβού καλύτερα; τον ρώτησε εκείνη. Τι λες αύριο στις έξι το απόγευμα στο κυλικείο της σχολής;

  • Με μεγάλη μου χαρά. Θα σε περιμένω. Μην με στήσεις. Φιλιά και καλό μεσημέρι.

 

Αυτά τα τελευταία τα είπε ο Αλκίνοος με προσποιητή άνεση, γιατί είχα κατέβει κι εγώ στη στάση προφανώς και ήθελε να μου το παίξει ο κουλ γκομενιάρης που το κατέχει το άθλημα. Άσε μας ρε Αλκίνοε! Άσε μας αγόρι μου! Εντάξει σε όλα τα άλλα προσκυνώ και σου βγάζω το καπέλο και μας βάζεις τα γυαλιά και άλλα τέτοια γεμάτα ρισπέκτ πράγματα. Αλλά στο θέμα γκόμενα μπαμ κάνει πως δεν το έχεις. Σε βλέπω. Είπαμε, έχω διαβάσει δυο-τρία πραγματάκια για τη γλώσσα του σώματος. Αλλά εδώ κι ένας άσχετος μπορεί να βγάλει διάγνωση για τον παλίκαρο τον Αλκίνοο. Ωστόσο όφειλα να του το παραδεχθώ. Ακόμα και έτσι, είχε καταφέρει να κλείσει ραντεβού με γκόμενα. Και μάλιστα όχι κάνα μπαζάκι, ήταν ψιλοτούμπανο η τύπισσα. Και διαβασμένη. (Εμένα βέβαια πάντα με ενδιέφερε ένα πράγμα, η γκόμενα να έχει μεγάλα βυζιά. Τίποτα άλλο. Πείτε με ρηχό, εγώ είμαι απλά ειλικρινής!)Αλλά αυτή είχε όλο το πακέτο. Και σώμα και μυαλό! Ε τι σκατά άλλο να ζητήσει κανείς σαν τον Αλκίνοο; Η τύχη ήταν με το μέρος του, του ρουφιάνου!

Ο Αλκίνοος είχε μόλις κλείσει ραντεβού! Με κοπέλα! Ο Αλκίνοος είχε ραντεβού με κοπέλα! Αύριο θα έβγαινε με κοπέλα!... Από το παραλήρημά του, ήρθε να τον βγάλει ένα πλήθος κόσμου που φώναζε, έχοντας περιστοιχίσει έναν μαυροφορεμένο άνθρωπο, μερικά μόλις μέτρα μακριά τους. Τι να συνέβαινε άραγε; «Ιάσονα, έχεις χρόνο για το μάθημα; Με τρώει η περιέργεια ρε συ τι παίζει εκεί πέρα. Να πάμε μια να δούμε;». «Έχω κάνα 40λεπτο ακόμα. Έλεγα να έριχνα μια ματιά στις σημειώσεις αλλά γάμα το. Ό, τι γράψω. Πάμε να ρίξουμε μια ματιά. Τι, πέφτει ξύλο λες;» του απάντησα. Ο Αλκίνοος σήκωσε τα φρύδια του με ερωτηματικό τρόπο και μου έγνεψε να πλησιάσουμε το πλήθος για να δούμε.

Εκεί λοιπόν, καταμεσής του πλήθους ήταν ένας παπάς, ψηλός και αγέρωχος, όχι πολύ μεγάλος, εκεί γύρω στα 45. Είχε μια περίεργη έκφραση στο πρόσωπό του, λες και είχε μόλις βιώσει κάποια αποκάλυψη. Το πλήθος γύρω του απαρτιζόταν από άτομα κυρίως προχωρημένης ηλικίας, αλλά και μεσόκοπους , ακόμα και μητέρες με τα παιδιά τους στα καροτσάκια. Δεν φαίνονταν επιθετικοί απέναντι στον παπά, κάθε άλλο. Τον επευφημούσαν. Ο παπάς χαμογελούσε σε κάθε έναν από αυτούς του πλήθους και έμοιαζε σαν να έψαχνε ευκαιρία να κάνει το πλήθος λίγο ησυχία για να τους μιλήσει. Για να δούμε, σκέφτηκα μέσα μου και πλησίασα κι άλλο με τον Αλκίνοο, μπαίνοντας κι εμείς στο μπουλούκι.

Μετά από δύο λεπτά, ο παπάς άρχισε να μιλάει. Δεν είχε αυτόν τον προσποιητό στόμφο η φωνή του, που συναντάς σε κάθε ιερωμένο όταν θέλει να βγάλει λόγο για να ακουστεί βαρυσήμαντος. Ήταν ένα τυπικό τρικ που χρησιμοποιούσαν όλοι οι κληρικοί για να ψαρώσουν τον κοσμάκη. Του Αλκίνοου βέβαια πιο πολύ του θύμιζε το μάγο Γκάνταλφ το όλο στυλάκι. Είχε μάλιστα συνήθειο, όποτε και αν τύχαινε να ακούει κανέναν ιερωμένο να πιάνει το λογύδριο με το γνωστό αυτό στομφώδες ύφος, να συμπληρώνει και ο ίδιος με λίγο πιο χαμηλή φωνή «You shall not pass!».

Δεν ήταν ότι δεν πίστευε στο θεό ο Αλκίνοος. Αλλά δεν ήταν ότι πίστευε κιόλας. Δήλωνε αγνωστικιστής. Του άρεσε να παραλληλίζει το θεό με τη δύναμη της βαρύτητας. Τη βαρύτητα δεν μπορούμε να τη δούμε, αλλά υπάρχει γύρω μας, τη βιώνουμε καθημερινά. Ε, κάπως έτσι μπορεί να ήταν κι ο θεός. Δεν τον βλέπαμε, ούτε τον νιώθαμε άμεσα πουθενά (εκτός από εκείνους που έβλεπαν το θεό στη φύση, στο χαμόγελο ενός παιδιού, στο τιτίβισμα ενός πουλιού, στα φτερά μιας πεταλούδας και άλλα γλυκανάλατα. Αλλά αν τους τελείωνε ο μπάφος όλων αυτών, να σου έλεγα εγώ τι ξενέρα θα τραβούσαν.) Ωστόσο αυτό δεν σήμαινε ότι δεν υπάρχει θεός. Μπορεί να υπάρχει και να είναι κάπου που δεν τον πιάνει το μάτι μας, ή το αυτί μας ή η μύτη μας (αλήθεια, πώς να μύριζε ο θεός αν υπήρχε; Μόνο οπτικές και ακουστικές μαρτυρίες έχουν γραφτεί για την παρουσία του θεού σε μερικούς. Άραγε να μύριζε σαν άπλυτος γέρος; Ή σαν σκονισμένο ντουλάπι; Λες να μύριζε σκόρδο η πνοή η ζώσα του; Κανείς δεν ξέρει. ο Αλκίνοος θα ήθελε πάντως να είναι ένας αξιοπρεπής καθαρός γεράκος ο θεός. Να μυρίζει κολόνια Μυρτώ, ή καμιά Old Spice. Κι ας ήταν αξύριστος. Ναι. Αν κάποια στιγμή του αποκαλυπτόταν και μύριζε Old Spice, θα πίστευε σ’ Αυτόν με τη μία. Μου το είχε πει.)

Και τώρα να, μπροστά μας ένας άνθρωπος του θεού, περιτριγυρισμένος από ένα τσούρμο ανθρώπων, άνοιξε το στόμα του και είπε:

«Αδέλφια μου, συνάνθρωποί μου. Στέκομαι εδώ ανάμεσά σας, σαν ίσος ανάμεσα σε ίσους. Δεν είμαι τίποτα παραπάνω από εσάς, τίποτα παρακάτω. Είμαι απλά ένας συνάνθρωπός σας που θέλει να μοιραστεί κάτι μαζί σας. Χρόνια τώρα ασκώ αυτό το επάγγελμα του κληρικού, είμαι μαζί σας τις Κυριακές και ακούω καθημερινά τα προβλήματά σας. Και τι σας προσφέρω ως αντάλλαγμα; Έναν ώμο για να κλάψετε, να τα βγάλετε από μέσα σας. Αλλά αυτό σας το παρέχει κι ένας φίλος, σωστά; Τι παραπάνω σας προσφέρω εγώ, ο πνευματικός σας; Τίποτα αδέλφια μου! Τίποτα παραπάνω δεν σας προσφέρω. Τόσο καιρό θαρρείτε πως λέγοντάς τα σε μένα, τα άκουγε παράλληλα κι ο ύψιστος; Πιστέψτε με, αν σας ακούει, σας ακούει όπου κι αν είστε Αυτός. Με όποιον κι αν βρίσκεστε. Αυτό που έχω να σας πω όμως σήμερα, και θέλω να το σκεφτείτε καλά, είναι ότι μπορεί και να μη σας ακούει ο θεός. Μπορεί και να μη σας βλέπει. Γιατί μπορεί και να μην είναι καν εκεί. Τον έψαξα, και στους ουρανούς έστρεψα το βλέμμα μου και τον κάλεσα, και στη γη του φώναξα, έσκαψα να τον βρω. Πουθενά δεν βρήκα κανέναν αδέρφια μου. Φώναξα το όνομά του ξανά και ξανά. Δεν εμφανίστηκε σε καμία μορφή. Γι αυτό μετά από τόσα χρόνια στον κλήρο, τόσα χρόνια να τελώ το έργο ενός αόρατου αφέντη, στέκομαι απογυμνωμένος σήμερα μπροστά σας από το αξίωμα του κληρικού και σας μιλώ ως δικός σας. Έψαξα να βρω το μεγάλο εξαίσιο, αποτρόπαιο μυστικό Του. Έψαξα και το βρήκα. Και το κουβαλώ το ένα τούτο μυστικό στις πλάτες μου μονάχος τόσα χρόνια. Και θέλω να μοιραστώ το βάρος του μυστικού μαζί σας. Και το ένα τούτο… δεν υπάρχει. Δεν ξέρω τίποτα παραπάνω από ότι εσείς για το Θεό. Ούτε αν είναι εδώ και μας ακούει, ούτε κι αν δεν είναι πουθενά, παρά μόνο μέσα στο μυαλό μας. Μπορεί κάποιοι από σας να έχουν παραπάνω γνώση από μένα. Όμως άλλο δεν μπορώ να σας κοροϊδεύω, και να σας πουλάω κούφια λόγια και μια παρηγοριά στον άρρωστο. Βγείτε έξω και αναζητήστε τον οι ίδιοι το Θεό. Βγείτε, βρείτε τον, σας παροτρύνω… Εγώ παραιτούμαι από το ρόλο μου ως κληρικός, εδώ και τώρα, ενώπιον σας.»

Και λέγοντας αυτά τα τελευταία λόγια, ο παπάς βγάζει με μια κίνηση το καλυμμαύκι του και το πετάει καταγής. Και το πλήθος; Το πλήθος γύρω του ζητωκραύγαζε με σφυρίγματα και «μπράβο» και επευφημίες! Είναι δυνατόν; Αυτοί οι άνθρωποι θα πήγαν να εκκλησιαστούν και ξαφνικά ο παπάς της ενορίας τους λέει ότι μπορεί να μην υπάρχει Θεός; Κι αυτοί ζητωκραυγάζουν; Μα τι γίνεται εδώ; Λες και ξύπνησαν όλα τα πρόβατα μονομιάς! Λες και σηκώθηκε ένα πέπλο μπροστά από τα μάτια τους και επιτέλους κατάλαβαν! Επιτέλους κατάλαβαν! Επιτέλους κάτι είχε αρχίσει να αλλάζει σ’ αυτή την κοινωνία προβάτων!

Τις σκέψεις αυτές του Αλκίνοου διέκοψα απότομα εγώ γιατί θα έσκαγα.

  • Ρε φίλε τι παίχτηκε μόλις; Το διανοείσαι; Το αντιλήφθηκες; Τι σκατά έγινε;

  • Απίστευτο ε; Ακόμα δεν το χωράει ο νους μου!

  • Κι εμένα το ίδιο. Έχω μείνει μαλάκας τώρα. Τι τον έπιασε τον παπά ξαφνικά; Και καλά ο παπάς. Όλοι οι άλλοι, που του φώναζαν και μπράβο και ζήτω και άξιος; Τι παίχτηκε ρε φίλε; Ομαδική παράκρουση; Δεν είναι φυσιολογικά αυτά.

 

  • Καλά ρε Ιάσονα με δουλεύεις; Ήταν γαμάτο! Επιτέλους ο κόσμος άρχισε να ξυπνάει από τα φούμαρα που του πουλάει τόσες χιλιάδες χρόνια η θρησκεία. Και δε χαίρεσαι που, έστω αυτό το τσούρμο ανθρώπων, πέταξαν επιτέλους τις παρωπίδες;

 

  • Ρε φίλε δε λέω αυτό. Αλλά δεν σου κάνει εντύπωση εσένα που τους έπιασε έτσι ξαφνικά όλους μαζί;

 

  • Εμένα μ’ άρεσε. Και χάρηκα γι’ αυτούς.

 

  • Ναι εντάξει ρε μαν. Αλλά έτσι στα μπαμ; Το θεωρείς φυσιολογικό;

 

  • Άγνωσται αι βουλαί του Κυρίου, Ιασονάκο μου!

 

  • Ναι, καλά, γέλα εσύ. Εγώ φρίκαρα που τους είδα έτσι όλους αυτούς πάντως. Κάτι περίεργο παίχτηκε εδώ πέρα.

 

  • Θαύμα ήταν Ιάσονα, θαύμα! Πίστευε και μη ερεύνα!

 

  • Συνεχίζει και κερδίζει ο παπάρας ρε! Τέλος πάντων, θα τα συζητήσουμε αργότερα γιατί θα χάσω το μάθημα. Άντε την κανά, μπάι.

 

  • Καλή επιτυχία. Θα είμαι στο κυλικείο, όταν τελειώσεις πέρνα από κει. Τα λέμε.

 

Καθώς απομακρυνόμουν, ο Αλκίνοος με το κεφάλι ψηλά κι ένα χαμόγελο θριαμβευτή – άγνωστο το γιατί ένιωθε τόσο δικαιωμένος με την «επιφοίτηση» του (τέως) παπά και με του πλήθους που τον ζητωκραύγαζε- έφτασε στην είσοδο της σχολής με τις μυριάδες αφίσες των κομμάτων για να κάνει το γνωστό του χάζι. Για έναν περίεργο λόγο, όλες οι αφίσες της ΔΑΠ με το επερχόμενο πάρτυ που είχε δει πριν δυο μέρες έλειπαν. Στη θέση τους ήταν εκείνες με την αιμοδοσία, που υπήρχαν στη στάση του λεωφορείου σήμερα το πρωί και οι μικρές ασπρόμαυρες της ΚΝΕ. Πώς και το επέτρεψε αυτό η ΔΑΠ, να της ξηλώσουν τις αφίσες; Δεν έχει ξανασυμβεί κάτι τέτοιο, περίεργο.

Εκείνη τη στιγμή πέρασε ο γνωστός λαδοπόντικας αφισοκολλητής της ΚΝΕ, με τις πάντα βρώμικες μασχάλες και τα στρογγυλά γυαλάκια. Μα τούτη τη φορά, ο Αλκίνοος δυσκολεύτηκε να τον γνωρίσει. Τι μεταμόρφωση ήταν αυτή; Τον είχε επισκεφθεί η καλή νεράιδα του αποσμητικού; Είχε πάρει ένα ζευγάρι γυαλιά του δικού μας αιώνα; Τι είχε γίνει εδώ; Ο τυπάκος μοσχοβολούσε πάστρα και κολόνιες καθώς πλησίαζε τον Αλκίνοο, με κάτι κοκάλινα γυαλιά με μαύρο σκελετό μακρόστενα, πολύ όμορφα, πάλι χύμα ντυμένος αλλά πολύ-πολύ πιο καθαρός και σιδερωμένος. Θα είχε έρθει καμιά μάνα του και θα τον έβαλε για μπάνιο στον κλίβανο για να φύγει όλη αυτή η κοράτσα από πάνω του, σκέφτηκε ο Αλκίνοος. Η δε αλογοουρά του ήταν πια όντως αλογοουρά. Σαν ουρά περσικού αλόγου για την ακρίβεια, όχι ποντικιού από τον τρίτο υπόνομο δεξιά, κεντρικό απόπατο Ηλιούπολης. Μπράβο του!

«Τι λέει φιλαράκι; Τις ξηλώσατε βλέπω τις αφίσες της ΔΑΠ με το παρακμιακό το πάρτυ; Καλά κάνατε! Χαλούσαν την αισθητική! Χαχα!» είπε στον πρώην λαδοπόντικα. Εκείνος αντί να γελάσει, του απάντησε σε σοβαρό τόνο:

- Η ΔΑΠ τις έβγαλε. Δεν τα έμαθες; Ακυρώθηκε το πάρτυ τους.

- Ακυρώθηκε; Σώπα ρε συ, γιατί;

- Δεν είδες καθόλου ειδήσεις;

- Όχι, δεν έτυχε. Γιατί; Τι συνέβη;

- Να, οι… καλλιτέχνες, σόρρυ για τον όρο, που θα εμφανίζονταν στο πάρτυ, είχαν δώσει πριν δυο μέρες συναυλία και για τη ΔΑΠ Θεσσαλονίκης. Ε, κι εκεί που γυρνούσαν Αθήνα, το λεωφορείο τους τράκαρε με μια νταλίκα στην εθνική που μετέφερε βουτάνιο και σκοτώθηκαν όλοι. Κάηκαν ζωντανοί. Τρελό σκηνικό. Μόνο ο οδηγός του λεωφορείου σώθηκε.

- Τι λες ρε φίλε! Πωπω!

- Ναι σου λέω. Τάμτα, Πετρέλης, Οικονομόπουλος, Νίνο, Φουρέιρα και Παντελίδης πάνε. Έγιναν στάχτη.

- Ήταν να τραγουδήσει κι ο Παντελίδης στο πάρτυ; Δεν το θυμόμουν.

- Δεν το έγραφε στην αφίσα, ήταν ο σταρ-έκπληξη.

- Μάλιστα. Απίστευτο πραγματικά. Τέλος πάντων, ζωή σε λόγου μας και να ζήσουμε να τους ξεχάσουμε…

- Αμήν! … είπε ο ΚΝίτης και συνέχισε το δρόμο του.

Τρομερό αυτό που μόλις είχε πληροφορηθεί. Απίστευτο, ασύλληπτο. Αδιανόητο. Ποιος θα το περίμενε ότι με ένα ατύχημα θα είχε ξεφορτωθεί ο τόπος από όλη αυτή την πλέμπα, τη μουσική μάστιγα που τον ταλαιπωρούσε και τον βασάνιζε. Μια στιγμή ο Αλκίνοος κοντοστάθηκε. Αναλογίστηκε τι είχε μόλις ξεστομίσει. Ντροπή του, τι ποταπές σκέψεις ήταν αυτές! Πώς μπορούσε να λέει τέτοια αισχρά λόγια για το θάνατο των συνανθρώπων του; Και να αστειεύεται με ένα τέτοιο ζήτημα; Και να χαζογελάει με τον ΚΝίτη; Όχι, όχι! Δεν ήταν καθόλου μα καθόλου σωστό. Για την ακρίβεια, ήταν η πιο απάνθρωπη σκέψη που είχε κάνει ποτέ!

Κι όμως, ένα μειδίαμα ήταν χαραγμένο στο χείλη του και δεν έλεγε να φύγει. Όσο ελεεινή ήταν αυτή του η συμπεριφορά, όσο σκληρή και απάνθρωπη και μακριά από τα πιστεύω του… Κάπου μέσα του είχε χαρεί γι’ αυτή την τραγωδία. Ένα διαολάκι μέσα του έλεγε «καλά ξεκουμπίδια, να ξεσκαρτάρει ο τόπος από δαύτους». Όχι, όχι! Δεν τόλμησε να συμφωνήσει μαζί του. Δεν τόλμησε να το αφήσει. Ένα αγγελάκι ωστόσο μέσα του έλεγε «άκου τι σου λέει ο άλλος, δίκιο έχει». Δηλαδή η πλήρης σύγχυση! Τελικά επέτρεψε στον εαυτό του να παραδεχτεί ένα πράγμα: δεν θα του έλειπαν τα συγκεκριμένα άτομα. Δεν θα του έλειπαν καθόλου.

Ήσυχος με τη συνείδησή του, συνέχισε το δρόμο του προς το κυλικείο. Μου είχαν προξενήσει μεγάλη εντύπωση όλα όσα μέχρι στιγμής είχαν συμβεί, αλλά δεν ήξερα πως να τα συνθέσω στο μυαλό μου και τι ερμηνεία να δώσω. Μπορεί και να μην ήταν τίποτα πέρα από τύχη. Τι να πω! Όλα όσα είχαν συμβεί εκείνη την μέρα ήταν διαβολικά περίεργα, από τον Γιολαρίνη μέχρι την ξαφνική ανάνηψη της κοπελίτσας. Ύστερα το λεωφορείο...όπως και όλα όσα ακολούθησαν εκείνη την ημέρα. Εάν δεν έχει δει κάποιος πολλές ταινίες φαντασίας και εάν δεν έχει διαβάσει πολλά βιβλία φαντασίας, είναι δυνατόν κάποιον να τον τρελάνουν όλα αυτά. Και εγώ παρ’ ολίγον να το χάσω εντελώς αλλά πιστέψτε με, για να μην τρελαθώ, προσπάθησα να κάνω τα πάντα. Κυριολεκτικά ΤΑ ΠΑΝΤΑ!

Βέβαια, αυτό που συνέβη στο τέλος, ούτε ο Stephen King δεν θα μπορούσε να το φανταστεί. Μέχρι όμως να τα βάλω όλα σε μια σειρά, και να πράξω όσα θεώρησα πως είχα χρέος να πράξω, δεν είμαι σίγουρος ότι δεν κινήθηκα μέσα στα όρια κάποιας τρέλας. «Τρέλα» για τα δεδομένα του κόσμου όπως τον ξέρουμε φυσικά!

Τελείωσα το μάθημα που έδινα, πολιτική οικονομία, στο οποίο κάτι έγραψα αλλά δεν είχα καλή συγκέντρωση και ύστερα από ένα αρπακολατζίδικο γραπτό που παρέδωσα όπως-όπως, έφυγα και κατευθύνθηκα προς το κυλικείο για την καθιερωμένη μας πλέον, «τυρόπιτα». Καθώς ήμουν λοιπόν στον δρόμο, πέρασα μπροστά από ένα βιβλιοπωλείο, από τα πιο ωραία βιβλιοπωλεία που έχω δει στην ζωή μου. Όχι σαν εκείνα τα μεγάλα που θυμίζουν εμπορικά κέντρα και έχουν στις βιτρίνες τσάντες, δώρα, λαμπάδες, δένδρα...ό, τι θέλεις έχουν εκτός από βιβλία. Εκείνο όμως ήταν όμορφο, ζεστό, που ανέδυε μια κλασική ομορφιά παλαιού βιβλιοπωλείου κάπου στην Γαλλία των περασμένων αιώνων (δεν ξέρω πως ήταν η Γαλλία των περασμένων αιώνων, πόσο μάλλον τα βιβλιοπωλεία, απλώς είχα αυτήν την αίσθηση του κλασικού. Πες το εξωραϊσμό του παρελθόντος; Παρελθοντολαγνία; Κατάθλιψη; Δεν ξέρω. Πάντως νομίζω πως συνεννοηθήκαμε). Έπιπλα από σκούρο ξύλο, ελικοειδή σκαλίτσα που οδηγεί σε ημιώροφο με ξύλινα κάγκελα και έναν επιβλητικό πολυέλαιο κρεμασμένο από την οροφή. Το είχε διακοσμήσει με υπέροχους πίνακες στους τοίχους. Πίνακες πάζλ από διάσημους ζωγράφους. Ο βιβλιοπώλης; Εξαιρετικός και απαράμιλλος στις γνώσεις. Ο τύπος του βιβλιοπώλη που σε βοηθά να βρεις εκείνο το βιβλίο που δεν ήξερες πως χρειάζεσαι. Όχι εκείνος που κάθεται μπροστά από τον υπολογιστή με κομπιουτεράκι, που αδιαφορεί για σένα παντελώς και που σε κοιτάει στο πορτοφόλι την ώρα του ταμείου και σου κοτσάρει με μεγάλα γράμματα ότι "Ο ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΗΣ ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ ΝΑ ΠΛΗΡΩΣΕΙ ΕΆΝ...".

Κάποτε όταν επισκέφθηκα για πρώτη φορά αυτό το όμορφο βιβλιοπωλείο, του εξέφρασα και την γνώμη μου πάνω στην μεταχείριση ενός βιβλίου, μετά από την κίνηση μιας κοπέλας που είδα να διπλώνει ένα που κρατούσε σκίζοντας την δέση του. «Αυτό είναι βιασμός!» του είπα. «Το βιβλίο θέλει σεβασμό. Το βιβλίο είναι για μένα πεδίο μάχης. Πρέπει να ρίχνεσαι μέσα του και στο τέλος όταν το κλείνεις να φαίνεται πως πάλεψες μαζί του. Να σφύζει από σημειώσεις, υπογραμμίσεις...παραπομπές. Αυτή είναι ερωτική η σχέση. Γι' αυτό και απαιτείται εμπειρία, ακριβώς όπως και στον έρωτα. Δεν πρέπει να το αντιμετωπίζουμε σαν μουσείο αλλά να το κάνουμε κτήμα μας. Σε αντίθεση με αυτό που έκανε η κοπελίτσα. Που το βίασε χωρίς ενοχές και δισταγμούς». Φάνηκε τόσο πολύ να συγκινείται με την τοποθέτησή μου που μου έκανε και ένα μικρό δωράκι. Έπιασε το κόλπο!

Σε μια μικρή εσοχή είχε και μια μηχανή του εσπρέσο και αν το ήθελες μπορούσες να ανέβεις στον επάνω όροφο, να καθίσεις στις μπορντό πληθωρικές αναπαυτικές πολυθρόνες και διαβάζοντας να απολαύσεις το καφεδάκι σου σε μια άλλη εποχή. Βέβαια, όταν θα έβγαινες από το μαγαζί θα προσγειωνόσουν ανώμαλα στην πραγματικότητα, στον μίζερο εικοστό πρώτο αιώνα, με όλες τις αφίσες απέναντι φάτσα φόρα από εκδρομές, κόμματα κ.λπ. Δεν πειράζει. Τα ταξίδια κάνουν καλό.

