Cover

Τίτλος

Μία γυναίκα, δυο ζωές

Αναστασία Γιδάκου

Published by Εκδόσεις books2authors, 2018.

Σελίδα δικαιωμάτων

This is a work of fiction. Similarities to real people, places, or events are entirely coincidental.

ΜΊΑ ΓΥΝΑΊΚΑ, ΔΥΟ ΖΩΈΣ

First edition. September 1, 2016.

Copyright © 2016 Αναστασία Γιδάκου.

ISBN: 978-1501407703

Written by Αναστασία Γιδάκου.

10 9 8 7 6 5 4 3 2 1

Πίνακας Περιεχομένων

Τίτλος

Σελίδα δικαιωμάτων

Αφιέρωση

Κεφάλαιο 1

Κεφάλαιο 2

Κεφάλαιο 3

Κεφάλαιο 4

Κεφάλαιο 5

Κεφάλαιο 6

Κεφάλαιο 7

Κεφάλαιο 8

Κεφάλαιο 9

Επίλογος

Λίγα λόγια για την συγγραφέα

Αφιέρωση

 

Σε αυτούς που χάραξαν την ζωή τους με το ακριβό πετράδι της Αγάπης!

Κεφάλαιο 1

Κεφάλαιο 1

Επεισόδιο 1

Η μέρα για την Μαρίνα ξεκίνησε πολύ νωρίς, συγκεκριμένα από τις εφτά παρά τέταρτο.

Σηκώθηκε από το κρεββάτι της ακροπατώντας, μη θέλοντας να ξυπνήσει κανέναν στο υπόλοιπο σπίτι.

Αφού άνοιξε το μεγάλο παράθυρο του δωματίου της, έτρεξε γρήγορα στο μπάνιο, να πλυθεί, να χτενιστεί, και να γίνει όσο πιο όμορφη μπορούσε.

Δεν ήταν εύκολη δουλειά βέβαια να γίνει πιο όμορφη απ’ ότι ήταν, διότι ο Θεός της είχε δώσει τα πάντα.

Η επιδερμίδα της ήταν λευκή σαν τις πριγκίπισσες των παραμυθιών, τα μαλλιά της καστανά, με ελάχιστες μελί ανταύγειες που πλαισίωναν με χάρη τους ώμους και έφταναν σχεδόν μέχρι τις ωμοπλάτες της.

Δύο ζωηρά πανέξυπνα μάτια κοιτούσαν τώρα τον καθρέπτη του μπάνιου, αποκαλύπτοντας ένα πρόσωπο με όλα τα χαρακτηριστικά του σε πλήρη αρμονία, επιθεωρώντας το αποτέλεσμα του πρωινού καλλωπισμού.

Όλα οκ, μαλλιά χτενισμένα, δόντια βουρτσισμένα, πρόσωπο καθαρό.

Εν τω μεταξύ, ο ήλιος άρχισε να μπαίνει από το παράθυρο και να λούζει το δωμάτιο της. Όλα έπρεπε να είναι στην εντέλεια, γι’ αυτό με γρήγορες κινήσεις άρχισε να τακτοποιεί.

Πρώτα το στρώσιμο του κρεββατιού, και μετά, ότι τριγυρνούσε στο πάτωμα, στο κομοδίνο δίπλα στο κρεββάτι της, και στο γραφείο που βρισκόταν στην άλλη άκρη του ευρύχωρου δωματίου της και τέλος στην ντουλάπα, που φιλοξενούσε όλο το βασίλειο και τα υπάρχοντα της.

Άλλωστε σε λίγο θα ξυπνούσε η οικογένεια της και θα γινόταν η πρώτη «έφοδος» στον χώρο από τους γονείς της και τους δύο αδερφούς της, για τα χρόνια πολλά.

Ά ! δεν σας είπα πώς η Μαρίνα σήμερα Σάββατο στην μέση του Απριλίου έχει τα γενέθλια της, γίνεται επιτέλους 15 χρονών.

Και λέω επί τέλους διότι εδώ και καιρό έχει βάλει με χίλια ζόρια, καμώματα, και νάζια, τον πατέρα της να υποσχεθεί πως μόλις κλείσει τα 15 μπορεί να βγει μόνη με τις φίλες της.

Η πρώτη έξοδος λοιπόν ήταν απόψε.

Κάθισε οκλαδόν στο κρεββάτι αγκαλιά με τον αγαπημένο της καφέ αρκούδο και περίμενε, κάνοντας σχέδια για το που θα πήγαινε με τις φίλες της το βράδυ.

Όταν ακούστηκε το χτύπημα στην πόρτα, ισιώνοντας την ροζ ρόμπα με τις καρδούλες και τακτοποιώντας μια ατίθαση τούφα των μαλλιών της είπε με επίσημο ύφος, «εμπρός», δύο χαμογελαστά πρόσωπα ξεπρόβαλαν. Ήταν οι γονείς της, ένα ζευγάρι όμορφο νεαρής σχετικά ηλικίας, έκαναν την εμφάνιση τους μ’ ένα πακέτο στα χέρια τυλιγμένο σε μπεζ χαρτί και μια πράσινη κορδέλα που σε άλλη περίπτωση θα νόμιζε κανείς πώς όλο αυτό είναι αερόστατο έτοιμο για απογείωση.

«Χρόνια πολλά, να τα εκατοστήσεις», οι ευχές έδιναν κι έπαιρναν και μέχρι να φτάσει η στιγμή για το άνοιγμα του δώρου, άλλες δύο μικρές φατσούλες μπήκαν στο δωμάτιο, ο Στέλλιος 10 ετών, και ο Γιάννης 8, κρατώντας ένα παρόμοιο πακέτο βάδιζαν προς το μέρος της. 

Αυτό που μ’ αρέσει να βλέπω από ψηλά, είναι οι πολύ αγαπημένες οικογένειες, κι έτσι χάρηκα που μου δινόταν η ευκαιρία να βλέπω αυτή την οικογένεια ένα «κουβάρι» αγάπης, να ανταλλάσει αγκαλιές, φιλιά, κι ευχές, μέσα στο φωτεινό από το πρωινό φως δωμάτιο.

Από την πρώτη στιγμή που η ψυχή της Μαρίνας αποφάσισε να ενσαρκωθεί γι’ ακόμα μια φορά στην γη, εγώ ορίστηκα ως φύλακας της.

Ήμουν δίπλα της όταν διάλεξε τους γονείς της, ήμουν επίσης δίπλα όταν προγραμμάτισε τις εμπειρίες και τις καταστάσεις που έπρεπε να ζήσει για να λάβει τα ανάλογα μαθήματα.

Ήμουν κοντά της όταν διάλεξε την χρονική περίοδο που θα ερχόταν στην ζωή.

Αν θέλετε λοιπόν ελάτε μαζί μου να παρακολουθήσουμε τα ίχνη που θ’ αφήσει αυτό το χαρισματικό πλάσμα πάνω σ’ αυτό το κομμάτι του σύμπαντος στον γαλάζιο πανέμορφο πλανήτη με τ’ όνομα Γη.

Και επειδή θα αναρωτιέστε ποιος είμαι εγώ, να σας συστηθώ.

Είμαι ο φύλακας Άγγελος της Μαρίνας

Το όνομά μου είναι ΚΡΙΩΝ.