Δεν ήθελα όμως να μιλήσω για αυτό το βιβλιοπωλείο. Απλώς μόλις το είδα, συνειδητοποίησα πως είχα παραγγείλει ένα βιβλίο από ένα άλλο βιβλιοπωλείο σαν εκείνα τα αισχρά που περιέγραψα παραπάνω. Τα εμπορικά κέντρα. Δυστυχώς, αυτά τα αισχρά βιβλιοπωλεία, έλα που έχουν και γαμώ τις ποικιλίες σε τίτλους και σου κάνουν όχι μόνο καφέ αλλά ό, τι ποθήσεις. Το άλλο, το κλασικό, έχει τίτλους όπως «Ο τυφλός μουσικός» του Κορολένκο, σε έκδοση διακοσίων χρόνων και μετάφραση Αδαμάντιου Κοραή. Η τιμή του; Κοντά τριακόσια ευρώ. Ναι, εντάξει, γαμώ! Αλλά δεν είμαι συλλέκτης ρε παιδιά. Ένα βιβλίο θέλω, ει δυνατόν να το πάρω όσο πιο φθηνά γίνεται και με δόσεις. Σίγουρα αξίζει τα ωραία μας λόγια αλλά στα χρήματα είμαι οικονόμος. Όταν πρέπει να πάρουμε ένα βιβλίο και αυτό το βιβλίο πρέπει να το πάρουμε κοντά στο παρόν, πάμε στο εμπορικό. Αυτό το ξέρουν όλοι.

Δεν ξέρω τι γνώμη έχει σχηματίσει κάποιος για μένα, απλώς θέλω να κάνω την δουλειά μου. Έχω κάποιες δόσεις ρομαντισμού αλλά πιτσιλιές, σαν να έχω λερωθεί άτσαλα χαμηλά στην μπλούζα που φοράω.

Γύρισα λοιπόν το κορμί μου, γιατί το βιβλιοπωλείο ήταν προς την αντίθετη κατεύθυνση και πήγα προς το εμπορικοοοό... Ωραία. Είχε γενέθλια η αδερφή μου και με τα πολλά της είχα αποσπάσει μια πληροφορία για κάποιο βιβλίο που ήθελε. Οπότε θα της το έκανα δώρο. Εντάξει μωρέέέέ, κοπελίτσα είναι η αδερφή μου, τι να κάνουμε...δεν περιμένω να αλλάξει και τον κόσμο, εντάξει σιγά πια...πως κάνετε έτσι...η πρώτη είναι ή η τελευταία; Ήθελε και αυτή τις «Πενήντα αποχρώσεις του γκρι». Είχε δει και την ταινία...Ε δεν ήταν και τόσο μεγάλη σε ηλικία...και λύγισε από το αδυσώπητο μάρκετινγκ. Εντάξει, δεν πειράζει. Μην την κακολογήσετε. Έχει επίπεδο, μόρφωση και είναι και έξυπνη, αλλά γκόμενα! Καμιά φορά συμβαίνει και στις καλύτερες οικογένειες που λένε. Εγώ το θεωρώ κάτι σαν ντροπή, η αδερφή μου να διαβάζει τέτοιο βιβλίο, ενώ υπάρχουν άλλα και άλλα που δεν γνωρίζει καν την ύπαρξή τους και που μπορούν να σε διδάξουν ένα κάρο όμορφα πράγματα.

Όταν το πρωτόμαθα ήταν λες και μου ανακοίνωσαν πως έχει κάποια αρρώστια. «Λυπάμαι, κ. Αννίδη, η αδερφή σας πάσχει από τις 50 αποχρώσεις του Γκρι. Κάναμε ό, τι περνούσε από το χέρι μας αλλά...λυπούμαστε». Ύστερα όμως το ξεπέρασα. «Έλα μωρέ» είπα, αποχρώσεις είναι, του πούστη. Δεν θα ξεθωριάσουν; Είναι και πενήντα μόνο, δεν είναι πολλές, σιγά το πράγμα. Εδώ τέσσερα χρώματα βάζεις στον εκτυπωτή (τρία βασικά και ένα magenta) και βγάζεις αποχρώσεις πάνω από δέκα χιλιάδες. Εκεί θα τα χαλάσουμε τώρα; Σε πενήντα κωλοαποχρώσεις; Δεν πειράζει. Πάντως στον πατέρα μου δεν το είπα. Της έχει αδυναμία...είναι και σε κάποια ηλικία...δεν θέλω να έχουμε άλλα. Για μένα πάντως δεν ήταν αποχρώσεις, ήταν περισσότερο αποβλακώσεις, εγκεφαλικές κακώσεις, αποχαυνώσεις...κάτι τέτοιο.

Τι ντροπή όμως την ώρα της πληρωμής στο ταμείο...σκεφτόμουν να το παραλάβω καμουφλαρισμένος. Δεν ήθελα να γίνω και ρόμπα ρε γαμώτο. Δεν είμαι κουλτουριάρης, Όχι! Απλώς το παίζω, οπότε η εικόνα μου είναι πάρα πολύ σημαντική. Αν εμφανιζόμουν στο ταμείο και πίσω μου ερχόταν κάποιος με έναν Μισέλ Φουκώ, έναν Λεβί Στρος, έναν Σαρτρ βρε αδερφέ, τότε τι θα έκανα; Οποία η θέση μου; Να απολογηθώ πως είναι δώρο; Θα καρφωνόμουν. Συν της άλλης, πάντα όταν πάμε σε βιβλιοπωλεία, στην ουρά κοιτάμε ο ένας τι αγόρασε ο άλλος. Και κοιτάμε κρυφά λες και προσπαθούμε να δούμε κάτω από την φούστα ή μέσα από το σουτιέν, χωρίς να μας πάρουν χαμπάρι. Αλλά έχει και λίγο χλευασμό. «Χμ! Τι διαβάζει αυτός; Ά! Σιγά! Εγώ είμαι πιο ψαγμένος!»

Αγαπώ την αδερφή μου τόσο όμως, που θα το υπέμενα και αυτό το μαρτύριο. Τον δημόσιο διασυρμό. Αρχικά, ήθελα να το παραγγείλω στο σπίτι αλλά ήταν τελευταία στιγμή και δεν προλάβαινα. Την πρώτη φορά που πήγα να το αγοράσω ήταν άδειο το μαγαζί και ήταν γαμώ τις ευκαιρίες αλλά είχε εξαντληθεί. Εξαντλημένο; Άλλο πάλι και τούτο. Για να μην πολυλογώ όμως έφθασα έξω από το μαγαζί και άπλωσα το δεξί μου χέρι να σπρώξω την γυάλινη πόρτα ώστε να «εισέλθω στον ναό». Αλλά τι να δω; Τι θα περίμενε κάποιος να δει μπαίνοντας σε ένα βιβλιοπωλείο; Σίγουρα όχι αυτό που είδα εγώ.

Λοιπόν. Ο βιβλιοπώλης εκστασιασμένος, χοροπηδούσε γύρω-γύρω και έκανε «Χόχόχό Χίχίχί Χόχόχό Χάχάχά, και στεκόταν πότε στο ένα πόδι πότε στο άλλο. «Ά στο διάολο ρε μαλάκα» είπα από μέσα μου, «τρόμαξα!». Τι παίζει; Κάνω το βλέμμα μου λίγο πιο κει και βλέπω έναν τεράστιο «λόφο» σαν πυραμίδα από βιβλία. Τεράστιο όμως! Από κάτω μέχρι πάνω. Δίπλα του κι’ άλλον...κι’ άλλον...κι’ άλλον. Όλο το βιβλιοπωλείο είχε γεμίσει «τίγκα», «τίγκα» σας λέω από λόφους βιβλία. Ο βιβλιοπώλης χοροπηδούσε γύρω-γύρω σαν τρελός. «Επιτέλους» φώναζε, «Επιτέλους. Φως...φως. Χάχάχά Χόχόχό!» «Τι επιτέλους άνθρωπέ μου;» τον ρώτησα. «Τι κάνεις; Κλείνετε;» «Όχι όχι» απάντησε εκείνος. «Φως νεαρέ μου, φως!»

Έμεινα να τον κοιτάω μέχρι να πάρω μια σοβαρή απάντηση. Πολύ περίεργος τύπος. Τον είχα συνηθίσει με την εμφάνιση και την κατήφεια του Θάνου Μικρούτσικου. Ε δεν του πάει ξαφνικά. αυτού του μίζερου, να τον βλέπεις να κάνει σαν μικρό παιδί. Λες και βρήκε την χαμένη του νιότη. Τι είχε συμβεί; Πλησίασα λίγο-λίγο και κοίταξα τους λόφους από τα βιβλία προσεκτικά. Και τι να δω; Ήταν γεμάτο από τις αποχρώσεις του Γκρι, και τις σκοτεινές και τις πιο σκοτεινές...όλες! Όλη την τριβλακεία. Και τα τρία βιβλία της σειράς!!! Και οι πενήντα αποχρώσεις εκεί. Άπειρα αντίτυπα του βιβλίου και ο βιβλιοπώλης ακόμα να χοροπηδάει γύρω γύρω. Είχε και μια άσχημη μυρωδιά εν τω μεταξύ εκεί μέσα, τι στον διάολο συνέβαινε. Παραδίπλα είχε άλλο σωρό. Τα Hunger games αυτή τη φορά. Δώσ’ του κι εκεί άπειρα αντίτυπα, πυραμίδες ολόκληρες. Είχε και Δημουλίδου, είχε...είχε! Είχε από όλα! «Τι κάνεις άνθρωπέ μου» του είπα; «Είστε καλά; Τι συνέβη; Κλείνετε;». «Φως» μου απάντησε πάλι «φίλε μου, φως». Άρχισα να τα παίρνω όμως και εγώ. Δεν είχα όρεξη για τις εξυπνάδες του. Είχα να κάνω μια δουλειά και ήθελα να τελειώνω. «Τι φως μωρέ; Θα μου πεις τι συμβαίνει; Άντε γιατί έχω κάνει και μια παραγγελία που περιμένω». «Τα επέστρεψαν όλοι σήμερα πίσω. Όσοι είχαν αγοράσει αυτά τα βιβλία τα επέστρεψαν πίσω. Εγώ τους έδωσα τα χρήματά τους σύντροφε. Ξυπνήσαμε σύντροφε. Τελείωσε. Χάχάχάχά!!! Αυτά τα βιβλία είναι για προσάναμμα καλέ μου φίλε. Χάχάχά Χόχόχό. Λογοκρισία ρε μουνιάάάά. Λογοκρισία από την ανάποδη ρέέέέ. Ποτέ ξανά βιβλία που μαστουρώνουν τον νου. Χάχάχάχάχά»

Και τότε συνειδητοποίησα ότι αυτό που μύριζα ήταν...θα έκαιγε τα βιβλία ο ηλίθιος; Θα έκαιγε και το μαγαζί μαζί του! «Τι στον διάολο συμβαίνει γαμώ το κέρατό μου!!!» φώναξα χωρίς ντροπή. Αυτά δεν είναι νορμάλ πράγματα...πλησίασα και τον έπιασα από τον ώμο για να σταματήσει. «Σε παρακαλώ του είπα πες μου τι είναι όλα αυτά. Δεν γίνεται ξα...» και ξαφνικά δεν ξέρω πόσο γρήγορα το έκανε, λες και δεν με έβλεπε, βγάζει ένα σπίρτο, το ανάβει και το πετάει πάνω στα βιβλία. «Καείτε μπουρδέλα. Χάχάχάχά. Καείτε γαμημένα, μας φάγατε την ζωή. Θα πάω να φυτεύω ντομάτες. Χάχάχάχάχά!!! Καείτε αγάπες μου και άντε και στον διάολο».

Πετάχτηκα πίσω καθώς απλωνόταν η φωτιά από σωρό σε σωρό και έκανα να φύγω από το μαγαζί. «Τι στον διάολο ρέέέέέέ;;;;;». Όταν έφτασα στην πόρτα έστρεψα το βλέμμα προς τα πίσω. «Βρε δεν πάτε στον διάολο!» είπα. «Εγώ το δώρο θα το πάρω» . Έκανα ένα «φραπ» και πήρα ένα αντίτυπο από εκείνα που δεν είχαν αρπάξει ακόμα. «Βρε δεν γαμιέστε», ξαναείπα, και άρπαξα άλλα δύο-τρία στο σύνολο. Ποτέ δεν ξέρετε φίλοι μου τι ξημερώνει. Είναι ηλίθιος ο κόσμος. Μάζευε κι’ ας είν’ και αποχρώσεις του Γκρι. Μπορεί αύριο να είναι πολύτιμο. Ήμουν κλέφτης; Και τι σημαίνει κλέφτης στο κάτω-κάτω; Σαν άλλος Ρομπέν των δασών, κλέβω και τα δίνω στους φτωχούς. Γιατί πρέπει να είναι αναγκαστικά ο άλλος φτωχός για να εξαγνιστεί η πράξη; Κι εγώ φτωχός είμαι.

Μια φορά που ήμουν με μια παρέα και είχαμε πάει για ψώνια, μέσα στην αναμπουμπούλα του κόσμου, την ώρα της πληρωμής στο ταμείο, έγινε ένα λάθος και ό, τι κι αν είχαμε αγοράσει δεν το χτύπησε η κοπέλα και το πήραμε έτσι, τσάμπα. Το διαπιστώσαμε μετά όμως. Τι κάναμε; Τα γυρίσαμε πίσω; Ή μήπως επιστρέψαμε για να πληρώσουμε; Τίποτα από όλα αυτά. Ίσα-ίσα, το διασκεδάσαμε κιόλας. Άρα δεν είναι ότι δεν είμαστε κλέφτες ή ότι έχουμε ηθικές αρχές που καθορίζουν τις πράξεις μας. Απλώς φοβόμαστε μην μας πιάσουν. Και τι καλά που ήρθαν έτσι τα πράγματα...”Α! Εγώ δεν ξέρω τίποτα!” “Α! Εγώ στάθηκα στο ταμείο κανονικά”. Και μεταξύ μας... «Δεν πάει μωρέ να γαμηθεί και η ταμίας; Ας τα πληρώσει αυτή. Ας μην έκανε λάθος.» Ε, λοιπόν εγώ δεν βασανίζομαι από τέτοια συναισθήματα, ούτε έχω τύψεις. Αυτό είναι όλο.

Βγήκα έξω από το βιβλιοπωλείο άρον-άρον, πήρα μερικές ανάσες και σταμάτησα δύο φοιτητές που περνούσαν. «Ρε παιδιά, βλέπετε τι γίνεται;». «Ναι! Τυφλοί είμαστε; Καταπληκτικό. Βρίσκεις; Τι σου κάνει εντύπωση;». Περίμεναν όντως απάντηση. Έφυγα τρεχάτος γιατί ένιωσα εντελώς χαμένος, σαν να βρέθηκα σε άλλον κόσμο. Τι έπαθε ο βιβλιοπώλης; Και γιατί κανείς δεν δίνει σημασία; Το βιβλιοπωλείο καιγόταν, φλεγόταν, έβγαζε καπνούς και από έξω περνούσαν κανονικά, σαν να μην συμβαίνει τίποτα, περαστικοί. Ο βιβλιοπώλης καθόταν και το καμάρωνε να καίγεται με ένα τσιγάρο στο χέρι.

Έκανα να κόψω δρόμο για να πάω προς το κυλικείο και καθώς περνούσαν από μπροστά μου ένα ζευγάρι, είδαν στα χέρια μου τα βιβλία που κρατούσα και ξίνισαν την μούρη τους, κοιτάχτηκαν ντροπιασμένοι και ο νεαρός έσφιξε το χέρι της κοπέλας του σαν να την προστάτευε, επιτάχυναν και έφυγαν μακριά. Εντάξει! Κάποιος μου κάνει φάρσα. Είπαμε, δεν είναι και τόσο τραγικά τα πράγματα. Δεν μπορεί όλοι να είναι συνεννοημένοι. Από ώρα σε ώρα περίμενα να σκάσει ο Μπονάτσος ή ο Φερεντίνος με την κάμερά τους. Ή αυτοί οι καινούριοι, αυτοί οι δύο, ο γελοίος και ο φελλός, που κάνουν φάρσες πλέον στον κοσμάκη. Ούτε τα λεφτά τους δεν θέλω.

Καθώς έκοβα όμως δρόμο, πέρασα από την καφετέρια που συνήθως τέτοια ώρα –αν θυμάστε- χορεύουν τσιφτετέλια άνευ λόγου και αιτίας και μπεκροπίνουν όλοι οι ΔΑΠίτες, ΠΑΣΠίτες και το σκουπιδαριό. Ωραία. Και τι βλέπω αυτήν την φορά; Πέρασα κατά λάθος σε παράλληλο σύμπαν; Μόνο έτσι εξηγείται. Γιατί εκείνος ο ίδιος τύπος από την ΔΑΠ που με είχε φωνάξει να μπω μέσα τις προάλλες για να «διασκεδάσω» μαζί τους, ο ίδιος μου ξανακούναγε το χέρι και με καλούσε μέσα στο μαγαζί. «Έλα έλα» μου είπε και το έκανε ψιθυριστά με το δάχτυλο στο στόμα, σαν να μην ήθελε να κάνει φασαρία. Πλησίασα και άνοιξα την πόρτα. Άκρα του τάφου σιωπή! Ο χώρος ήταν γεμάτος από φοιτητές. Σε όλα τα τραπέζια είχαν τοποθετηθεί σκακιέρες και όλες ήταν γεμάτες. Δεν άκουγες τίποτα. Κιχ! Ξαφνικά, όλοι είχαν μάθει σκάκι; Είχαν ενδιαφερθεί να παίξουν σκάκι; Όλοι; Είναι ποτέ δυνατόν να είμαι μάρτυρας σε αυτό το γεγονός; Αυτό είναι αδιανόητο, σκέφτηκα. Εγώ δεν έπαιζα σκάκι. Μου άρεσε και όταν ήμουν μικρός καθόμουν λίγο με τον παππού μου αλλά δεν ήξερα σχεδόν τίποτα. Ούτε τις κινήσεις καλά-καλά. Ο Αλκίνοος έπαιζε όμως εξαιρετικά. Ήταν γραμμένος και σε μια ομάδα.

Όλοι έπαιζαν σκάκι λοιπόν. Στις οθόνες προβαλλόταν η βιογραφία του Κασπάροφ στην μία, μια συνέντευξη του Μπόμπι Φίσερ στην άλλη, το παγκόσμιο πρωτάθλημα με ζωντανή ανάλυση παραδίπλα από διάσημους Grandmasters, Yasser Seirawan και τα σχετικά... Μάλιστα άκουσα και μια κουβέντα να εξελίσσεται δίπλα μου. Μεταξύ μιας κοπέλας από την ΔΑΠ που παλαιότερα, τι παλαιότερα, μέχρι χθες είχε βαμμένο μαλλί και χείλια με το χρώμα που έχει το stabilo που επισημαίνουμε στις σημειώσεις για να τις τονίσουμε, και του προέδρου της ΔΑΠ, τον Μάκη, το πιο γλιτσερό και απαράδεκτο κομματοκοπρόσκυλο της μητέρας δύσης. Ναι, εκείνον που με είχε πάρει και τηλέφωνο για να με ψήσει. Τι διαμείφθηκε μεταξύ τους όμως;

«Κοίταξε!» του λέει αυτή. «Ο σχηματισμός σου είναι τύπου Ταρτακόβερ, γνώριμος σχηματισμός ήδη από τα τέλη του 60’, γι’ αυτό και επέλεξα την βαριάντα του Πολουγκαέφσκι, που αποφεύγει τον ελιγμό του ίππου μέχρι το ζ7». Και της απαντάει «Έχεις δίκιο, πως μου διέφυγε; Θεωρείς πως ίσως ο σχηματισμός του Hedgehog είναι πιο αποδοτικός; Ή θα καταλήξω σε zugzwang; Πιστεύω πως εμποδίζει τα κομμάτια να εισέλθουν στην περιοχή μου ενώ ταυτόχρονα δημιουργώ μια προφυλακή πιονιών στην έκτη γραμμή και ετοιμάζω μια επίθεση στρατηγικής υπεροχής». «Ναι» του απάντησε. «Αλλά θέλει προσοχή! Μην ανοιχτείς πολύ και ύστερα δημιουργήσεις τρύπες στην άμυνά σου επιτρέποντας στα κομμάτια του αντιπάλου να εγκατασταθούν μέσα στην περιοχή σου Μάκη. Αυτό να το προσέξεις! Είναι πολύ σημαντικό».

Κούνησα το κεφάλι μου πέρα δώθε. Όχι γιατί δεν καταλάβαινα Χριστό(που όντως δεν καταλάβαινα τίποτα), αλλά γιατί ένιωσα μια ζάλη, σαν σωματική αδυναμία και ναυτία. Αυτοί, οι δεξιοί, μέχρι χθες ήθελαν να πουλήσουν κοψοχρονιά όλη την Ελλάδα, με σχέδιο να την σώσουν όπως λένε, και σήμερα, οι ίδιοι κάνουν υψηλή ανάλυση στο σκάκι; Και δεν θέλουν να επιτρέψουν στον αντίπαλο να εγκατασταθεί στην περιοχή τους; Αυτό δεν είναι ενάντια στην πολιτική τους; Και που βρήκαν τον χρόνο για σκάκι; Τους περισσεύει και χρόνος με τόσο γλείψιμο που ρίχνουν;

«Ρε Μάκη;» του είπα. «Τι συμβαίνει ρε φίλε; Παίζεις σκάκι; Γιατί δεν είσαι στα γραφεία του κόμματος; Τι είναι πάλι αυτό εδώ μέσα;». Και γυρίζοντας προς την αίθουσα φώναξα. «Τι συμβαίνει ρε παιδιά εδώ μέσα θα μου πει κάποιος;» «Σσσσσσσσσσςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςς!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!», όλοι μου έκαναν και με κοίταξαν λες και γέλασα δυνατά σε κηδεία. «Μίλα πιο σιγά» μου είπε ο Μάκης. «Ποια ΔΑΠ βρε; Ποια γραφεία; Πάνε αυτά. Τελείωσαν. Φτιάξαμε αυτήν την λέσχη για να μορφωθούμε και να μορφώσουμε τους συνανθρώπους μας. Και το καλύτερο; Τα βράδια λειτουργεί σαν χώρος στέγασης των αστέγων και όσων δεν έχουν την δική μας καλή μοίρα. Μπορείς να έρθεις και εσύ αν θέλεις το βράδυ. Μιλάμε γύρω από διάφορα θέματα. Διαβάζουμε...αλλά να φέρεις έστω ένα πακέτο ρύζι, κάτι φαγώσιμο...είναι ένας «όρος» ας το πούμε έτσι. Καταλαβαίνεις;». «Μάκη τι είναι αυτά που λες ρε φίλε; Εσύ ρε φίλε δεν...» τίποτα! Το παράτησα στην μέση. Λέσχη σκάκι; Άστεγοι; Ρύζι; What the fuck???

Bγήκα έξω και κάθισα σε ένα παγκάκι. Κοίταξα γύρω μου για άλλη μια φορά αλλά τώρα ήθελα να παρατηρήσω τα πάντα. Κοιτούσα ακόμα και τα φύλλα των δένδρων, ποιος ξέρει, σκέφτηκα, ίσως και αυτά μπορεί να ξεκινούσαν να έπεφταν προς τα πάνω, έτσι! επειδή τους καύλωσε σήμερα το πρωί, μαζί με όλα τα άλλα. Αυτό που συμβαίνει είναι αδιανόητο. Πρέπει να βρεθώ με τον Αλκίνοο, σκέφτηκα. Μόλις όμως έκανα αυτήν την σκέψη, αμέσως μέσα μου άρχισαν να δημιουργούνται κάποιες μικρές συνάψεις μεταξύ των γεγονότων. Εκεί άρχισα να σκέφτομαι πως όλα ήταν ξαφνικά όπως θα τα ήθελε να είναι ο Αλκίνοος. Όχι σαν τον Αλκίνοο, αλλά όπως εκείνος επιθυμούσε. Όσο πήγαινα πίσω στην μέρα αυτή, τόσο συνειδητοποιούσα ότι τίποτε δεν ξέφευγε από αυτήν την αρχή. Όμως αυτό δεν μπορούσε να συμβαίνει. Δεν γίνεται ξαφνικά να αλλάξει ο κόσμος από την θέληση κάποιου ανθρώπου. Απλώς δεν γίνεται. Εδώ άλλοι και άλλοι έδωσαν μέχρι και την ζωή τους και στο τέλος τους γύρισε μπούμερανγκ. Αποκλείεται! Η λογική μου όμως χτυπούσε σε τοίχο, γιατί αναιρούνταν από αυτά που έβλεπα. Δεν υπήρχε τίποτα που να μην συμφωνεί με τα όσα ενδεχομένως θα ήθελε να συμβαίνουν στον κόσμο αυτόν ο Αλκίνοος ώστε να τον θεωρεί τέλειο.

Κάθισα αρκετή ώρα χαμένος να σκέφτομαι και να κοιτάω...τα πάντα...ο κόσμος είχε διαρρηχθεί. Ήταν κανονική ληστεία. Οι νόμοι είχαν διαστρεβλωθεί. Μα συνειδητοποιώ τι λέω; Είναι δυνατόν να αρθρώνω τέτοια πρόταση και να θέλω να ακουστεί πως είναι ένα πραγματικό γεγονός; Κι όμως! Τι άλλο θα μπορούσε να έχει γίνει.

Το βλέμμα μου έπεσε στην Φλοξ, την σκυλίτσα της σχολής. Για λίγο το διατήρησα πάνω της. Ώσπου ξαφνικά, εκεί που περπατούσε πέρασε δίπλα από τα σκουπίδια που ήταν συσσωρευμένες όλες οι πολιτικές αφίσες των παρατάξεων. Με επιδεικτική έμφαση κάνει ένα «φρρρρ» και όπως στάθηκε από πάνω τους αμολάει ένα κατούρημα σαν αυτό ενός αλόγου. Αφού τελείωσε γύρισε και έκανε ένα κούνημα με το στόμα της, όσο μπορούσε το ζωντανό, και πέταξε τα παχιά της σάλια πάνω τους. Ορίστε; Ύστερα γύρισε και άρχισε με περιφρόνηση και υπεροψία να τις ποδοπατάει και να τις σκίζει με τα πίσω πόδια. Προχώρησε σε μια αφίσα τοιχοκολλημένη, σχετική με αιμοδοσίες και άρχισε να την γλείφει, όταν μετά από ένα λεπτό άρπαξε ένα κομμάτι ψωμί που βρήκε πεταμένο, το κράτησε στο στόμα της και το μετέφερε προς την μεριά κάποιων περιστεριών παραδίπλα.

Μάλιστα. Οκ. Αυτό ήταν. Έπρεπε να βρω τον Αλκίνοο και έπρεπε να τον βρω τώρα. Γιατί ή θα τρελαθώ ή είμαι ήδη τρελός. Και γιατί οι ιδέες που άρχιζαν να περνούν τώρα από το μυαλό μου, σε έναν κανονικό κόσμο θα φαίνονταν αρρωστημένες, αλλά δεν ήξερα τι σήμαιναν σε αυτόν που κατοικούσα εκείνη την συγκεκριμένη ημέρα. Έπρεπε να βρω πάση θυσία μια λύση. Ή έστω μια εξήγηση. Να δράσω σύμφωνα με αυτούς τους όρους. Κίνησα λοιπόν προς το κυλικείο γιατί σίγουρα έπρεπε να δώσω ένα τέλος σε όλον αυτόν τον παραλογισμό. Σίγουρα!

Τον βρήκα να κάθεται σε ένα στρογγυλό τραπεζάκι ανέμελος, κρατώντας ένα καφεδάκι στο χέρι. Φραπέ από τι είδα. Γλυκό με γάλα. Το χειρότερο δηλαδή-σύμφωνα με όσα ήξερα μέχρι χθες πάντα. Πλησίασα κοντά, κάθισα δίπλα του και πήγα να του μιλήσω αλλά δεν ήξερα από πού να αρχίσω. Ήθελα όλα να τα πω μονομιάς. Δεν είχα μια αφετηρία για να ξεκινήσω και γι’ αυτό έχασα την μιλιά μου. Δεν κατάφερα να κάνω λογική πρόταση, αντιθέτως έκανα σαρδάμ. Εκείνος μου έκανε νεύμα να σωπάσω και μου είπε ψιθυριστά δείχνοντας μου μια παρέα από κοπέλες απέναντι «Κοίτα τις πατσούρες, μέχρι χθες κωλομέταλλα ποζεράδικα και σήμερα ξαφνικά μου το παίζουν κουλτούρα». «Τι εννοείς» του απάντησα. «Τις ξέρεις;», «Ναι μωρέ, τις έχω δει εδώ στην σχολή. Εντελώς γραφικές τύπισσες». «Τι να σου πω ρε Αλκίνοε. Και; Σου έκαναν κάτι;» «Σου είπα τι μου έκαναν μπουμπάκο μου μόλις. Από μέταλλα και παπαριές ξαφνικά μου κάνουν υψηλή ανάλυση για μουσική».

Στήνω λοιπόν αυτί να ακούσω τι λένε και κάνει μια από αυτές καθώς έβγαζε το ακουστικό της. «Κοίταξε...είναι ανατρεπτικό, ναι, για την εποχή που γράφτηκε. Αλλά εγώ είμαι λάτρης του Σούμπερτ και του Μπραμς. Έχεις ακούσει τα ιντερλούδια που έχουν γράψει; Είναι μαγευτικά.». «Ναι, φυσικά» απάντησε η φίλη της. «Αλλά δεν περιμένω ποτέ να μετρήσω δυο καλλιτέχνες, απλώς σαν αίσθηση τώρα που είμαστε πιο ώριμοι άνθρωποι, γεννιούνται άλλα συναισθήματα. Δεν είχα αντιληφθεί τις μεταστροφές στο έργο του Μπετόβεν και τις ιδιοφυείς επαναλήψεις του. Το νιώθεις αυτό στο έργο του; Τις μαγικές επιστροφές, τις διάφορες αποχρώσεις που έρχονται να ενώσουν αλλά ταυτόχρονα να δημιουργήσουν αυτό το παράδοξο κενό ανάμεσα στην λογική κάθε μέτρου; «Θα το ξανακούσω» της απάντησε εκείνη. «Καταλαβαίνω τι θέλεις να πεις. Είναι αλήθεια ότι ο Μπετόβεν ήρθε και διέρρηξε την καθεστηκυία τάξη. Τον συνεπήρε αυτό που θα έλεγε ο Μπαντίου μια «διαδικασία αλήθειας» και φυσικά άλλαξε τους όρους με τους οποίους οι άνθρωποι συνεννοούνταν μέχρι τότε για την μουσική, αυτά τα αναρχικά θραύσματα ενός διακινούμενου ειδέναι, εννοώ φυσικά και επί παραδείγματι τον Χάιντν.» «Ναι, φυσικά καταλαβαίνω, μην ανησυχείς, δεν μου είναι άγνωστοι οι σημαντικοί γάλλοι φιλόσοφοι. Τώρα αν επέμεινε σε μια μετασυμβαντική πιστότητα...αυτό είναι κάτι άλλο. Θα το ξανασυζητήσουμε εν ευθέτω χρόνω».

Μια άλλη από την παρέα η οποία δεν μιλούσε πετάχτηκε και είπε «Συγνώμη κορίτσια αλλά θέλετε σήμερα να πάμε να ακούσουμε τον Αλκίνοο Ιωαννίδη; Έχω προσκλήσεις, ένα εισιτήριο για δύο προσφορά.» «Ναι, εννοείται» είπαν όλες και απ’ ό, τι φάνηκε κατέληξαν να αναλύουν κάποιους υπέροχους στίχους του Ιωαννίδη και τον τρόπο που κατάφερνε με κάποιες απλές συγχορδίες -Σι Λα Σι Λα Σι Σι Λα Λα- να γράφει αθάνατα κομμάτια με απαράμιλλη τεχνική. Μόνο μία από αυτές τις διέκοψε. «Δε μου λέτε...Προτιμάτε Ιωαννίδη ή μέγαρο μουσικής που έχει παράσταση του Ρίμσκυ Κορσά...». Και πριν καλά-καλά ολοκληρώσει πετάγεται πίσω από τον πάγκο η γυναίκα του κυλικείου. Τι γυναίκα δηλαδή, ό, τι είχε μείνει από αυτό που κάποτε στο μακρινό παρελθόν ήταν γυναίκα – μάλλον – που την φώναζαν κυρά-Τασία; Κυρά-Μαρίκα; Ένα εντελώς ξεχαρβαλωμένο ανθρωπάκι. Αφήνει λοιπόν κάτω ένα μπρίκι και λέει προς την κοπελίτσα. «Συγνώμη νεαρά μου, είπες Ρίμσκυ Κορσάκωβ; Άκουσα καλά; Έχει απόψε Ρίμσκυ Κορσάκωβ;» Απ’ ότι κατάλαβα, νομίζω πως χτυπούσε από ανυπομονησία και το αποστεωμένο μωβιασμένο ποδαράκι της πίσω από την μπάρα του κυλικείου. «Ρίμσκυ Κορσάκωβ στο μέγαρο μουσικής; Είσαι σίγουρη; Απόψε;» «Ναι, είμαι σίγουρη. Πριν λίγο το διάβασα». «Είσαι σίγουρη έτσι; Ο γνωστός Ρίμσκυ Κορσάκωβ. Ο μεγάλος Ρώσος συνθέτης Νικολάι Αντρέγιεβιτς Ρίμσκυ Κορσάκωβ από το Τίκβιν. Αχ δεν το πιστεύω! Πες μου ότι έχει την ‘Σλάβικη ψυχή’. Μόνο αυτό πες μου. Νεαρές μου δεν ξέρετε πως λατρεύω το τρίτο μέρος της ‘Σλάβικης ψυχής’. Ειδικά το σόλο της άρπας...Η Αλέξια Γκέορβνα είναι μαγευτική. Τι γυναίκα, παρά την ηλικία της. Και τι μουσικός...Αχ αχ αχ πόσο με χαροποιήσατε μόλις κόρες μου! Εγώ, μην με βλέπετε έτσι, μεγάλωσα με Ρίμσκυ Κορσάκωβ. Κατά βάση δηλαδή, εγώ, Ριμκσυκορσακωβιανή είμαι!!!»

Ο Αλκίνοος άκουγε με προσήλωση και όσο άκουγε τόσο μαλάκωνε, διότι γύρισε και μου είπε εν τέλει. «Μμμ, τελικά ίσως να υπάρχει ελπίδα για αυτές τις κοπελίτσες. Για φαντάσου. Ίσως είμαι απότομος κάποιες φορές με τους ανθρώπους». «Ναι» του είπα, «μόνο κάποιες είσαι, όχι όλες». «Σοβαρά» συνέχισε «αυτές μέχρι χθες ήταν τελειωμένες και σήμερα ακούω πολύ ενδιαφέροντα σχόλια για την κλασική μουσική, που όσο να’ ναι έχω μια κουλτούρα είναι η αλήθεια. Συν της άλλης δεν ήξερα ότι έχει συναυλία σήμερα ο Αλκίνοος. Είδες; Γηράσκω αεί διδασκόμενος. Τι λες εσύ;» «Τι λέω εγώ για ποιο από όλα ρε συ Αλκίνοε; Έχεις ασχοληθεί με κλασική μουσική;». «Ναι, μικρός έπαιζα πιάνο, και ήμουν μάλιστα και πάρα πολύ καλός. Θα έλεγα ένας μικρός βιρτουόζος. Κοίτα να δεις πάντως αυτές οι κοπέλες, μπράβο πραγματικά, μπράβο. Φίλε μου είμαι τόσο χαρούμενος σήμερα που πιστεύω πως το κάρμα μου είναι σε φόρμα. Η γιαγιούλα πίσω από το κυλικείο δε, έκτακτη έτσι; Ποιος ξέρει πόσο βαθιά κουλτούρα θα είχε λάβει στα νιάτα της».

Δεν άντεχα να ακούω άλλες παπαριές. Σηκώθηκα πάνω και τον έπιασα από τους ώμους.

  • Αλκίνοε σύνελθε. Κάτι παίζει δεν το βλέπεις; Άσε τις μεταλούδες. Η γιαγιά ρε φίλε; Ποιος είναι ο Ρίξυ Κουρσάροφ;

 

  • Ρίμσκυ Κορσάκωβ ρε άμουσο πλάσμα. Ρίμσκυ Κορσάκωβ. Κανόνισε να κάνω παρέα με την γιαγιούλα και να σε αφήσω εσένα στην μοίρα σου μικρέ!

 

  • Μαλάκα σύνελθε σου λέω! Κάτι παίζει, μην μου κάνεις τον τρελό τώρα. Μόνο εγώ το βλέπω;

 

  • Τι εννοείς κάτι παίζει Ιασονάκο μου γλυκέ;

 

  • Εννοώ ότι έχουν έρθει τα πάνω κάτω ρε φίλε. Είναι δυνατόν; Λες και ο κόσμος έχει αλλάξει. Δεν το βλέπεις ότι έγινε σαν να τον έφτιαξες εσύ; Ξαφνικά όλα τα τρέλα του κόσμου διορθώνονται και σε διασκεδάζουν; Μην με τρελαίνεις. Τι έχει παιχτεί;

 

  • Έλα μωρέ Ιασονάκο, πώς κάνεις έτσι; Ηρέμησε. Επειδή άλλαξαν μερικοί άνθρωποι και έτυχε να τους δεις δεν σημαίνει πως άλλαξε ο κόσμος, αν και μακάρι να είχε αλλάξει. Άκου λέει άλλαξε ο κόσμος, χάχάχά, σε καλό σου!

 

  • Βρε μαλάκα ξεκόλλα λίγο και άκουσέ με. Επειδή έκλεισες ένα ραντεβού με γκόμενα το έχασες εντελώς; Εδώ παίζει τρελό σκηνικό σου λέω. Μαζέψου, συγκεντρώσου και άσε τις μαλακίες συνέχεια «Ιασονάκο μου» και «Ιασονάκο μου». Κατάλαβες; Ο κόσμος έγινε όπως ακριβώς τον θέλεις. Κοίτα γύρω και βρες μου ένα πράγμα μόνο που σε χαλάει και τότε θα ηρεμήσω. Εμπρός, κοίτα! Πόσες φορές έχεις κλείσει ραντεβού σε λεωφορείο ρε Αλκίνοε;

 

  • Η αλήθεια είναι πως δεν βλέπω κάτι να με χαλάει. Μα τι όμορφη μέρα είναι αυτή. Θα τρελαθώ. Λοιπόν Ιασονάκο ηρέμησε. Οποιοσδήποτε κόσμος αγόρι μου θα ήταν ιδανικός αν ήταν έτσι, και τέλος πάντων, τι σχέση έχω εγώ με οτιδήποτε συμβαίνει; Απλώς μερικά πράγματα άλλαξαν. Αυτό δεν θέλαμε; Αυτό δεν ακούμε παντού; Ε! Να, επιτέλους! Άλλαξαν, και αντί να το διασκεδάζουμε εσύ κλαίγεσαι. Μήπως ζηλεύεις βρε και θέλεις και εσύ ραντεβουδάκι; Κάτι θα κάνω για σένα. Ηρέμησε σου λέω. Άλλαξε ο κόσμος...Ρε τον Ιασονάκο...Ε λοιπόν κάθε μέρα μ’ αρέσεις και πιο πολύ.

 

  • Ναι, οκ. Και ο σκύλος ρε Αλκίνοε; Ο σκύλος ρε μαλάκα; Τι παίζει με τον σκύλο; Θα έπρεπε να μιλήσει για να αρχίσεις να με παίρνεις στα σοβαρά;

 

  • Πλάνη ρε Ιασονάκο μου καλέ, ήθελες να το δεις και το είδες, διασκέδασέ το λίγο, κοίτα τι όμορφα πράγματα γίνονται. Όταν δίνεται στον ζητιάνο ένα καλό ποσό χρημάτων, δεν είναι μαλακία να κάτσει και να αναρωτηθεί από που προέρχεται αυτό το ποσό; Δέξου το αγόρι μου και πάμε στην συναυλία μας το βράδυ. Χάχάχά άλλαξε ο κόσμος λέει, ρε τον Ιασονάκο μου.

 

  • Μαλάκα ξεκόλλα, θα σε χτυπήσω, πραγματικά στο λέω. Ε λοιπόν ξέρεις κάτι; Θα στο αποδείξω ρε καριόλη ότι κάτι δεν πάει καλά. Σήκω πάνω και έλα μαζί μου

Τον έπιασα από το μπράτσο κάπως βιαστικά και άγαρμπα αλλά εκείνος χαμένος και χαμογελαστός, λες και τον πήρε το αεράκι, ήρθε μαζί μου όλος χαρά. Είναι να τρελαίνεσαι. Πήγαμε στον προαύλιο χώρο όπου βρίσκονταν όλες οι παρατάξεις μαζεμένες μέχρι χθες και που τώρα ήταν κοινωνικά παντοπωλεία!;! και του είπα «Πού είναι ρε Αλκίνοε όλη η γλιτσαρία; Εξαφανίστηκε ξαφνικά; Πού είναι ρε φίλε οι καφετέριες γεμάτες με λεκέδες και χαζοκαριολίτσες; Σκάκι και έχει ο θεός; Πας καλά; Και πού πήγαν όλοι οι εναλλακτικοί μεταλάδες με την ξεπερασμένη και γραφική εμφάνιση τους ρε πούστη μου; Λάτρεις του Μότσαρτ και του Δεληβοριά;»

Έπιασα έναν τύπο τυχαία που περνούσε και τον ρώτησα «Φίλε μου σε παρακαλώ, ποιος είναι ο αγαπημένος σου Έλληνας καλλιτέχνης;» «Ο Αλκίνοος Ιωαννίδης φυσικά» αποκρίθηκε. Μάλιστα. Ύστερα άλλον. «Κοπελιά συγνώμη, σου αρέσει ο Αλκίνοος Ιωαννίδης;» «Πλάκα κάνεις; Εννοείται! Είναι κορυφαίος. Ο αγαπημένος μου. Αγαπάμε Αλκίνοο Ιωαννίδη!!!» Και ύστερα κι’ άλλον...κι’ άλλον...κι’ άλλον μέχρι που είχα ρωτήσει όποιον περνούσε, και σε όλους, περιέργως, ο αγαπημένος καλλιτέχνης ήταν ο ίδιος. Ο Αλκίνοος Ιωαννίδης.

Γύρισα να κοιτάξω τον Αλκίνοο όλο θρίαμβο. «Το βλέπεις ρε φίλε; Είναι δυνατόν; Βλέπεις τι παίζει;» Και εκείνος εκστασιασμένος, λες και με είχε κερδίσει σε κάποιον διαγωνισμό μου απάντησε, «Ιασονάκο μου, καλέ μου, παρ’ το χαμπάρι. Θέλεις και το βλέπεις έτσι, απλώς μερικοί άνθρωποι άλλαξαν τις προτιμήσεις τους, that’s all my dear friend»

Εκεί κατάλαβα ότι ο τύπος απλώς δεν το έβλεπε. Ήταν τόσο ευτυχισμένος που δεν τον ένοιαζε τίποτα παραπάνω από την ίδια του την χαρά, ενώ εγώ άρχιζα να το χάνω εντελώς. Εντελώς όμως! «Πάμε να φύγουμε» του είπα «από δω χάμω. Πάμε προς τα πίσω να αρπάξουμε κάνα σουβλάκι. Ποιος ξέρει...μπορεί ο σουβλατζής έτσι για αλλαγή σήμερα να βάλει κανονικό κρέας μέσα στο φαγητό μας, πράγμα που εσύ θα θεωρήσεις, ας πούμε, τι; Ξέρω, ξέρω “φυσιολογικό Ιασονάκο μου”» ειρωνευόμενος την φωνή του. Αρπάξαμε το λεωφορείο, γυρίσαμε προς τα πίσω και στον δρόμο πέρασαν δυο τύποι τους οποίους και ακούσαμε να λένε: Δεν μπορείς ρε φίλε να βγεις και να πεις τέτοια πράγματα στην λαϊκή συνέλευση, θα εκτεθείς σε όλη την κοινότητα. Αν είναι να εκτεθώ επειδή είμαι δημοκράτης ρε φίλε, που να γλείψεις και καμιά κατουρημένη ποδιά για να πιάσεις δουλειά τι θα γίνει...

Λίγο πριν φτάσουμε στο σπίτι του Αλκίνοου ένας ζητιάνος μας πλησίασε και ενώ πήγα να τον αποφύγω με το γνωστό από μέσα μου «τι θέλει μωρέ τώρα ο βρωμιάρης;» που απ’ έξω εκφράζεται με ξινίλα στα μούτρα, ο Αλκίνοος τον χαιρέτησε. «Τί κάνεις Μπάμπη μου; Όλα καλά;». Μου έκανε και νεύμα μάλιστα συγκατάβασης. Και ο Μπάμπης του απαντάει «Ας τα λέμε καλά φίλε μου. Όσο γίνεται δηλαδή. Από την εντροπία στον θάνατο και τελικά στην αποσύνθεση. Τον ίδιο δρόμο τραβάμε όλοι σε αυτήν την ζωή, είτε με πλούτη είτε όχι. Το πνεύμα έχει μόνο αξία αδελφέ μου. Εμάς μας κατέστρεψε ο νεοφιλελευθερισμός, να το θυμάσαι αυτό! Αυτοί ισχυρίζονται πως δεν χρειάζονται εξωτερικές παρεμβάσεις αλλά είδες την γριούλα που πήγαν να της κατασχέσουν το σπίτι; Πόσος κόσμος μαζεύτηκε για να διαμαρτυρηθεί...Χρειάζονται τεράστιες δυνάμεις καταστολής για να λειτουργήσει το σύστημά τους. Τέλος πάντων. Όχι όχι, μη! Όχι σήμερα. Δεν θέλω τα χρήματα σου. Την επόμενη φορά. Σήμερα έδωσα ό, τι χρήματα μάζεψα σε ένα παιδάκι που είχε την ανάγκη μου και δεν πεινάω άλλο. Καταλαβαίνεις; Αντίο φίλοι μου, αντίο!

Ο Αλκίνοος έπλεε σε πελάγη ευτυχίας. Και τι πελάγη! Καταγάλανα, με μια θάλασσα βαθύ ‘τουρκουάζ’ που φαινόταν μέχρι ο βυθός. Λες και όλες οι τρικυμίες αυτού του κόσμου είχαν εξαλειφθεί. Του ήρθε αυθόρμητα το ‘Imagine’ του Λένον και άρχισε να το σιγοτραγουδάει, μέχρι που γύρισα και του έριξα ένα βλέμμα «σοβαρά τώρα ρε μαλάκα;» και αναγκάστηκε να το κόψει, απλά συνεχίζοντας σιγανά τη μελωδία του, χωρίς τους στίχους. Ακόμα δεν το είχα αντιληφθεί ότι επιτέλους, επιτέλους μετά από τόσα χρόνια κάτι άρχισε να αλλάζει προς το καλύτερο; Γιατί έψαχνα να βρω κάτι αρνητικό πίσω από όλη αυτή την υπέροχη ατμόσφαιρα; Και στο κάτω-κάτω, τι έψαχνα ακριβώς; Ούτε εγώ δεν ήξερα πια. Συνέχισε να με παρατηρεί, καθώς τώρα περπατούσα σκυθρωπός κοιτάζοντας το πεζοδρόμιο, με δυο βαθιές ρυτίδες ανάμεσα στα φρύδια μου, εμφανώς προβληματισμένος. Θα έλεγε κανείς μέχρι και εκνευρισμένος.

«Αν όλα πάνε καλά, τότε σίγουρα κάτι δεν πάει καλά. Αυτό δε θες να μου πεις ρε Ιάσονα; Μην απαντάς, το βλέπω στην έκφρασή σου. Όμως ρε φίλε, είναι η πρώτη και η μόνη φορά που πάνε όλα τόσο ανέλπιστα καλά. Ας μην το γρουσουζεύουμε. Ας το απολαύσουμε, σαν να…», «Πού το είδες το καλά ρε μαλάκα; Σοβαρά μιλάς;», τον διέκοψα με βιασύνη. «Δεν βλέπεις τι γίνεται γύρω σου; Δεν είναι αυτή μια φυσιολογική κατάσταση που απλά έγινε. Ούτε είναι ένα πράγμα. Ούτε δύο, ούτε τρία. Είναι τα πάντα ρε φίλε! Τα πάντα! Από πού να το πιάσω; Από τη γκόμενα στο λεωφορείο; Από τον παπά; Από το βιβλιοπώλη; Από τους ΔΑΠίτες; Από τον πρεζάκια που μόλις είδαμε και μας μίλησε σαν ακαδημαϊκός; Από το γαμημένο το σκυλί ρε μαλάκα; Από πού;» μούγκρισα. «Πρόσεχε πώς εκφράζεσαι για τη Φλοξ!» με διέκοψε ο Αλκίνοος με εύθυμη διάθεση σαν να μην είχε συμβεί τίποτα. «Πάμε τελικά για εκείνο το σουβλάκι; Έχω ξελιγωθεί από την πείνα». Και χωρίς να περιμένει απάντηση, με έσυρε από το μπράτσο σε ένα σουβλατζίδικο που περνούσαμε εκείνη τη στιγμή απ’ έξω.

Το μαγαζί έλαμπε από καθαριότητα. Δεν υπήρχε ούτε μια λερωμένη γωνία. Ο σουβλατζής, καλοξυρισμένος και χαμογελαστός, μας υποδέχθηκε με μια ελαφριά υπόκλιση. «Καλώς τα παιδιά. Τι θα πάρετε; Να σας πω εξ’ αρχής ότι τα κρέατά μας προέρχονται από το χωριό της γυναίκας μου, τα Ψαχνά Ευβοίας, τα χοιρινά και τα κοτόπουλα είναι μεγαλωμένα χωρίς ορμόνες, μόνο με υγιεινές τροφές εγκεκριμένες από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Επίσης τα λαχανικά μας είναι βιολογικής καλλιέργειας φυσικά, χωρίς λιπάσματα. Το γιαούρτι στο τζατζίκι το φτιάχνουμε οι ίδιοι και είναι φρεσκότατο.» Ο Αλκίνοος χαμογέλασε ευχάριστα ξαφνιασμένος. Ήταν σίγουρος ότι σ’ αυτό το σουβλατζίδικο είχε έρθει πριν από καναδυό μήνες και ο γύρος του ήθελε το σαγόνι του Κουταλιανού για να μασηθεί. Όσο για τις πατάτες ήταν σχεδόν ωμές και τόσο μες στο λάδι, που ήθελαν στύψιμο πρώτα και μετά άπλωμα. Μάλλον είχε αλλάξει ιδιοκτήτη.

Εκεί που ήταν έτοιμος να δώσει την παραγγελία του, ο σουβλατζής τον διέκοψε «Με συγχωρείτε, αλλά μάλλον σας γνωρίζω. Είχατε έρθει στο μαγαζί περίπου πριν ενάμιση μήνα αν δεν απατώμαι. Και θυμάμαι από την έκφρασή σας ότι δεν είχατε μείνει απόλυτα ευχαριστημένος από το φαγητό σας. Ωστόσο είχατε τη διακριτικότητα να μην το αναφέρετε τότε, παρουσία και άλλων πελατών. Να σας πληροφορήσω ότι έλαβα σοβαρά υπ’ όψιν αυτή τη δυσαρέσκειά σας και από τότε φροντίζω όλα μου τα προϊόντα να είναι ελεγμένα και σωστά μαγειρεμένα. Παρόλα αυτά αν υπάρχει κάτι που ενδεχομένως και σήμερα σας δυσαρεστήσει, παρακαλώ να μου το πείτε. Ή μάλλον, επειδή όπως σας είπα γνωρίζω τη διακριτικότητα και τους λεπτούς σας τρόπους, μια απλή έκφραση δυσαρέσκειας από μέρους σας θα είναι αρκετή. Ένας μορφασμός για παράδειγμα. Παρακαλώ, συνεχίστε με την παραγγελία σας και συγγνώμη αν μακρηγόρησα. Σας ακούω.»

Ε αυτό κι αν ήταν! Τέτοια εξυπηρέτηση, τέτοιο ενδιαφέρον. Ο Αλκίνοος αποφάσισε να το κάνει στέκι του, απλά και μόνο για τους τρόπους του ιδιοκτήτη. Όμως και το σουβλάκι ήταν εξαιρετικό. Εγώ πλέον ακόμα πιο προβληματισμένος από πριν, δάγκωνα κάθε μπουκιά αναστενάζοντας και κοιτάζοντας μια το πιάτο μου, μια τον Αλκίνοο απέναντί μου.

  • Τώρα δηλαδή ούτε αυτό το βρίσκεις παράξενο. Αυτό θες να μου πεις.

  • Ποιο αυτό Ιασονάκο;

  • Ποιο αυτό λέει! Ρε μαλάκα… συνέχισα ψιθυριστά… Το ότι ο σουβλατζής σου μίλησε λες και ήταν ο μετρ στο πιο ακριβό εστιατόριο της Αθήνας και εσύ ο Ωνάσης; Το ότι σε θυμόταν μετά από δυο μήνες που είχες έρθει γιατί είχες κάνει μια γκριμάτσα ότι δεν σ’ άρεσε το σουβλάκι του; Το ότι το πήρε τόσο σοβαρά που ξίνισες τότε τη μάπα σου, που από τότε άλλαξε το μαγαζί του; Άσε με τώρα ρε! Αυτά δεν γίνονται, απλά δεν γίνονται!