Επεισόδιο 2 

Η Χριστίνα και η Γωγώ, συμμαθήτριες και φίλες της Μαρίνας από το φροντιστήριο ξένων γλωσσών έχοντας φορέσει τα πιο μοδάτα και καινούρια τους ρούχα περίμεναν στο σαλόνι της κυρίας Μυρσίνης και του κυρίου Σταύρου, των γονιών της μικρής μας πρωταγωνίστριας τρώγοντας από ένα μεγάλο κομμάτι τούρτας.

Επάνω στο δωμάτιο της η εορτάζουσα ετοιμαζόταν να φορέσει το τζην παντελόνι και το θαλασσί πουκάμισο καθώς και τα λευκά πέδιλα, είχε ήδη στον λαιμό της την χρυσή καρδιά με το κόκκινο σαν φωτιά ρουμπίνι που στο σύνολο τους ήταν τα δώρα που έλαβε το πρωί από την οικογένεια της.

Η κυρία Μυρσίνη μπαίνοντας στο δωμάτιο της Μαρίνας έμεινε να την κοιτάζει με θαυμασμό, για μια στιγμή νόμισε πως έβλεπε τον εαυτό της από μια σχισμή του χρόνου.

Η ίδια γόνος μιας ευκατάστατης οικογένειας αρχόντων της παλιάς Αθήνας με καλούς κι ευγενικούς τρόπους, μόρφωση, και αρχές, αξίες δηλαδή εκτός μόδας σήμερα, αλλά αξεπέραστα και πανίσχυρα όπλα σε όλες τις εποχές, πάντα ονειρευόταν να δημιουργήσει μια μεγάλη και αγαπημένη οικογένεια.

Όταν λοιπόν στα είκοσι δυο της εμφανίστηκε ο τριαντάχρονος Σταύρος πετυχημένος ήδη επιχειρηματίας όμορφος, και από οικογένεια ευγενικών και άξιων ανθρώπων, οι γονείς της δέχτηκαν με μεγάλη χαρά να πουν το ναι στην πρόταση του και ο γάμος με την συγκατάθεση και των δύο οικογενειών έγινε πολύ γρήγορα αφού το ζευγάρι ζούσε κιόλας έναν μεγάλο έρωτα.

Ένα χρόνο μετά ήρθε στον κόσμο η Μαρίνα, το αγαπημένο κοριτσάκι όπως την αποκαλούσαν οι παππούδες της. Αργότερα είδαν το φως του ήλιου και τα δύο της αδέρφια. Τα χρόνια κύλισαν με αγάπη και οικογενειακή ευτυχία. Όποιο θέμα κι αν προέκυπτε ευχάριστο ή μη, πάντα με νηφαλιότητα, λογική, και μεγάλη καρδιά, έφθανε στην λύση του.

Να λοιπόν σήμερα που το κοριτσάκι τους έγινε μια δροσερή, νεαρή, κοπελίτσα έτοιμη για τη πρώτη της έξοδο.

Ένα κορίτσι που το μπόι και η όλη κατασκευή της παρέπεμπε σε μια καλοσχηματισμένη γυναίκα. Το  ευθυτενές κορμί της με το πλούσιο στήθος, την λεπτή μέση, και τα ψηλά δυνατά της πόδια, τα μακριά μαλλιά της και η κόκκινη καρδιά με το ρουμπίνι στο στήθος να συμβολίζει την δύναμη και την ορμή της ζωής, έδιναν την εικόνα πως η φύση είχε ολοκληρώσει το σπουδαίο έργο της. Ήταν βγαλμένη από μια άλλη εποχή και η κλασσική της ομορφιά δεν άφηνε κανέναν ανεπηρέαστο.

«Που αποφασίσατε να πάτε απόψε;»

Η Μαρίνα γύρισε ξαφνιασμένη προς το μέρος της μητέρας της και εξήγησε με χαμόγελο και ενθουσιασμό πώς απόψε ήταν βραδιά εγκαινίων για έναν μεγάλο πολυχώρο στην περιοχή τους και θα περνούσαν με τις φίλες της την βραδιά τους εξερευνώντας το νέο αυτό στέκι της πόλης τους. Οι πόρτες θ’ ανοίξουν για το κοινό στις έξι και μισή.

«Βιάσου λοιπόν η ώρα είναι έξη και δέκα».

Τρέχοντας κατέβηκε τις σκάλες ορμώντας πάνω στις φίλες της που μόλις είχαν τελειώσει το γλυκό τους, και μέσα σ’ ένα σύννεφο από φιλιά, αποχαιρετισμούς, συμβουλές, κι ευχές για καλή διασκέδαση οι τρεις νεαρές ξεπόρτισαν. 

Επεισόδιο 3

Δεν άργησαν να φθάσουν στον προορισμό τους παρά με μια ελάχιστη καθυστέρηση. Βέβαια η διαδικασία των εγκαινίων κόντευε να ολοκληρωθεί, πράγμα που τις έκανε πολύ χαρούμενες μιας και ήθελαν ν’ αποφύγουν τις επισημότητες και να μπούνε στην ουσία που ήταν η εξερεύνηση του νέου χώρου.

Ο κόσμος ήταν πολύς, όλοι σχεδόν οι κάτοικοι της περιοχής, το δημοτικό συμβούλιο με επικεφαλής τον δήμαρχο, οι εκπρόσωποι του νόμου, καθώς και της εκκλησίας ήταν εκεί για τον απαραίτητο αγιασμό.

Ο άνθρωπος που παραχωρούσε το οίκημα πού θα στέγαζε από σήμερα τις καλλιτεχνικές ανησυχίες των νέων της πόλης τους, ήταν γνωστός του πατέρα της κι αφού τον χαιρέτησε ευγενικά, περίμενε με υπομονή μαζί με όλους να τελειώσει η τελετή των εγκαινίων.

Η Μαρίνα είχε θαυμάσει πολλές φορές στο παρελθόν το πανέμορφο αυτό νεοκλασσικό σπίτι καθώς γυρνούσε από το σχολείο, μιας και το δικό της σπίτι, ήταν λίγα τετράγωνα παρακάτω. Αυτός άλλωστε ήταν κι ένας σοβαρός λόγος για να συναινέσει ο πατέρας της να παραμείνει με τις φίλες της ως το βράδυ.

Σήμερα όμως της φαινόταν τόσο λαμπρό και ωραίο με τα φώτα του αναμμένα και τις κορδέλες στις υπέροχες βεράντες, στον γεμάτο δέντρα κήπο του. Το μεγάλο ψηλοτάβανο κτήριο είχε δεχτεί μια πλήρη ανακαίνιση, χωρίς να χάσει τίποτα από τον παλιό του χαρακτήρα, από τα υπέροχα μακρόστενα παράθυρα του, μέχρι τα κεραμίδια του και τ’ ακροκέραμα τους είχαν μείνει όλα ίδια, αλλά δείχνοντας ταυτόχρονα τόσο φρέσκα και σημερινά.

Από την μπροστινή μεριά που ήταν και η κύρια είσοδος, το κτήριο «έβλεπε» σε μια πολύ μεγάλη πλατεία, πλακόστρωτη με ψηλά δέντρα, όμορφα παγκάκια για την ξεκούραση των επισκεπτών του, μεγάλους φανοστάτες βαμμένους σε σκούρο πράσινο χρώμα κι ένα μεγάλο συντριβάνι στο μέσον της.