  • Ρε Ιάσονα, ρε καλό μου παιδί, να σου κάνω μια ερώτηση. Είναι καλό το σουβλάκι σου;

  • Γαμάει, όχι απλά καλό.

  • Ε, λοιπόν; Τι θες;

Ξεφύσηξα παραδομένος και τελείωσα το, όντως πεντανόστιμο, σουβλάκι μου. Σκουπίσαμε τα χέρια μας στις πάλλευκες, απαλές χαρτοπετσέτες τελειώνοντας το αναψυκτικό μας –κι αυτό από φυσικό ανθρακούχο νερό κάποιας ελληνικής πηγής, χωρίς προσθήκη ζάχαρης με γλυκαντικά από το φυτό στέβια. Σηκωθήκαμε να φύγουμε, ο σουβλατζής να μας κάνει νεύματα «ευχαριστώ» μέχρι που χαθήκαμε από το οπτικό που πεδίο (ποιος ξέρει, μπορεί ακόμα να γνέφει) και φτάσαμε κοντά στην πλατεία Συντάγματος.

Τόσο απορροφημένοι ήμασταν και οι δύο μες στις σκέψεις μας, που δεν είδαμε το τεράστιο μαυροφορεμένο πλήθος που είχε περιστοιχίσει τη βουλή. Ούτε τις φωτιές στους κάδους ολόγυρα. Ούτε τους αστυνομικούς με τα όπλα πεταμένα στα πόδια τους. Ούτε καν τον άντρα που είχε σκαρφαλώσει στο κοντάρι της σημαίας πάνω από το κτήριο της βουλής και κάτι φώναζε.

«Τι γίνεται εδώ ρε συ;» είπε ο Αλκίνοος με τα μάτια ορθάνοιχτα. Εγώ απλά κοιτούσα αποσβολωμένος, προβληματισμένος, ανήσυχος, έτοιμος για τα πάντα ύστερα από όσα είχαν δει τα μάτια μου σήμερα.

- Δε μου λες ρε Αλκίνοε, έτσι από περιέργεια, πού εντάσσεσαι πολιτικά;

- Εγώ; Γιατί ρωτάς;

- Απλά λέω. Δεν συμπαθείς τους δεξιούς φυσικά, το ξέρουμε. Είσαι με κανένα κόμμα; Με ΚΚΕ ας πούμε;

- Όχι ρε συ. Πουθενά. Κι αυτοί γραφικοί είναι, απλά τους συμπαθώ γιατί τουλάχιστον προσπαθούν. Αλλά εγώ φίλε μου δεν πιστεύω στη δημοκρατία όπως είναι εφαρμοσμένη εδώ. Πιστεύω στην αυτοδιάθεση των λαών. Στην ελευθερία από κάθε μορφή εξουσίας. Δεν χρειαζόμαστε εκπροσώπους για να μιλήσουμε, έχουμε τη δική μας φωνή. Τι να τους κάνουμε όλους αυτούς που μιλούν δια στόματός μας; Που παίρνουν αποφάσεις για το καλό το δικό μας χωρίς να μας ρωτήσουν; Δεν πα να ψοφήσουν! Μπορούμε καλύτερα μόνοι μας.

- Ωχ! Όπως το φοβόμουν!

- Τι φοβόσουν ρε Ιάσονα; Τι θες να πεις;

- Πάμε και βλέπουμε. Δεν ξέρω ακόμα.

Προχωρήσαμε και ενσωματωθήκαμε με το πλήθος. Κανείς δεν μας σταμάτησε. Κανείς δεν έκανε την παραμικρή απόπειρα να σβήσει τις φωτιές που έκαιγαν ολόγυρα από τη βουλή. Κόσμος μαυροφορεμένος, με κουκούλες στα κεφάλια, πολλοί από αυτούς με μάσκες του V από το V for Vendetta να καλύπτει το πρόσωπό τους, (μερικές γιαγιάδες που δεν είχαν δει την ταινία νόμιζαν πως επρόκειτο για τον Σφακιανάκη και σκουντιόντουσαν «Μαρή! Αυτός που λέει τον ‘αετό’!») άντρες, γυναίκες, παιδιά κάθε ηλικίας. Όλοι να κοιτούν προς ένα σημείο. Οι αστυνομικοί, με τις ασπίδες και τα ρόπαλα ριγμένα κατά γης, αραδιασμένα πυρομαχικά στα πόδια τους, είχαν στυλώσει τα μάτια τους εκεί που κοιτούσε και το μαγνητισμένο πλήθος. Στην κορυφή του κτηρίου της Βουλής. Στον άντρα που κρεμόταν από τη σημαία.

Ο Αλκίνοος προσπάθησε να περάσει μέσα από το πλήθος που έμοιαζε με ένα πυκνό σμάρι μύγες. Στο κατόπι κι εγώ. Καταφέραμε να βρεθούμε μπροστά από το μνημείο του άγνωστου στρατιώτη, πλάι σε έναν γεροδεμένο τσολιά που είχε παρατήσει το πόστο του και κοιτούσε κι εκείνος εκστατικός ψηλά τον σκαρφαλωμένο άντρα. Η σημαία, με διαδοχικές ριπές ανέμου τον μαστίγωνε δυνατά, σαν μάνα που έδερνε το άτακτο τέκνο της. Σαν τις παρά μία τεσσαράκοντα βουρδουλιές που είχε δεχθεί ο Χριστός. Ο άντρας όμως δεν έλεγε να αφεθεί. Τότε ήταν που κατάφερα να διακρίνω το πρόσωπό του. Ήταν ο πρωθυπουργός.

Με φωνή τρεμάμενη, καταβάλλοντας μεγάλη προσπάθεια για να ακουστεί μέχρι κάτω στο πλήθος, ανάμεσα σε αναφιλητά και κραυγές, μίλησε: «Είμαι ένας ανάξιος! Συγχωρέστε με! Είμαι ένας άχρηστος! Ένας κωλοτούμπας! Πήρα τη λαϊκή εντολή και την πούλησα! Σας πούλησα! Πρόδωσα την εμπιστοσύνη σας! Δεν σας άξιζε τέτοια μοίρα! Δεν άξιζε στην Ελλάδα τέτοια ξεφτίλα! Κι εμένα δεν μου αξίζει η ζωή! Αφήστε με να πεθάνω! Ντροπή μου που υπάρχω ανάμεσά σας! Ντροπή μουουουουουουουουουουουου!» Ξεφωνίζοντας έδωσε μια και αποτινάχτηκε από το στύλο της σημαίας που ήταν γραπωμένος μέχρι τώρα. Κουνώντας χέρια και πόδια ζωηρά σαν βρέφος και ουρλιάζοντας τα τελευταία του λόγια ,«ντροπή μου», έσκασε στο κράσπεδο λίγα μέτρα μακριά από τον Αλκίνοο με ένα βαρύ γδούπο. Αίμα έτρεξε από το σπασμένο κρανίο. Σαν ένα δοχείο γεμάτο κόκκινη πηχτή μπογιά, ξεχύθηκε από μάτια, μύτη και στόμα στις πλάκες του μνημείου.

Και το πλήθος; Το πλήθος ξέσπασε σε ζητωκραυγές και χειροκροτήματα, σε δυνατούς αλαλαγμούς θριάμβου λες και η εθνική τους ομάδα είχε βάλει ένα αιματοβαμμένο γκολ στον πιο μισητό αντίπαλο. Κανένας δεν κίνησε να πλησιάσει τη σωρό του άψυχου πρωθυπουργού. Μονάχα μετά από ώρα, ένας από τους δύο ευζώνους πλησίασε και του έκλεισε τα μάτια. Ο Αλκίνοος με έψαξε με το βλέμμα. Μέχρι πριν λίγο στεκόμουν παραδίπλα, να δαγκώνω τα χείλη μου. Δεν άντεξα όμως άλλο. Με βρήκε πεσμένο στα τέσσερα να κάνω εμετό σε μια γωνιά. Πριν καλά-καλά συνειδητοποιήσω τι είχε μόλις συμβεί, να σου που ξεπροβάλλει και ο αρχηγός της αντιπολίτευσης από ένα παράθυρο πιο κάτω.

«Χάρε, χαρά που μου ’δωσες και λύπη που μου πήρες», είπα μέσα μου, θυμούμενος εκείνη τη στιγμή τη φράση που χρησιμοποιούσε συχνά η γιαγιά μου για κάτι τέτοιες περιπτώσεις. Τι καλύτερο τώρα για έναν αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης από αυτό που μόλις διαδραματίστηκε. Άραγε θα άρχιζε να βγάζει κανένα στομφώδη λόγο για το συμβάν; Θα έδειχνε ανωτερότητα; Θα συλλυπούνταν; Θα έπαιζε θέατρο ότι στεναχωρήθηκε; Τι;

Ο πολιτικός δεν έκανε τίποτα απ’ αυτά όμως. Απλά σιωπηλά, χωρίς να βγάλει κιχ, με μάτια καρφωμένα στο υπερπέραν, ανέβασε το πόδι του στο περβάζι, κατόπιν βγήκε ολόκληρος και… Πήδηξε κι εκείνος στο κενό. Άλλη μια άμορφη, ματωμένη μάζα από κρέας και κόκκαλα ήρθε να προστεθεί δίπλα στην προηγούμενη. Το πλήθος ξέσπασε ξανά σε άγρια χειροκροτήματα.

Πριν προλάβει να κοπάσει το χειροκρότημα, ένα-ένα τα παράθυρα της βουλής γέμισαν από βουλευτές. Βουλευτές όλων των κομμάτων, υπουργοί, υφυπουργοί και παρατρεχάμενοι βρίσκονταν όλοι στα παράθυρα της βουλής. Και ένας-ένας, σαν ένα μακάβριο τσίρκο, έκαναν το σάλτο μορτάλε όπως ο αρχηγός της αντιπολίτευσης και ο πρωθυπουργός πριν από αυτούς. Ένας-ένας, βγαίνοντας στα παράθυρα, ανεβαίνοντας στα περβάζια, με μάτια καρφωμένα στο υπερπέραν, έπεφταν στο κενό και έσκαγαν με δύναμη κάτω, στα πόδια του μαινόμενου πλήθους. Καθένας φώναζε διάφορα συνθήματα. «Πήηηηηηδα! Πήηηηηηηδα!» ακουγόταν διάχυτο από διάφορα στόματα. Άλλοι παριστάνοντας τους θεατές της ρωμαϊκής αρένας, έτειναν προς τα κάτω τους αντίχειρες γελώντας τρανταχτά. Και αλήθεια πόσο πολύ έμοιαζε με μια αρχαία ρωμαϊκή αρένα όλο αυτό το σκηνικό. Μόνο που σ’ αυτήν εδώ είχε βουτήξει ο ίδιος ο αυτοκράτορας και οι αυλικοί του. Τα πάνω κάτω.

Το άρρωστο θέαμα της πτώσης των βουλευτών συνεχίστηκε προς τέρψη όλων των παρευρισκομένων, συμπεριλαμβανομένου του Αλκίνοου. Μάταια τον έπιανα από τους ώμους με δάκρυα στα μάτια και τον ταρακουνούσα φωνάζοντάς του «φτάνει, φτάνει» και ο, τι άλλο μου κατέβαινε μπας και τον κάνω να συνέλθει. Ο Αλκίνοος το μόνο που έβλεπε ήταν ένα στόμα να ανοιγοκλείνει, εμένα σε αργή κίνηση σαν ριπλέι και τα πτώματα να συντάσσονται στην πλατεία Συντάγματος σε αποτρόπαιες, γκροτέσκες πόζες. Του ήταν αδύνατο να ακούσει. Όχι. Πού να ακούσεις μέσα σε τέτοιο μεθύσι; Πού να νιώσεις οτιδήποτε άλλο πέρα από αγαλλίαση με το γδούπο κάθε κορμιού που βροντούσε και κομματιαζόταν στο κράσπεδο; Με όλη αυτή την ανείπωτη ελευθερία που έκρυβε μια τέτοια πράξη; Κάθε νεκρός βουλευτής και ένας σπασμένος κρίκος από την αλυσίδα που κρατούσε δέσμιο το λαό. Προμηθέας δεσμώτης που του έτρωγαν τα σπλάχνα κάθε μέρα, μα τώρα βρέθηκε ένας Ηρακλής και τον ελευθέρωσε από τα δεσμά, κατακερματίζοντάς τα ένα-ένα. Αυτά σκεφτόταν ο Αλκίνοος.

Ο φρενήρης αλαλαγμός του πλήθους κορυφώθηκε όταν έπεσε πια κι ο τελευταίος βουλευτής νεκρός. 300 άψυχα κορμιά, στραπατσαρισμένα στο πεζοδρόμιο. Οι 300 του Λεωνίδα από την ανάποδη. Τότε πια ο κόσμος πέταξε τις μάσκες από τα πρόσωπα, έβγαλε τις κουκούλες, σφιχταγκαλιάστηκε με τον διπλανό του, αστυνόμοι πια είχαν γίνει ένα με διαδηλωτές και μαζί πιασμένοι έκαναν χάζι τα κουφάρια. Κάτι αναρχικοί έβγαλαν το στουπί από τις μολότοφ που τους είχαν περισσέψει και τσουγκρίζοντας τα μπουκάλια κάνοντας «στην υγειά μας» τις άδειασαν μονορούφι. Μέσα σε μερικά λεπτά, απορριμματοφόρα και φορτηγά έκαναν την εμφάνισή τους από το βάθος του δρόμου, μαζεύοντας τους νεκρούς και ρίχνοντάς τους σε ένα μεγάλο κοντέινερ για τα μπάζα. Άλλα οχήματα κατέφθασαν από την αντίθετη κατεύθυνση και με μάνικες νερού καθάρισαν το χώρο από τα αίματα, έτσι που μέσα σε μισή ώρα τίποτα δεν θύμιζε το ανείπωτο γεγονός που είχε συντελεστεί. Σιγά-σιγά ο όχλος διαλύθηκε, ήρεμος και ευτυχισμένος. Βλέμματα στωικά σαν ινδικές αγελάδες. Οι περισσότεροι μουρμουρίζοντας για κάποια συναυλία που έπρεπε να προλάβουν...

Ο Αλκίνοος με βήμα ανάλαφρο, χαμογελαστός με τα χέρια στις τσέπες, με πλησίασε εκεί που βρισκόμουν λίγα μέτρα παραπέρα, καθισμένος καταγής, με τα πόδια μου αγκαλιασμένα σφιχτά πάνω στο στήθος μου και το κεφάλι μου χωμένο ανάμεσα, να κουνιέμαι νευρικά μπρος-πίσω. «Ιάσονα;»…

«Τι; Τι σκοπεύεις να μου πεις μετά από όλο αυτό; Τι μπορείς να μου πεις; Έχεις πάρει χαμπάρι τι παίζει εδώ; Θα τρελαθώ τελείως». Καθώς τα έλεγα αυτά έτρεμα ολόκληρος. Ο παραλογισμός δεν είχε τελειωμό. Ήταν σαν να ήμουν σε διαρκή πτώση και με το που έβλεπα έδαφος αυτό εξαφανιζόταν και συνέχιζα να πέφτω ακόμα πιο βαθιά. Είχα διαλυθεί και δεν είχα κανέναν για να μιλήσω. Ο Αλκίνοος στον κόσμο του. Το πράγμα ήταν ξεκάθαρο. Γιατί δεν το έβλεπε; Σίγουρα το έβλεπε, αλλά δεν τον ένοιαζε να το ερμηνεύσει. Δεν με άκουγε καν. Ήταν σαν να έλεγα σε κάποιον που πιστεύει πως μόλις έχει δει θαύμα, πως ήταν μια οφθαλμαπάτη. Το απολάμβανε τόσο πολύ που δεν είχε χώρο για όσα έλεγα. Αλλά δεν ήμουν μόνο εγώ. Η λογική τα έλεγε όλα αυτά. Ποια λογική όμως; Τι λέω; Είχαν καταρρεύσει όλα. Τώρα θα έπρεπε να είσαι παράλογος για να επικοινωνήσεις. Προσπάθησα τόσες και τόσες φορές να μιλήσω στον Αλκίνοο αλλά τίποτα. Είχε έρθει η ώρα να φανώ θαρραλέος; Έτσι φαινόταν. Αλλά τι έπρεπε να κάνω; Από που να το έπιανα; Δεν είχα την παραμικρή ιδέα. Ο κόσμος είχε αλλάξει. Ήμουν σίγουρος πως είχε γίνει όπως θα τον ήθελε ο Αλκίνοος. Αυτό ήταν το βέβαιο συμπέρασμα. Το μόνο στέρεο πράγμα.

Αν θα έπρεπε να κατανοήσω τον κόσμο δηλαδή, δεν είχα παρά να κοιτάω τον Αλκίνοο. Όσο καλύτερα θα μάθαινα τον Αλκίνοο, τόσο καλύτερα θα μάθαινα τον κόσμο. Απορώ που εκείνος απολάμβανε τόσο πολύ την ομοιότητα του με όλα τα πράγματα. Πόσο ιδανικά γι’ αυτόν με είχαν γίνει όλοι και όλα. Το περίεργο είναι ότι αυτός ποτέ δεν δέχθηκε να είναι ίδιος με κάποιον άλλον. Αλλά κοίτα ξαφνικά τι είχε συμβεί. Όχι μόνο είχαν αλλάξει τα πάντα, αλλά και ο ίδιος απολάμβανε το σκηνικό μέχρι τα κόκκαλά του. Ποτέ να μην μου τύχει τέτοιο πράγμα. Καμιά φορά το παθαίνει ο άνθρωπος αυτό. Να θαυμάζει κάτι και να ξεχνά πόσο δυνατός μπορεί να υπάρξει ο ίδιος. Θέλω να πω πως, ενώ θαυμάζω τον Αλκίνοο πάρα πολύ, δεν παύω και εγώ να υπάρχω. Και αν εκείνος τελικά γούσταρε, παρά τα όσα έλεγε, να είναι όλοι ίδιοι με αυτόν, εγώ σίγουρα, όσο μέτριος και αν είμαι, ποτέ δεν θα ήθελα να είναι ο κόσμος όπως τον επιθυμώ. Τι βαρεμάρα εξάλλου. Και με τι θα γκρινιάζω; Με τι θα κάνω τον έξυπνο αν όλα είναι όπως τα θέλω; Χίλιες φορές κόλαση, παρά παράδεισος. Ούτε στον χειρότερό μου εχθρό να μην του τύχει να είναι όλοι ίδιοι. Πόσο μάλλον σε μένα τον ίδιο. Τέλος πάντων.

Όπως είπα, σηκώθηκα πάνω και ξεκίνησα μια τελευταία προσπάθεια να μιλήσω στον Αλκίνοο. Για μένα θα ήταν όλος ο κόσμος το να μπορώ να συζητήσω μαζί του για όσα συμβαίνουν. Δεν θα άλλαζε κάτι, απλώς θα το μοιραζόμουν, και αυτό μου έφτανε. Την ζεστασιά της συντροφιάς και της κατανόησης γαμώ το κέρατό μου. Αυτό ζήτησα μόνο. Από τον καλύτερο μου φίλο.

Πολιτικοί που αυτοκτονούν, αισχροί καλλιτέχνες που πεθαίνουν, ευαισθητοποιημένοι σουβλατζήδες; Way too much ρε παιδιά, toomuch-ίλα που λένε.

«Ρε Αλκίνοε, ρε φίλε, ρε χρυσό μου παιδί έλα να τα πάρουμε λίγο από την αρχή. Άκουσε με λίγο» του είπα. «Δεν ακούω τίποτα. Θα μου αρχίσεις πάλι τις ίδιες παπαριές και έχουμε ήδη αργήσει. Έλα πάμε» μου απάντησε. «Κάτσε λίγο ρε μαλάκα να σου...», και εκεί σταμάτησα. Δεν υπήρχε κανένας λόγος για μένα να συνεχίσω. Έχασα όλο μου το κουράγιο. Λες και δεν είχα δύναμη ούτε να αναστενάξω. Έκανα μια απότομη κίνηση και πέταξα από πάνω μου το χέρι του που με κρατούσε από τον ώμο. «Παράτα με Αλκίνοε, φεύγω. Θα τα πούμε μετά». Κάτι πήγε να μου πει αλλά...«σου είπα άσε με ρε μαλάκα. Δεν καταλαβαίνεις ελληνικά ξαφνικά; Α γαμήσου. Θα τα πούμε μετά.» και έφυγα μακριά. Αφού περπάτησα ένα μισάωρο και μπούχτισα μέσα στις σκέψεις μου και το χάος τους, κάθισα σε ένα μικρό παρκάκι. Ένιωθα πως ήμουν στην μέση ενός στροβίλου όπου τα πάντα τριγύρω γυρνούσαν και μεταβάλλονταν διαρκώς. Έστριψα ένα τσιγάρο και κοίταξα τον ουρανό. Όχι ότι είμαι καπνιστής και το είχα ανάγκη. Κάθε άλλο. Εκείνη την στιγμή το λαχτάρησα πραγματικά. Ήθελα να με ηρεμήσει ο καπνός του. Οι γονείς σε ορισμένα πράγματα έχουν δίκιο. Ένα από αυτά είναι και το τσιγάρο. «Μην καπνίσεις ποτέ» μου έλεγαν. «Είδες τι έπαθε ο θείος σου! Το τσιγάρο μπορεί να σκοτώσει». Πράγματι. Είναι αλήθεια. Ο θείος μου κάπνιζε πολύ. Μανιώδης καπνιστής! Εκείνη την τραγική μέρα, οδηγούσε προς την δουλειά του και όταν έκανε να ανάψει το τσιγάρο του, έχασε τον έλεγχο και έπεσε στα ντουβάρια. Τραγικό φινάλε. Δεν θα ξεχάσω ποτέ την κηδεία του. Όλοι τεθλιμμένοι και τεθλασμένοι. Ήταν και τα ξαδέρφια μου εκεί. Μόλις γυρίσαμε και βρήκα λίγο χρόνο μπήκα στο facebook και είδα διάφορες φωτογραφίες από αυτούς με σχόλια για το πόσο λυπούνταν που τον έχασαν. Διαγωνίζονταν πραγματικά για το ποιος θα ανεβάσει την καλύτερη και πιο μακάβρια φωτογραφία. Και είχαν πάρει και κάτι μοιραίες πόζες...Ακόμα και στην κηδεία του θείου, γκόμενα ήθελαν να βγάλουν. Μάλιστα δόθηκε και ονομασία σε όλο αυτό το κύμα. Αλίμονο. “Dead-lfie”. Έγινε της μόδας ύστερα. Λύσσα κακιά σε κάθε κηδεία να απαθανατιστούν με τον νεκρό και να γράψουν το πιο λυπηρό σχόλιο. Ποιος θα κάνει check-in με τον συγχωρεμένο. Εγώ αυτό το λέω τσουcheck-in. Anyway…

 

Άναψα το τσιγάρο και παραδόθηκα. Πέρασε από μπροστά μου μια κοπελίτσα που τραγουδούσε κάποιου πρωτοεμφανιζόμενου αριστερού καλλιτέχνη το τραγούδι. Απ’ όσο μπορώ να θυμηθώ πήγαινε κάπως έτσι...

 

Και όπως ψήφιζα εμφανίζεσαι στην κάλπη

εκεί που κάναμε κατάληψη παιδιά,

τρέχω κοντά για να σου πω

Όπως παλιά, αριστερά”.

Βλέπω πως ντρέπεσαι, τα μάτια κατεβάζεις,

ρωτάω «σύντροφε, πως είσαι, πως περνάς»

ενώ σε βλέπω να διστάζεις

και δειλά μου απαντάς.

«Πολιτεύομαι» μου λες και εγώ μπερδεύομαι

Πες μου πως επιτρέπεται να κίνησες κατά τη δεξιά

«Πολιτεύομαι, με τη ΝΔ πορεύομαι»

Για σένα τόσο ντρέπομαι

ξεπούλησες αρχές και ιδανικά

Σ’ αφήνω, στέκομαι και σιγομουρμουράω

σε δυο λακέδες παρακάτω εσύ μιλάς

μέσα μου ξέρεις σιχτιράω

που ‘χεις το θράσος να γελάς

και εκεί που νόμιζα πως είχα δει τα πάντα

γυρνάς στο μέρος μου τα χείλη σου κουνάς

θαρρώ συγνώμη μου ζητάς

μα τ' exit polls λοξοκοιτάς.”

 

 

 

Και πριν καλά-καλά συνειδητοποιήσω τι είχα μόλις ακούσει, παρακάτω ένα ζευγάρι γκάριζε και λογομαχούσε. Έστησα αυτί...

«Παρ’ το χαμπάρι αγοράκι μου επιτέλους. Τελειώσαμε! Που θα μου πεις εμένα ότι η ηθική είναι παρούσα στην ενόραση του πρακτικού λόγου! Νούμερο, ε νούμερο! ΤΕ-ΛΕΙΩ-ΣΑ-ΜΕ!!! «Εννοείται πως τελειώσαμε!» της απάντησε το αγόρι. «Τόλμησες να με πεις καντιανό; Εμένα καντιανό; Που αν σιχαίνομαι κάτι όσο τίποτα άλλο είναι οι a priori κρίσεις; Άντε στο διάολο κοριτσάκι μου. Δεν με ανέθρεψαν έτσι εμένανε».

«ΌΧΙ ΌΧΙ ΌΧΙ ΌΧΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙ!!!!!!!!!!» Φώναζα σαν τρελός. «Δεν αντέχω άλλο να ζω έτσι. Ούτε μια μέρα δεν μπορώ. Είναι παράνοια. Δεν καταλαβαίνω τι γίνεται! Ηρέμησε. Ηρέμησε. Πρέπει να ηρεμήσεις». Αυτό έλεγα στον εαυτό μου. Ξανακάθισα στο παγκάκι. Άδειασα τελείως και αποφάσισα να τα βάλω όλα κάτω σε μια σειρά. Πάμε λοιπόν!

 

1.Υπάρχει ο Αλκίνοος.

2.Υπάρχω εγώ, ο Ιάσονας (ή Αννίδης).

3.Υπάρχει αυτό που έγινε στο δωμάτιο του Αλκίνοου-μάλλον.

4.Υπάρχουν αυτά που έκανα εγώ, το να τον παρακολουθώ και να τον πιάσω όταν έπεσε.

Και το σημαντικότερο...