Περιμετρικά του σπιτιού, υπήρχε μεγάλος κήπος που μεγάλωνε σε τετραγωνικά ακόμα περισσότερο στο πίσω μέρος του, χαρίζοντας με τα πανύψηλα δέντρα του, δροσιά, και απέραντη ομορφιά, κρύβοντας από τα περίεργα βλέμματα των γειτόνων και των περαστικών όλους όσους βρίσκονταν στην σκιά του.

Η τελετή έλαβε τέλος, και η Μαρίνα με την Χριστίνα, και την Γωγώ, άρχισαν να εισέρχονται με τον υπόλοιπο κόσμο από την είσοδο στο εσωτερικό του σπιτιού. Η Μαρίνα σίγουρα δεν μπορούσε να φανταστεί όλα όσα θα συμβούν με την πάροδο του χρόνου μέσα σ’ αυτό το κτήριο. Πόσοι θα την αγαπήσουν, πόσοι θα μισήσουν την ύπαρξη της, και σίγουρα δεν είχε καν στο μυαλό της πώς εδώ θα γνώριζε εκείνον που θα άλλαζε με την παρουσία του, όλα όσα γνώριζε μέχρι τώρα για την ζωή.

Όμως υπομονή απόψε διασκεδάζουμε.

Οι τρεις μικρούλες λοιπόν βάλθηκαν να βολτάρουν στο εσωτερικό του παραμυθένιου αυτού σπιτιού που τόσες φορές ονειρευτήκαν να εξερευνήσουν και τώρα αυτό ήταν η πραγματικότητά τους.

Έμειναν με το στόμα ανοιχτό μόλις είδαν τις τοιχογραφίες, τα κάδρα, τα έπιπλα, το πόσο μεγαλύτερο έδειχνε από μέσα. Στην αριστερή μεριά της εισόδου ήταν το μεγάλο σαλόνι που θα λειτουργούσε ως εστιατόριο και καφετέρια.

Στην μια του άκρη στην δεξιά μεριά ήταν ένα μπαρ με όλα όσα έχει ένα μπαρ που σέβεται τον εαυτό του, κατασκευασμένο πάντα σύμφωνα με το στυλ του χώρου. Στην μέση του τεράστιου σαλονιού υπήρχε το τζάκι, μεγάλο με μαρμάρινη επένδυση σε χρώμα χρυσοκίτρινο και πάνω του ένας μεγάλος πίνακας με μια αναπαράσταση κυνηγιού, σ’ ένα πυκνό και καταπράσινο δάσος. Από την μεριά του μπαρ και απλωμένα σε όλη την αίθουσα υπήρχαν μικρά σαλονάκια και τραπεζοκαθίσματα με διαφορετικό ύφος και στυλ, που το καθ’ ένα έδινε ένα πιο χαλαρό και μοντέρνο ύφος στον χώρο.

Από την δεξιά μεριά της εισόδου ο χώρος ήταν ο ίδιος σε τετραγωνικά, αλλά χωρισμένος σε μια μεγάλη κουζίνα και σε δύο wc ανδρών και γυναικών αντίστοιχα διακοσμημένα με πολυτέλεια και γούστο όπως άρμοζε στον χώρο. Και στο κέντρο η σκάλα, η τεράστια ξύλινη σκάλα από ξύλο δρυός που οδηγούσε στον επάνω όροφο ντυμένη από πάνω ως κάτω με ένα πράσινο σμαραγδί χαλί, αποκάλυπτε όλη της την μεγαλοπρέπεια. Είχε δε τόσο μεγάλη κουπαστή που ευχαρίστως η Μαρίνα θα ήθελε να γλιστρήσει κατά μήκος κατεβαίνοντας την.

Ανεβαίνοντας στον επάνω όροφο χάζευαν την υπέροχη ταπετσαρία με τα ανάγλυφα σχέδια και τα μικρά τριανταφυλλάκια που σποραδικά συναντούσαν στο πανέμορφο αυτό μοτίβο.

Ο επάνω όροφος είχε μια μεγάλη αίθουσα μουσικής κι ένα μεγάλο πιάνο με ουρά, στην αριστερή μεριά του δωματίου, έτοιμο να σκορπίσει τις μελωδικές του νότες σε όλο τον χώρο. Στην δεξιά μεριά του ιδίου χώρου βρισκόταν ένα στερεοφωνικό συγκρότημα τελευταίας τεχνολογίας με πολλούς δίσκους κι ένα μικρό τραπεζάκι με λίγες καρέκλες , σε όλο δε το μήκος του, ο τοίχος ήταν καθρέπτης. Εύκολα λοιπόν τα κορίτσια συμπέραναν πως αυτή ήταν η αίθουσα διδασκαλίας μουσικής και χορού.

Επόμενη στην σειρά ήταν η αίθουσα ζωγραφικής και λογοτεχνίας, κι αυτή οριοθετημένη από τον εξοπλισμό της. Καβαλέτα πινέλα και σκαμπό από την μια μεριά και μια τεράστια βιβλιοθήκη με χιλιάδες τίτλους και μεγάλα παραλληλόγραμμα τραπέζια με πάγκους και πορτατίφ από την άλλη.

Η τελευταία αίθουσα, ήταν η αίθουσα του θεάτρου. Απλή, βαμμένη στα χρώματα της κρέμας όπως και όλες οι προηγούμενες, εκτός από τα πορτρέτα μεγάλων Ελλήνων και ξένων ηθοποιών και λίγες μαξιλάρες στρωμένες στο πάτωμα, δεν είχε καμιά άλλη προσθήκη, εκτός βέβαια από την απλή αλλά επιβλητική σκηνή, με την βαριά βελούδινη κουρτίνα στο χρώμα του κατακόκκινου γλυκού κρασιού.

Η Μαρίνα γοητεύτηκε από την απλότητα αλλά και το τόσο επιβλητικό του χώρου που σχεδόν την ερωτεύτηκε.

Σίγουρα θα ήθελε να παρακολουθήσει μερικά μαθήματα για να γίνει ερασιτέχνης ηθοποιός άλλωστε όλοι στην οικογένεια της αγαπούσαν το θέατρο και παρόλο το μικρό της ηλικίας της, αυτή και τα αδέρφια της είχαν δει πολλές παραστάσεις

Στην συνέχεια περιηγήθηκαν στον μεγάλο διάδρομο που ήταν στρωμένος με κόκκινα χαλιά σε πανέμορφα μοτίβα και σχέδια, και κατέληξαν σε μια αίθουσα που στην ουσία ήταν ένα μεγάλο γραφείο που θα φιλοξενούσε όποιον αναλάμβανε την διεύθυνση του χώρου και των δραστηριοτήτων του.

Α! αυτό το γραφείο έπαιρνε άριστα στην προτίμηση της , ήταν καλύτερο κι από του μπαμπά της, ήταν δε τόσο μεγάλο και ευρύχωρο που μπορούσες να κάνεις ένα ωραίο πάρτυ. Το έπιπλο του γραφείου ήταν από καρυδιά, σκαλιστό με μικροσκοπικά τριαντάφυλλα σε ανοιχτό χρώμα, και πάνω στην επιφάνεια υπήρχε ένα παχύ προστατευτικό κρύσταλλο. Μια δερμάτινη ζαχαρί μοντέρνα πολυθρόνα ήταν η έκπληξη του διακοσμητή που θέλοντας να σπάσει την πιθανή μονοτονία του κλασσικού, πρόσθεσε μερικά μοντέρνα κομμάτια στον χώρο.

Στην συνέχεια η Μαρίνα έμεινε έκθαμβη με τον πίνακα που βρισκόταν στην πλάτη του γραφείου και απεικόνιζε ένα ζευγάρι εποχής να κάνει ιππασία κατά μήκος ενός ποταμού. Τα χρώματα του φθινοπώρου, των κοστουμιών, η κίνηση αλόγων και αναβατών, τα χρώματα που εναλλάσσονταν με τέτοια φυσικότητα, έκαναν την Μαρίνα να χαζεύει πολλή ώρα αυτό το αριστούργημα.

Σ’ όλο τον χώρο κυρίαρχο ήταν το κόκκινο σε αρκετές του αποχρώσεις που διέκοπταν ευχάριστα οι πινελιές από κρεμ και υπόλευκο χρώμα. Μπροστά από το γραφείο υπήρχε το κλασσικό μικρό κυβόσχημο τραπεζάκι, με δύο πολυθρόνες. Στα δυο μεγάλα παράθυρα, η κυρίως κουρτίνα ήταν μπεζ μεταξωτή με δύο αμπράς να συγκρατούν τα δύο επιπλέον κόκκινα φύλλα από ταφτά.

Σε μια άκρη ένας μεγάλος καναπές ευρύχωρος με παχιά, μεγάλα και μαλακά μαξιλάρια, υποσχόταν την καλύτερη ξεκούραση, ίσως κι έναν γλυκό ύπνο, σε όποιον καθόταν στην αγκαλιά του. Μπροστά του υπήρχε ένα μεγάλο τετράγωνο τραπέζι σαλονιού ασορτί με το έπιπλο του γραφείου, στα ίδια χρώματα. Το σκηνικό ολοκληρώνονταν με τα φρέσκα λουλούδια που φιλοξενούνταν στα βάζα στην άκρη του γραφείου και στο μέσον του τετράγωνου τραπεζιού.

«Υπέροχο» ψιθύρισε η Μαρίνα στις φίλες της που είχαν πάρει θέση στον καναπέ.

Αργότερα βγαίνοντας στον κήπο έμειναν άφωνες με το πόσο μεγάλος και περιποιημένος ήταν αυτός ο μικρός παράδεισος. Περιμετρικά υπήρχαν μεγάλα, πανύψηλα κυπαρίσσια, και στην συνέχεια πεύκα, ευκάλυπτοι, και τόσα άλλα που η Μαρίνα δεν γνώριζε τα ονόματα τους. Ήταν όμως τόσο όμορφα. Κάτω στις βάσεις των δέντρων ήταν τοποθετημένοι προβολείς που φώτιζαν τον κήπο.

Σε κάποιες γωνιές, μπορούσες να διακρίνεις μικρές κατασκευές από πέτρες, βότσαλα, και κροκάλες, τις μεγάλες λευκές αυγοειδείς πέτρες δηλαδή, και ν’ ακούσεις το νερό να τις διαπερνά κελαριστό με τον χαρακτηριστικό ήχο.

Όμως το πιο εντυπωσιακό ήταν το συντριβάνι στο μέσον της αυλής. Εκεί, βρήκαν μια γωνιά για να απολαύσουν από μια δροσερή γρανίτα και να σχολιάσουν τα όσα είδαν.

Κάποια στιγμή όμως, ήρθε η ώρα της αναχώρησης, τα κορίτσια ετοιμάστηκαν και με βαριά καρδιά πήραν τον δρόμο της επιστροφής.

Η Μαρίνα μόλις έφθασε στο σπίτι, βάλθηκε να περιγράφει με κάθε λεπτομέρεια και με αχαλίνωτο ενθουσιασμό, τα όσα είδε και το πώς πέρασε. Έτσι συμμεριζόμενοι οι γονείς της την χαρά της μοναχοκόρης τους υποσχέθηκαν πως αύριο που ήταν Κυριακή θα πήγαιναν οικογενειακώς για καφέ και  φαγητό, για να θαυμάσουν με την ησυχία τους το μεγάλο απόκτημα της πόλης.

Αργότερα η Μαρίνα ξαπλωμένη στο απαλό της κρεββάτι, ανάμεσα στα μαξιλάρια και στα σκεπάσματα, έφερνε ξανά στον νου της όλα όσα έζησε και είδε την αποψινή βραδιά. Ναι, η πρώτη της έξοδος στον κόσμο, είχε στεφθεί με απόλυτη επιτυχία. Και σκεπτόμενη με χαρά την επόμενη μέρα, ερχόμενος ο ύπνος την βρήκε μ’ ένα χαμόγελο ικανοποίησης στα χείλη.

«Ας μπούμε λοιπόν στην χώρα των ονείρων» της είπα, και την πήρα στην μεγάλη μου αγκαλιά.

Η λέσχη Φίλων των Τεχνών όπως ήταν πλέον το όνομα του νεοκλασσικού, ήταν το πιο περιζήτητο μέρος της πόλης. Εκεί διδάσκονταν χοροί, ευρωπαϊκοί κι ελληνικοί, δίνονταν ερασιτεχνικές θεατρικές παραστάσεις, διάφορα μουσικά συγκροτήματα έκαναν την εμφάνιση τους καλύπτοντας κατά καιρούς τα πάρτυ που θα γίνονταν τον χειμώνα στην μεγάλη σάλα και το καλοκαίρι στον κήπο. Υπήρχαν δάσκαλοι που δίδασκαν διάφορα μουσικά όργανα σε μικρούς και μεγάλους, θέατρο και χορό.

Η βιβλιοθήκη του πάνω ορόφου δεχόταν καθημερινά μικρές δωρεές από διάφορους πολίτες όλων των ηλικιών, και δάνειζε οργανωμένα τα βιβλία της σε όσους ήθελαν να πλουτίσουν τις γνώσεις τους. Καλό το διαδίκτυο, αλλά θα υπάρχουν πάντα οι εραστές της μυρωδιάς του χάρτινου βιβλίου.

Το μπαρ στην μεγάλη σάλα λειτουργούσε με μεγάλη επιτυχία και ξεδιψούσε τους μικρούς με δροσερά αναψυκτικά και τους μεγάλους με καμιά μπυρίτσα. Οι μεζέδες και τα υπόλοιπα εδέσματα της κουζίνας έρχονταν να συμπληρώσουν την τεράστια επιτυχία του όλου εγχειρήματος.

Η εξυπηρέτηση ήταν άψογη, οι δάσκαλοι πάντα στην ώρα τους, οι χώροι άστραφταν από καθαριότητα, και υπεύθυνος όλων αυτών, ο Θωμάς, ο νεαρός που είχε επωμιστεί το βάρος της σωστής λειτουργίας του χώρου. Για αρκετό καιρό όλα κυλούσαν άψογα και η Μαρίνα, μετά τον έλεγχο και την έγκριση των γονιών της, άρχισε να συμμετέχει ενεργά στο θεατρικό τμήμα της Λέσχης Φίλων των Τεχνών. Η συμφωνία ήταν να μην αμελήσει τα μαθήματα της και οι βαθμοί της στο σχολείο να παραμείνουν ψηλά. Οι πρόβες γίνονταν Σάββατο και Κυριακή πρωί στις εννιά, καθώς υπήρχε ησυχία στον χώρο μιας και ο πολύς κόσμος μαζευόταν μετά τις έντεκα.

Επικεφαλής ήταν ένας επαγγελματίας ηθοποιός που με την πείρα του μπορούσε να συντονίζει και να κατευθύνει τα πάντα στην σκηνή και επειδή επρόκειτο για ερασιτέχνες, ήταν πάντα επιεικής με τους καλλιτέχνες του.