5.Υπάρχει το ότι άλλαξαν τα πάντα ύστερα από αυτά τα γεγονότα.

Αυτά τα πέντε πράγματα γύρναγαν και ξαναγύρναγαν μέσα στο μυαλό μου σε συσχετίσεις, μπας και καταφέρω να βγάλω μια άκρη. Δεν κατάφερνα όμως τίποτα για αρκετή ώρα. Σκεφτόμουν τα πιο ακραία σενάρια. Σκεφτόμουν τις θεωρίες του Αλκίνοου σχετικά με τον θεό και τις παρεμβάσεις του από το μηδέν. Αλλά αν είχε παρέμβει δεν θα μπορούσα να κάνω τίποτα πέρα από το να περιμένω. Και πως θα μπορούσα να το ξέρω άλλωστε. Οπότε περνούσα στο επόμενο σενάριο. Ήθελα να τα εξαντλήσω όλα ώστε να ξέρω πως να πράξω ή αν είναι να μην πράξω και να κάνω υπομονή μέχρι και εγώ δεν ξέρω πότε. Ύστερα σκεφτόμουν τις απόψεις τις δικές μου, αλλά για όνομα του θεού. Ακόμα κι αν ήταν γκόμενα ο θεός, σε τι θα μπορούσε να με βοηθήσει; Αφού τις γκόμενες ποτέ κανείς δεν τις κατάλαβε. Επίσης θα μπορούσε να την είχε πιάσει γκόμενα ο Αλκίνοος – την θεό-. Αυτό θα εξηγούσε τα πάντα. Αλλά ας κρατηθούμε λίγο ακόμα όσο γίνεται κοντά στην πραγματικότητα.

Σκεφτόμουν... σκεφτόμουν... σκεφτόμουν... ένας σωστός τρόπος θα ήταν να το πάρω ανάποδα. Δηλαδή από την στιγμή που όλα άλλαξαν προς τα πίσω. Αλλά δεν μπορώ να ξέρω πότε άλλαξαν τα πράγματα. Μόνο πότε το αντιλήφθηκα εγώ ξέρω. Και αυτό έγινε όταν ήταν ήδη πια πολύ αργά και μακριά από την ενδεχόμενη πηγή του προβλήματος. Το σίγουρο είναι όμως πως ό, τι έγινε, έγινε εκείνο το βράδυ που του έσωσα την ζωή. Αλλά το ότι του έσωσα την ζωή μπορεί να σημαίνει πως εγώ έχω τεράστια δύναμη στα χέρια μου και πως τελικά, δεν είναι ο Αλκίνοος που φταίει για όλες τις αλλαγές – και αυτός που έχει γκόμενα τον θεό - αλλά εγώ. Είμαι σε σχέση δηλαδή και δεν το ξέρω; Μου κόπηκαν τα γόνατα! - και άρα τσάμπα τον κατηγορώ! Ένας άλλος τρόπος είναι να θέσω μια πρόταση ad hoc και να την αποδείξω. Αλλά δεν παρακολουθούσα εκείνο το μάθημα και δεν ξέρω πως να το κάνω. Μου το έλεγαν οι γονείς μου, να διαβάζεις, η γνώση είναι δύναμη, θα σου χρησιμεύσουν. Έλα μωρέ...που θα χρειαστούν αυτές οι μαλακίες; Ενώ Σπάιντερμαν που διάβαζα μανιωδώς, μου έμεινε η σοφή συμβουλή του θείου Μπεν «με μεγάλη δύναμη έρχονται και μεγάλες ευθύνες» και ταίριαζε πιο πολύ στην παρούσα φάση. Βέβαια το ζήτημα εδώ είναι ποιος τελικά την έχει μεγάλη. Τη δύναμη.

Πάμε παρακάτω. Ίσως άλλαξε ο κόσμος επειδή εγώ του έσωσα την ζωή. Κλονίστηκε η αρμονία του σύμπαντος γιατί δεν ήταν γραπτό να σωθεί και να είμαι εγώ εκεί. Εκείνος που έγραφε την μοίρα μου πολύ λογικά μπορεί να είχε σκεφτεί, «εκείνη την ημέρα, αφού ρούφηξε δύο τζούρες από κάτι συμφοιτητές του, έκλασε πάνω του και έφυγε όπως-όπως για McDonalds και σπίτι φίλου για pro και freddoccino”. Όπως είθισται δηλαδή. Αν όμως εγώ βρέθηκα και κλόνισα το σύμπαν, τότε υποχωρεί η πιθανότητα για θεϊκή παρέμβαση και στην θέση του όμως τι; Εγώ ξαφνικά είμαι θεός; Δηλαδή έχω την δύναμη να αλλάζω τον κόσμο και απλά δεν ξέρω πώς να το κάνω συνειδητά; Αν σώσω κάποιου άλλου την ζωή δηλαδή, θα γίνει ο κόσμος σαν αυτόν τον άλλον; Και ποιος θα μπορούσε να είναι τότε αυτός ο κάποιος που θα ξανακάνει τον κόσμο όπως ήταν πριν; Μπα όχι. Ούτε κατά διάνοια. Όμως το ένιωθα πως ήμουν πιο κοντά από ό, τι πριν, και έτσι συνέχισα να σκέφτομαι όσο πιο ελεύθερα μπορούσα. Διότι σιγά-σιγά άρχισα να συνειδητοποιώ πως εφόσον είχα αναγνωρίσει τον κόσμο σαν παράλογο, τότε θα έπρεπε να γίνω παράλογος και ο ίδιος για να βγάλω άκρη.

Σταδιακά έπαψα να αντιστέκομαι σε όσα γίνονταν και τα άφησα να περάσουν μέσα μου έτσι ώστε να γίνω μέρος τους και να με παρασύρουν. Οπότε, έχουμε και λέμε. Το ότι τον έσωσα, τον Αλκίνοο, δίνει κάποιες ελπίδες, αλλά από την άλλη με κάνει θεό, κάτι που σίγουρα δεν είμαι. Το ότι τον έσωσα, δεν αποδεικνύει ούτε με παράλογο συλλογισμό όσα έγιναν ύστερα. Υπάρχει και ορισμός για αυτό, κάπου το είχα διαβάσει. “Post hoc ergo propter hoc”, που είναι ψευδής συλλογισμός, δηλαδή επειδή το Β συνέβη μετά το Α, τότε το Α είναι η αιτία για το Β. Αυτό το καταλαβαίνω και δεν πέφτω στο σφάλμα. Κάποια όμως πρέπει να ήταν η αιτία για το Β, για το ότι άλλαξαν τα πάντα.

Επίσης ξέρω πως όλα άλλαξαν εκείνο το βράδυ. Άρα το ότι τον έσωσα δεν εξηγεί τον λόγο που άλλαξαν τα πράγματα, γεγονός ανακουφιστικό γιατί με βγάζει άρδην από τις σκέψεις του ότι είμαι κάτι σαν θεός. Άρα ξαναγυρνάμε πίσω στο ότι κάπου έφταιξε ο Αλκίνοος, ο οποίος με την συμπεριφορά του δεν μου φαίνεται πως ξέρει ακριβώς τι γίνεται και δεν θεωρώ ότι είναι σε θέση να το έκανε εν γνώσει του. Είπαμε ότι είναι έξυπνος αλλά όχι τόσο. Δεν είχε και κίνητρο να το κάνει εξάλλου. Δεν γούσταρε να είναι ίδιος με κανέναν. Γιατί, ακόμα και αν μπορούσε, να δοκιμάσει να κάνει τον κόσμο ίδιο με αυτόν; Όχι όχι. Επίσης ξέρω πως εκείνο το βράδυ που τον παρακολούθησα, βρισκόταν στο δωμάτιο του μόνος και έβλεπε τηλεόραση πριν τον πιάσει αυτή η περίεργη υπνοβασία. Οπότε αυτό που σκέφτηκα ήταν πως η υπνοβασία του μπορεί να τα είχε προκαλέσει όλα αυτά. Αλλά ύστερα θυμήθηκα πως το είχε ξαναπάθει και πως ο κόσμος δεν έπαθε απολύτως τίποτα. Ή αν έπαθε, είμαι σε αυτούς που άλλαξαν και δεν μπορώ να αντιληφθώ αυτήν την αλλαγή σαν κάτι μη φυσιολογικό. Αφού όλοι άλλαξαν εκτός από μένα, τότε θα έπρεπε πάλι να είχαν αλλάξει εκτός από μένα. Εκτός και αν παίζει ρόλο το ότι τότε δεν τον γνώριζα. Οπότε, καταλήγω πως ό, τι έγινε οφείλεται σε κάτι που διαμείφθηκε μεταξύ μας.

Άρα; Να προκαλέσω ηθελημένα μια από εκείνες τις περίεργες υπνοβασίες στον Αλκίνοο δεν μπορούσα, αυτό είναι σίγουρο. Σε αυτό ακριβώς το σημείο ήταν που μέσα μου ένιωσα ένα ξαφνικό κενό, το οποίο καλύφθηκε αμέσως από την ίδια μου την ύπαρξη. Ένιωσα σαν να μεγάλωσα λίγο παραπάνω. Για ό, τι μέχρι χθες δεν ήμουν ικανός, σήμερα μπορούσα να το σκέφτομαι σαν μια σοβαρή πιθανότητα. Θέλει προσοχή όταν πολεμάς ένα τέρας να μην γίνεις εσύ ο ίδιος τέρας στο τέλος, είπε ο Νίτσε, και ποιος είμαι εγώ να αμφισβητήσω. Τα όπλα δηλαδή που ξαφνικά συνειδητοποίησα ότι έχω στην κατοχή μου, είναι επικίνδυνα. Όμως σαν άλλος Σέρλοκ Χολμς αυτήν την φορά, όταν αποκλείεις τα πάντα, αυτό που μένει, όσο απίθανο και αν φαίνεται, πρέπει να είναι η αλήθεια- το είχε πει και ο Αλκίνοος. Και σε ένα περιβάλλον όπως αυτό που ζούσα εγώ, σίγουρα ήταν κάτι πιθανό. Τι θέλω να πω με όλα αυτά; Ότι ένα πράγμα έμενε μόνο για να δοκιμάσω και να μάθω τι είχε γίνει επί της ουσίας και όλα μεταμορφώθηκαν τόσο περίεργα. Εάν αυτό που είχε απομείνει δεν με οδηγούσε σε εξηγήσεις, θα έπρεπε να σωπάσω και να αποδεχθώ τα πάντα αδιαμαρτύρητα γνωρίζοντας πως δεν μπορώ να κάνω τίποτα παραπάνω. Αν δεν ίσχυε αυτό, τότε τίποτα άλλο δεν θα μπορούσε να είναι λογικό και άρα να το πράξω. Εάν δεν έπιανε τόπο αυτό, τότε θα ανήκε στον θεό, και σε κάτι εντελώς έξω από μένα, η πορεία αυτού του κόσμου. Όχι μόνο δεν θα ήταν διαλεκτικός ο υλισμός, αλλά αντιθέτως...αμίλητος εντελώς. Κουβέντα δεν του παίρνεις που να χτυπιέσαι.

Εφόσον όμως απέκλεισα την παρέμβαση του θεού, απέκλεισα την επίδραση των δικών μου πράξεων, όπως επίσης και αυτές του Αλκίνοου, τότε αυτό που έμενε ήταν το δωμάτιο του. Με απλά λόγια, το μόνο που είχα να κάνω ήταν να ρίξω τον Αλκίνοο ξανά από το μπαλκόνι του. Το ξέρω, τραβηγμένο. Αλλά ο πρωθυπουργός μόλις είχε πηδήξει από το παράθυρο σε κρίση αυτοσυνείδησης. Τι σημαίνει τραβηγμένο πλέον;

Τινάχτηκα πάνω από το παγκάκι εκστασιασμένος. Μανιασμένος. Κυριευμένος από μοχθηρά συναισθήματα. Ήθελα όλα να τελειώσουν και ήμουν έτοιμος για αυτό. Ήμουν έτοιμος για όλα. Πήρα τηλέφωνο τον Αλκίνοο και του ζήτησα συγνώμη. Εκείνος μόλις γυρνούσε από την συναυλία του και κανονίσαμε να πάμε από το σπίτι του να κάτσουμε να τα πούμε. Έτσι και έγινε.

«Αλκίνοε, έλα ρε συ λίγο στο μπαλκόνι να δεις τι γίνεται. Είναι δύο τυπάκια λίγο πιο κάτω και τσακώνονται». «Άσε με ρε, τρώω ακόμα. Βαριέμαι να σηκωθώ. Έλα εσύ» «Ωχ!!! Πραγματικά ρε φίλε, έλα να δεις τι παίζει, χάνεις, αμάν, άστο λίγο κάτω ρε το σουβλάκι, δεν θα πάει πουθενά», «Χέσε με ρε μαλάκα. Χέστηκα τι κάνουν τα τυπάκια. Έλα να φας και εσύ μπας και πάμε καμιά βόλτα. Σου έχω και μια πολύ μικρούλα εκπληξούλα αν είσαι καλό παιδί». «Τι εκπληξούλα ρε; Για λέγε», «Δεν σου λέω. Τελείωνε και έλα δω. Θα δεις. Θα γουστάρεις».

Δεν άντεχα άλλο την έξαψη, με έτρωγε και δεν με ένοιαζε ούτε το φαγητό ούτε η εκπληξούλα ούτε τίποτα. «Ρε φίλε θα έρθεις μια στιγμή στο μπαλκόνι ή θα σε φέρω σηκωτό;», «Ποιον να φέρεις σηκωτό ρε μ....» και πριν προλάβει να ολοκληρώσει, σβέλτα πετάγομαι, τον πιάνω, τον σηκώνω και με όλη μου την δύναμη λες και έσπρωχνα τοίχο, και σερνόμαστε με φόρα προς το μπαλκόνι. Τον βγάζω έξω και με μια τελευταία σπρωξιά τον κολλάω στο κάγκελο και το βάρος του βγαίνει απ’ έξω. Δεν πρόλαβε να κάνει τίποτα εκείνος – ήταν και μπουκωμένος - μόνο κρατούσε αντίσταση με τα πόδια του όπως-όπως, αλλά εγώ δεν έκανα πίσω με τίποτα. Ήμουν ταύρος. Οπότε πηδάω πάνω του, λυγίζει η μέση του στο κάγκελο, και το κέντρο βάρους του μετατοπίζεται εκτός μπαλκονιού. Τα πόδια του ανασηκώνονται από το μπαλκόνι, και εκεί που είναι βέβαιο ότι πέφτει, κάνει ένα άρπαγμα, ένα «φραπ» με τα δυο του χέρια, με κρατάει, και με όλο του το βάρος, που είναι στον αέρα πλέον, έρχεται αυτός κολλητά με τα κάγκελα ενώ εγώ ταυτόχρονα χάνω την ισορροπία μου και πέφτω έξω από το μπαλκόνι. Εκείνος σκαρφαλώνει ξανά μέσα και προσπαθεί να με πιάσει αλλά...είναι πλέον αργά. Ανακόπτει για λίγο την πτωτική μου πορεία αλλά ύστερα από λίγο ήμουν κατάκοιτος στο πεζοδρόμιο, με ένα χτύπημα στο κεφάλι από έναν εξέχοντα σωλήνα και τον Αλκίνοο λαχανιασμένο και αποσβολωμένο να κοιτάει πέρα δώθε από το μπαλκόνι μην ξέροντας τι συνέβη και τι να κάνει...

 

_____________________________________________________________

 

 

ΜΙΑ ΕΒΔΟΜΑΔΑ ΜΕΤΑ...

 

Αλκίνοος: Τι εννοείς ρε μαλάκα Ιάσονα ότι δεν καταλαβαίνεις για τι πράγμα σου μιλάω;

Ιάσονας: Έλα μωρέ Αλκινοάκο μου, σιγά. Κάθε μέρα συμβαίνουν αυτά. Πως κάνεις έτσι; Αδερφή είσαι;

Αλκίνοος: Μην με τρελαίνεις τώρα ρε φίλε. Ο τύπος μόλις γράφτηκε στην ΔΑΠ, έγλειψε κάθε κατουρημένη ποδιά, μόνο και μόνο για να πει γεια σε αυτήν την κοπέλα. Τι εννοείς; Δεν καταλαβαίνεις τι έχει γίνει;

Ιάσονας: Έλα μωρέ υπερβολικέ. Θέλεις και τα βλέπεις έτσι τα πράγματα. Σιγά πια. Ψευδής συλλογισμός αδερφέ, ψευδής συλλογισμός!

Αλκίνοος: Και πώς το εξηγείς ότι όλος ο κόσμος ρε Ιάσονα έχει γίνει σαν εσένα; Εκείνος εκεί μόλις αγόρασε τρία μπουκάλια γάλα και ένα baby doll για μια γύφτισσα. Εκείνοι εκεί οι δύο συζητάνε για το ότι πιστεύουν πως ο θεός είναι γκόμενα, και όλοι όσοι ξέρω και δεν ξέρω, ξαφνικά έγιναν απερίσκεπτοι, προσγειωμένοι, δειλοί και εντελώς μα εντελώς μέτριοι σε όλα. Όλος ο κόσμος ξαφνικά έγινε μια ηλίθια μετριότητα, σαν εσένα ρε μαλάκα Ιάσονα. Δεν το βλέπεις; Μην με γαμάς τώρα, έλεος.

Ιάσονας: Ηρέμησε μπουμπάκο μου. Όλα μέσα στο μυαλό σου είναι. Ηρέμησε. Όποιος κόσμος κι αν ήταν έτσι, θα ήταν χάλια. Μην σε αποπαίρνει το γεγονός. Ωρίμασε λιγάκι. Ο κόσμος μας δεν είναι πάντα όπως τον θέλουμε...

Αλκίνοος: Τέλος πάντων...θα έρθεις από το σπίτι μου σε κάνα δίωρο να αράξουμε μπαλκονάκι που έχει ωραία μέρα, να παίξουμε κανένα σκάκι, κανένα ταβλάκι...; Θέλω να σου δείξω και κάτι φοβερό...

Όλες μας οι συζητήσεις για κάποιο χρονικό διάστημα ήταν πάνω κάτω οι ίδιες. Είχε καταστεί προφανές πλέον, ακόμα κι αν δεν μπορούσαμε να το εξακριβώσουμε και να το συλλάβουμε σε όλες του τις διαστάσεις, πως το μπαλκόνι στο σπίτι του Αλκίνοου συγκέντρωνε περίεργες και “μαγικές” δυνάμεις. Και γιατί όχι άλλωστε; Πολλά τέτοια μέρη φημίζονται για τις μεταφυσικές τους δυνατότητες, όπως παραδείγματος χάριν το τρίγωνο των Βερμούδων που λέγεται και τρίγωνο του διαβόλου για να ψαρώνουμε ακόμα περισσότερο. Δεν έχει σημασία λοιπόν να αναζητήσουμε περαιτέρω εξηγήσεις. Όλα σημεία αυτού του πλανήτη είναι. Ναι, καταλαβαίνω πως πιο πιασάρικο φαίνεται εκείνο ανάμεσα στο Πουέρτο Ρίκο και το Μαϊάμι από εκείνο ανάμεσα στην Δερβενίων και την Μαυρομιχάλη, αλλά πιστεύω πως οι νόμοι είναι νόμοι. Το ίδιο και οι εξαιρέσεις τους. Και ότι αυτοί δεν ενδιαφέρονται για το θεαθήναι και το κατά πόσον είναι κόζυ το σημείο στο οποίο βρίσκονται. Ήταν ξεκάθαρο λοιπόν πως στο μπαλκόνι αυτό, ο χρόνος ή ο χώρος ή η βαρύτητα - που έλεγαν και στο Interstellar - ή κάτι τέτοιο τέλος πάντων, έπαιζε ένα βρώμικο παιχνίδι. Και αυτό το είχαμε καταλάβει και εγώ και φυσικά και ο Αλκίνοος. Ο πονηρός πραγματικά δοκίμασε τα πάντα για να με κάνει να πάω από το σπίτι του και να με ρίξει από κάτω για να δώσει ένα τέλος.

Με βάση τα όσα είχαν γίνει μέχρι στιγμής ήταν φανερό σε μέσες άκρες τι συνέβαινε και με ποιον τρόπο άλλαζε κάθε φορά η πραγματικότητα. Μόνο που η έκβαση της ιστορίας θα μας δείξει πως τελικά καμιά ορθή οδός δεν υπήρξε που με βεβαιότητα θα οδηγούσε σε ένα συγκεκριμένο αποτέλεσμα. Ας μην προτρέχω όμως. Πρέπει να ειπωθούν κάποια γεγονότα πρώτα και όταν φθάσει το τέλος, όπως είπα και στην αρχή, τα συμπεράσματα ανήκουν στον αναγνώστη. Το καθήκον μου είναι αφηγηθώ αυτήν την ιστορία όσο καλύτερα μπορώ, όπως την αντιλαμβάνομαι εκ των υστέρων.

Καθώς λοιπόν ο Αλκίνοος σιγά-σιγά γινόταν φορτικός που είχε χαλάσει ο τέλειος κόσμος στον οποίο ζούσε, και είχε αντικατασταθεί από τον κόσμο που ήταν σαν εμένα ή όπως τον ήθελα εγώ, άρχισα να τον αποφεύγω και να τον απομακρύνω. Φυσικά και δεν ήθελα να κάνω παρέα με κάποιον ο οποίος αυτό που θέλει είναι να με ρίξει από το μπαλκόνι ή ποιος ξέρει τι άλλο, έτσι ώστε να φέρει πίσω τον χαμένο του παράδεισο. Σταμάτησα να σηκώνω τηλέφωνα, απέφευγα στέκια όπου μπορεί να βρισκόταν και γενικά απομονώθηκα κι από κάθε τι άλλο εκείνον τον καιρό.

Με όσα έχω αφηγηθεί μέχρι στιγμής, είναι φυσικό να μην έχει κάποιος την καλύτερη γνώμη για μένα. Εγωιστής, αδιάφορος, απερίσκεπτος, πονηρός... Και άλλα συμπεράσματα τέτοιας φύσης. Όμως εκτός από αυτά, έχω και κάποια θετικά στοιχεία όπως έχω σημειώσει. Πού θέλω να καταλήξω; Τις πρώτες μέρες της αλλαγής το διασκέδαζα να βλέπω στον κόσμο τον εαυτό μου, να φέρονται όλοι ελαφρά τη καρδία και μάλλον ηλιθιωδώς. Το διασκέδαζα πολύ μάλιστα. Αλλά καθώς περνούσαν οι μέρες και η πλάκα αυτή έγινε κάτι μονότονο, και ενώ εγώ έπρεπε να συνεχίζω να ζω σε αυτόν τον κόσμο και να πρέπει να συνεννοηθώ και να επιβιώσω, άρχισα να έρχομαι αντιμέτωπος με τον εαυτό μου που όμως ακριβώς επειδή ήταν ο εαυτός μου, ήξερα πως δεν θα μπορούσα να βγάλω άκρη ή να στηριχθώ πάνω του. Αυτός ο καθρέφτης λοιπόν που τόσο με διασκέδαζε, που ήταν σαν εκείνους στα Λούνα Παρκ που αλλοιώνουν το είδωλο, ήταν διασκεδαστικός αλλά δεν μπορούσε να κρατήσει για πάντα.

Έτσι, επειδή έχω τα αρνητικά μου αλλά και τα θετικά μου, πάντα κάνω κριτική και αυτοκριτική σε όσα μου συμβαίνουν και όσα βιώνω. Γνωρίζω πως δεν είμαι αυτάρεσκος και συνειδητοποιώντας τον νέο κόσμο πλέον, είχαν εκλείψει όλες οι σταθερές, κάθε τι πάνω στο οποίο θα μπορούσε να βασιστεί και να χτιστεί κάτι λογικό, όπως μια σχέση, μια υπόσχεση και να δημιουργήσει έναν συγκροτημένο κόσμο. Αυτός ο καθρέφτης λοιπόν, από εκεί που είχε πλάκα, ξαφνικά άρχισε να ραγίζει και να κατακερματίζεται. Από όλη την χαρά και την ευτυχία που μου προκαλούσε αρχικά, με το πέρασμα του καιρού έγινε γκρίζος, σκοτεινός και ακατανόητος. Τα είδωλά του μετατράπηκαν σε σκιαχτερά φρικιαστικά πλάσματα.

Συνειδητοποίησα όλα τα στραβά που είχα πάνω μου, και σαν επιφοίτηση κατανόησα τι προβλήματα δημιουργούσα στους γύρω μου τόσα χρόνια και το φανταστικό είναι πως ένιωσα πως θέλησα να αλλάξω. Κατάλαβα δηλαδή αυτό που λένε πολύ συχνά οι άνθρωποι "Ναι, αλλά άμα το έκαναν όλοι αυτό”-στο "αυτό ας βάλει με τον νου του ο καθένας οποιαδήποτε αρνητική ή εγωιστική πράξη- τι θα γινόταν στον κόσμο". Ένιωσα την ευθύνη του κάθε ανθρώπου προς το σύνολο και την μοναδικότητα και χρησιμότητα του ως μονάδα. Έπρεπε να σταματήσω αυτήν την τραγωδία του εαυτού μου, να ανανήψω και να ξεκινήσω από την αρχή. Ό, τι συνέβη στον Σκρούτζ την νύχτα των Χριστουγέννων, το ίδιο συνέβη και σε μένα εκείνες τις μέρες. Μόνο που αυτό ήταν αληθινό. Ήταν πραγματικό. Επίσης ένιωσα μέχρι και εκτίμηση προς τον εαυτό μου. Διότι σκέφτηκα πως ούτε ο κόσμος του Αλκίνοου ήταν σπουδαίος, αλλά εκείνος ήταν τόσο νάρκισσος που ποτέ δεν θα καθόταν να αναλογιστεί πως ο κόσμος δεν μπορεί να είναι καθρέφτης είτε ενός μόνο ανθρώπου είτε των θέλω του, αλλά κάτι πολύ πολυπλοκότερο που να εμπεριέχει όλες τις διαφορετικότητες και τις δυνατότητες των ανθρώπων. Βέβαια, αυτό με όσα ξέραμε μέχρι στιγμής, θα ήταν δυνατόν μόνο αν παίρναμε όλους τους ανθρώπους του πλανήτη και τους ρίχναμε από το μπαλκόνι. Αδύνατον δηλαδή και όχι βέβαιο το αποτέλεσμα.

Η αυτοκριτική μου οπότε με οδήγησε να σιχαθώ όλα όσα με όριζαν, άθελά μου και μη, και αντιλήφθηκα όλα αυτά τα περίεργα και μαγικά γεγονότα σαν ένα πάθημα που έγινε μάθημα. Σαν το μεγάλο σχολείο της ζωής για μένα. Τι καλά που τα λέω όλα αυτά έτσι; Τα γράφω και έχω συγκινηθεί με τον εαυτό μου και την ευθιξία του. Ε λοιπόν...