Η Μαρίνα έτυχε να είναι το μικρότερο σε ηλικία μέλος αυτής της ομάδας, αλλά αυτό δεν της στερούσε τον ενθουσιασμό για όλα όσα θα μάθαινε μέσα απ’ αυτή την παρέα. Ο Θωμάς σαν γνήσιος κλειδοκράτορας δουλεύοντας και Κυριακή και σχόλη, έδινε τα κλειδιά για να ανοίξει η πόρτα της αίθουσας του πάνω ορόφου, και τότε επισήμως μετά την προμήθεια από το μπαρ των απαραίτητων καφέδων και σνακ, ξεκινούσε η πρόβα. Έτσι πέρασαν σχεδόν δύο χρόνια. Με πρόβες, με παραστάσεις, και επιτυχίες.

Η οικογένεια ήταν πάντα στην πρώτη θέση και χειροκροτούσε με καμάρι την Μαρίνα που κάθε φορά είχε και έναν λίγο μεγαλύτερο και σημαντικότερο ρόλο στην παράσταση. Αυτό δεν ήταν πάντα και ότι καλύτερο, γιατί οι ζήλιες και ο φθόνος δεν είναι μόνο προνόμιο των επαγγελματιών του χώρου και πολλές φορές είχε να αντιμετωπίσει την κακία των άλλων κοριτσιών σε περίπτωση που ο σκηνοθέτης την προτιμούσε για κάτι καλύτερο απ’ ότι είχαν εκείνες.

Επεισόδιο 4 

Αυτή την Κυριακή η πρόβα είχε οριστεί στις εννέα και μισή, χθες ο Θωμάς είχε αργήσει, και καθυστέρησαν να ξεκινήσουν σαράντα πέντε λεπτά. Σήμερα όμως ήταν η σειρά της Μαρίνας να έρθει αργοπορημένη, μιας και το ξυπνητήρι της χάλασε και ο ύπνος είπε να μην φύγει στην ώρα του από τα βλέφαρα της. Μπαίνοντας γρήγορα-γρήγορα στην μεγάλη σάλα, θέλησε να τρυπώσει χωρίς θόρυβο στο μπαρ, να φτιάξει έναν καφέ, και να ξεγλιστρήσει αθόρυβα στην πρόβα χωρίς να αφήσει να φανεί η αργοπορία της.

Ανοίγοντας την μικρή πορτούλα μπήκε στο μπαρ χωρίς να καλοπροσέξει, νομίζοντας πως ο νεαρός που της είχε γυρισμένη την πλάτη είναι ο Θωμάς. Κάπως αλλιώτικος της φάνηκε για Θωμάς, αλλά ποιος ενδιαφερόταν τώρα, εδώ είχε αργήσει, η πρόβα σε λίγο τελείωνε.

«Καλημέρα» είπε μια φωνή που σίγουρα πλέον, δεν ήταν του Θωμά. Γυρίζοντας να δει η Μαρίνα αντίκρισε κάτι που στην ζωή της δεν είχε ξαναδεί, κάτι που από σήμερα θα την έκανε έναν καινούριο άνθρωπο, έναν άνθρωπο που θα έχανε και θα έβρισκε, τόσα πολλά στην ζωή. «Καλημέρα» ξαναείπε και με την πρώτη ματιά η Μαρίνα διέκρινε καθαρά το φως που τον έλουζε από την κορυφή μέχρι τα νύχια.

«Είμαι ο Πέτρος». Ο Πέτρος, που το πρώτο πράγμα που είδε σε ’κείνον ήταν ένα πεντακάθαρο μεγάλο χαμόγελο στα χείλη του και ένα αγνό και καθάριο δυνατό φως ανάμεσα στο στήθος. Ο Πέτρος που στα είκοσι εφτά του χρόνια ήταν ένα αγόρι λεπτό σαν κλαράκι, αλλά ταυτόχρονα τόσο δυνατό, που έδινε την εντύπωση ζωντανού αγάλματος κάποιου αρχαίου Έλληνα γλύπτη. Ο Πέτρος που είχε επιδερμίδα μωρού, και μαλλιά καστανά, μάτια μεγάλα φωτεινά, που μύριζε σαν καραμέλα και φρεσκοψημμένο κουλουράκι κανέλλας. Ο Πέτρος που μέσα στο λευκό του πουκάμισο και το τζην παντελόνι του, ήταν σαν μαγνήτης για την Μαρίνα που δεν ξεκολλούσε τα μάτια της από πάνω του, αρνούμενη να αφήσει να τελειώσει αυτή η μαγική στιγμή που λες και παιζόταν σε αργή κίνηση.

«Γεια νόμιζα ότι ο Θωμάς, εεε!».

«Ο Θωμάς μετά από δύο σχεδόν χρόνια υπηρεσίας, κουράστηκε και θέλησε να φύγει. Την θέση του από σήμερα αναλαμβάνω εγώ».

Και βέβαια μην νομίζεται πως όσα μπόρεσε να αρθρώσει ο Πέτρος τα είπε με ευκολία, είχε κι ο ίδιος εκπλαγεί από αυτό που αντίκρισαν τα μάτια του, η Μαρίνα κόντευε τα δέκα επτά και με την ομορφιά και την σπιρτάδα της τραβούσε κοντά της όλους τους άνδρες και σχεδόν κανένας δεν μπορούσε να της αντισταθεί.

Διαθέτοντας ένα εκρηκτικό ταμπεραμέντο, καθήλωνε με μιας, όλους όσους είχαν την τύχη να βρίσκονται στο χώρο που εισερχόταν εκείνη. Αυτά τα χαρίσματα της βέβαια, είχαν φέρει στον δρόμο της και πολλούς εχθρούς, όπως θα δούμε και παρακάτω.

Στα επόμενα λεπτά της γνωριμίας τους, επικράτησε μια χαρούμενη και γλυκιά ατμόσφαιρα, την οποία ήρθε να χαλάσει η θεατρόφιλη παρέα, που έχοντας τελειώσει τις πρόβες της κατέβαινε οχλαγωγώντας τα σκαλιά.

Αυτό που ακολούθησε τις επόμενες εβδομάδες, ήταν υπέροχο και για τους δύο. Η ζωή απέκτησε άλλο νόημα για τα δυο παιδιά και τα συναισθήματα που τους πλημμύριζαν, ήταν σαν χείμαρρος ασυγκράτητος. Σε καμμία όμως περίπτωση δεν θα εξομολογούνταν ο ένας στον άλλο αυτή τους την κατάσταση, άλλωστε την Μαρίνα και τον Πέτρο διεκδικούσαν πολλοί εκπρόσωποι των φύλλων τους στενά και πολλές φορές απροκάλυπτα. Εκείνοι όμως γνώριζαν με σιγουριά πως είναι πάντα ο ένας, για τον άλλον, άσχετα που δεν είχαν πει λέξη γι’ αυτό ποτέ.

Άλλωστε τα βαθιά συναισθήματα δεν χρειάζονται πάντα τον προφορικό λόγο για να εκφραστούν!

Όλοι γνώριζαν το κοινό μυστικό, σε κανέναν δεν άρεσε, αλλά όλοι ήξεραν ότι ο Πέτρος ήταν για την Μαρίνα και η Μαρίνα για τον Πέτρο.

Ο καιρός περνούσε και το πιο φυσικό θα ήταν κάποια στιγμή, να γίνει η πρώτη κίνηση που ο Πέτρος σκεπτόταν να κάνει προς την πλευρά της αγαπημένης του. Βέβαια το βασικό του ελάττωμα ήταν η έλλειψη αυτοπεποίθησης. Θα μου πείτε με τόσες θαυμάστριες;

Μα συνήθως το τρακ δεν μας πιάνει για το καθημερινό και το συνηθισμένο που ήταν όλα τ’ άλλα κορίτσια για κείνον, αλλά για το μοναδικό και ξεχωριστό που  ήταν και αντικειμενικά η Μαρίνα.

Και τότε έγινε το μοιραίο λάθος.

Επεισόδιο 5

Υπάρχουν φορές που οι άνθρωποι κάνουν κάποια λάθη που είναι εντελώς ανόητα και έξω από τον χαρακτήρα τους. Λάθη που όταν τα κοιτάζουν καλύτερα λένε «πως το έκανα εγώ αυτό;». Βέβαια όσο πιο μικρός κι ανόητος και όσο πιο κλεισμένος στον μικρόκοσμο του είναι ένας άνθρωπος, τόσο πιο μεγάλη είναι η άγνοια και τα λάθη του.

Εδώ λοιπόν έχουμε να κάνουμε και με τις δύο περιπτώσεις, την μικρή και άβγαλτη στην ζωή Μαρίνα και τον γεμάτο αίσθημα κατωτερότητας Πέτρο, οπότε το μόνο που μπορούσα να περιμένω ήταν, πόσο μεγάλο θα ήταν αυτό το λάθος και πόσα χρόνια και πόνο θα τους στοίχιζε.

Ένα από τα σίγουρα πράγματα όμως στην ζωή, είναι ότι μέσα από την οποιαδήποτε τραγωδία, υπάρχει πάντα κι ένα κέρδος.

Ένα κέρδος που μόνο οι πραγματικά έξυπνοι άνθρωποι, με ανοιχτά μάτια και μυαλό μπορούν να καταλάβουν και να αξιοποιήσουν κατάλληλα στην ζωή τους. Όλοι οι άλλοι κλαίνε και οδύρονται για το κακό που τους βρήκε, δεχόμενοι σαν ήρωες αρχαίας τραγωδίας, τον ρόλο τους ως θύμα.

Υπήρχαν λοιπόν, ο Θάνος και ο Χρήστος από την μια μεριά και η Βάσια με την Λουκία από την άλλη, όλοι «φίλοι» του άτυπου ζευγαριού.

Τα δύο αγόρια έβλεπαν με καλό μάτι την προοπτική μιας σχέσης με την πρωταγωνίστριά μας και είχαν δείξει ξεκάθαρα στην ίδια τις προθέσεις τους. Εκείνη όμως αγνοώντας αυτούς και την υπόλοιπη «αυλή» της είχε μάτια μόνο για τον Πέτρο.

Για τον Πέτρο κι ας μην είχαν ανταλλάξει ούτε φιλί, μόνο κάποιες φορές που αγγίζονταν τυχαία, η ενέργεια που διαχέονταν στην ατμόσφαιρα μπορούσε να ηλεκτροφωτίσει την πόλη για ένα μήνα. Ήταν όμως ικανοποιημένη μ’ αυτήν την κατάσταση μεταξύ τους, άλλωστε ήταν πολύ μικρή για άλλα πράγματα ερωτικής φύσεως και κάποιες συμμαθήτριες της που είχαν δοκιμάσει, ήταν θέμα συζήτησης στο σχολείο.

Όπως η Λουκία, ένα πλάσμα θαμπό, γεμάτο συμπλέγματα ανασφάλεια, που παρόλο που ήταν μοναχοπαίδι και θα περίμενε κανείς να είναι πιο καλομαθημένη, ήταν γεμάτη φόβο κι ανασφάλεια που της προκαλούσε η μητέρα της.

Η κυρία Θέκλα, μια απίστευτα δεσποτική γυναίκα, αγράμματη σχεδόν, μ’ ένα σύζυγο άβουλο και όργανο στα χέρια της, προσπαθούσε να κάνει όσα επιθυμούσε εκείνη και να μην της χαλά χατήρι. Βέβαια αυτό το είδος των αντρών, δείχνει απόλυτη υποταγή, για να κάνει τα «δικά του» ρίχνοντας στάχτη στα μάτια της συζύγου του.

Άλλα αυτό είναι μια άλλη ιστορία.

Η μητέρα της Λουκίας λοιπόν, ήθελε η κόρη της να πάρει έναν γαμπρό ευκατάστατο έως πάρα πολύ πλούσιο, ανεξάρτητα από τον χαρακτήρα, την ηλικία, και την εξωτερική του εμφάνιση.

Αλλά πως θα γίνει αυτό, όταν το κορίτσι της ήταν τόσο αδικημένο από την φύση;

Χωρίς καμιά ιδιαίτερη ομορφιά, παχιά, με γυαλιά σαν πάτους μπουκαλιών με απίστευτα κακό ντύσιμο και τόσο υποκριτικά χαμηλοβλεπούσα, ποιος θα την έπαιρνε;

Δεν είχε καταλάβει σίγουρα πως αυτό το πλάσμα ήταν δημιούργημά της και πως όλα τα παραπάνω μπορούσαν να διορθωθούν μόνο αν αγαπούσε και φρόντιζε την κόρη της και δεν κοιτούσε να «ανέβει» στην κοινωνία με ένα τόσο ανόητο και παλιομοδίτικο τρόπο.

Η Λουκία ήταν πραγματικά κακοντυμένη και τριγυρνούσε ντυμένη σαν παπαδιά. Βέβαια όταν δεν έχεις άλλη διέξοδο από την τόση καταπίεση δεν κάνεις και τις καλύτερες επιλογές στο στυλ σου και ο χαρακτήρας σου, δεν είναι και ότι καλύτερο.

Αυτό, όταν είσαι παιδί, όπως όμως θα δούμε παρακάτω, όταν πάρεις την ζωή στα χέρια σου, έχεις όλες τις επιλογές για να φτιάξεις τον άνθρωπο που θέλεις να είσαι.

Η Μαρίνα της φερόταν πάντοτε καλά και με ευγένεια , χωρίς όμως να την λυπάται όπως οι υπόλοιποι. Άλλωστε ήταν της γνώμης πως είναι πολύ υποτιμητικό να σε λυπούνται, διότι ο κάθε άνθρωπος είναι άξιος σεβασμού όποιος και ότι κι αν είναι.

Η απάντηση βέβαια της Λουκίας ακόμα και στην καλημέρα που τις έλεγε, ήταν ένα απίστευτα εχθρικό και ζηλόφθονο βλέμμα. Επίσης όταν ήταν στην παρέα τους, την αγνοούσε επιδεικτικά και ως φυσικό επόμενο, ήταν να μένει σε μια γωνιά μόνη ενώ όλοι οι άλλοι διασκέδαζαν και καλοπερνούσαν. Άφριζε από ζήλεια όταν έβλεπε την Μαρίνα και τον Πέτρο δίπλα-δίπλα, να γελούν και να διασκεδάζουν με την υπόλοιπη παρέα.

Μόνο η Βάσια η κολλητή της, συμμεριζόταν τον χαρακτήρα της και αποδεχόταν την κακία που έδειχνε ειδικά προς την Μαρίνα και την κουβαλούσε πάντα μαζί της στα πάρτυ.