Δεν αλλάζει ο άνθρωπος φίλοι μου. Όποιος λέει το αντίθετο είναι αδαής και ευκολόπιστος. Ο άνθρωπος δεν αλλάζει. Τελείωσε. Απλώς μετατοπίζεται το συμφέρον του και αλλάζει στρατηγική. Βέβαια, εκείνη την στιγμή τα πίστευα όλα αυτά. Αυτό είναι βέβαιο. Εξάρσεις ειλικρίνειας και μεταμέλειας όλοι περνάμε όταν είναι δύσκολες οι ώρες. Το εκκρεμές όμως όπως πάει από την μία έτσι πάει ακριβώς το ίδιο και προς την άλλη.

Όλα συνέβησαν όταν βγήκα από το σπίτι μου σε εκείνες τις μοναχικές βόλτες που έκανα, σαν άλλος Ρουσώ, προδομένος από τον εαυτό μου όμως, μόνος μου σε ένα παρκάκι εκεί κοντά. Συλλογιζόμενος όλα όσα είπα παραπάνω. Την κατάντια μου με λίγα λόγια και την κατάντια του κόσμου για την οποία ευθυνόμουν εγώ και ο τρόπος που ζούσα. Εκεί λοιπόν, και ενώ κάπνιζα το τσιγάρο μου, είδα την πιο όμορφη κοπέλα που είχα συναντήσει στην ζωή μου. Πραγματικά υπέροχη και ανάλαφρη σαν ανοιξιάτικο αεράκι. Είχε ένα σκυλάκι που πήγαινε βόλτα. Σύνηθες αξεσουάρ κάθε γκόμενας που σέβεται τον εαυτό της. Το αποκούμπι της μίζερης μοναξιάς. Το δεκανίκι της ματαιοδοξίας και ο κολοφώνας του ναρκισσισμού αλλά και της προσωπικής ολοκλήρωσης στα μάτια της κοινωνίας. Ένιωσα το κεφάλι μου να μουδιάζει και τα μάτια μου δεν μπορούσαν να ξεκολλήσουν από πάνω της λες και είχαν μαγνητιστεί. Συνέχισα να κάθομαι δήθεν ατάραχος. Εκείνη γύρισε και με κοίταξε άξαφνα λες και τα βλέμματα μου της γαργάλισαν την πλάτη. Έκανα να αποστρέψω το βλέμμα πέρα αλλά δεν τα κατάφερα και εκείνη περπάτησε προς το μέρος μου. «Έχεις να μου δώσεις φωτιά ομορφούλη;» μου είπε. Έβγαλα τον αναπτήρα από την τσέπη μου και της τον έδωσα. «Οι άνδρες ανάβουν τις κοπέλες, δεν τις αφήνουν μόνες τους γιατί μπορεί να καούν» με υφάκι ναζιάρικο. «Καλά το ξέρω ότι ούτε ένα τσιγάρο δεν μπορείτε να ανάψετε μόνες σας» σκέφτηκα αλλά εννοείται δεν είπα. Τα είχα παίξει τελείως. Η καρδούλα μου χτυπούσε σαν τρελή. Όσο την κοιτούσα, τόσο μου φαινόταν πιο όμορφη. Είχα κυριολεκτικά σαστίσει. Ομορφούλης είμαι, δεν λέω, αλλά δεν είχα τις τεράστιες επιτυχίες στην ζωή μου και σίγουρα αυτή εδώ θα ήταν η τεραστιότερη επιτυχία εάν τα πράγματα πήγαιναν κατ' ευχήν.

Της έκανα χώρο να καθίσει δίπλα μου ενώ χάιδεψα το μπιχλιμπιδάκι της - το οποίο πιθανότατα σε λίγο καιρό θα βαριόταν, όταν θα της πέρναγε η φιλοζωική κάψα και θα στεκόταν εμπόδιο στην ευτυχία της. Θα το αντικαθιστούσε με κάποιο άλλο αντικείμενο (Κινητό; Ρούχο; Γκόμενο;). Εκείνο -το σκυλάκι- θα το βρίσκαμε σε κάποια από τις διαδικτυακές σελίδες να απευθύνεται στα φθηνά ζωόπονα αισθήματα κάποιου άλλου. Γλυκούλι μου!!!

Ρώτησα το όνομα και των δύο. Εκείνης ήταν Δωροθέα. Του σκυλιού πραγματικά κανέναν δεν ενδιαφέρει. Το μόνο που είχα στο μυαλό μου ήταν «Δωροθέα...Δωροθέα...Δωροθέα». Από εκείνη την στιγμή και ύστερα δεν ξαναπέρασε ποτέ από το μυαλό μου η σκέψη για την κατάντια του κόσμου και τα σχετικά. Τα ξέχασα εντελώς. Βρε δεν πάει να γαμηθεί ο κόσμος. Εγώ είμαι ερωτευμένος και χέστηκα για όλα. Η κοπέλα ήταν...πώς να το πω...μουνάρα! Μουνάρα από τις λίγες. Ύψος, δέρμα, χρώματα, κορμί...πραγματική θεά. Όλη μου η σκέψη ήταν αυτή η μουνάρα. Αυτό το θεόμουνο. Αυτή και τίποτε άλλο. Φιληθήκαμε και ήταν σαν να φιλούσα τον παράδεισο. Την άγγιζα και με χτυπούσε το ρεύμα. Όρθιος-αν με καταλαβαίνετε-για πέντε δέκα δεκαπέντε ώρες ασταμάτητα. Δεν με ενδιέφερε τίποτα. Ακούραστος στρατιώτης. Ό, τι ήθελε το μωράκι μου έκανα. Μωρέ δεν πάει να γαμηθεί ο κόσμος. Ποια αυτοκριτική και ποια φιλοσοφία; Εδώ έχω βρει τον κήπο της Εδέμ. Όσα κι αν ήξερα για τις γκόμενες, όσο κι αν το ήθελα σε εκείνη, δεν μπορούσα να το εφαρμόσω. Όλες εκείνες τις τακτικές, ξέρετε, να το παίζεις κρύο ζέστη κ.λπ., ό, τι μα ό, τι κι αν είχα προγραμματισμένο, σε εκείνη ήταν λες και χτυπούσε σε τοίχο και ύστερα διαλυόταν.

Όλο μου το κεφάλι είχε γίνει – και με συγχωρείτε για αυτό- αυτό το μουνί και τίποτα άλλο. Την πήγαινα στα καλύτερα μέρη. Παρά το ότι δεν είχα χρήματα είχα κινήσει γη και ουρανό για να μπορώ να ανταπεξέρχομαι στις «υποχρεώσεις» μου οικονομικά έτσι ώστε να μην με βαρεθεί και με παρατήσει. Μέχρι και στις "Ντοστογεύσεις" την πήγα, το αγαπημένο εστιατόριο του Αλκίνοου. Παρήγγειλα ένα «Μπέργκερ και τιμωρία» ένα πραγματικά τεράστιο ζουμερό μπέργκερ, ενώ εκείνη πήρε μια ποικιλία με όνομα «Αναμνήσεις από το δείπνο των χορτασμένων». Είχαμε συνάψει σχέση κανονική και με τον νόμο. Ήθελα να κάνω τα πάντα! Τα πάντα προκειμένου να συνεχίζω να ζω στο ροζ μου συννεφάκι.

Αυτές τις μέρες που ακολούθησαν δεν μπορώ να τις περιγράψω εύκολα. Έκλεισα κινητά, σταθερά, τηλεοράσεις, Αλκίνοους και όλο τον κόσμο απ’ έξω και αφοσιώθηκα στη Δωροθέα. Μου μίλησε για τη βασανισμένη ζωή της. Για την πρώτη της σχέση που πήγε «κατά διαόλου» όπως είπε επί λέξει η ίδια, χωρίς παραπάνω εξηγήσεις. Για τους πρώην που ακολούθησαν, που την εκμεταλλεύονταν και μετά την πετούσαν. Όλο λέει με κάτι μουσάτους έμπλεκε, αυτοί ήταν και οι χειρότεροι. Της έλεγαν συνεχώς γλυκόλογα και μετά την παρατούσαν. (Ε, τι να λέμε τώρα, ούτε εγώ τους χωνεύω τους κωλοχίπστερ, που το παίζουνε ξερόλες. Με τα Apple τους να βγαίνουν και να σου κάνουν κήρυγμα ζωής στα Starbucks. Γαμώ το προπατορικό μου αμάρτημα μέσα. Κάτι ήξερε ο καλός θεός και είχε απαγορεύσει τα μήλα από τους πρωτόπλαστους. Φαινόταν το πράμα από τότε πώς θα εξελιχθεί. ‘Δάγκωσες μήλο; i gamisou’ τους είπε με άλλα λόγια. Όλα αυτά πριν από τα iPhone, iPad κ.ο.κ.). Είχε, λέει, τον μαλακομαγνήτη. Μου εκμυστηρεύτηκε μάλιστα ότι είχε κάνει κι ένα παιδί όταν ήταν αρκετά πιο μικρή, αλλά ότι δυστυχώς είχε μπλέξει με αναρχίες και τέτοια και τον φάγανε! Τη λυπήθηκε η ψυχή μου. Πολύ πονεμένη γυναίκα. Της είπα «εγώ δεν θα σε αφήσω μανάρι μου ποτέ» και τη φίλησα στο μέτωπο. «Ναι καλά, όλοι οι άντρες ίδιοι είστε» μου απάντησε και γύρισε την πλάτη.

Πανέξυπνη, πανούργα, πανέμορφη, όλα τα καλά του κόσμου. Δεν υπήρχε κόσμος για μένα. Μόνο αυτή. Ένα συνεχές μούδιασμα σε όλο μου το κορμί, με την σκέψη μου προσανατολισμένη σε εκείνη. Πέρασαν κάμποσες μέρες και ύστερα εβδομάδες και τα πρώτα καβγαδάκια δεν άρχισαν να φανούν. Ξέρετε πως είναι τώρα αυτά. Κλασικά της γκόμενας κάτι της ξίνισε και βρήκε αφορμή να τσακωθεί για να επιβληθεί. Σε εκείνο το σημείο, σε αυτήν την πρώτη φορά είναι που δεν πρέπει να κάνεις πίσω. Άπαξ και κάνεις πίσω την πρώτη φορά σε καβάλησε και άντε ξεκαβάλα ύστερα. Πρέπει να φανείς δυνατός, να σταματήσεις να σκέφτεσαι το πέος σου και να υπερασπίσεις τα παντελόνια σου. Άπαξ και δεν το κάνεις την πρώτη φορά στον πρώτο τσακωμό και στην πρώτη γκρίνια και καταλάβει πως την παίρνει, το έχασες το παιχνίδι και στην συνέχεια όλο και θα γίνεται χειρότερο. Στο μόνο που έχεις να ελπίζεις ύστερα είναι σε μια ξαφνική επιφοίτηση της γκόμενας. Κάτι στο οποίο δεν θα στοιχημάτιζα ούτε πενήντα λεπτά.

Ήρθε λοιπόν και σε μένα αυτή η πρώτη φορά της γκρίνιας και του τσακωμού. Μια αναγνωριστική όπως την λένε οι πιο έμπειροι παρατηρητές. Αλλά απ' έξω πολλά λέγονται. Στην μάχη να σε δω! Όχι μόνο δεν υπερασπίστηκα τον εαυτό μου αλλά παραδόθηκα άνευ μάχης. Τι; Δεν της άρεσαν οι κάλτσες μου γιατί δεν πήγαιναν με το κασκόλ της; "Εννοείται αγάπη μου. Ό, τι θέλεις εσύ. Χίλια συγνώμη". "Δεν θέλω χίλιες συγνώμες. Μία μου φθάνει αν την εννοείς, πουσημαίνειναμηντηνεπαναλάβεις.Όπωςκαιτίποταάλλοπουθαπρέπειναμυρίσειςτανύχιασουγιανααντιληφθείςπωςθαμουτηνσπάσεικαιθαμουχαλάσειόλητηνδιάθεση...". Ναι, κάπως έτσι πάει το ποίημα. Μονοκοπανιά.

Μαλάκας είμαι να χάσω τώρα αυτό το μουνί; Για μια κάλτσα; Δεν θα 'μαι με τα κάλα μου. Ό, τι θέλει το μωράκι μου. Χέστηκα για τον ανδρισμό μου, χέστηκα για τα πάντα. Με βρήκε μπόσικο οπότε η γκόμενα και το πράγμα έγινε όλο και πιο πιεστικό. «Γιατί κοιτάς προς τα εκεί;» να μου λέει, «Γιατί φόρεσες αυτό το παλτό; Γιατί δεν με πήρες τηλέφωνο όταν έφυγες και ύστερα όταν έφτασες και ύστερα όταν έκατσες; Γιατί είπες ότι δεν θέλεις να κάτσεις μαζί τους και νομίζουν ότι έχω πρόβλημα; Γιατί είπες ότι θέλεις να κάτσεις μαζί τους αφού ξέρεις ότι έχω πρόβλημα; Γιατί έκανες το ένα; Γιατί έκανες το άλλο; Γιατί; Γιατί; Γιατί;»

Όλα αυτά τα παρανοϊκά ήταν λες και έσφιγγε ο κλοιός γύρω μου. Λες και η θηλιά γύρω από τον λαιμό μου δεν με άφηνε καλά-καλά ούτε να αναπνεύσω. Κι όμως. Όσο κι αν ήθελα να αντισταθώ δεν μπορούσα. Ξανακυλούσα στις αδικαιολόγητες συγγνώμες και μετάνοιες κάθε φορά. Δεν είχε σημασία αν είχα δίκιο ή άδικο, αν αυτό που έκανα ήταν σωστό ή λάθος, αν ήταν λογικό ή παράλογο. Το μόνο που είχε σημασία ήταν αυτό που ήθελε εκείνη. Τις λιγοστές φορές που καθόμουν μόνος, γιατί φυσικά ήθελε να είμαστε όλη την ώρα μαζί αλλά ταυτόχρονα ήθελε και τον χρόνο της και ταυτόχρονα όταν της έλεγα να πάρει τον χρόνο της και να δει τις φίλες της εκείνη μου έλεγε ότι θέλω να την ξεφορτωθώ και όταν ύστερα της έλεγα ότι θέλω να είμαστε συνέχεια μαζί εκείνη έλεγε ότι πνίγεται γιατί έχει χάσει τις φίλες της...όταν συνέβαιναν όλα αυτά τα παράλογα και τα σκεφτόμουν όσο ήμουν μόνος, προετοιμάζοντας την αμυντική μου τακτική για την ενδεχόμενη συνάντησή μας, όλα αυτά εξέλειπαν όταν βρισκόμασταν. Ξαναγυρνούσε εκείνο το μούδιασμα και η θολούρα του πόθου μου για εκείνη που δεν μπορούσα παρά να λυγίσω και να ζητήσω ακόμη μια συγνώμη. Λες και ξαφνικά με το που ήταν κοντά μου έλιωνα σαν κεράκι από την παρουσία της. Η γκρίνια έφτασε σε ανεξέλεγκτο βαθμό, το παράλογο σε όλο του το μεγαλείο και εγώ πιο μικρός και ποταπός από ποτέ.

«Εσύ φταις για όλα! Εσύ που με φτύνεις τόσα χρόνια και κοιτάς άλλες» μου έλεγε «Μα ποια τόσα χρόνια αγάπη μου, μερικές βδομάδες είμαστε μαζί» «Σκάσε! Εγώ τι σου λέω. Κατάλαβες; Εσύ φταις για όλα, θα πληρώσεις για όλα, ποια νομίζεις ότι είμαι εγώ» κ.λπ.

Παραλογισμός κανονικός. Δεν ξέρω πώς να το χαρακτηρίσω, μόνον αν κάποιος το έχει βιώσει μπορεί να με καταλάβει. Ειλικρινά, μια φορά τσακωθήκαμε μέχρι χωρισμού επειδή έφτιαξα γεμιστά με ντομάτες και όχι με κολοκύθια επειδή οι ντομάτες -όχι πως δεν τις αρέσουν- αλλά δεν πάνε με τα χρώματα του τοίχου που είναι αποχρώσεις του πράσινου και που φυσικά θα έπρεπε να το ξέρω ότι είναι το αγαπημένο της. Πνιγόμουν ...πνιγόμουν και όσο πνιγόμουν και σκεφτόμουν αυτό το πνίξιμο τόσο περισσότερο πνιγόμουν. Τα πράγματα είχαν φτάσει στο απροχώρητο όταν άρχισε να εξαφανίζεται αραιά και που κάποια βράδια. Τι να βάλω με το μυαλουδάκι μου; Όσο μου είχε απομείνει. Πως εγώ έφταιγα για όλα. Όλο το φταίξιμο ήταν δικό μου. Ο πιο κακός από όλους τους άνδρες της γης. Αισθανόμουν τόσο άσχημα για μένα που είχα καταφέρει ένα αθώο πλασματάκι να το μετατρέψω με την συμπεριφορά μου σε αυτό το τέρας γκρίνιας. Ένιωθα πως της χάλασα την ζωή, πως ποτέ ξανά δεν θα ήταν η ίδια. Πως δεν της άξιζα. Κι όμως! Δεν είχα κάνει κάτι λάθος σε καμία περίπτωση, αλλά αυτό δεν μπορούσα να το αναλογιστώ μέσα στον κυκεώνα των συναισθημάτων και του πόθου μου. Ώσπου μια μέρα και ενώ είχαν αραιώσει οι συναντήσεις μας και είχα πέσει σε βαθιά αυτοπεριφρόνηση και κατάθλιψη από την πιθανότητα να την έχανα, με παίρνει τηλέφωνο και μου λέει «Δεν μπορώ να είμαι άλλο μαζί σου, θέλω να προχωρήσω. Μην με ξαναενοχλήσεις. Αντίο» και μου κλείνει το τηλέφωνο.

Ήταν λες και με αγκάλιασε όλο το ψύχος του κόσμου. Λες και ήρθε όλη η μοναξιά του πλανήτη και έσφιξε την καρδιά μου. «Γιατίίίίίίίίίίίίίίίίίίίίίίίίίίίίίίίίίίίίίίίίίίί!!! Γιατί σε μέέένάάάά!!!». Έχασα την γη κάτω από τα πόδια μου. Τα ερωτήματα άρχισαν να κυκλώνουν το μυαλό μου. Ξέθαβα μνήμες από το μυαλό μου ασήμαντες και τις έπαιζα ξανά και ξανά για να καταλάβω που είχα κάνει λάθος. Έφτασα σε σημείο να μπορώ να θυμηθώ ολόκληρες μέρες από την αρχή μέχρι το τέλος, ακόμα και σε πόσες κουταλιές κατάφερα να τελειώσω το γεύμα μου. Σκεφτόμουν και θυμόμουν τα πάντα, κι όμως δεν μπορούσα να βρω πού είχα κάνει λάθος. Από την μια στιγμή στην άλλη, έτσι στο άσχετο η Δωροθέα είχε ξεκινήσει να με κατακεραυνώνει με φωνές, γκρίνια, ζήλια και με όλον τον παραλογισμό του κόσμου, χωρίς να έχω κάνει τίποτα. Είχα παραβεί τον πιο σημαντικό κανόνα της ζωής μου. «Οι γκόμενες για να κολλήσουν θέλουν φτύσιμο». Εφόσον, σύμφωνα με την θεωρία μου, αυτό ίσχυε μέχρι και για τον θεό, πόσο μάλλον σε μια απλή γκόμενα. Μουνάρα μεν, αλλά απλή γκόμενα.

Από την άλλη όμως, σκεφτόμουν πως δεν ήταν σωστό να την φτύσω. Δεν το άξιζε. Αφού την αγαπούσα. Της το είχα πει κιόλας. «Σ' αγαπώ». Είχα απογοητευτεί πλήρως και κάποιες φορές που την πήρα τηλέφωνο δεν το σήκωσε και ήταν για μένα μαχαιριά απευθείας στην καρδιά. Είχε βρει άλλον. Και μάλιστα τον είχε βρει ενώ ήμασταν ακόμη μαζί. Ενώ ακόμη κάναμε έρωτα. Ενώ ακόμη της έλεγα ότι την αγαπώ. Κι ας μην πήγαινε πάντα η λέξη «Σ' αγαπώ» με την φράση που είχε τυπωμένη στην μπλούζα της-εξαιρετικός λόγος για ακραίο τσακωμό τιάθλιοςπουείμαιέπρεπεφυσικάνατοξέρωκαινατοσκεφτώοίδιοςγιατίσημασίαδενέχειαυτότοσυγκεκριμένοπράγμαπουέγινεαλλάότιγενικάδεντηνσκέφτομαι-.

Ένιωθα πως η ζωή μου δεν είχε κανένα απολύτως νόημα, το κεφάλι και οι αισθήσεις μου ήταν μουδιασμένα, και ένα βράδυ μην αντέχοντας άλλο την μίζερη μου ύπαρξη, αποφάσισα να δώσω τέλος. Τι εννοώ; Αποφάσισα να αυτοκτονήσω. Ναι, να αυτοκτονήσω. Δεν ήμουν στα καλά μου όπως είπα και δεν υπάρχει λόγος να προσπαθήσει κάποιος να το κατανοήσει με την λογική.

Από την στιγμή που πρωτογνώρισα την Δωροθέα, ένιωθα μαγεμένος και ζωσμένος από αόρατα δεσμά. Γύρισα στο σπίτι, άρπαξα ένα σεντόνι, το τύλιξα και έφτιαξα μια θηλιά την οποία και πέρασα από το ταβάνι στο οποίο είχα καρφώσει ένα μονόζυγο γυμναστικής(έπρεπε να έχω και ωραίο κορμί, για την Δωροθέα). Όλες μου οι κινήσεις ήταν μηχανικές και αυτοματοποιημένες. Δεν ξέρω πως στον διάολο ήξερα με την πρώτη να φτιάξω θηλιά, πάντως με απαράμιλλο θάρρος έβαλα το σκαμπουδάκι, ανέβηκα πάνω, πέρασα την θηλιά στον λαιμό, έκανα μια κίνηση με το πόδι και έσπρωξα το σκαμπουδάκι μακριά, μαζί και την μισερή ζωή μου.

Εκεί ήταν που ξεκίνησε το πιο ακραίο γεγονός που μπορεί να φανταστεί ανθρώπου νους. Αυτό που ακολούθησε με κάνει να ανατριχιάζω όχι μόνο τώρα που γράφω αυτήν την εξομολόγηση, αλλά όλες τις φορές που αναλογίζομαι τι ακολούθησε. Αυτό που συνέβη ήταν αυτό που με έκανε να γράψω όλα αυτά για να τα βάλω σε μια τάξη και να μην τρελαθώ. Όχι την στιγμή που τα έζησα. Όχι, καθόλου. Εκείνη την ώρα είσαι σε εγρήγορση, βιώνεις ακόμη μια ανεπεξέργαστη εμπειρία, δεν μπορείς να φιλοσοφήσεις και να εκλογικέψεις εκείνη την στιγμή. Όλα αυτά έρχονται αργότερα. Όταν έχεις να αντιμετωπίσεις όσα έγιναν, που έκανες και που σου έκαναν, και είσαι αναγκασμένος να βγάλεις κάποια συμπεράσματα, να κάνεις μια κριτική και μια ταξινόμηση.

Τι συμβαίνει όμως όταν τίποτα δεν βγάζει νόημα και όλα φαίνονται παράλογα; Πώς μπορεί να ανταπεξέλθει ένας λογικός νους όπως του ανθρώπου όταν όλα έχουν ανατραπεί; Σε τι συμπεράσματα θα μπορούσα ποτέ να οδηγηθώ όταν όλα είναι παράλογα και στο τέλος σε αλλάζουν αλλά δεν ξέρεις πώς σε άλλαξαν; Δεν ξέρεις τον τρόπο. Βλέπεις τον εαυτό σου αλλαγμένο μέσα από τις εμπειρίες αλλά αυτές οι εμπειρίες δεν έχουν λογική. Τότε αρχίζεις και γίνεσαι και εσύ μη λογικός εφόσον οι εμπειρίες που σε διαμόρφωσαν ήταν τέτοιες. Αρχίζεις να αμφιβάλλεις για τον ίδιο σου τον εαυτό, για όσα σκέφτεσαι και βλέπεις ή αισθάνεσαι. Ακόμα και για όσα είσαι. Ας μην μακρηγορώ όμως. Αυτήν την στιγμή που ανασυγκροτώ την σκέψη μου βυθίζομαι σε εκείνες τις ώρες με πιάνει έξαψη και παρασύρομαι. Συνεχίζω με τα γεγονότα.

Διώχνοντας λοιπόν το σκαμπό από τα πόδια και περιμένοντας τον σβέρκο μου να σπάσει και να βιώσω τον απαγχονισμό, δεν πέρασε ένα δευτερόλεπτο όταν δυο χέρια με αγκάλιασαν από την πλάτη προς το στήθος, με σήκωσαν ψηλά και βγάζοντας μου την θηλιά με ξάπλωσαν στο πάτωμα. «Εσύ Ιασονάκο μου καλά θα κάνεις να κάτσεις φρόνιμος και να αφήσεις τις ανοησίες. Έχουμε δουλειά να κάνουμε».

Με έπιασε σύγκρυο. Με το που με άγγιξε αυτός ο άνδρας ήταν σαν να ξύπνησα από κακό όνειρο. Λες και αμέσως λύθηκαν τα μάγια που μου είχε κάνει η Δωροθέα και επανήλθα στην πραγματικότητα. “Πραγματικότητα”...σκέφτομαι αυτήν την λέξη και γελάω. Έτσι ένιωθα όμως. Σαν να ξύπνησα από λήθαργο. Ένα φρέσκο κύμα ψυχρού καθαρτικού αέρα να περνά το κεφάλι και μια ψυχική ανάταση που με έκανε να νιώσω έντονη δυσφορία και απορία για το τι είχα κατά νου να κάνω πριν από λίγα λεπτά, δηλαδή να αυτοκτονήσω. Δεν ήταν όμως μόνο αυτό. Αλλά κάποιος με είχε σώσει από αυτήν την ανοησία. Δεν είχα επαφές με κανέναν και κανείς δεν θα μπορούσε να το ξέρει. «Αλκίνοε εσύ είσαι ρε φίλε;». «Χάχάχά» γέλασε, «Αμφιβάλλω γι' αυτό Ιασονάκο μου». Γυρίζω να δω και ενώ περίμενα να δω τα μούτρα του Αλκίνοου και να τον ρωτήσω πως είχε καταλάβει σε τι κίνδυνο βρισκόμουν, αντιθέτως βλέπω έναν νεαρό με κατάμαυρα μαλλιά και γαλάζια μάτια, τόσο ανοικτό γαλάζιο που ήταν σαν να ήταν λευκά. Κι όμως δεν ήταν τρομακτικός. Είχε την πιο ευγενική φυσιογνωμία που είχα δει σε άνδρα. Σάστισα. Κόντεψα να κατουρηθώ πάνω μου. Όσο συμπαθητικός κι αν ήταν, πώς είχε μπει μέσα στο δωμάτιο χωρίς καν να τον ακούσω; Και πως ήξερε το όνομά μου, και ένα σωρό άλλα ερωτήματα που δεν μπορώ να περιγράψω και το μόνο που χρειάζεται να κάνει κάποιος που διαβάζει αυτήν την ιστορία είναι να φανταστεί σε «παρόμοια» περίπτωση πως θα ένιωθε ο ίδιος.