Η Βάσια παρόλο που είχε την ίδια ηλικία με την Λουκία και την Μαρίνα, είχε ήδη μια μακράς διαρκείας σχέση και μόλις τελείωνε το σχολείο θα παντρευόταν. Αυτό την έκανε πιο έμπειρη στα ερωτικά θέματα απ’ όλες τις συνομήλικες της κι έτσι ήταν μια μεγάλη βοήθεια για την Λουκία και όσα έμελλε να πράξει.

Σύμφωνα με τα μέτρα της μαμάς της, η Λουκία είχε βρει τον ιδανικό γαμπρό. Όμορφος, νέος, κι από οικογένεια με πολλά χρήματα. Ο Λούης ήταν ότι καλύτερο είχε η αγορά γαμπρών αυτή την εποχή, ταίριαζαν και τα ονόματα, Λούης, Λουκία. Η κυρία Θέκλα έκανε κιόλας όνειρα για τα προσκλητήρια του γάμου, με το φτωχό της μυαλουδάκι, με σχέδια και κανόνες που ίσχυαν τον περασμένο αιώνα, προσπαθούσε να πλέξει τον ιστό που θα έκλεινε μέσα του τον πολύφερνο γαμπρό. Και η λύση γι’ αυτό ήταν μια εγκυμοσύνη.

Η Λουκία λοιπόν με αφορμή την Βάσια, μπήκε διά της προσκολλήσεως στην παρέα του Λούη και έπιασε αμέσως δουλειά φλερτάροντας τον υπογείως μπροστά σε όλους και ξεκάθαρα τις λίγες στιγμές που έμεναν μόνοι.

Ο Λούης με την δύναμη των χρημάτων του μπαμπά του, την ομορφιά, το γρήγορο αμάξι του, και την απύθμενη επιπολαιότητα του, δεν έκανε εξαίρεση στις γυναίκες που τον πλησίαζαν. Προσπαθούσε όσο πιο συχνά μπορούσε να αυξάνει τον αριθμό των ερωτικών του συνευρέσεων και είχε βάλει στοίχημα με τους φίλους του πως μέχρι το τέλος του καλοκαιριού θα έσπαγε το ρεκόρ του.

Δεν ήταν δύσκολο λοιπόν ακόμα και για την Λουκία που ούσα μέχρι στιγμής ανέγγιχτη από άντρα, να βρεθεί μαζί του στην σοφίτα του σπιτιού του.

Σιωπηλά, μουλωχτά, και παράνομα. Έτσι ήταν η πρώτη φορά, καθώς και αρκετές ακόμα με τον ίδιο παρτενέρ. Ήταν πολύ φυσικό κάποια στιγμή η Λουκία να ερωτευθεί τον εραστή της. Άλλωστε ήταν κούκλος, δυνατός, με υπέροχο γυμνασμένο κορμί, και πολλά λεφτά. Τι άλλο να ζητήσει ένα κορίτσι της ηλικίας της;

Με χαρά λοιπόν, νομίζοντας πως ο στόχος επετεύχθη, του ανακοίνωσε μετά από λίγο καιρό πως είναι έγκυος και πως τώρα πρέπει να παντρευτούν.

Η ανταμοιβή για το «ευχάριστο» νέο, ήταν ο Λούης να την πετάξει με τις κλωτσιές έξω από τ’ αυτοκίνητο του και να την στολίσει με διάφορα κοσμητικά επίθετα από το πλούσιο υβρεολόγιο του.

Η κυρία Θέκλα χλώμιασε μόλις άκουσε το νέο, το σχέδιο χάλασε, τώρα της έμεινε η κόρη με όλα τα κακά της μοίρας της και έγκυος.

Τι κι αν η μικρή τον αγαπούσε; Τι κι αν ο κόσμος της είχε γκρεμιστεί και ήθελε να πεθάνει; Εκείνη κοιτούσε μόνο την δική της συμφορά.

Οι γονείς του Λούη, με την δύναμη και την αλαζονεία του νεοπλουτισμού τους, όταν οι γονείς της Λουκίας πήγαν αν ζητήσουν τον λόγο, δήλωσαν ξεκάθαρα.

«Γάμος δεν γίνεται και έξω απ’ το σπίτι μας γιατί μπορούμε να σας καταστρέψουμε και να σας κάνουμε ρεζίλι έτσι ώστε να μην μπορείτε να βγείτε στον κόσμο». Είχαν βρει βλέπετε την Αχίλλειο πτέρνα της κυρά Θέκλας και της πατούσαν την πληγή.

Έφυγαν με την ουρά στα σκέλια και ζητώντας απλά να μείνει το θέμα εν κρυπτώ.

«Τώρα τι κάνουμε;» ρώτησε ο μονίμως ανίδεος πατέρας της Λουκίας..

«Πρέπει να βρούμε τρόπο να καλύψουμε το ρεζιλίκι» σκέφτηκε η Θέκλα.

Επεισόδιο 6

Ο επόμενος γαμπρός είχε ήδη βρεθεί, ήταν ο Χρήστος. Στην άνθηση του εμπορίου, όταν είσαι μεγαλοεισαγωγέας είσαι κάποιος, έχεις λεφτά. Αυτά σκέφτηκε η κυρά Θέκλα και άρχισε την κατήχηση στην κόρη της που την έτρεμε και έκανε πάντα ότι της ζητούσε. Της προσκολλήσεως ξανά λοιπόν η Λουκία, κολλιτσίδα στον Χρήστο που ήθελε πολύ την Μαρίνα, πιο πολύ από τον Θάνο ο οποίος πλέον της έδειχνε απροκάλυπτα τον θαυμασμό του.

Προσπαθούσε λοιπόν ο Χρήστος να αποφύγει για μέρες το κόρτε της Λουκίας, προσπαθώντας ταυτόχρονα να την φορτώσει σε κάποιο θύμα. Είχε μάθει βλέπετε από τον Λούη τα καθέκαστα που ήδη άρχισαν να σιγοψιθυρίζονται στις παρέες τους. Και τότε του ήρθε η ιδέα. Ο Πέτρος! Πώς όμως; Θα οργάνωνε το σχέδιο του τέλεια χωρίς να το καταλάβει κανείς, θα βρεθεί η Λουκία στην αγκαλιά του Πέτρου και η Μαρίνα στην δική του.

Τα βράδια του Σαββάτου η παρέα μαζευόταν στον επάνω όροφο του νεοκλασσικού, στο γραφείο του Πέτρου, που όπως είπαμε παραπάνω ήταν ο ιδανικός χώρος για πάρτυ και μικρές συγκεντρώσεις λόγω του μεγάλου χώρου του. Απόψε το πρόγραμμα περιελάμβανε πίτσες, ποτά, μουσική και κουβεντούλα.

Ο Πέτρος, πρώτος και καλύτερος σαν οικοδεσπότης ετοίμαζε τον χώρο για το μικρό γλεντάκι. Δίπλα του πάντα η Μαρίνα που απόψε δεν είχε και πολλά κέφια, για την ακρίβεια το ένστικτό της δεν την άφηνε σε ησυχία. Κάτι μέσα της, της έλεγε να πάρει τον Πέτρο απ’ το χέρι και να φύγουν μακριά. Τι μαύρο σύννεφο είν’ αυτό; Κανείς δεν το έβλεπε; Μόνο εκείνη;

Η παρέα άρχισε να καταφθάνει και σε λίγο μαζεύτηκαν σχεδόν όλοι. Τελευταίοι ο Χρήστος με τον Θάνο και λίγα λεπτά αργότερα η Λουκία με την Βάσια. Και ήταν λίγα λεπτά αργότερα για να μην δώσουν στόχο, αφού λίγο πριν, στο παγκάκι της απέναντι πλατείας ο Χρήστος με την Λουκία είχαν μια καθαρή κι έξω από τα δόντια συζήτηση.

Ο Χρήστος, αφήνοντας την Βάσια και τον Θάνο να λένε τα δικά τους, τράβηξε σ’ ένα απόμερο παγκάκι την Λουκία η οποία νομίζοντας κάτι άλλο τον ακολούθησε πρόθυμα.

Εκείνος άναψε τσιγάρο και άρχισε να της εξηγεί πως εφόσον γνωρίζει όλη την ιστορία με τον Λούη κι εφόσον η ίδια δεν είναι του γούστου του, δεν μπορεί να γίνει οτιδήποτε μεταξύ τους, εκτός από μια συνεργασία που θα ωφελήσει και τους δυο.

Την Λουκία έξυπνη δεν την έλεγες με τίποτα, στην πονηριά όμως ήταν άσσος. Εξηγώντας της λοιπόν ο Χρήστος με κάθε λεπτομέρεια το σχέδιο του, η Λουκία έβλεπε μέσα απ’ αυτό, τον δρόμο της εξόδου από το κλουβί που την είχε κλεισμένη η μάνα της. Δεν θα χρειαζόταν πια τίποτα από κείνην, ο γαμπρός βρέθηκε, και ήταν η πιο τέλεια ευκαιρία να βλάψει την Μαρίνα που μισούσε όσο κανέναν άλλο.

Απόψε ήταν η τυχερή της βραδιά.

Επεισόδιο 7

Το γλέντι είχε ανάψει για τα καλά, χορός, τραγούδι, και πολλά ποτά. Είχαν όλη την νύχτα δική τους, η αυριανή μέρα ήταν αργία κι έτσι η Λέσχη Φίλων των Τεχνών, θα κρατούσε τις πόρτες της κλειστές για το κοινό. Έτσι λοιπόν η παρέα που στο μεταξύ είχε μεγαλώσει κι άλλο σ’ αριθμό το γλεντούσε, δεν είχε καμιά ανησυχία για την ώρα λήξης του πάρτυ.

Κατά τις δώδεκα το βράδυ η Μαρίνα ετοιμαζόταν να αποχωρίσει, μιας και ο πατέρας της την περίμενε στο αυτοκίνητο για να γυρίσουν στο σπίτι. Αφού καληνύχτισε όλους πήρε σε μια γωνιά τον Πέτρο και του είπε με αγωνία να προσέχει απόψε, γιατί το ένστικτο της ήταν σε συναγερμό. Ο Πέτρος όμως ήταν ήδη αρκετά μεθυσμένος για να ακούσει και να λάβει υπ’ όψιν του τις προειδοποιήσεις της Μαρίνας. Με τον φίλο του τον Χρήστο είχαν πιει αρκετά.

Φεύγοντας παρατήρησε πώς η Λουκία την κοιτούσε ειρωνικά, αυτό γινόταν πάντα αλλά απόψε ήταν αλλιώς. Κατεβαίνοντας την σκάλα, στα μισά την πρόλαβε ο Θάνος. Της ζήτησε ένα λεπτό για να μιλήσουν και η Μαρίνα δέχτηκε απρόθυμα. Το λογύδριο ήταν το ίδιο. «Σ’ αγαπώ, μ’ αρέσεις» κ.τ.λ. μόνο που αυτή την φορά εμπλουτίστηκε με χειρονομίες και την απόπειρα ενός φιλιού που η Μαρίνα ανέκοψε μ’ ένα ηχηρό χαστούκι.

Άρχισε να κατεβαίνει τρέχοντας τις σκάλες για να βρεθεί το συντομότερο στο αυτοκίνητο και υπό την προστασία του πατέρα της, που τόσο σεβόταν κι αγαπούσε. Όταν ξεκίνησαν, κάλυψε μ’ ένα χαμόγελο την σύγχυση της κι έτσι γρήγορα έφθασαν στο σπίτι.

Εκεί μέσα στην μοναξιά του δωματίου της, είχε όλο τον καιρό να προσπαθήσει να καταλάβει τι ακριβώς της συνέβη. Πως ήταν δυνατό να πιστεύει ο Θάνος πως κάτι θα μπορούσε ποτέ να γίνει μεταξύ τους, ενώ όλοι γνώριζαν την ιστορία της με τον Πέτρο;

Μέσα σ’ αυτές τις σκέψεις, ο ύπνος ερχόταν σιγά-σιγά και τα βλέφαρα της βάραιναν, είχε έρθει η ώρα να βρεθούμε και να συνομιλήσουμε. Έπρεπε να την καθοδηγήσω και να την προετοιμάσω για όλα όσα θα συνέβαιναν τον επόμενο καιρό.

Κρίων: «Βλέπω είσαι πολύ σκεπτική».

Μαρίνα: «Καλησπέρα Κρίων καλέ μου, πόσο όμορφα νιώθω όταν μπορώ να σε βλέπω! Δεν έχω πάντα αυτή την πολυτέλεια. Μου έλειψες.»

Κρίων: «Μην γκρινιάζεις Μαρίνα γνωρίζεις πως είμαι δίπλα σου ανελλιπώς και πως κάθε στιγμή σου με αφορά προσωπικά».

Μαρίνα: «Τι θα γίνει Κρίων, τι θα μου συμβεί; Απόψε έχω ένα τόσο κακό προαίσθημα!»

Κρίων: « Μην φοβάσαι κορίτσι μου, γνωρίζεις πώς ότι κι αν σου πω, θα ξεχαστεί μόλις ξυπνήσεις, όμως στο βάθος του μυαλού σου, εδώ δηλαδή που ανταμώνουμε θα θυμάσαι τις συμβουλές μου

Impressum

Verlag: BookRix GmbH & Co. KG

Tag der Veröffentlichung: 16.10.2015
ISBN: 978-3-7396-1851-7

Alle Rechte vorbehalten

Widmung:
Η Μαρίνα είναι το λατρεμένο παιδί του Σταύρου και της Μυρσίνης, που πέρασε τα παιδικά και τα πρώτα εφηβικά της χρόνια με την ιδανική οικογένεια που όλα τα παιδιά ονειρεύονται. Στην εφηβεία, ήρθε και ο πρώτος έρωτας. Αυτός ο έρωτας θα την σημάδευε για πάντα. Όμως τότε, άρχισαν οι ανατροπές, γνώρισε με πολύ σκληρό τρόπο, τον θάνατο, την απόρριψη, την βία. Φαίνεται ότι πρόσωπα και καταστάσεις την συνδέουν με την προηγούμενη ζωή της. Πως θα βγει από τα απανωτά σοκ, το πένθος για την οικογένεια και την χαμένη αγάπη; Τα χτυπήματα της ζωής την δυναμώνουν την κάνουν ανεξάρτητη, την φέρνουν πιο κοντά στην ευτυχία της. Ποιος είναι ο Κρύων, που με την παρουσία του θα την πάρει από το χέρι και θα την οδηγήσει στα μονοπάτια του ονείρου; Και τελικά η Μαρίνα είναι αυτό που όλοι καταλάβαμε ή κάτι που δεν περνά ούτε από την φαντασία μας;

Nächste Seite
Seite 1 /