«Παναγιά μου και Χριστέ μου» αναφώνησα. «Χαχαχα! Κοντά έπεσες» μου απάντησε ενώ καθόταν στα γόνατα και με κοιτούσε ερευνητικά. Εγώ μαζεύτηκα όπως-όπως, τινάζοντας τα πόδια μου σπαστικά στο πάτωμα σε προσπάθεια να σύρω την πλάτη μου κοντά στον τοίχο και να προστατευτώ. «Ποιος είσαι και τι θέλεις ρε φίλε;» τον ρώτησα με μάτια γουρλωμένα και τις αισθήσεις να οργιάζουν σε ενδεχόμενη επίθεση. Έκανα με τα χέρια μου να πιάσω ένα υποπόδιο για κιθάρα που ήταν κοντά μου. Μεταλλικό, βαρύ με αιχμές. Την κάνει την δουλειά του αν χρειαστεί. «Ποιος είμαι ε; Χάχάχά. Καλή ερώτηση, φίλε μου. Θα σου πω ποιος είμαι. Είμαι το πιο αδικημένο πλάσμα σε όλα τα χρονικά». Με ύφος ήρεμο, φιλικό αλλά ταυτόχρονα περιπαικτικό. Δεν είχε καμιά υπόνοια ότι θα με έβλαπτε. Παρ' όλα αυτά, με τα δυο μου δάχτυλα τσίμπησα το υποπόδιο και προσπάθησα να σιγουρέψω ότι θα κάνω γρήγορα μια καλή λαβή αν χρειαστεί να αμυνθώ. Μόλις πριν λίγα λεπτά ήθελα να δώσω ένα τέρμα στη ζωή μου και τώρα ήμουν έτοιμος να κάνω ό, τι περνάει από το χέρι μου για να την υπερασπιστώ. Ο φόβος με είχε αναγκάσει να κάνω μια στροφή 180 μοιρών.

«Δεν σε καταλαβαίνω. Θα μου πεις ποιος είσαι επιτέλους και τι θέλεις;» Το στόμα μου έτρεμε από φόβο και οι λέξεις τρεμόπαιζαν στα χείλη μήπως και κάποια δεν είναι η κατάλληλη και πυροδοτήσει την εχθρική κατάσταση. Εκείνος σηκώθηκε όρθιος και έκανε κάποια βήματα προς τα πίσω σηκώνοντας τα χέρια του ψηλά. «Ιάσονα δεν έχουμε πολύ χρόνο. Δεν έχω έρθει να σε βλάψω. Άσε κάτω το υποπόδιο -που ανάθεμά σε, με υποπόδιο πρώτη φορά βλέπω να θέλει κάποιος να με σκοτώσει- και σήκω πάνω». «Ποιος είσαι ρε φίλε θα μου πεις; Τι θέλεις από μένα;" του φώναξα ενώ ο θυμός άρχισε να με κυριεύει και προσπάθησα να σηκωθώ όρθιος. «Έλα σε παρακαλώ! Ποιος είμαι και ποιος είμαι! Μην με αναγκάσεις να το πω! Άσε τους θεατρινισμούς! Τελείωνε!» «Ποιος είσαι ρε θα μου πεις ή θα έχουμε άλλα;» Τώρα είχα πραγματικά εξοργιστεί με τον καριόλη. «Ο διάολος είμαι, διάολε! Ο διάολος είμαι! Άντε στον διάολο ποιος είμαι και ποιος είμαι. Τόσο δύσκολο είναι;» και το κατάμαυρο παλτό που φορούσε έκανε μια και φούντωσε λες και το γέμισε ένα αεράκι ξαφνικά.

Τα μάτια του έλαμψαν και γέλασε σαρδόνια. Είχα μόλις γίνει μάρτυρας ενός γνήσιου σατανικού γέλιου! «Τι εννοείς πως...πως είσαι ο διάβολος; Ποιος διάβολος; Ο κανονικός;» «Χαχαχαχαχα!» πάλι εκείνο το ανατριχιαστικό γέλιο ήχησε μέσα στο δωμάτιο. «Δεν υπάρχει κανονικός διάβολος αδερφέ μου. Εγώ είμαι ο διάβολος και δεν έχω καμία σχέση με ό, τι έχεις ακούσει να λένε για μένα. Χαχαχαχαχαχα...ο κανονικός διάβολος λέει...έλα στα συγκαλά σου, σύνελθε και κατάλαβε που βρίσκεσαι και τι ζεις αυτήν την στιγμή. Φόρα αυτό...» μου είπε και μου πέταξε ένα μπουφάν που είχα πάνω στο κρεβάτι «και πάμε να φύγουμε». «Ό, τι θέλεις εσύ, απλώς σε παρακαλώ μην ξαναγελάσεις έτσι, φρικάρω». Με γράπωσε έτσι ώστε να κρατιέμαι από τον λαιμό του και με ένα άλμα πήδηξε από το μπαλκόνι και αρχίσαμε να πετάμε πάνω από την Αθήνα. Δεν νομίζω ότι χρειάζονται πολλές εξηγήσεις περί αυτού. Είναι προφανές πλέον πως στον δικό μου κόσμο ο διάβολος υπάρχει και είναι αυτό το αδικημένο πλάσμα για το οποίο μίλησα παραπάνω. Αφού υπάρχει όμως ο διάβολος, τότε ο θεός ή μάλλον η θεός για να είμαι ακριβής, πού είναι;

Προσγειωθήκαμε στο ίδιο παγκάκι που είχα γνωρίσει την Δωροθέα και μου έκανε νόημα να καθίσω. «Άκουσε Ιάσονα, ήρθε η ώρα να σου μιλήσω και να σου διηγηθώ μια ιστορία. Νομίζω πως θα καταλάβεις γιατί είσαι και ο μόνος που θα μπορούσε να το κάνει. Η ιστορία πάει ως εξής: Πολύ πριν από σένα και μένα...πολύ πριν ακόμα να φτιαχτεί και να υπάρξει ο χρόνος, υπήρχε ο Θεός. Το πιο καλοκάγαθο και δίκαιο πλάσμα που θα μπορούσε να φανταστεί οποιοσδήποτε νους. Η βούλησή του ήταν το πιο αγνό καλό. Η πιο καθαρή θέληση και το πιο καθάριο φως που έχει υπάρξει ποτέ. Δημιούργησε τον χρόνο και ύστερα δημιούργησε τον κόσμο μέσα σε αυτόν. Όλα ήταν έτοιμα και δουλεμένα στην εντέλεια εκτός από μια μικρή καταραμένη λεπτομέρεια που του είχε διαφύγει. Όταν έθεσε σε λειτουργία τον κόσμο ο πεθερός μου», «ο πεθερός σου;» τον διέκοψα, «Ναι, συγνώμη μπερδεύτηκα. Θα σου εξηγήσω σε λίγο. Όταν λοιπόν τον έθεσε σε λειτουργία ο Θεός τον κόσμο, συνειδητοποίησε πως είχε διαπράξει ένα σφάλμα εν αγνοία του. Πως είχε εμφυσήσει μέσα στην βούληση του κόσμου τον σπόρο, την αθέλητη επιθυμία του να γεννηθεί ένας άνθρωπος που θα αποδείκνυε ότι ο Θεός είναι νεκρός και θα θεωρείτο ως ο δολοφόνος του Θεού. Μπορεί να τον έχεις ακουστά. Ένας κοντούλης που είχε όνομα σαν κάποιου φαγητού... Σνίτσελ;» «Νίτσε» τον διέκοψα «Α γεια σου, αυτός. Εφόσον λοιπόν διέπραξε αυτό το σφάλμα και εφόσον ο Θεός ζούσε εκτός χρόνου και δεν μπορούσε να σταματήσει την λειτουργία του κόσμου και να την ξαναθέσει εξαρχής, παραδεχόμενος πως έκανε αυτό το σφάλμα, σαν δίκαιο και αλάθητο πλάσμα, πέθανε αυτοστιγμής. Μόλις συνειδητοποίησε αυτό το αδιόρθωτο σφάλμα τότε καταστήθηκε σφάλμα και ο ίδιος και εφόσον μελλοντικά για τον κόσμο θα ήταν νεκρός, εκείνος ήταν ήδη, από πάντα.

»Όπως καταλαβαίνεις ο κόσμος πήρε την δική του τροχιά και ο δημιουργός του εξέλειψε μια για πάντα. Όλη του η κληρονομιά λοιπόν πέρασε στο μοναχοπαίδι του. Την μονάκριβή του κόρη. Αυτήν που εσύ αναφέρεσαι ως την θεό. Το πιο εγωιστικό, ζηλιάρικο, παράλογο, άπιστο και αναξιόπιστο πλάσμα που υπήρξε ποτέ. Γιατί νομίζεις ότι στον κόσμο κυβερνούν οι γκόμενες και η αδικία; Επειδή εγώ, ο διάβολος, είμαι κακός; Περίμενε και θα καταλάβεις. Την θεό την αγαπούσε πολύ ο θεός προτού πεθάνει, αλλά δεν μπορούσε να μην δει τα αρνητικά της. Για να ισορροπήσει λοιπόν την κατάσταση και να φέρει την αρμονία στον κόσμο δημιούργησε και εμένα, αυτόν που εσύ ονομάζεις διάβολο και για να είμαι ειλικρινής είναι λίγο άβολο, γιατί δεν έχει καμία σχέση. Η θεός και εγώ προοριζόμασταν να είμαστε μαζί για πάντα και συνενωμένοι να διατηρούμε την ισορροπία στον κόσμο, όμως εκείνη, αυτό το μοχθηρό πλάσμα, έπαιξε ένα πολύ βρώμικο παιχνίδι στις πλάτες μου. Και μόλις μου απέσπασε τον σπόρο μου και πήρε αυτό που ήθελε, το παιδί μου δηλαδή, γύρισε και μου εναντιώθηκε για να κυβερνήσει μοναχή της...» «Τι εννοείς» τον διέκοψα «σου απέσπασε τον σπόρο; Έχεις παιδί με την θεό; Ποιον;» «Μην βιάζεσαι, θα φτάσουμε και εκεί. Η ιστορία είναι πολύ πιο σύντομη από ό, τι έχεις διδαχθεί για όλα αυτά. Μόλις μου απέσπασε λοιπόν αυτό που ήθελε, κήρυξε πόλεμο με όλα τα μέσα που μπορούσε να βρει και όπως μπορείς να φανταστείς δεν ήθελε και πολλή προσπάθεια.»

Σταμάτησε για λίγο γιατί τα μάτια του υγράνθηκαν και τα σκούπισε όπως-όπως, ενώ η μύτη του είχε γίνει υγρή και κόκκινη από την συγκίνηση. «Μου πήρε το αγοράκι μου...το αγοράκι μου...» και ξέσπασε σε λυγμούς και αναφιλητά. Τον έπιασα από τον ώμο και του είπα «Καλόόό καλόόό» όπως λένε στα μωρά για να ηρεμήσουν. Άνθρωπος είμαι ρε γαμώτο. Λύγισα. Δεν είναι και λίγα όσα έχει ζήσει ο διάβολος. «Κάτσε...κάτσε να σου πω. Δεν τελείωσα τίποτα ακόμη...» μου είπε. «Ο πεθερός μου μ' αγαπούσε πάρα πολύ και μου είχε πει να την προσέχω, αλλά τι να έκανα; Τον απογοήτευσα... Συγνώμη... Συγνώμη... Λοιπόν όπως έλεγα, με εκμεταλλεύτηκε και ύστερα άρχισε να διαδίδει με όλους τους πανούργους τρόπους στον κόσμο πως είμαι ο κακός της υπόθεσης για να δικαιολογεί εκείνη τις πράξεις της. Με διέβαλε. Και μετά λένε εμένα διάβολο, το διανοείσαι; Δεν άργησαν να έρθουν και οι τσακωμοί, η γκρίνια, όλες οι παράλογες συμπεριφορές του κόσμου και εκτός κόσμου, έπεσε και το κερασάκι στην τούρτα με την αντιδικία σχετικά με το δένδρο της γνώσης και τα πράγματα εκτροχιάστηκαν.

»Δεν ήταν περιβάλλον αυτό να μεγαλώνει το παιδί μας και δεν θεωρούσα εκείνη ικανή να αναθρέψει ένα παιδί όταν όλη την ώρα έλειπε και λείπει από το σπίτι και μπλέκεται σε ερωτοδουλειές. Περιττό να σου πω πως τα κέρατα με τα οποία με απεικονίζουν στις θρησκευτικές εικόνες, ήταν αυτά που μου φόρεσε εκείνη, πανάθεμά τη, με διέσυρε εις τους αιώνας των αιώνων. Τέλος πάντων, εμένα πιο πολύ με έκαιγε ποιος θα φροντίσει το μικρό αγοράκι μας. Με έκανε εντελώς στην άκρη όμως και εναντίωσε ακόμη και τον μικρό προς εμένα, ώστε να μην με θέλει. Του έβαζε λόγια συνεχώς. Ύστερα τον έδωσε για υιοθεσία και εκεί απόγινε το κακό. Τον υιοθέτησαν η Μαρία και ο Ιωσήφ. Η Μαρία πολύ καλός άνθρωπος αλλά ο Ιωσήφ ένα τομάρι και μισό. Είχε ένα υπόγειο που έκανε διάφορες ξυλικές κατασκευές. Αρχικά η ιδέα του Ιωσήφ ήταν να κατασκευάζει σταυρούς με σέλα, έτσι ώστε να μην κουράζεται ο σταυρωμένος. Πέθαινε ψηλά και αγνάντευε. Για να δοκιμάσει τις κατασκευές του καθόταν ο ίδιος κάποια απογεύματα και φώναζε τον μικρό για παρέα με θέα το ηλιοβασίλεμα. Ώσπου μια μέρα έγινε το κακό και φανερώθηκε ο δόλος και οι άρρωστες προθέσεις του. Είχε χαλαρώσει την σέλα στον σταυρό του μικρού, και με τα πολλά λάσκαρε εντελώς και έφυγε αφήνοντας μόνο το παλούκι. Ο γιος μου δεν ήξερε, και ήταν που ήταν αντιδραστικός και λιγούρης, έκατσε και το απόλαυσε. Τον άρπαξε οπότε ο Ιωσήφ, αφού πήρε το "οκ" που περίμενε και τον έχωσε στο κελάρι, στο εργαστήριο του. Καταλαβαίνεις; Ο άρρωστος βίασε το αγοράκι μου! Το καταλαβαίνεις;»

«Μισό λεπτό ρε διάολε να σε ρωτήσω κάτι. Ο γιός σου ποιος είναι;» «Τι ρωτάς βρε κι εσύ; Ο Ρόμπερτ.» «Ποιος Ρόμπερτ;» «Ο Ρόμπερτ Πάουελ ρε Ιάσονα. Παρακολουθείς καθόλου τι λέω; Θα με αφήσεις να τελειώσω την ιστορία;» «Κάτσε ρε διάολε λίγο. Ο Ρόμπερτ Πάουελ είναι ο ηθοποιός που υποδύθηκε τον Χριστό». «Δεν έχεις καταλάβει. Ο γιος μου, της θεού και εμένα, του διαβόλου, είναι ο Ρόμπερτ Πάουελ, που εσείς τον λέτε με ένα κάρο ονόματα, Χριστό, Ιησού κ.τ.λ.» «Τι μου λες μωρέ; Ότι ο γιος σου, εσένα και της θεού είναι ο Χριστός;» «Ρε είσαι ηλίθιος; Δεν καταλαβαίνεις; Ο γιος μου είναι ο Ρόμπερτ Πάουελ. Μπερδεύεσαι επειδή ο ίδιος ενσάρκωσε τον Ιησού στην ταινία «Ο Ιησούς από την Ναζαρέτ». Αλλά είναι και ο ίδιος ο Ιησούς. Καταλαβαίνεις; Ο γιος μου είναι ο Ρόμπερτ Πάουελ, αλλά όταν ήταν μικρός...ε δεν με έχεις αφήσει να τελειώσω με τις ερωτήσεις σου όμως! Άκου...

»Όταν ο Ιωσήφ βίασε τον γιο μου, ο γιος μου δεν διαμαρτυρήθηκε γιατί του άρεσε και δεν πέρασε πολύς καιρός που σύναψαν και σχέση. Κανονική μεν αλλά κρυφή γιατί ήταν απαγορευμένο κάτι τέτοιο. Φυσικά εγώ δεν έχω κανένα πρόβλημα με τις ερωτικές προτιμήσεις του καθενός αλλά το αγοράκι μου ήταν μόλις δέκα χρονών και ο Ιωσήφ τον πήγαινε τρένο μέχρι τα τριάντα τρία. Η θεός, η μάνα του, τα ήξερε όλα αυτά και δεν έκανε τίποτα γιατί δεν τον αγαπούσε πραγματικά. Να τον ξεφορτωθεί ήθελε τελικά. Έκανε το καπρίτσιο της μόνο και μόνο για να λέει ότι είναι μάνα. Τον παράτησε λοιπόν με τον άρρωστο τον Ιωσήφ και στο τέλος του έβαζε και λόγια ότι εγώ τους θέλω χωριστά και άλλα τέτοια για να με μισήσει εντελώς ο μικρός και να νομίζει ότι θέλω το κακό του. Γιατί νομίζεις λένε «Δουλειά δεν είχε ο διάβολος γαμούσε τα παιδιά του!» Συκοφαντία είναι και κακοήθεια. Ποτέ δεν θα έκανα κάτι τέτοιο. Ίσα-ίσα, είχα πάει μια φορά να τον πιάσω να του μιλήσω για όλα αυτά που ακούγονταν, να τα πούμε σταράτα σαν πατέρας με γιό. Κι εκείνος σηκώνοντας με νάζι τον χιτώνα του και τουρλώνοντας τον ποπό, μου λέει «ύπαγε οπίσω μου σατανά» και μου κλείνει το μάτι. Έφυγα κακήν κακώς, τι να έκανα.

»Η ιστορία του γιου μου λοιπόν είναι η εξής: Όταν ήταν νέος, ήταν αντιδραστικός και αναρχικό στοιχείο της εποχής και έκανε κήρυγμα για την απελευθέρωση των gay, για αγαπάτε αλλήλους, για αν σου χτυπήσουν το ένα κωλομάγουλο γύρνα και το άλλο κωλομάγουλο, το λεγόμενο spanking σήμερα, ο αναμάρτητος πρώτος από πί(θ)ω βαλέτω – γιατί ήταν και λίγο ψευδός- και δεν άντεχε το κλίμα της εποχής που πρόσταζε «Μην σκύβεις ίνα μην κριθείς», οπότε επειδή προκαλούσε και ήταν καλός ρήτορας, τον σταύρωσαν για να ηρεμήσουν τα πλήθη. Το πόσα χρήματα έβγαλαν οι στοιχηματικές τότε από το ντέρμπι Χριστός – Βαραββάς, δεν φαντάζεσαι.

»Επειδή λοιπόν ο Ρόμπερτ είναι γιος μου και γιος της θεού, είναι αθάνατος. Δεν θα μπορούσα να τον αφήσω αιωνίως στον τάφο που τον έθαψαν και γι' αυτό ένα βράδυ ύστερα από τρείς μέρες πήγα και τον ξέθαψα για να τον φυγαδεύσω. Αυτό που λέτε εσείς ανάσταση. Τι παραμυθατζήδες είστε... Αχ αν ζούσε ο Θεός...Τέλος πάντων, πέρασαν τα χρόνια, ωρίμασε και κατάλαβε ότι τίποτα δεν έχει σημασία και νόημα παρά μόνο η μεγάλη ζωή, η δόξα και τα συναφή, και έτσι καθώς περνούσαν οι χιλιετίες κατέληξε στο Hollywood να υποδύεται τον εαυτό του. Ο Ρόμπερτ Πάουελ είναι ο Χριστός, για να καταλάβεις. Το ψώνιο υποδύθηκε τον εαυτό του, το πιστεύεις; Αλλά του έκαναν καταπληκτική δουλειά, δεν έχω να πω! Τώρα με το Hollywood έχουν πάρει τα μυαλά του αέρα, θέλει να είναι πάντα στην επικαιρότητα και κοντά στη νεολαία. Να σκεφτείς κάθε Πάσχα ανεβαίνει στον δικό του σταυρό, από έβενο, ειδική παραγγελία από Σρι Λάνκα και βγάζει selfie με το κινητό, τις ανεβάζει μετά στο instagram. Έχει αλλάξει και την επιγραφή για να μην είναι ντεμοντέ. Δεν γράφει «ΙΝΒΙ» αλλά «Ιησ-elfie».

»Καταλαβαίνεις όμως τι περνάω αδερφέ μου; Εμένα; Της καημένης της ψυχούλας, μου έχουν σούρει ό, τι μπορείς να φανταστείς. Ολόκληρα βιβλία και ακολασίες. Εις το όνομα μου κάνουν ένα σωρό αίσχη ενώ είναι όλα κεκαλυμμένες πράξεις της θεού και του τρόπου ζωής της. Γι' αυτό σε χρειάζομαι. Εσένα ειδικά που μας έδωσες την δυνατότητα με σάρκα και οστά να βρεθούμε και να τα βγάλουμε από μέσα μας. Επιτέλους! Τα είπα σε έναν άνθρωπο! Επιτέλους Θεέ μου!» «Και να σου πω ρε διάβολε» τον διέκοψα «εφόσον έχεις λες σάρκα και οστά, τότε και η θεός πρέπει να έχει σάρκα και οστά, έτσι δεν είναι; Βρίσκεται και αυτή ανάμεσά μας;» «Χάχάχάχάχά καημένε μου. Την πάτησες και εσύ καημένε μου.» «Κάτι σου είπα για το γέλιο αυτό. Φρικάρω σου λέω. Κόψ' το! Σε παρακαλώ» «Δεν έχεις καταλάβει ποια είναι η θεός;»

Δεν είχα την παραμικρή ιδέα ποια θα μπορούσε να είναι η θεός αλλά όσο με κοιτούσε ο διάβολος μέσα στα μάτια, τόσο ένιωθα να παίρνει στροφές το μυαλό μου, ώσπου μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα πίστεψα πως είχα βρει την απάντηση. «Μην μου πεις ότι είναι...ότι είναι η Δωροθέα ρε διάβολε!» «Δεν θέλει και πολλή σκέψη αγαπητέ μου. Φυσικά και είναι η Δωροθέα. Η βασίλισσα της γκρίνιας και του παραλόγου». «Ώστε γι' αυτό μου έλεγε για τόσα χρόνια ότι την φτύνω και διάφορα ακαταλαβίστικα που δεν μπορούσα να τα πιάσω. Δηλαδή πηδούσα την θεό ρε διάβολε; Την πρώην σου; Δεν ήξερα. Με συγχωρείς».

«Ναι μάνα μου. Έτσι ακριβώς είναι, αλλά επειδή είσαι άνθρωπος δεν μπορούσες να αντισταθείς γιατί έχει μια ακατάβλητη δύναμη σαν θεός και μαγεύει τους ανθρώπους. Γι' αυτό θέλησες να αυτοκτονήσεις, γιατί σε είχε δέσμιο, αλλά με εμένα παρόντα διαλύονται αυτές οι δυνάμεις. Όπως σου είπα εγώ είμαι το αντίθετο της. Εξισορροπώ την κατάσταση. Και για θυμήσου, τον πρώτο σας τσακωμό, την πρώτη σας ρήξη ποιος την προκάλεσε;» «Ποιος διάολε;» «Εγώ βέβαια.» «Α, όχι. Επίτρεψέ μου να διαφωνήσω εδώ, γιατί θυμάμαι πολύ καλά την αιτία του. Είχαμε τον πρώτο μας καυγά για κάτι κάλτσες» «Και δεν σου φάνηκε περίεργο γιατί την ενόχλησε τόσο κάτι τέτοιο, κάτι τόσο μηδαμινό, ώστε να έχει ξεσπάσει ολόκληρος καυγάς;» «Ε λίγο, εδώ που τα λέμε, ναι. Αλλά εσύ τι σχέση είχες;» «Ήταν διαόλου κάλτσα αυτή που φόρεσες, αγαπητέ μου. Εξ ου και το ξέσπασμα της Θεού! Το κατάλαβε ότι είχα ανακατευτεί εγώ εκεί και δεν μπορούσε να το χωνέψει! Συνειδητοποίησε ότι δεν ήταν η μόνη που είχε πάρει σάρκα και οστά, αλλά και εγώ, το αντίθετό της» «Άκου ρε! Καλά λένε τελικά, ο διάολος έχει πολλά ποδάρια...» «Τώρα που σου τα εξήγησα όλα έχω και κάτι τελευταίο να σου πω. Θέλω να σου προτείνω μια συμφωνία» «Μα καταλαβαίνεις τι μου λες τόση ώρα; Ότι τελικά όντως ο θεός είναι γκόμενα. Και τώρα θέλεις να κάνω συμφωνία με τον διάβολο;»

Όπως είναι κατανοητό πλέον τα πράγματα είχαν ξεφύγει από κάθε έλεγχο. Μέσα σε αυτό το παράλογο που για μένα ήταν λογικό γιατί έτσι οραματιζόμουν τα πράγματα, δεν υπήρχε χώρος για να εξάπτομαι και δεν υπήρχε τίποτα στον κόσμο το οποίο θα μπορούσε πλέον να με πιάσει εξαπίνης. Δεν έμενε λοιπόν να ακούσω τι άλλο θα μπορούσε να συμβεί εάν θα έκανα τελικά συμφωνία με τον διάβολο. «Τι συμφωνία είναι αυτή διάβολε; Και τι θα κερδίσω; Κλασικά δόξα, νιάτα και χρήματα, όπως ο Φάουστ;» «Μην είσαι τετριμμένος ρε Ιάσονα και μην μου θυμίζεις αυτόν τον ξερόλα τον Γκαίτε. Τι ανακρίβειες Θεέ μου. Τι αδικία και τι ατίμωση πραγματική. Αυτό που θέλω είναι αυτό που θέλεις και εσύ όπως και κάθε λογικός άνθρωπος. Να εξαλειφθεί μια για πάντα από τον κόσμο η αδικία, η γκρίνια, η απιστία, η ζήλια και το παράλογο. Και είσαι ο μόνος που μπορεί να το κάνει». Τον κοιτούσα όλο απορία να δω που το πάει γιατί δεν είχα καταλάβει ή δεν ήθελα να καταλάβω καλύτερα. «Τι με κοιτάς βρε Ιάσονα; Θέλεις ή δεν θέλεις να γίνει ο κόσμος αγνός όπως πρώτα; Θέλεις ή δεν θέλεις να σώσεις την ανθρωπότητα; Να γίνεις εσύ ο μεσσίας και να επαναφέρεις την τάξη των πραγμάτων; Τέλος οι γκόμενες, τέλος όλα τα δεινά του κόσμου. Μόνο πραγματικοί άνθρωποι από δω και εφεξής.» «Θέλω βέβαια. Εννοείται ότι θέλω, αλλά δεν καταλαβαίνω τι θέλεις να κάνω» «Θα με αναγκάσεις πάλι να το πω; Μην με κάνεις να ακούγομαι δραματικός. Επίσης δεν μου αρέσουν οι πιασάρικες ατάκες» «Δηλαδή τι θέλεις; Θέλεις να...να...» «Θέλω να σκοτώσεις την θεό που να σε πάρει ο διάβολος. Θέλω να σκοτώσεις τον θεό. Αυτό θέλω πανάθεμά σε» «Πως ρε διάβολε να κάνω κάτι τέτοιο;» «Το μόνο που έχεις να κάνεις είναι να προκαλέσεις ένα τεράστιο επεισόδιο ζήλιας και παραλογισμού και την κατάλληλη στιγμή θα φροντίσω εγώ για τα υπόλοιπα» «Πρέπει να το σκεφτώ. Πρέπ...» «Δεν έχεις να σκεφτείς τίποτα. Δεν υπάρχει χρόνος. Θέλεις ή δεν θέλεις να σώσεις τον κόσμο;»

Φυσικά και ήθελα να σώσω τον κόσμο. Δίπλα στον διάβολο αισθανόμουν πιο δυνατός και αποφασιστικός. Ένιωσα την δύναμη να με κυριεύει και μέσα μου θέλησα να το κάνω. Ένα ένστικτο ήταν έντονο και ορμητικό. Συν της άλλης ήθελα να την εκδικηθώ κιόλας για όσα με είχε αναγκάσει να περάσω. Την πουτάνα!

Την πήρα τηλέφωνο και δώσαμε ραντεβού έξω από ένα φαγάδικο. Αρχικά δεν ήθελε να με δει και απ' ότι κατάλαβα από την φωνή της ήταν με κάποιον άλλον. Έπρεπε να το κάνω όμως, δεν υπήρχε άλλη διέξοδος, και με τα λόγια σιγά-σιγά την έπεισα και ήρθε να με δει. Χρειάστηκε να κάνω τα πάντα. Να περάσω από ερωτόλογα μέχρι να την ταπεινώσω. Ό, τι χρειάζεται μια γκόμενα δηλαδή. Θα έβλεπε τον Ιάσονα όπως δεν τον είχε ξαναδεί ποτέ της. Συναντηθήκαμε έξω από το μαγαζί. Εκείνη δεν ήθελε να μπούμε μέσα γιατί βιαζόταν όπως είπε, οπότε πήραμε κάτι στο χέρι και περπατήσαμε σε ένα πολυσύχναστο δρόμο. Κοιτούσα από δω, κοιτούσα από κει, όλα τα κορίτσια που περνούσαν για να την κάνω να ζηλέψει. Μια, δυο, τρεις, δεν άντεξε άλλο και μου έριξε ένα βλέμμα όλο μίσος. Καθαρό μίσος. Μίσος πληγωμένης γκόμενας. «Καλά, γι’ αυτό με κουβάλησες εδώ ρε γελοίε; Για να κοιτάς τη μία και την άλλη; Για να με κάνεις να ζηλέψω; Εσύ να κάνεις εμένα να ζηλέψω; Δεν θα είσαι με τα καλά σου! Ποιος νομίζεις ότι είσαι ρε; Αλήτη! Κανάγια! Αχρείε!» Και ξέσπασε σε κλάματα. Κλάματα οργής και λύσσας. Κι' όπως είχε αναψοκοκκινίσει λες και έβγαζε καπνούς, πέφτει πάνω μας ο διάβολος και μου πετάει το μαχαίρι «Τώρα!» μου λέει με βιασύνη «Τώρα κάρφωσε της το! Τώρα είναι η ώρα!» «Γιατί δεν το κάνεις εσύ;» «Δεν θα το συζητήσουμε αυτήν τη στιγμή. Τελείωνε! Πρέπει να είναι από το δικό σου χέρι, από χέρι θνητού, το δικό σου. Τώρα!!!». Η Δωροθέα γούρλωσε τα μάτια, ήταν έτοιμη να φύγει, έπρεπε να βιαστώ. «Πού να το καρφώσω; Στην καρδιά;» «Κόψε με τα κλισέ απ’ τις ταινίες και κάρφωσε το μαχαίρι τώρα όπου να' ναι!!!»

Και κάνω μια με το μαχαίρι και της το μπήγω βαθιά στον κώλο με όλη μου την δύναμη. Το καταλαβαίνετε; Γάμησα και σκότωσα την θεό! Ναι, ναι, ξέρω! Είμαι βέβηλος!

Η θεός τρέκλισε για λίγα βήματα. Παραπάτησε, έχασε την ισορροπία της και βρέθηκε να σωριάζεται αργά στο έδαφος, μέσα σε μια κηλίδα αίμα που όλο και μεγάλωνε ανάμεσα στα πόδια της. «Και τώρα τι κάνουμε διάβολε;» Εκείνος με κοιτούσε μανιασμένος και όσο έπεφτε κάτω η θεός τόσο αυτός ηρεμούσε και ήταν σαν να ανυψωνόταν. Ξαφνικά άρχισε να γελάει δυνατά και ο ουρανός σκοτείνιασε, πύκνωσαν τα μαύρα σύννεφα και άρχισαν να τρεμοπαίζουν κόκκινες αστραπές. Μια πύλη ανοικτή στον ουρανό και ένας θρόνος έρμος και αραχνιασμένος λαμποθώρησε. Εφτά άγγελοι αχνοφάνηκαν κρατώντας τις εφτά σάλπιγγες, και με το πρώτο σάλπισμα άρχισε να πέφτει χαλάζι και φωτιά ανακατωμένα με αίμα και ύστερα, στην πέμπτη σάλπιγγα, ένα αστέρι άρχισε να πέφτει που έσκασε χάμω και η γη τρύπησε και η άβυσσος ξεκίνησε να απλώνεται στα πόδια μας. Άκουσα μια δυνατή φωνή να προστάζει εφτά αγγέλους «Πηγαίντε κι αδειάστε στην γη τις εφτά φιάλες της οργής του θεού!!!»

Τρόμαξα τόσο πολύ που σάστισα! Τα γόνατά μού κόπηκαν. Όταν η θεός είχε πέσει πια νεκρή στον δρόμο, ο διάβολος με κοίταξε με μάτια κατακόκκινα και φώναξε δυνατά «Επιτέλουουουουουους!!!!!!!!! Θα πάρω το αίμα μου πίσω!!!» Αμέσως τα σύννεφα άρχισαν να κατευθύνονται πάνω του, ενώ από μακριά ένας κόκκινος κεραυνός έφτασε στο κεφάλι του και ήταν σαν να τον τροφοδοτούσε με δύναμη. Η γη άρχισε να τρέμει, τα πλακάκια στα πεζοδρόμια έσκαγαν το ένα πίσω απ’ το άλλο, η άσφαλτος ράγισε κάτω από τα πόδια του διαβόλου και ξεχύθηκε μια μυρωδιά σαν κλούβιο αυγό. Ήξερα πως επρόκειτο για την θρυλική αποκάλυψη.

Φαντάστηκα πως δεν θα αργούσαν να κάνουν και την εμφάνισή τους της γης οι κολασμένοι από τα τάρταρα, από τον Χίτλερ μέχρι τον Παπανδρέου και από τον Σαντάμ μέχρι τον Καραμανλή. Αν και είχα περιέργεια να δω μερικούς από αυτούς, για παράδειγμα τον Σαραμάγκου, ή τον Καζαντζάκη, ή άλλους διάσημους αφορισμένους, ή έστω τον Φρέντι Μέρκιουρι στην τρελή ανάγκη, ο φόβος μου υπερίσχυσε της επιθυμίας αυτής. Άρχισα να κάνω μερικά πίσω βήματα, όπως κάνει κάποιος που δεν έχει καταλάβει ακριβώς το μέγεθος της συμφοράς στην οποία έχει μπλέξει αλλά που την διαισθάνεται σιγά-σιγά μέσα του να δυναμώνει. «Τι μαλάκας είμαι!» μονολόγησα. «Ξέχασα να τον ρωτήσω τόσα πράγματα. Ποιοι ήταν οι απόστολοι του Χριστού - Ε ποιοι μπορεί να ήταν όμως; Η gay community της εποχής πιθανότατα. Ξέχασα να τον ρωτήσω για τον Λάζαρο, για τους δώδεκα μαθητές, για τον Πιλάτο... Ποπό πόσα ξέχασα ρε γαμώτο! Ξέχασα μέχρι να τον ρωτήσω αν υπάρχει κόλαση και τι γίνεται μετά τον θάνατο ρε πούστη μου, γαμώτο!» Και τότε ακούστηκε μια φωνή εκκωφαντική που κάλυψε τα πάντα τριγύρω λες και οι ουρανοί είχαν ηχεία στην διαπασών. «ΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑ» πάλι το σατανικό γέλιο του διαβόλου. Έλεος! «Δεν υπάρχει κόλαση ηλίθιοι!!!Εδώ είναι η κόλαση!!! ΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑ!!! Εδώ!!! Επί γης!!!»

Χλόμιασα! Άρχισα να τρέχω όσο πιο γρήγορα μπορούσα χωρίς να σκέφτομαι τίποτα. Τίποτα απολύτως. Γύρισα μια στιγμή να κοιτάξω πίσω και ο διάβολος είχε γεμίσει με κόκκινους κεραυνούς που έρχονταν από τον ουρανό και κατέληγαν πάνω του. Τα μαύρα σύννεφα είχαν κατέβει τόσο χαμηλά που είχαν σχεδόν αγκαλιάσει τους δρόμους και τις πολυκατοικίες σαν ένας απόκοσμος ανεμοστρόβιλος. Όλες οι ταινίες τρόμου ζωντάνευαν μπροστά μου. Είχε δίκιο ο διάολος, είχα δει πάρα πολλές.

Πάνω στον πανικό χτύπησε το τηλέφωνο μου. Το έβγαλα από την τσέπη όπως-όπως καθώς έτρεχα. Ήταν ο Αλκίνοος. «Αλκίνοε έρχομαι σπίτι σου. Ξέχνα τα όλα, έρχομαι αμέσως στο σπίτι σου» του είπα λαχανιασμένος όπως μπορούσα. «Σας είδα μαζί ρε μουνόπανο. Δεν ντρέπεσαι ρε ξιπασμένο μίασμα να μου φερθείς έτσι;» «Τι; Τι σου έκανα ρε Αλκίνοε;» «Σας είδα ρε παλιομαλάκα. Η Δωροθέα έφευγε από μένα για να έρθει σε σένα γαμώ το σπίτι σου! Ρε παλιοπούστη απάντα γαμώ το σπίτι σου» «Έρχομαι από κει, θα σου τα εξηγήσω όλα. Δεν είχα ιδέα για τίποτα από όλα αυτά. Θα σου εξηγήσω από κοντά. Περίμενε με σπίτι σου και θα στα πω από την αρχή! Μ' ακούούούούούς;» φώναζα σαν τρελός και δεν ήθελα να τον αφήσω να μιλήσει γιατί δεν μπορούσα να συζητήσω. Το μυαλό μου τα είχε χάσει εντελώς με όσα είχαν συμβεί. Πόσα να αντέξει κανείς πια; Ο κόσμος είχε καταστραφεί εντελώς και τώρα κυβερνούσε ο διάβολος! Μα ακούω τι λέω; Πρέπει να δώσω ένα τέλος σε όλο αυτό. Δεν ξέρω πώς αλλά πρέπει να δώσω ένα τέλος. ΠΡΕΠΕΙ!!!ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΣΤΑΜΑΤΗΣΕΙ ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ!!!

Έφτασα στο σπίτι του Αλκίνοου και του εξήγησα τα πάντα. Εκείνος σάστισε αλλά έδειξε να καταλαβαίνει. Δεν υπήρχε άλλος άνθρωπος εκτός από αυτόν που θα μπορούσε να καταλάβει εκείνη τη στιγμή το τι γινόταν έτσι κι αλλιώς. Και ευτυχώς, θυμόταν τα όσα του είχα πει για την κοσμοθεωρία μου, πριν ακόμα συμβεί αυτός ο κυκεώνας των αλλόκοτων γεγονότων, για το ότι ο θεός είναι γκόμενα και τα σχετικά, οπότε ήταν πιο εύκολο να πειστεί ότι τώρα έλεγα την αλήθεια. Όταν δε, του έδειξα τον ουρανό και όσα φοβόμουν ότι επρόκειτο να επακολουθήσουν, κοιταχτήκαμε και χωρίς να πούμε τίποτα βγήκαμε μαζί στο μπαλκόνι. Είχε ψοφόκρυο. Ο αέρας ανέμιζε τα μαλλιά μας και τα μάγουλα μας αμέσως ρόδισαν. Δεν υπήρχε άλλο τίποτε να κάνουμε παρά να πηδήξουμε μαζί και να δώσουμε ένα τέλος σε όλη αυτήν την τραγωδία. Μια για πάντα. Μαζί το ξεκινήσαμε. Μαζί έπρεπε να το τελειώσουμε. Σε αυτήν την ύστατη, λυτρωτική στιγμή, ήμασταν μαζί. Έπρεπε να είμαστε μαζί. Δεν υπήρχε χώρος πλέον για διαζεύξεις και διαχωριστικές γραμμές. Τώρα ήμασταν “ο Αλκίνοος ΚΑΙ ο Αννίδης”! Μαζί!

Ο κόσμος έπρεπε να επιστρέψει εκεί που ήταν. Να μηδενίσει. Δεν ξέρω. Απλώς να γίνει κάτι και να επανέλθουν όλα στο φυσιολογικό, όποιο κι αν είναι αυτό.

Σκαρφαλώσαμε στα κάγκελα και κοιτάξαμε τον δρόμο. «Τι κάνεις εκεί ρε μαλάκα» μου είπε ο Αλκίνοος. «Τι κάνω ρε;» «Τι μου πιάνεις το χέρι ρε; Αδερφή είσαι; Δεν είμαστε στον Τιτανικό» «Για να πηδήξουμε μαζί ρε Αλκίνοε το έπιασα. Έλα, τελείωνε. Με το τρία». Κοιταχτήκαμε μια τελευταία φορά. Ύστερα κλείσαμε τα μάτια και κρατήσαμε σφιχτά τα χέρια μας. Ευχηθήκαμε να αλλάξουν όλα όπως πρώτα, να γίνει ο κόσμος όμορφος όπως παλιά. Ευχηθήκαμε έναν καλύτερο κόσμο-όσο τετριμμένο κι αν ήταν. Ευχηθήκαμε να βγούμε ζωντανοί από την πτώση και όλα τα άσχημα να έχουν τελειώσει. Όλα μα όλα.

«Με το ένα, με το δύο, με το τρία...» και δώσαμε μαζί ένα καλό σάλτο...

 

 

_____________________________________________________________

 

 

 

 

 

 

 

Αντί επιλόγου:

Εδώ τελειώνει η ιστορία. Ή μάλλον, για να το θέσω πιο σωστά, εδώ τελειώνουν τα όσα ήθελα να πω εγώ για την ιστορία. Το τι εξυφάνθηκε όταν πηδήξαμε και οι δύο από το μπαλκόνι του Αλκίνοου, το αν δηλαδή άλλαξε ή δεν άλλαξε τελικά η πραγματικότητα, αν διαρρήχθηκαν για μια τελευταία φορά τα δεσμά αυτού του κόσμου, είναι ένα συμπέρασμα που, όπως έγραψα αρχικά, ανήκει αξιωματικά στον αναγνώστη.

Λέγοντας αυτό, δεν αποποιούμαι των όποιων ευθυνών μου αναλογούν για όλα όσα συνέβησαν. Αντιθέτως, τις αποδέχομαι και δεν ντρέπομαι για αυτά που προκλήθηκαν εξαιτίας των επιλογών μου. Σαν άλλος Πάουελ, θα σηκώσω τον σταυρό μου και θα προχωρήσω. Ίσως να μετανιώνω που δεν είχα την ωριμότητα ή την πνευματική διαύγεια να κάνω κάποια πράγματα διαφορετικά. Αλλά πέρα από αυτό, δεν δύναμαι να κάνω τίποτα παραπάνω για τα πεπραγμένα. Για τα μελλούμενα, αυτό είναι άλλο θέμα.

Πολλές φορές εμείς οι άνθρωποι πέφτουμε θύματα παρειδωλίας. Βλέπουμε πράγματα που το μυαλό μας θέλει να δούμε. Που πολλές φορές αυτά τα πράγματα δεν είναι καν εκεί, δεν ήταν ποτέ εκεί. Απλά μας τα έστησε ο νους. Συνδέσαμε μερικές σκόρπιες τελείες και φτιάξαμε μια εικόνα. Ας αναλογιστούμε όμως πως κάποιος άλλος μπορεί να συνδέσει διαφορετικά αυτές ή κάποιες άλλες τελείες και να δώσει μια εντελώς διαφορετική εικόνα, πάνω στον ίδιο καμβά που σχεδιάσαμε κι εμείς. Πού βρίσκεται η αλήθεια; Ποιος έχει δίκιο τελικά; Κανείς. Οι τελείες είναι τελείες και οι γραμμές είναι γραμμές. Αν πάει κάποιος στον Ισημερινό, δεν θα αντικρύσει τις γραμμές που χωρίζουν το βόρειο από το νότιο ημισφαίριο σχεδόν σε κάθε χάρτη που υπάρχει. Γιατί είναι ένα δημιούργημα του ανθρώπινου νου, που εξυπηρετεί απλά κάποιες σκοπιμότητες. Έτσι και σε κάθε ιστορία, οι τελείες είναι ορισμένα γεγονότα, ορισμένα ψήγματα αλήθειας ανεξάρτητης από εμάς. Ένας ιθαγενής του Αμαζονίου χορεύει εκστατικά ένα χορό. Μετά από μερικά λεπτά μαζεύονται σύννεφα στον ουρανό κι αρχίζει να βρέχει. Εύκολα ο νους θα ενώσει τις δυο τελείες με μια γραμμή και θα αποταθεί «ο ιθαγενής χορεύει το χορό της βροχής».

Υπάρχει κάποια βαθύτερη σχέση αιτίου και αιτιατού στη δική μου ιστορία; Όντως η πτώση από το συγκεκριμένο μπαλκόνι του σπιτιού του Αλκίνοου είχε επίδραση στην πραγματικότητά μας; Εγώ έτσι θέλησα να συνδέσω τις τελείες και αυτή η εικόνα προέκυψε μέσα απ’ αυτή τη σύνδεση. Τώρα βέβαια, εάν κάποιοι έχουν την εντύπωση, όπως κι εγώ άλλωστε, πως ζούμε σε έναν κόσμο που είναι ίδιος με αυτούς ή όπως θα τον ήθελαν – αυτό ποτέ δεν μπόρεσα να το εξακριβώσω, γιατί αυτό που θέλει κάποιος με αυτό που είναι, ίσως να είναι και το ίδιο –, ή αν πάλι κάποιος πιστεύει πως στον κόσμο μας κάνουν κουμάντο ή είναι όπως θα τον ήθελαν ο Μπογδάνος, ο Κωστόπουλος και Λιάγκας, κάπου πάει το μυαλό μου. Και όχι μόνο δεν τελειώνει εδώ η ιστορία αυτή, αλλά ίσως όλα τώρα να ξεκινούν. Βέβαια αυτό δεν είμαι σε θέση να το εξακριβώσω. Και πώς θα μπορούσα άλλωστε…

 

 

 

ΤΕΛΟΣ;

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΚΡΙΤΙΚΗ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΚΑΙ ΜΙΑ ΚΡΗΤΙΚΗ

 

«Σας τα έλεγα ότι ο Θεός είναι νεκρός. Μαλάκες!»

Φρίντριχ Νίτσε

 

«Ένα συγκλονιστικό διήγημα που δεν φοβάται να ρίξει γροθιά στο κατεστημένο των φοιτητικών οργανώσεων της νεολαίας της Νέας Δημοκρατίας. Το απόλαυσα.»

Αλέξης Τσίπρας

 

«Προσεύχομαι δια την σωτηρίαν των ψυχών τους»

Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος

 

«Denne bog, jeg ønsker at gøre filmen» (Το βιβλίο αυτό θέλω να το κάνω ταινία)

Λαρς Φον Τρίερ

 

«Βιβλίο σαν κι αυτό μαθές, πρώτη φορά διαβάζω.

Και πίνω καναδυό ρακές και σιγαναστενάζω.

Αλκίνοους δεν κατέχω εγώ, εκεί πα στο μπαλκόνι.

Κι από τον Ψηλορείτη μας, ακούω Ψαραντώνη»

Κρητική κριτική

 

«Μόνο ένα πράγμα είναι χειρότερο από το να διαβάσετε αυτό το βιβλίο.

Κι αυτό είναι, να μην το διαβάσετε»

Όσκαρ Ουάιλντ

 

«Ντρέπομαι για λογαριασμό τους!»

Πάολο Κοέλιο

 

«Μπορεί να μην είμαι βιβλιοφάγος, αλλά αυτό το καταβρόχθισα

μαζί με λίγη φάβα και ένα καλό Chianti»

Χάνιμπαλ Λέκτερ

 

«Πσσσσσσσσσσσσς!»

Ουίλιαμ Σαίξπηρ

 

«Οι συγγραφείς δεν γράφουν σαν Έλληνες. Οι Έλληνες γράφουν σαν συγγραφείς»

Ουίνστον Τσώρτσιλ

 

«Yeah, literature bitch!»(Ναι, λογοτεχνία σκύλα!)

Τζέσι Πίνκμαν

 

«Y.O.L.O.!»

Γιάννης Γιοκαρίνης a.k.a. Γιολαρίνης

 

«Το διάβασα και χόρευα από έκσταση. Μ’ αυτό το βιβλίο έμαθα στον Όλιβερ τουίστ»

Κάρολος Ντίκενς

 

«Μετά από τον φόνον του Θεού, οι αναγνώσται εχέσθησαν

ποίος ήτον ο φονεύς του αδελφού μου»

Γεώργιος Βιζυηνός

 

«Μόλις τέλειωσα το έργο τούτο, έσκισα το ‘Πράσινο Μίλι’ και έπιασα δουλειά σαν λαντζέρης»

Στέφεν Κινγκ

 

«Δυο νεαρά παιδιά μας δίδαξαν τι σημαίνει ρεαλιστικό μυθιστόρημα.»

Νικολάι Γκογκόλ

 

«Νιώθω ντροπή που δεν γεννήθηκα Έλληνας»

Φράντς Κάφκα

 

«Αναγκάστηκα να διδαχθώ την ελληνική γλώσσα ούτως ώστε να μείνω κοντά στο σημασιολογικό και φιλοσοφικό περιεχόμενο του έργου για να βιώσω αμόλυντος το ενεργό έγκλυμα της γραφής τους»

Φίοντορ Ντοστογιέφσκι

 

«Ένα έπος που όμοιό του δεν υπάρχει.

Ένα έπος που κάνει όλα τα προηγούμενα παιδικά παραμυθάκια»

Όμηρος

 

«Όταν το έρεβος της νύχτας αργοσβήνει και συναντά αρμονικά το λυτρωτικό πρώτο φως της αυγής, εκεί, και μόνο εκεί, βλέπω τους δυο συγγραφείς να ενώνουν τις πένες τους και να εγκολπώνονται το σύγχρονο θάλπος. Εκεί, και μόνο εκεί, η κοσμογονία άρχεται...»

Εφημερίδα “Το Βλήμα”

 

«Είναι όλο λάθος! Θα κάνω μια διάλεξη 6 ωρών για να προσεγγίσουμε μαζί την φιλοσοφική του σκέψη. Στα Λατινικά.»

Νίκος Λυγερός

«Ο ξένος, μου είναι πια ξένος»

Αλμπέρ Καμύ

 

«Επιτέλους ένα έργο που δεν βασίζεται σε αληθινά γεγονότα

αλλά είναι από μόνο του ένα αληθινό γεγονός»

Αγνώστου

 

«Η θάλασσα αναζεύλιζε και μέσα στον νου μου κλωθογύριζε η σκέψη τούτου του βιβλίου.

Όταν πραγάλιασε μέσα μου, ένιωσα τον κακοτράχαλο ανήφορο του πιθήκου που γίνεται άνθρωπος»

Νίκος Καζαντζάκης

 

«Συγχώρεσέ τους, μάνα. Δεν ξέρουν τι γράφουν.»

Ιησούς Χριστός

 

«Θεοί!»

Θεός

 

«Ναι, ναι. Τους ξέρω. Τα μαλακισμένα που με κορόιδευαν

από το σχολείο ακόμα για το όνομά μου»

Αλκίνοος Ιωαννίδης

 

«Αίσχος! Ντροπή! Όλο το κείμενο διέπεται από αναφορές σε γκόμενες

και ούτε μια μνεία σε κάποιο δωδεκάχρονο αγοράκι. Ούτε μια!»

Ανδρέας Εμπειρίκος

«Το κείμενο είναι γεμάτο με το νόημα που έχει κάτι από τις φωτιές»

Διονύσης Σαββόπουλος

 

«Καλά αυτό το βιβλίο δεν υπάρχει! Μην το σκέφτεστε!»

Ρενέ Ντεκάρτ

 

«Μαζί τα γράψαμε»

Πάνος Φωτόπουλος & Βαγγέλης Μαμανέας

 

109

Impressum

Tag der Veröffentlichung: 15.12.2015

Alle Rechte vorbehalten

Nächste Seite
Seite 1 /